Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Προικοννήσου κ. κ. Ιωσήφ
Μονή Γρηγορίου, Σάββατο του Λαζάρου 1977, απόγευμα.
μετά βαΐων καί κλάδων…» δεν
ξέρεις αν είσαι στη γη ή έχεις αρπαγή με τον Παύλο στον τρίτο ουρανό.
Ευλογούνται τα βάγια καί μοιράζονται στους πατέρες. Όλοι θα τα κρατούν
στο χέρι μέχρι τέλους της λειτουργίας. Τα «νικητικά κατά των παθών
σύμβολα», κατά τον μεγάλο Αγιορείτη Νικόδημο… Οί Εκκλησιαστικοί,
μεγαλοπρεπείς μέσα στους μαύρους μανδύες τους σκορπίζουν βάγια σ’ όλο
το ναό, στη λιτή, στον έξωνάρθηκα. «Εξέλθετε
έθνη, εξέλθετε καί λαοί..». Ευωδιά δάφνης ελληνοπρεπούς στα πόδια του
Εισερχομένου στην Αγία Πόλι επί πώλου όνου Βασιλέως των όλων… Γίνεται
καί χειροτονία Διακόνου. Το καλογέρι των Καρτσωναίων, ό Χρυσόστομος.
Στήν τράπεζα συνεχίζεται ή μυσταγωγία. Καμπάνες, διβάμβουλα, κατζία, με
τον ποτάμιο μανδύα του ό Άρχιερεύς, τον πορφυρούν καί περίχρυσον, με
ανάγνωση πατερική (ή ανάγνωση είναι ή μεγαλύτερη αυθεντία εν Άγίω
Όρει: «Το είπε ή άνάγνωσις!…» έλεγαν οι παλαιοί, (πού θα πει:Roma
locuta,causa finita), με Ύψωση της Παναγίας, με προσφώνηση του
Ηγουμένου καί ομιλία του Δεσπότη, Στό τέλος ό Γέροντας του
νεοχειροτόνητου μοιράζει σ’ όλους από ένα ρινόμακτρο αντί μπομπονιέρας.
Παλαιό αγιορείτικο έθιμο, για νάχουν να σκουπίζουν οί πατέρες τα
καρδιοστάλακτα δάκρυα της κατανύξεως και τα γλυκερά καί παραμυθητικά
του χαροποιού πένθους… Εν όψει των ήμερων του Πάθους ξεχωριστά
χρήσιμο…Ή Ακολουθία του Νυμφίου σεμνή, αργόσυρτη, προσεγμένη, χωρίς
μελοδραματικές εξάρσεις, χωρίς δυτικόφερτα μαύρα καί μενεξελιά χρώματα
σε άμφια καί καλύμματα. Το κατά Θεόν πένθος, το χαροποιό, είναι
διαφορετικό από το κοσμικό. Ούτε από κρέπια εξαρτάται, οϋτε από
πλερέζες, οϋτε από χρώματα. Είναι υπόθεση καρδιάς, εσωτερική, μυστική.
«Αλλωστε οί Μοναχοί μια φορά τα φόρεσαν τα μαύρα και δια βίου.
Πρωινή ακολουθία της Μεγάλης Δευτέρας.Ώρες καί ατέλειωτα ευαγγελικά
αναγνώσματα. Το βράδυ πανηγυρικός εσπερινός, άνοιξαντάρια, λιτή,
αρτοκλασία, ολονύκτια αγρυπνία! Κάπου μπερδεύομαι. ΤηΜεγάλη
Τρίτη πέφτει ή γιορτή του Ευαγγελισμού! Τάχει αυτά το αδιόρθωτο
Ιουλιανό ημερολόγιο.Φέτος (2007) τα πράγματα θάν’ακόμα πιο μπερδεμένα.Ό
Ευαγγελισμός πέφτει το Μέγα Σάββατο. Στό «Αγιον Όρος δεν ισχύει ή
ξεκάθαρη πρόβλεψη του Τυπικού (περίπτωση ΚΓ’, § 69) πού διακελεύεται
πώς αν συμπέσει ή εορτή τη Μ. Παρασκευή ή Μ. Σάββατο μετατίθεται για το
Πάσχα, αλλά γιορτάζεται… ανήμερα! Κουβάρι σωστό, όλο-μπέρδευτο, καί ώδε
εστίν ή σοφία των τυπικάρηδων να το ξεμπερδέψουν, χωρίς ούτε το
πενθηρόν της εις «Αδου Καθόδου να λυμανθή, αλλά οϋτε καί το χαρμόσυνο
καί πανηγυρικό του κεφαλαίου της σωτηρίας ημών να περιορισθή. Χαίρομαι
κατάβαθα πού με το διορθωμένο ημερολόγιο δεν μας προκύπτουν τέτοιες
συμπτώσεις.Καθημερινά οι περισσότερες ώρες περνούν μέσα στο ναό. Οι
ακολουθίες είναι σχοινοτενείς, τα αλλεπάλληλα ευαγγελικά αναγνώσματα
ατέλειωτα.Το σώμα κουρασμένο καί από την άλαδία καί
μονοφαγία,καταπονείται,αλλά έρχεται ή παράκληση του Παρακλήτου καί ή
γλυκύτατη κατάνυξη. Βιώνεται έντονα
το «Πάσαν την βιοτικήν άποθώμεθα μέρίμναν, ως τον Βασιλέατων όλων ύποδεξόμενοι…». Τη Μεγάλη
Πέμπτη ή Ακολουθία των Άχραντων Παθών έχει κάτι το μοναδικό. Τα
λυρικότατα αντίφωνα ψάλλονται αργά, σεμνά, από νηστεμένα στόματα, καί ή
ψυχή τα ρουφά σαν σφουγγάρι. Γλυκά δάκρυα έρχονται σ’ όλους. Κάποτε
ένας Εβραίος έμπορος Θεσσαλονικιός πού εξυπηρετούσε το Μοναστήρι,
βρέθηκε τέτοιες μέρες εδώ. Ακούγοντας τους ύμνους πού στηλίτευαν τα
κατά του Χριστού ανδραγαθήματα των παλαιών εκείνων Εβραίων έπεσε κάτω
ξερός, λιπόθυμος. Όταν τον συνέφεραν είδαν κι έπαθαν να του δώσουν να
καταλάβη ότι οί ύμνοι δεν γράφτηκαν γι’ αυτόν προσωπικά.
Παλαιότερα στο Όρος δεν λιτανευόταν μετά το πέμπτο ευαγγέλιο της Ακολουθίας των Άχραντων Παθών ό Εσταυρωμένος. Απλούστατα ό εκκλησιαστικός έφερνε κι έβαζε στο προσκυνητάρι την ιερά εικόνα της Σταυρώσεως. Όπως καί δεν γινόταν, βέβαια, ή λεγομένη Άποκαθήλωσις (οϋτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο γίνεται μέχρι σήμερα). Τώρα, άλλοι παπάδες ήρθανε κι άλλα χαρτιά βαστούσανε…Ή Μεγάλη Παρασκευή δεν έχει τίποτε από το δραματικό στοιχείο καί τις φιοριτούρες πού παρεισέφρυσαν τα τελευταία χρόνια οτήν πραξη των ενοριών. Όλα λιτά, δωρικά, μοναχοπρεπή. Ένα απλό τραπέζι στο κέντρο του ναού, χωρίς κουβούκλιο, με τον υφασμάτινο επιτάφιο (αέρα) καί το ιερό Ευαγγέλιο, την «δια χάρτου καί μέλανος» εικόνα του Χριστού καί λίγα άνθη, πού τα μαζέψαμε το πρωί από τη γειτονική ρεματιά, μοναχοί μαζί καί προσκυνητές, είναι όλος κι όλος ό Επιτάφιος. Στό νου έρχεται ό ανεπανάληπτος, αριστουργηματικός στην απλότητα του βυζαντινός Επιτάφιος του Καντακουζηνού (1354) της Μονής Βατοπεδίου… Ή ακολουθία είναι μακρύτερη. Κανένας δε βιάζεται. Ύπνεΐ ή ζωή. Ό Βασιλεύς κεκοίμηται. Κάθε σκίρτημα γήινο, λοιπόν, καταστέλλεται. Μόνο ή καρδιά, γεμάτη χαρμολύπη, αγρυπνεί με αδιάλειπτη προσευχή, καθώς ό θείος Έρωτας της καθεύδει. Όταν οί δύο χοροί μαζί με κορυφαίους τον Δαμασκηνό, τον Ύπάτιο καί τον παπα-Μελέτιο ψάλλουν το «Σέ τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερίμάτιον», κι οί πέτρες ραγίζουν. Οί πατέρες δυσκολεύονται να κρύψουν τα συναισθήματα τους. Ή περιφορά του Επιταφίου γίνεται γύρω από το Καθολικό, με κηροδοσία, ψαλλομένου του «Τον ήλίον κρύψαντα τάς ιδίας ακτίνας…» Φέρεται πάνω στα άσκεπη κεφάλια τεσσάρων σεπτών ιερομόναχων με επικεφαλής τον ηγούμενο, ό όποιος καί κρατά πάνω στο στήθος του με το δεξί του χέρι το ιερό Ευαγγέλιο. Κατά την επάνοδο στο ναό ό γερο-Δαμιανός ό οικονόμος, κατανενυγμένος σαν παιδί, αυτός ό ζόρικος, ό φωνακλάς Αρβανίτης, με δάκρυα στα μάτια, ραντίζει με ροδόσταμο τους πάντες, ευχόμενος «Καλή Ανάσταση»,Το Μέγα Σάββατο ή Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, με όλα τα Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα, το «Ανάστα ό Θεός» από τον σεβάσμιο Ηγούμενο Γεώργιο πού μας ραίνει με δάφνες, χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία, ατμόσφαιρα χαρούμενη. ‘Αλάδωτη τράπεζα κι ύστερα διαβάζονται εν τοις κελλίοις οι Πράξεις.