Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα (Δ΄ Μέρος)

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

Ένας αξιοδάκρυτος ηνίοχος

Αλλά, θα πει κανείς: Τί πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε; Απλούστατα: τίποτε άλλο παρά να παραμερίσουμε το κάθε τι και να μεριμνήσουμε για τη ψυχή. Δεν πρέπει να είμαστε υποταγμένοι στο σώμα, χωρίς απόλυτη ανάγκη.

Αλλά να παρέχουμε στη ψυχή ό,τι το πιο καλό, χρησιμοποιώντας τη σωστή σκέψη και λύνοντάς την έτσι από τα δεσμά των παθών του σώματος, που είναι κατά κάποιο τρόπο η φυλακή της. Και, παράλληλα κάνοντας το σώμα ανώτερο από τα πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στο στομάχι ό,τι είναι αναγκαίο κι όχι ό,τι είναι ευχάριστο. Υπάρχουν άνθρωποι, που ψάχνουν σε στεριές και σε θάλασσα, για να βρουν σπουδαίους μαγείρους και τραπεζοποιούς, λες και τους πρόσταζε να το κάνουν κάποιος απαιτητικός ηγεμόνας, σαν φόρο στη βουλιμία του. Είναι άνθρωποι για κλάματα. Δεινοπαθούν όπως οι κολασμένοι στον άδη. Και για ποιό λόγο; Όπως λέγει η παροιμία, κουβαλούν νερό με κόσκινο σε τρύπιο πιθάρι κι οι κόποι τους τέλος δεν έχουν. Κι η περίσσια περιποίηση των μαλλιών και του ντυσίματος είναι, κατά τα λεγόμενα του Διογένη, απασχόληση ανθρώπων άδικων ή δυστυχισμένων. Το να είναι κανείς κομψευόμενος ή και το να λέγεται τέτοιος, είναι το ίδιο περίπου σαν να μιμείται τις εταίρες ή να επιβουλεύεται την οικογενειακή τιμή του πλησίον του.

Τί διαφορά, για τον φρόνιμο άνθρωπο, ανάμεσα στο πολυτελές και στο άπλα πρακτικό ρούχο, μια και το τελευταίο κάνει τη δουλειά του, προστατεύοντας το κορμί από το χειμωνιάτικο κρύο κι από τη ζέστη του καλοκαιριού; Και για όλα τα άλλα, πάλι, το ίδιο ισχύει: να μη ξεπερνούν το μέτρο της λογικής ανάγκης κι ούτε να κολακεύουν το σώμα σε βάρος του συμφέροντος της ψυχής. Ο άνθρωπος που αξίζει να λέγεται άνθρωπος, θεωρεί ίδια ντροπή το να είναι κομψευόμενος και υπηρέτης του κορμιού, όπως και το να είναι υποδουλωμένος σε οποιοδήποτε άλλο πάθος. Όποιος κάνει το παν για την εκζήτηση στη σωματική του εμφάνιση, αποδείχνει ότι δεν έχει συνείδηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας. Δεν καταλαβαίνει το σοφό γνωμικό, που λέγει: άνθρωπος δεν είναι ό,τι φαίνεται απ’ έξω. Πρέπει, με υψηλότερη σκέψη, να καταλαβαίνουμε τί πραγματικά είμαστε ο καθένας.

Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ψυχή καθαρή πιο πολύ απ’ ό,τι για να δει κανείς τον ήλιο με γερά μάτια. Και τί σημαίνει, με λίγα λόγια, καθαρή ψυχή; Περιφρόνηση των σωματικών απολαύσεων. Δηλαδή να μην τρέφουμε την όρασή μας με τα άτοπα θεάματα των θαυματοποιών. Να μην εκθέτουμε γυμνά τα σώματα, πράγμα που προκαλεί την ηδονή άμεσα. Να μην ακούμε μεθυστικά τραγούδια για τη ψυχή, με άσεμνο περιεχόμενο, μια και τέτοια μουσική δίνει ζωή σε πάθη που υποδουλώνουν κι εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Άλλη είναι η μουσική που ταιριάζει σε μας. Μια μουσική που είναι καλύτερη κι υψώνει στο καλύτερο. Εκείνη που μεταχειριζόταν κι ο Δαβίδ, ο ποιητής των ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης, για να κατασιγάσει την εξαλλοσύνη του βασιλιά Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται και για τον φιλόσοφο και μαθηματικό Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, που βρίσκονταν σε ευθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τον αυλητή, που τους συνόδευε, ν’ αλλάξει σκοπό και να παίξει δωρική μελωδία. Τότε, κάτω από την επίδρασή της, ήρθαν στα συγκαλά τους, πέταξαν τα στεφάνια και τράβηξαν για τα σπίτια τους γεμάτοι ντροπή. Άλλοι πάλι, κάτω από τους ήχους του αυλού, μεταβάλλονται σε Κορύβαντες και Βάκχες. Τόσο διαφέρει στην επίδρασή της η καλή από την ανήθικη μουσική. Λοιπόν, το πρώτο που πρέπει να αποφεύγετε απ’ όσα καταφάνερα αισχρά πράγματα υπάρχουν, είναι η μάθηση της μουσικής που έχει σήμερα πέραση. Και το να ανακατεύετε την ατμόσφαιρα με λογιών-λογιών αναθυμιάσεις, που ηδονίζουν την όσφρηση, ή το να φοράτε αρώματα, ντρέπομαι ακόμα και να τα απαγορέψω. Όσο για τις ηδονές της επαφής και της γεύσεως, τί να πω άλλο από το ότι υποχρεώνουν όσους τους έχουν δοθεί να ζούνε σαν κτήνη, έχοντας ενδιαφέρον μονάχα για την κοιλιά κι ό, τι είναι κάτω από την κοιλιά;

Ας το πω, σύντομα: όποιος δεν θέλει να βουλιάξει στο βόρβορο των σωματικών ηδονών, πρέπει να περιφρονήσει όλο το σώμα ή να το φροντίζει τόσο μονάχα όσο του χρειάζεται για να το έχει βοηθό στη φιλοσοφία, όπως λέγει ο Πλάτων κι όπως λέγει ο Παύλος συμβουλεύοντας να μη φροντίζουμε για το σώμα κατά τρόπο που να δίνει λαβή σε επιθυμίες. Όσοι φροντίζουν για να είναι καλά το σώμα και τη ψυχή, που θα χρησιμοποιήσει το σώμα, την παραμελούν σαν ανάξια λόγου, είναι ίδιοι με όσους νοιάζονται πολύ για τα εργαλεία, αλλά δεν τους νοιάζει για την τέχνη, που τα χρησιμοποιεί. Το αντίθετο πρέπει να γίνεται. Να τιμωρούν το σώμα. Να καταπτοούν τις ορμές του σαν θηρία. Να παίρνουν την ορθή σκέψη σαν βούρδουλα και να μαστιγώνουν και να αποκοιμίζουν την τρικυμία της ψυχής, που προκαλείται από το σώμα. Κι όχι αμολώντας κάθε χαλινάρι για την ηδονή, ν’ αφήνουν τη ψυχή στο κατάντημα άτυχου ηνιόχου, που τον πάνε κατά κρημνών ατίθασα κι ορμητικά άλογα. Ας θυμούνται και το εξής από τη ζωή του Πυθαγόρα: κάποτε, σαν είδε ένα φίλο του, που με την καλοφαγία και τις σωματικές ασκήσεις, είχε κάνει κορμί εντυπωσιακό, του είπε: Δεν παύεις, φίλε μου να φτιάχνεις τη φυλακή σου πιο δύσκολη; Λένε και για τον Πλάτωνα: προβλέποντας τις ζημιές, που θα του προκαλούσε το κορμί, εγκαταστάθηκε εξεπίτηδες στην Ακαδημία, τόπο της Αττικής νοσηρό, για να κόψει έτσι την υπερβολική ευαισθησία του σώματος, όπως κόβουν το περίσσιο φύλλωμα του αμπελιού. Εγώ μάλιστα άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι η πολλή υγεία είναι κάτι το επικίνδυνο.

Μια λοιπόν, που η περίσσια φροντίδα για το σώμα είναι και στο ίδιο άχρηστη και στη ψυχή εμπόδιο, είναι σωστή αφροσύνη το να εξαρτάμε όλα από το σώμα και να είμαστε σκλάβοι του. Κανένα άλλο ανθρώπινο πράγμα δεν αξίζει τόσο θαυμασμό όσο η άσκηση στην περιφρόνηση του σώματος. Δεν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τι θα τον χρειασθούμε τον πλούτο, όταν έχουμε καταπατήσει τις σωματικές ηδονές. Εκτός αν είναι ευχαρίστηση να αγρυπνεί κανείς πάνω από θαμμένους θησαυρούς, όπως οι μυθικοί δράκοντες, που αναφέρει ο ιστορικός Ηρόδοτος. Ο άνθρωπος που έχει καλλιεργηθεί κι απόκτησε ελεύθερο φρόνημα ως προς αυτά, δεν μπορεί να κάνει ή να πει ποτέ κάτι το ποταπό και το αισχρό. Ένας τέτοιος άνθρωπος προσέχει μονάχα το αναγκαίο. Τα υπόλοιπα, έστω κι αν είναι σαν το χρυσάφι του Πακτωλού ποταμού ή σαν το χρυσάφι που βγάζουν τα μερμήγκια, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, τα κανονίζουν οι ανάγκες της φύσεως κι όχι η απληστία των ηδονών. Όσοι ξεπερνούν τα σύνορα της ανάγκης, μοιάζουν με ανθρώπους που γλιστρούν σε κατήφορο και μην έχοντας που να στηρίξουν τα πόδια τους εξακολουθούν αέναα να πέφτουν. Όσο πιο πολλά αποκτούν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, για να ικανοποιούν τις επιθυμίες όπως λέγει κι ο νομοθέτης Σόλων: Στον ανθρώπινο πλούτο τέρμα φανερό δεν υπάρχει.

Αλλά κι ο Θέογνις ας έρθει στη μέση για να μας διδάξει σ’ αυτό το ζήτημα:

Δεν ποθώ ούτε εύχομαι να γίνω πλούσιος. Άμποτε με λίγα να ζω, χωρίς δεινά.

Άξιος θαυμασμού είναι κι ο Διογένης, που περιφρονούσε όλα μαζί τα ανθρώπινα αγαθά κι έλεγε ότι είναι πλουσιότερος κι από τον βασιλιά της Περσίας, γιατί στη ζωή του είχε ανάγκη από λιγότερα πράγματα. Οι πολλοί όμως τίποτε δεν θαρρούν αρκετό και θα ήθελαν να έχουν τα τάλαντα του Πυθίου κι απέραντα χωράφια κι αναρίθμητα κοπάδια. Αλλά νομίζω ότι τον πλούτο, όταν δεν τον έχουμε, δεν πρέπει να τον ποθούμε. Κι όταν τον έχουμε, να μη καυχόμαστε για το ότι είναι δικός μας, αλλά για το ότι ξέρουμε να τον χρησιμοποιούμε. Σωστά μίλησε ο Σωκράτης σ’ ένα πλούσιο, που καυχιόταν για το βιός του, όταν του είπε ότι δεν θα τον θαύμαζε πριν διαπιστώσει αν ήξερε να τον χρησιμοποιήσει. Θα ήταν για γέλια ο Φειδίας κι ο Πολύκλειτος, αν καυχιόντουσαν για το χρυσάφι και το φίλντισι, με τα οποία ο ένας έφτιαξε το άγαλμα του Δία για τους κατοίκους της Ηλείας κι ο άλλος το άγαλμα της Ήρας για τους Αργείους. Γιατί θα είχαν καυχηθεί για πλούτο που δεν ήταν δικός τους και γιατί δεν θα λογάριαζαν την τέχνη τους που έδωσε νόημα κι ομορφιά στο χρυσάφι. Εμείς τώρα είμαστε λιγότερο καταγέλαστοι αν παραδεχθούμε ότι η αρετή δεν είναι αρκετό στολίδι του εαυτού της;

Ας πούμε, λοιπόν, ότι καταπατήσαμε τον πλούτο και περιφρονήσαμε τις ηδονές των αισθήσεων. Θα επιζητήσουμε όμως την κολακεία και τα χάδια και θα αντιγράψουμε τη φιλοκέρδεια και την ευστροφία της αλεπούς, που αναφέρει ο μύθος του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου; Ο φρόνιμος άνθρωπος τίποτε άλλο δεν πρέπει να αποφεύγει περισσότερο από τη ζωή των επιδείξεων, από το να τον επηρεάζει το τί θα πει γι’ αυτόν ο κόσμος, από το να μην έχει πυξίδα της ζωής του τη λογική. Αν τα έχει αποφύγει αυτά, τότε δεν φοβάται να πάει αντίθετα προς τη γνώμη όλης της κοινωνίας, να τον κατηγορήσουν, να κινδυνέψει για χάρη του αγαθού, να σταθεί ακλόνητος στην ορθή απόφαση. Ένας που δεν ζει έτσι, δεν διαφέρει σε τίποτε από τον ομηρικό Πρωτέα, που όταν ήθελε γινόταν φυτό ή ζώο ή φωτιά ή νερό ή οτιδήποτε άλλο πράγμα. Γιατί ένας τέτοιας λογής άνθρωπος άλλοτε εξυμνεί το δίκιο σε όσους το τιμούν, άλλοτε θα πει τα αντίθετα, όταν δει ότι κυριαρχεί η αδικία, όπως ακριβώς κάνουν οι κόλακες. Κι όπως το χταπόδι αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον βυθό, έτσι κι αυτός θ’ αλλάζει γνώμες ανάλογα μ’ εκείνες των γύρω του.

Ο Βίας, ο γιος του κι εμείς

Αυτά όλα θα τα διδαχθούμε τελειότερα στην Αγία Γραφή μας. Αλλά προς ώρας τα περιγράφουμε, σαν σκιαγράφημα της αρετής από την κοσμική σοφία. Όσοι μ’ επιμέλεια μαζεύουν την ωφέλεια από κάθε τι, μοιάζουν με ποτάμια που παίρνουν στο διάβα τους νερό από παραποτάμους κι ολοένα γίνονται μεγαλύτερα. Είναι σωστή η υπόμνηση του Ησιόδου για το λίγο που προστίθεται στο λίγο, όχι μονάχα σχετικά με το χρήμα, αλλά και με τη γνώση. Με τον τρόπο αυτόν κι η γνώση γίνεται περισσότερη και μεγάλη. Όταν ο φιλόσοφος Βίας αποχαιρετούσε τον γιο του, που έφευγε για την Αίγυπτο, και το παιδί τον ρώτησε με ποια πράξη του θα τον ευχαριστούσε περισσότερο, του αποκρίθηκε: Αποκτώντας εφόδιο για τα γηρατειά σου. Και με τη λέξη εφόδιο εννοούσε την αρετή, περιγράφοντάς τη σύντομα, μια και την ωφέλειά της την περιόριζε στο μήκος του ανθρώπινου βίου. Αλλά για μένα, έστω κι αν πρόκειται για τα γηρατειά του μυθικού Τιθωνού ή του μακρόβιου βασιλιά της Ταρτησσού, του Άργανθωνιου ή και του Μαθουσάλα, που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη και λέγει ότι έζησε εννιακόσια εβδομήντα χρόνια, έστω ακόμα κι αν πρόκειται να υπολογίσουμε όλο τον χρόνο από τότε που πρωτοφανηκε ο άνθρωπος, βλέπω το διάστημα αυτό σαν παιδιάστικη, για γέλια έκταση. Γιατί ατενίζω τον μακρό κι αγέραστο αιώνα, που τέλος δεν έχει, την ηλικία της αθάνατης ψυχής.

Συμβουλεύω ν’ αποκτάμε εφόδιο για την ατελεύτητη αυτή ζωή, κινώντας, συμφωνά με τη γνωστή έκφραση, πάντα λίθον, ώστε να παίρνουμε από παντού ωφέλεια για μια τέτοια προοπτική. Βέβαια είναι ζήτημα που θέλει κόπο κι έχει δυσκολίες. Αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποθαρρυνθούμε και να το αμελήσουμε. Αλλά να θυμηθούμε το παράγγελμα των Πυθαγορείων, που λέγει ότι ο καθένας πρέπει να διαλέγει τον άριστο τρόπο ζωής και να βρίσκει χαρά μέσα του, συνηθίζοντάς τον. Έτσι, θα επιχειρήσουμε το καλύτερο απ’ όλα. Είναι ντροπή να αδιαφορήσουμε για την τωρινή ευκαιρία κι όταν περάσει ο καιρός να πασχίζουμε να φέρουμε μπροστά μας τα περασμένα, χωρίς να κατορθώσουμε τίποτε άλλο από θλίψη. Απ’ όσα, λοιπόν, θαρρώ ότι είναι τα καλύτερα, άλλα σας τα είπα τώρα κι άλλα όσο ζω θα σας τα συμβουλεύω. Και σεις, τώρα, ανάμεσα στα τρία είδη αρρώστιας, μη τοποθετηθείτε στο τελευταίο, το αθεράπευτο. Και μη δείξετε ότι η ψυχική σας ασθένεια μοιάζει μ’ εκείνες των σωματικά άρρωστων. Όσοι δηλαδή έχουν κάποια μικρή αρρώστια, πάνε οι ίδιοι στους γιατρούς. Όσοι έπαθαν κάποια μεγαλύτερη αρρώστια τους προσκαλούν στο σπίτι τους. Κι όσοι έπεσαν σε εντελώς ανίατη μανία, και που τους πλησιάζουν οι γιατροί, δεν τους δέχονται. Μη πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, αποφεύγοντας τις ορθές σκέψεις.

ΤΕΛΟΣ

Απόδοση στη Νεοελληνική: Βασίλειος Μουστάκης (+)

 πηγή