Άγιος Βασίλειος ο Μέγας
Η πέτρα στο αλφάδι
Αρκετά σας εξήγησα το ότι αυτά τα κοσμικά μαθήματα δεν είναι ανώφελα για την ψυχή. Ας έλθουμε τώρα να δούμε και το πως πρέπει να τα αφομοιώνετε. Ας αρχίσουμε από τα πολύμορφα έργα των ποιητών.
Δεν πρέπει να δίνετε σημασία σε όλα, χωρίς εξαίρεση, τα διδάγματά τους. Όταν σας εξιστορούν κατορθώματα ή σας εκθέτουν λόγια καλών ανθρώπων, να τα δέχεστε με αγάπη, να κοιτάτε να τους μιμηθείτε, να τους μοιάσετε, όσο μπορείτε. Όταν όμως φέρνουν στη μέση κακούς ανθρώπους, πρέπει να αποφεύγετε τις τέτοιες εικόνες, φράζοντας τ’ αυτιά σας όμως ο Οδυσσέας, που, καθώς διηγείται ο Όμηρος, ήθελε ν’ αποφύγει τη μελωδία των Σειρήνων. Γιατί; Διότι άμα συνηθίσει κανείς στα αμαρτωλά λόγια, περνά και στα αμαρτωλά έργα. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει με κάθε τρόπο να προφυλάσσουμε την ψυχή μας. Γιατί υπάρχει κίνδυνος, μαζί με τη γλύκα των λόγων να πάρουμε μέσα μας και κάτι θανάσιμο, χωρίς να το καταλάβουμε. Είναι μέλι, που έχει και δηλητήριο. Δεν θα επαινέσουμε, έτσι, τους ποιητές, όταν παριστάνουν ανθρώπους που ασεβούν, που εμπαίζουν, που παραδίνονται στην ακολασία, που παρασύρονται από το πιοτό, ούτε όταν περιορίζουν την ευτυχία σε πλούσια τραπέζια και σε άσεμνα τραγούδια. Και δεν θα δώσουμε καμιά σημασία, όταν κάνουν λόγο για θεούς και μας λένε ότι οι θεοί αυτοί είναι πολλοί κι αλληλομισούνται. Γιατί, καθώς ξέρετε, οι ψεύτικοι θεοί της ειδωλολατρίας πολεμάνε ο αδελφός τον αδελφό κι ο πατέρας τα παιδιά του κι εκείνα τους γονείς τους, με υπουλότητα. Θ’ αφήσουμε στους ανθρώπους του θεάτρου τις μοιχείες των θεών, τους έρωτές τους, τις ασύστολες σαρκικές τους σχέσεις και προ παντός του μεγαλύτερου απ’ όλους θεού Δία, όπως λέγουν αυτοί. Είναι πράγματα όλα αυτά, που και για τα ζώα αν τα έλεγε κανείς θα κοκκίνιζε. Τα ίδια έχω να πω και για τους πεζογράφους και μάλιστα όταν γράφουν για να διασκεδάσουν.Επίσης δεν θα μιμηθούμε τους ρήτορες των δικαστηρίων, που η τέχνη τους είναι το ψέμα. Γιατί το ψέμα δεν είναι ωφέλιμο ούτε στα δικαστήρια ούτε πουθενά αλλού, μια και προτιμήσαμε, σαν χριστιανοί, το σωστό κι αληθινό δρόμο της ζωής και το Ευαγγέλιο μας προστάζει να μη καταφεύγουμε στα δικαστήρια. Απ’ όσα μας διδάσκουν οι παρά πάνω, θα διαλέγουμε και θα παίρνουμε μονάχα ό,τι είναι έπαινος της αρετής και κατάκριση της κακίας. Για τον άνθρωπο και τ’ άλλα ζώα, τα λουλούδια είναι καλά μονάχα για το άρωμά τους και το χρώμα τους. Για τις μέλισσες όμως, υπάρχει σ’ αυτά και κάτι άλλο: το μέλι. Έτσι κι εδώ. Όσοι στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων δεν αναζητούν μονάχα τη γλύκα και τη χάρη του λόγου, μπορούν ν’ αποκομίσουν και κάποια ωφέλεια για τη ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αυτά τα συγγράμματα να τα σπουδάζουμε ακολουθώντας το παράδειγμα των μελισσών. Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν. Έτσι κι εμείς, αν είμαστε φρόνιμοι. Θα πάρουμε απ’ αυτά τα κείμενα ό,τι συγγενεύει με την αλήθεια και μας χρειάζεται και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε πίσω μας. Κι όπως, κόβοντας το τριαντάφυλλο, αποφεύγουμε τ’ αγκάθια της τριανταφυλλιάς, έτσι κι από τα κείμενα αυτά θα πάρουμε ό,τι είναι χρήσιμο και θα φυλάξουμε τον εαυτό μας απ’ ό,τι είναι επιζήμιο. Από την πρώτη, λοιπόν, στιγμή πρέπει να εξετάζουμε τα διδάγματα χωριστά και να τα προσαρμόσουμε στον σκοπό μας, φέρνοντας, κατά τη δωρική παροιμία τη σχετική με τους κτίστες, την πέτρα στο αλφάδι.
Ο Ηρακλής και οι δύο δρόμοι
Στην άλλη ζωή, θα φθάσουμε με την αρετή. Την αρετή, που εξύμνησαν κι οι ποιητές κι οι πεζογράφοι, αλλά πιο πολύ οι φιλόσοφοι. Έτσι, μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δώσουμε στα συγγράμματα αυτών των τελευταίων. Δεν είναι μικρό το κέρδος. όταν οι ψυχές των νέων συνηθίσουν και κάνουν δική τους την αρετή. Όσα ο άνθρωπος αφομοιώνει στην τρυφερή ηλικία του, μένουν ασάλευτα. Γιατί η ψυχή είναι ακόμα απλή τότε και ό,τι δέχεται, εντυπώνεται πολύ βαθιά μέσα της. Τί άλλο τάχα σκέφθηκε ο Ησίοδος από το να προτρέψει τους νέους στην αρετή, όταν φιλοτεχνούσε τους στίχους του, που όλοι τους τραγουδούν; Σκέφθηκε ότι ο δρόμος της αρετής είναι στην αρχή κακοτράχαλος και δυσκολοδιάβατος κι ανηφορικός. Ότι τον κάνει κανείς με πολύ ιδρώτα και πολύ κόπο. Ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί ο καθένας να βάλει το πόδι του σ’ αυτόν το δρόμο, με την αποτομιά που δείχνει, κι ούτε, αν τον περπατήσει, θα φθάσει εύκολα στην κορφή. Ότι σαν φθάσει όμως εκεί πάνω, βλέπει πως στην πραγματικότητα ήταν ένας δρόμος ίσιος, όμορφος, εύκολος, καλοδιάβατος και πιο ευχάριστος από τον άλλο, που οδηγεί στην κακία και που ο ίδιος ποιητής είπε ότι μονομιάς μπορεί κανείς να τον διαβεί, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Εγώ το πιστεύω: Ο Ησίοδος ιστόρησε όλα αυτά για να μας παροτρύνει στην αρετή, να σπρώξει τον καθένα στο καλό, να μας κάνει να μη το βάλουμε κάτω μπροστά στους κόπους και να μη σταματήσουμε πριν από το τέλος του δρόμου. Κι όποιος άλλος με τέτοιο τρόπο τραγούδησε την αρετή, ας γίνει ο λόγος του καλόδεχτος από μας, μια κι οδηγεί στον ίδιο σκοπό.
Άκουσα κάποτε να μιλά σχετικά μ’ αυτό το θέμα ένας άνθρωπος, που είχε τη δύναμη να εμβαθύνει στο νόημα των ποιητών. Έλεγε, λοιπόν, ότι όλη η ποίηση του Όμηρου δεν είναι άλλο παρά ένας ύμνος της αρετής. Όλα, στον Όμηρο, έκτος από ό,τι είναι περιθωριακό, αποβλέπουν σ’ αυτό. Έτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει με όσα γράφει για τον Οδυσσέα, που σώθηκε γυμνός από το ναυάγιο και, στην αρχή, με μόνη την εμφάνιση του, προκάλεσε τον σεβασμό της βασιλοκόρης Ναυσικάς. Η γύμνια του δεν ήταν ντροπή, γιατί αντί για ρούχα ήταν ντυμένος με την αρετή. Κι ύστερα προκάλεσε αγαθή εντύπωση και στους άλλους Φαίακες, σε σημείο που να παρατήσουν την τρυφηλή ζωή τους και να προσπαθούν, θαυμάζοντάς τον, να τον μιμηθούν. Και στο στόμα κάθε Φαίακος, τότε, άλλη ευχή δεν υπήρχε παρά να γίνει δεύτερος Οδυσσέας, έστω και θαλασσοδαρμένος. Γιατί -έλεγε ο ερμηνευτής εκείνος του ποιητικού νοήματος- με αυτά ο Όμηρος διδάσκει ξάστερα τα εξής: Άνθρωποι γυμνασθείτε στην αρετή, που κολυμπά μαζί σας στο ναυάγιο, κι όταν πατήσετε στη στεριά γυμνοί, θα σας παραστήσει πιο τιμημένους από τους αμέριμνους Φαίακες. Και, πραγματικά, αυτό είναι. Όλα τα άλλα, που τυχόν έχουμε, ανήκουν εξ ίσου στους ιδιοκτήτες τους και σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Πέφτουν πότε εδώ και πότε εκεί, όπως τα ζάρια. Η μόνη αναφαίρετη ιδιοκτησία είναι η αρετή. Την έχει δική του ο καθένας κι όσο ζει κι όταν φύγει απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Γι’ αυτό κι ο Σόλων, θαρρώ, είπε στους πλουσίους το:
Δεν θ’ ανταλλάξουμε μαζί τους τον πλούτομε την αρετή. Πάντα εκείνη μένει,
ενώ το χρήμα συχνά απ’ τον ένα στον άλλο περνά.
Παρόμοια είναι κι όσα λέγει ο Θέογνις. Ο κάθε θεός γέρνει προς τους ανθρώπους τον ζυγό με διαφορετικό πάντα τρόπο, ώστε: άλλοτε να πλουτούν κι άλλοτε να μην έχουν τίποτε.
Αλλά κι ο σοφιστής Πρόδικος, ο Κείος, εκφράζεται παρόμοια κάπου στα συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω από την αρετή και την κακία. Ας δώσουμε, λοιπόν, και σ’ αυτόν προσοχή, γιατί είναι αξιόλογος άνθρωπος. Διηγείται τα εξής, από όσο θυμάμαι, γιατί δεν έχω αποστηθισμένο τον λόγο του, που είναι πεζός κι όχι σε στίχους. Όταν ο Ηρακλής ήταν ακόμα πολύ νέος, σχεδόν της ηλικίας σας, σκεφτόταν ποιόν δρόμο να πάρει, τον κοπιαστικό της αρετής ή τον πολύ εύκολο. Τον σίμωσαν, λοιπόν, δυό γυναίκες, η Αρετή κι η Κακία. Η διαφορά τους φάνηκε ευθύς, με την εξωτερική τους εμφάνιση, πριν ακόμα αρθρώσουν λέξη. Η μια ήταν στολισμένη φανταχτερά από την κομμωτική τέχνη, σαν καλλονή, αλλά με πλαδαρές σάρκες εξ αιτίας της τρυφηλής ζωής, κι από πίσω της έρχονταν όλα τα πάθη της ηδονής. Τα έδειχνε όλα αυτά και τα συνόδευε με πολλές υποσχέσεις, προσπαθώντας να τραβήξει προς το μέρος της τον Ηρακλή. Η άλλη ήταν ισχνή, ατημέλητη, με σοβαρό βλέμμα κι έλεγε πράγματα εντελώς διαφορετικά. Δεν υποσχόταν τίποτε το αναπαυτικό και το ευχάριστο. Υποσχόταν μονάχα χίλιους δυό κόπους κι ιδρώτα και κινδύνους παντού, σε στεριές και θάλασσες. Και το βραβείο, για όλα αυτά, θα ήταν να γίνει ο Ηρακλής θεός – έλεγε ο Πρόδικος. Κι όπως ξέρετε, ο Ηρακλής, στο τέλος αυτήν ακολούθησε.
(συνεχίζεται)
Απόδοση στη Νεοελληνική: Βασίλειος Μουστάκης (+)