(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Τρεις γέροντες πήγαν στον αββά Σισσώη, επειδή άκουσαν γι’ αυτόν.
Και του λέει ο πρώτος:
– Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;
Αυτός δεν απάντησε.
Λέει ο δεύτερος:
– Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον βρυγμό των οδόντων και τον σκώληκα τον ακοίμητο;
Και ο τρίτος του λέει:
– Πάτερ, τι να κάνω; Γιατί η μνήμη του εξωτέρου σκότους με σκοτώνει;
Ο γέροντας απάντησε:
– Εγώ κανένα από αυτά δεν θυμάμαι, γιατί ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος και ελπίζω ότι θα μου δώσει το έλεος του.
Ακούοντας αυτά τα λόγια οι γέροντες έφυγαν λυπημένοι.
Επειδή όμως ο γέροντας δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, ξαναγύρισε κοντά τους και τους είπε:
– Μακάριοι είστε, αδελφοί. Σας ζήλεψα. Γιατί ο πρώτος είπε για τον
πύρινο ποταμό, ο δεύτερος για τον Τάρταρο και ο τρίτος για το σκότος. Αν
ο νους σας έχει τέτοια μνήμη, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε.
Τι να κάνω εγώ ο σκληρόκαρδος, που δεν συγχωρούμαι να ξέρω ότι ενώ υπάρχει κόλαση για τους ανθρώπους, παρ’ όλα αυτά κάθε μέρα αμαρτάνω;
Και αφού μετάνιωσαν του είπαν:
– Αυτό που ακούσαμε, το διαπιστώσαμε.
Απόσπασμα από τη έκδοση του Δημητρίου Γ. Τσάμη, το «Γεροντικό του Σινά», Θεσσαλονίκη 1988.