Πειραιάς, 13 Ιουλίου 2022
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ:
«Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος και το “νέον ευαγγέλιον” »
Έχομεν τονίσει σε πάμπολλες παρεμβάσεις μας ότι η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού κατά τόν ουρανοβάμονα Απόστολο Παύλο (Εφεσ.1,23) είναι η χώρα των μεταποιουμένων αμαρτωλών και ο αποκαλυφθείς Θεός Λόγος διεκήρυξε «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» ( Μαρκ.2,17).
Είναι δε πολυσήμαντος η διακήρυξις του ιδίου Αποστόλου των Εθνών (Α΄Τιμ.1,15-16) που διεξεδίκησε ένα και μόνον πρωτείον, αυτό του πρώτου των αμαρτωλών.
Διά αυτό και η Εκκλησία του Χριστού περιέβαλε πάντοτε με άπειρη αγάπη τον πεπτωκότα άνθρωπο, διότι δεν υπάρχει αμαρτία και κακούργημα που να μην θεραπεύεται και αποκαθίσταται από την απερινόητη μακροθυμία και στοργή του Παναγίου Δημιουργού της ζωής και του ανθρώπου.
Η αντίθεσις του Ευαγγελικού μηνύματος, του κηρύγματος των Θεοφόρων Αποστόλων και των Θείων και Ιερών Κανόνων των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων, δεν αφορά εις τα πρόσωπα των ατυχών θυμάτων του αρχεκάκου όφεως, αλλά εις την δυσώνυμον αμαρτίαν, που χωρίζει από του Παναγίου Θεού και που χωματοποιεί τον άνθρωπον και τον αποστερεί από την προοπτικήν της αλληλοπεριχωρήσεως μετά του Παναχράντου Προσώπου Του Κυρίου της δόξης και της εγχρίστωσης και ενθέωσης.
Κατά ταύτα, η αγάπη και η επιείκεια προς τον αμαρτωλό είναι η έμπονος πράξις και εντολή του Σωτήρος, που εκφράζεται δι’ όλης της επί γης παρουσίας Του και με συγκινητικόν τρόπον με τις παραβολές του απολωλότος προβάτου και της απολεσθείσης δραχμής (Λουκ.15,3-10) και η καταδίκη της αμαρτίας ως γενεσιουργού αιτίας της ασθενείας και του θανάτου (Ιω.5,14).
Όλα τα ανωτέρω τα αναφέρομεν δια την απαράδεκτον, και ως προκύπτει εκ της εγγράφου και πεπαρρησιασμένης αναφοράς προς την Ιεράν Σύνοδον, του Σεβ. Μητροπολ. Γλυφάδος, κ. Αντωνίου, ενέργειαν του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αμερικής, κ. Ελπιδοφόρου, να τελέσει μετά πομπής και ιδιαιτάτης δημοσιότητος το μυστήριο της βαπτίσεως δύο παίδων, που έχουν «τεκνοθετηθεί» από ένα «ζεύγος» ομοφυλοφίλων.
Ασφαλώς η βάπτισις και η δι’ αυτής πολιτογράφησις εις την Βασιλεία του Θεού κάθε ανθρωπίνου προσώπου είναι έργον χάριτος και ευλογίας και υπακούει εις την εντολήν του ενανθρωπήσαντος Κυρίου «πορεύθεντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς» (Ματθ. 28,19-20).
Η μετά πομπής, όμως, επιτέλεσις του μυστηρίου της βαπτίσεως δύο ατυχών παίδων που - ένεκεν της τραγικότητος της εποχής μας, η οποία έχει θεσμοθετήσει την ανατροπή της ανθρωπίνης οντολογίας και φυσιολογίας, ως δήθεν ανθρωπίνου δικαιώματος, την στιγμή κατά την οποίαν ουδεμία σχέση έχει με την ανθρώπινη φύση, αλλά αποτελεί μία ψυχοπαθολογική εκτροπή που ευτελίζει το ανθρώπινο πρόσωπο και χωματοποιεί την ψυχήν του και πραγματώνει τον ορισμό του μεγάλου Ιταλού Εγκληματολόγου Cesare Lombroso ότι «ο αρρενοθήλυς δεν έχει ουδεμίαν ηθικήν αναστολήν και ουδέν μεταφυσικόν ιδεώδες» - βρίσκονται με αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας που «νομοθέτησε» σχετικώς, εις την δίνην των δύο ομοφυλοφίλων δήθεν γονέων, με αποτέλεσμα να στερηθούν το ζωοποιό χάδι της μητέρας και την στιβαρά προσωπικότητα του πατέρα, να στερηθούν δηλαδή τα πρότυπα της ζωής, γίνεται το εφαλτήριον δια την Εκκλησιαστικήν αμνήστευσιν του Εκκλησιαστικού κακουργήματος του σοδομισμού, που αποτελεί θανάσιμον αμάρτημα που αποστερεί της κοινωνίας με τον Ζώντα Θεόν και οδηγεί αναπόδραστα το ατυχές θύμα του εις την αιώνιαν απώλειαν.
Επομένως, η συγκεκριμένη ιερατική πράξις του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου και η ουσιαστική επιβράβευσις των αμεταμελήτων σοδομιτών και η προβολή αυτών εν μέση Εκκλησία, ως δήθεν «θεοσεβών προσώπων», που βαπτίζουν ορθοδόξως τα τέκνα τους, και η κατά συνέπειαν αμνήστευσις του θανασίμου κακουργήματος του σοδομισμού και της ανατροπής της ανθρωπίνης οντολογίας και φυσιολογίας, προσβάλλει ευθέως την ανθρωπολογίαν και την σωτηριολογίαν της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και οδηγεί τον συγκεκριμένον Ιεράρχην υπόδικον ενώπιον των Ιερών Κανόνων και του Κυρίου της Εκκλησίας, διότι διά της εμπράκτου «διδαχής»του ακύρωσε το σχετικό σωτηριώδες ένταλμα της Αγίας Γραφής (Λευιτ.18,22, Γένεσ.19,24 , Ρωμ. 1,27-28).
Συνεπώς, ο συγκεκριμένος Ιεράρχης διά προφανείς λόγους δημοσιότητος ή και άλλους που δεν γνωρίζομεν, προτίμησε της διδαχής της Εκκλησίας το «σύγχρονον ευαγγέλιον» του όφεως και ευρίσκεται πλέον υπό τας αράς των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων και την Κανονικήν πρόβλεψιν των Κανονικών Δικαστικών οργάνων του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Προσωπικώς, και επειδή συνδέομαι μετ’ αυτού με φιλίαν, τον καλώ δημοσίως να αποκαταστήσει την γενομένη πνευματικήν ζημίαν εκζητών την συγγνώμην του Παναγίου Κυρίου της Εκκλησίας και του Εκκλησιαστικού Σώματος.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ