Η εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας | |
Οι δημοσιευθείσες φωτογραφίες (όπως και άλλες φωτογραφίες από Ιερά Προσκυνήματα που φέρουν το λογότυπο του ιστολογίου) προέρχονται από το προσωπικό αρχείο εφημερίου του Ιερού μας Ναού και διαχειριστού του παρόντος ιστοτόπου.
Ο Τάφος του Αγίου Θεοπάτορος Ιωακείμ |
Ο Τάφος της Αγίας Άννης, μητρός της Υπεραγίας Θεοτόκου |
Ο Τάφος της Υπεραγίας Θεοτόκου |
Το όνομα Γεθσημανή παράγεται από τας Εβραικάς λέξεις Γκατ-Σέμεν, αι οποίαι σημαίνουν ελαιοτριβείον. Ο χείμαρρος, εις βάθος του οποίου τοποθετείται η Γεθσημανή, ονομάζεται «Χείμαρρος των Κέδρων» όπου εις τας χριστιανικάς παραδόσεις συνδέεται με τον τόπον, εις τον οποίον θα λάβη χώρα η τελευταία θεική κρίσις. Μία άλλη ονομασία του χειμάρρου είναι γνωστή ως «Κοιλάδα του Ιωσσαφάτ». Το όνομα Ιωσσαφάτ προέρχεται από τας εβραικάς λέξεις Γιαχβέ – Σαφότ, αι οποίαι σημαίνουν: «ο Θεός κρίνει», ως τοπωνύμιον από τον προφήτην Ιωήλ 3,2.
Συμφώνως προς την Καινήν Διαθήκην από την Γεθσημανήν ήρχισε ο δρόμος του μαρτυρίου του Χριστού (Ματθ.26,36, Μαρκ.14,32, Λουκ.22,39, Ιωάν.18). Εις την Γεθσημανήν επροσευχήθη ο Χριστός πριν το πάθος Του, εκεί εδέχθη το φίλημα της προδοσίας του Ιούδα και εκεί συνελήφθη υπό των στρατιωτών του Πιλάτου, του όχλου και των υπηρετών των Φαρισσαίων. Ήδη από τον 4ον μ.Χ. αιώνα, τα γεγονότα αυτά της Καινής Διαθήκης εταυτίσθησαν τοπογραφικώς και οι χώροι τους ανεδείχθησαν ως ιερά και λατρευτικά Χριστιανικά Προσκυνήματα.
Η Γεθσημανή δεν συνδέεται μόνον με την αγωνίαν και το πάθος του Χριστού αλλά και με την Ταφήν της Παρθένου Μαρίας. Ο καθορισμός του Τάφου της Παναγίας ανάγεται εις το μέσον του 1ου αιώνος. Την ιδίαν σχεδόν εποχήν εκτίσθη η πρώτη Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πιθανώς εις τους χρόνους του αυτοκράτορος Μαρκιανού, το 450-457 μ.Χ. και του πρώτου Πατριάρχου της Ιερουσαλήμ Ιουβεναλίου.
Το πάνσεπτον και Θεομητορικόν μνήμα εν Γεθσημανή
Εις τας καρδίας των πιστών τέκνων της Ορθοδοξίας πάλλει ο σεβασμός και η ευλάβεια η οφειλoμένη προς την πάναγνον Μητέρα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Διό και από της αρχαιοτάτης εποχής η ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία ετίμησε την Θεομήτορα και τιμά δεόντως, η δε μήτηρ των Εκκλησιών κατέχει ως πολυτιμότατον μαργαρίτη εις τους κόλπους αυτής τον θειότατον και αγιώτατον Τάφον αυτής μετά των άλλων πανσέπτων και θεοτιμήτων Τόπων της Χριστιανοσύνης και ως ατίμητον θησαύρισμα διακρατεί ως κόρην οφθαλμού αυτόν και διαφυλάττει. Επ’ αυτού δε από αρχαιοτάτων ετών ανηγέρθη σταυροειδής ναός εν τω μέσω του οποίου υψούται σεμνόν και απέριττον κουβούκλιον του θεομητορικού και πανσέπτου Μνήματος εν ω οι Ιεροί Απόστολοι εκ των περάτων της γης μετρίως φερόμενοι και κηδεύσαντες πιστώς εκ της Αγίας Σιών ενεταφίασαν το πανάχραντον της Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας σώμα εν Γεθσημανή τω χωρίω.
Ο πάνσεπτος ούτος Ναός της Θεοτόκου ευρίσκεται εν Γεθσημανή και εν τη κοιλάδι του Ιωσαφάτ η χειμάρρω των Κέδρων, μεταξύ του λόφου Μωρία και του Όρους των Ελαιών, εγγύς του τόπου του λιθοβολισμού του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου και του τόπου της προσευχής του Κυρίου, εν ω συνελήφθη και επροδόθη υπό του Ιούδα. Κατερχόμενος τις διά κλίμακος τεσσαράκοντα και οκτώ βαθμίδων ευρίσκεται εν υπογείω Ναώ σταυροειδεί και υπενθυμίζοντι αρχαίαν κατακόμβην, εν τω μέσω του οποίου ορθούται ο Θεομητορικός Τάφος λελαξευμένος εντός μονολίθου βράχου και περιβαλλόμενος υπό κουβουκλίου έχοντος δυό εισόδους, εκ δυσμών και βορρά, οδηγούσας προς το εσωτερικόν αυτού τον ευλαβή προσκυνητήν. Το σεμνόν τούτο και σεβάσμιον ιερόν προσκύνημα, ανεγερθέν κατά τους χρόνους της παλαιάς αρχαιότητος, εφ ου θέματος και θα ασχοληθώμεν κατωτέρω, υπενθυμίζει τας κατακόμβας της διωκομένης Εκκλησίας των μαρτύρων της πίστεως και διά μέσου των αιώνων μάλλον διετηρήθη ανέπαφον, εκτός των ελαχίστων ανακαινίσεων και μεταβολών, ας υπέστη υπό των Σταυροφόρων τω 1130. Το Ιερόν αυτό προσκύνημα ευρίσκεται υπό την κυριότητα των ορθοδόξων Ελλήνων Αγιοταφιτών, εν αυτώ δε καθημερινώς τελείται η θεία Λειτουργία εντός του Ιερού Κουβουκλίου του Τάφου της Θεομήτορος, κατά δε την παραμονήν της θεομητορικής εορτής (14 Αυγούστου) πρωτοστατούντος του Ελληνορθοδόξου ημών Πατριάρχου τελείται η ακολουθία του επιταφίου της Θεοτόκου, ψαλλομένων και των εγκωμίων Αυτής, εις ανάμνησιν της υπό των αγίων Αποστόλων κηδεύσεως του παναχράντου Θεομητορικού σώματος…… Λίαν ενδιαφέρουσαι όμως τυγχάνουσιν αι διιστάμεναι γνώμαι περί του κτήτορος της επί του πανσέπτου και θεομητορικού Τάφου ιδρυθείσης περικαλλούς εκκλησίας καθ’ ότι ανάγονται αύται εις εκκλησιαστικούς ιστορικούς συγγραφείς της αρχαιότητος. Και επί τη βάσει αυτών αι γνώμαι των τε συγχρόνων αρχαιολόγων και των παλαιοτέρων, περί της αρχικής προελεύσεως της εν λόγω εκκλησίας, διχάζονται άχρι της σήμερον. Και τινές μεν εξ αυτών επιδέχονται τας εν τω καταλόγω του Βατικανού πληροφορίας, ως και τας του νικηφόρου Καλλίστου, καθ’ ας και επί του Τάφου της Υπεραγίας Θεοτόκου εκκλησία ανάγεται εις τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έτεροι δε ανάγουσιν ταύτην εις τους μετά αυτών χρόνους, άχρι του αυτοκράτορος Μαρκιανού (450-457). Εφεξής δ’ εκθέτομεν τα επί του θέματος τούτου ιστορικά δεδομένα, εξ ων και θα εξάγομεν τα συμπεράσματα ημών.
Εκ των υπό του εκκλησιαστικού ιστορικού συγγραφέως του ΙΔ΄ αιώνος Νικηφόρου Καλλίστου – Ξανθοπούλου συμφραζομένων διαπιστούται απόλυτος συμφωνία αυτού μετά του εν τω Βατικανώ Βυζαντινού χειρογράφου του ΙΑ΄ αιώνος, καθ’ ο ο κτήτωρ και επί του θεομητορικού Τάφου ναού τυγχάνει ο μέγας Κωνσταντίνος, περί τούτου δε λέγει τα εξής «Υπερφυή δε τίνα έτερονεν τω χωρίω Γεθσημανή ναών τη Θεοτόκω εγείρει, έωδον θυσιαστηρίου τον ζωηφόρον εκείνης τάφον ασφαλώς περιστείλασα. Κατωφερούς δ’ όντος του τόπου αναβαθμούς εκ μαρμάρων ποιησαμένη τον βουλόμενον εκ της αγίας πόλεως προς ανατολάς κατάγει». Και αλλαχού λέγει «Πολλάς δε και άλλας εκκλησίας τοις αγίοις εκείνοις τόποις κατασκευάσασα ούσας υπέρ τριάκοντα, η θεοφιλής βασιλίς Ελένη, προς τον φίλον ταύτης υιόν επανέστρεψε, τοις εσπερίοις μετά την Σύνοδον διάγοντα μέρεσιν».
Άξιον ιδιαιτέρας εξάρσεως τυγχάνει το γεγονός, ότι τόσον αι άνω ειδήσεις του Νικηφόρου Καλλίστου, όσο και αι του Βατικάνειου καταλόγου, περί Γεθσημανής, ότι η περί του Τάφου της Θεοτόκου εκκλησία τυγχάνει έργον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ελέγχονται ανακριβείς υπό πλείστων νεωτέρων Παλαιστινολόγων, ως προείρηται, καθ’ότι οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί συγγραφείς του Δ΄ αιώνος, Ευσέβιος, Σωκράτης και Σωζόμενος, ουδεμίαν μνείαν ποιούνται περί ανεγερθείσης εν Γεθσημανή, εκκλησίας επί του Τάφου της Θεοτόκου, όπερ καθ’ ημάς ευσταθεί. Κατά ταύτα, τον χρόνον της ιδρύσεως της επί του Τάφου της Θεομήτορος περικαλλούς εκκλησίας θα πρέπει να αναζητήσωμεν ουχί προ του 339, ότε και απέθανε ο μηδεμίαν μνείαν ποιούμενος ιστορικός Ευσέβιος, η είδησις του οποίου πολύ θα εβάρυνεν λόγω της αρχαιότητος, αυτού, εις πιστοποίησιν και βεβαίωσιν ενός τοιούτου γεγονότος, σχέσιν άμεσον έχοντος με την εποχήν και τα έργα του μεγάλου Κωνσταντίνου, διά τους μεταγενεστέρους αυτού. Εξ άλλου η επί του θέματος τούτου παρατηρουμένη σιωπή του Ευσεβίου ουδέποτε θα ηδύνατο να εκληφθή ως αδιαφορία καθ’ όσον ούτος ομιλεί και δι’ άλλα έργα της βασιλομήτορος αγίας Ελένης συντελεσθέντα εν Παλαιστίνη, εκτός της επί του Αγίου τάφου βασιλικής, εν Ιεροσολύμοις, και της επί του Αγίου Σπηλαίου, εν Βηθλεέμ. Αποκλείεται όθεν, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ως ιδρυτής της εν Γεθσημανή εκκλησίας της Θεοτόκου, κατά την σιωπήν του Ευσεβίου.
Μετά τα ανωτέρω, ανάγκη, όπως αλλαχού αναζητήσωμεν τα ιστορικά δεδομένα, άτινα θα ρίψωσιν άπλετον φως επί του θέματος τούτου και θα δώσωσιν θετικήν απάντησιν εις το ερώτημα, πότε και υπό τίνος ιδρύθη ο Ναός της Θεοτόκου εν Γεθσημανή. Ούτω η πρώτη και αρχαιοτέρα πληροφορία περί τούτου ευρίσκεται εν τω Β΄ Εγκωμιαστικώ Λόγω του ιερού Δαμασκηνού προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον εν τη Κοιμήσει Αυτής, εξ ου θα προσδιορισθή, κατά προσέγγισιν, το χρονικόν διάστημα, εντός του οποίου ανηγέρθη το πρώτον η εκκλησία της Θεοτόκου εν Γεθσημανή, ως και ο κτήτωρ αυτής. Εν τω ειρημένω Εγκωμιαστικώ Λόγω αυτού, ο ιερός Δαμασκηνός αντλεί εκ της λεγομένης «Ευθυμιακής ιστορίας», ίνα πιστοποιήση και βεβαιώση τα περί της ταφής και μεταστάσεως της Θεοτόκου, περί ων λέγει τα εξής: Μετακαλεσάμενοι (δηλ. ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός και η Πουλχερία) Ιουβενάλιον τον Ιεροσολύμων Επίσκοπον, και τους από Παλαιστίνης επισκόπους τότε εν τη βασιλευούση ενδημούντας πόλει διά την εν Χαλκηδόνι γενομένην σύνοδον, λέγουσιν αυτοίς: «Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις την πρώτην και εξαίρετον της Παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας Εκκλησίαν εν χωρίω καλουμένω Γεθσημανή ένθα το ζωηρόν αυτής σώμα κατετέθη εν σορώ. Βουλόμεθα τοίνυν τούτο το λείψανον αναγαγείν ενταύθα εις φυλακτήριον της βασιλευούσης ταύτης πόλεως». Υπολαβών δε Ιουβενάλιος απεκρίθη: ««Τη μεν αγία και θεοπνεύστω Γραφή ουκ εμφέρεται τα κατά την τελευτήν της αγίας Θεοτόκου Μαρίας, εξ αρχαίας δε και αληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν, ότι εν τω καιρώ της ενδόξου Κοιμήσεως αυτής, οι μεν άλλοι σύμπαντες απόστολοι … εν καιρού ροπή μετάρσιοι συνήχθησαν εις Ιεροσόλυμα …το δε θεοδόχον αυτής σώμα μετ’ αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας παυσαμένης παρόντες οι απόστολοι ενός αυτοίς απολειφθέντος Θωμά, και μετά την Τρίτη ημέραν ελθόντες, και το θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σωρόν. Και το σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες… ησφαλίσαντο την σωρόν». Εκ των ανωτέρω συνάγεται, και όπερ είναι ηλίου φαεινότερον, ότι έτερος τις θα πρέπει να είναι ο κτήτωρ της εν Γεθσημανή εκκλησίας της Θεομήτορος, όστις αμφιβόλως, θα ήκμασε προ των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, διότι εάν ούτοι ήσαν οι κτήτορες, δεν θα έλεγον: «Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις», όπερ και προδίδει αυτού ως μη γενομένους κτήτορας αυτής. Κατά ταύτα, τον κτήτορα και ιδρυτήν της εν λόγω εκκλησίας εν Γεθσημανή θα πρέπει να αναζητήσωμεν εις το μεταξύ των ετών 339 και 450 χρονικόν διάστημα, ήτοι μετά τον θάνατον του Ευσεβίου, ως προελέχθη, και προ του Μαρκιανού (450-457).
Ούτω, σπουδαίως συμβάλλει εις τον ακριβέστερον καθορισμόν της ζητουμένης χρονολογίας το εξαγόμενον ιστορικόν δεδομένον εκ του Λόγου του αγίου Ιερωνύμου εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου κατά τούτον τον Λόγον, λεχθέντα κατά το έτος 386, επί παρουσία και της αγίας Παύλας, μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων δείκνυται ο τάφος αυτής (της Θεομήτορος) εν μέσω της κοιλάδος του Ιωσαφάτ, κειμένης μεταξύ Σιών και όρους των Ελαιών. «Συ δε, ω Παύλα, είδες τον τόπον, εν ω προς τιμήν αυτής έκτισαν Εκκλησίαν δι’ ωραίων λίθων. Πάντες κηρύττουσιν (εν Ιερουσαλήμ), ότι η Μαρία ετάφη εν αυτή, αλλά το μαυσωλείον αυτής είναι κενόν».