Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Αφιέρωμα στην μνήμη του. 4 Νοεμβρίου 2009
Η διακονία του πλησίον ήταν έμφυτη στον Γέροντα Ευσέβιο. Ήταν στο αίμα του. Ξυπνούσε και κοιμόταν με την έγνοια του και κάθε του ικμάδα ήταν αφιερωμένη στις ανάγκες του. Στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου του έβλεπε τον αγαπημένο του Ιησού, γι’ αυτόν που οι πατέρες λέγουν: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου», είδες Αυτόν που μας είπε ότι «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).
Μετά την Γαλλία ο Στέργιος ταξίδευσε στην Γερμανία και στην Σουηδία. Διακονούσε σε διάφορες πόλεις δίνοντας πάντοτε το παρών στον τομέα βοηθείας των εμπεριστάτων συνανθρώπων μας.
Στην Ουψάλα της Σουηδίας γράφθηκε στο Πανεπιστήμιο για μεταπτυχιακές σπουδές και ετοίμασε εμπεριστατωμένη διατριβή με θέμα «η ανθρωπολογία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου». Εδώ δοκίμασε και μια από τις μεγαλύτερες θλίψεις της ζωής του, που, όμως, δεν άφησε να τον επηρεάσει ψυχικά. Κάποιος σφετεριστής της αγάπης του, ψευδάδελφος, στον οποίο καλόπιστα εμπιστεύθηκε την διατριβή του, για να του πεί την γνώμη του, αλλάζοντας το όνομα του κοπιάσαντος την υπέκλεψε και την οικειοποιήθηκε, για να την χρησιμοποιήσει για την δική του επιστημονική προβολή και ανέλιξη.Ο«καλός-καγαθός» Στέργιος πόνεσε, λυπήθηκε σφόδρα, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για την αδικία αυτή. Ο ίδιος μάλιστα, απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε νύξη για το θλιβερό αυτό γεγονός και δεν ανέφερε τίποτε γι’ αυτήν την εξόφθαλμη μοχθηρία του «Ισκαριώτη φίλου» του, επιφυλάσσοντας γι’ αυτόν μία πρωτοφανή συγχωρητικότητα.
Ηαδικία, δυστυχώς, σκεφτόταν είναι φαινόμενο «από καταβολής κόσμου». Ο άδικος Κάιν όχι μόνο φθόνησε, αλλά σκότωσε και τον δίκαιο αδελφό του Άβελ. Με άδικο τρόπο ο Ισαάκ πήρε τα πρωτοτόκια του αδελφού του Ησαύ. Αδικήθηκε από φθόνο ο πάγκαλος για τις αρετές του Ιωσήφ, ο αγαπημένος γιός του Ιακώβ, που τα αδέλφια του τον πούλησαν ως δούλο μακριά από την πατρίδα. Την άδικη φτώχεια έζησε ο Λάζαρος της παραβολής, με την διαρκή πείνα, τις αρρώστιες και τα έλκη που του έγλυφαν οι σκύλοι βλέποντας την έκλυτη ζωή του πλουσίου με τα πολυτελή δείπνα. Η εγκαρτέρηση, όμως, του Λαζάρου σε αυτήν τον έβαλε στην αγκάλη του Αβραάμ.
Την αδικία γεύθηκε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Αδικήθηκαν οι περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος στηλίτευε την ανηθικότητα και την διαφθορά, κατήγγειλε την κοινωνική αδικία, στιγμάτισε την σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδίκασε τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στράφηκε εναντίον του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει, ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες, αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις τους. Μισούσε την αμαρτία και την αδικία, αλλά αγαπούσε τους αμαρτωλούς και τους αδίκους. Στάθηκε δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε. «Επλήσθη η γη αδικίας» (Γεν. 6, 11), όπως ο ίδιος ο Θεός διαπιστώνοντας είπε στο Νώε, όταν ως μόνο δίκαιο τον παρώτρυνε να κατασκευάσει κιβωτό, για να σωθεί αυτός και η οικογένειά του από τον επερχόμενο κατακλυσμό.
Η συγχωρητικότητα έλεγε με σθένος ο Γέροντας Ευσέβιος αποτελεί βασικό παράγοντα στην σχέση μας με τον Θεό. Με αυτήν κερδίζουμε την φιλανθρωπία του Θεού απέναντι στις δικές μας αμαρτίες. Πρέπει να συγχωρούμε τους αδελφούς μας, για να συγχωρεθούμε και εμείς, καθώς μας διδάσκει και ο Κύριος λέγοντας: «Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών» (Ματθ. ιη΄ 35). Με την ευσπλαχνία και την συγχωρητικότητα εκφραζομένη με το «άφες αυτοίς» (Λουκ. κγ΄ 34) ο Κύριος μας αφήνει ένα μεγάλο μήνυμα, ότι πρέπει να συγχωρούμε με όλη μας την καρδιά αυτούς που μας έχουν φταίξει. Οι Άγιοι με την σειρά τους μιμούμενοι το παράδειγμα του Κυρίου, προσεύχονταν για τους βασανιστές τους χωρίς να τους κρατούν κακία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από το πλήθος των Αγίων είναι ο Πρωτομάρτυς διάκονος Στέφανος, ο οποίος προσευχόταν γι’ αυτούς που τον λιθοβολούσαν λέγοντας: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. γ΄ 60).
Στα μεσα του 1960 η εργατικη μεταναστευση απο την πτωχή Ελλαδα προς την πλούσια Σουηδια ήταν έντονη. Ο Γέροντας Ευσεβιος βρισκοταν ήδη στην χώρα αυτή του σκανδιναυικού βορρά. Ηταν ακομη λαικος καίέκανε τις μεταπτυχιακες σπουδες του στόΠανεπιστημιο της Ουψαλας. Οι πνευματικες αναγκες των μεταναστων Ελληνων τον ώθησαν στην ιερωσύνη. Έτσι τον Ιούνιο του έτους 1965 ο ιεραπόστολος Στέργιος χειροτονήθηκε Διάκονος και αμέσως Ιερεύς του Θεού του Υψίστου από τον Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων κυρό Αθηναγόρα και αναλώθηκε στην ιεραποστολική διακονία των Ορθοδόξων της Σουηδίας, Δανίας και Νορβηγίας. Για αρκετα χρονια ειχε εγκατασταθεί στην πολη του Γιοτεμποργ. Εργασθηκε ως δημοσιος υπαλληλος καίμετα την οκταωρη εργασια του ηταν ο πνευματικος, ο δασκαλος, ο κοινωνικος λειτουργος, ο διερμηνεας, ο μεταφραστης, ο συμβουλος, ο συμπαραστατης των Ελληνων πούδιαρκως κατέφθαναν εκεί απο την Ελλαδα για ένα καλύτερο μέλλον. Ολες αυτες τις υπηρεσιες τις προσεφερε αφιλοκερδως στον ελεύθερο χρονο του σέόλους τους Ελληνες της πολεως καίόχι μονο, αφού σε όλη του την ζωή ο Γέροντας υπήρξε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε μισθοδοτήθηκε η ζήτησε χρήματα για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Εφάρμοζε τα λόγια του Σωκράτους, ότι πλούσιος είναι αυτός που αρκείται στα λίγα, «πλουσιώτατος ο ελαχίστοις αρκούμενος». Ήξερε ότι η έντιμη πτωχεία σίγουρα μας οδηγεί στον πλούτο του ουρανού και αγαπούσε αυτή την πτωχεία την οποία βίωνε και ο Άγιος τών Ελληνικών Γραμμάτων, ο «φτωχούλης του Θεού», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Έτσι, ποτέ δεν επεδίωξε το χρήμα και ποτέ δεν έτρεχε πίσω του. Ήταν ο άνθρωπος ο «μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων». Άλλωστε τον Γέροντα Ευσέβιο δεν τον ενδιέφερε η απόκτηση υλικών αγαθών. Αυτά του τα παρείχε ο ουράνιος τροφοδότης μας, ο Κύριός μας, γνωρίζοντας πόσο αφιλόκερδα εργάζεται για το όνομά Του. Αυτό άλλωστε σημαίνει και ιεραποστολική δράση. Εργασία χωρίς γήινη, αλλά μόνο ουράνια αμοιβή.
Περιοδεύοντας ο Γέροντας, ως νέος Κοσμάς Αιτωλός του βορρά, σέ όλες τις σκανδιναυικές πολεις καί κωμοπολεις γινοταν δεκτης πολλων καίποικιλων προβληματων, στα οποία προσπαθούσε να ανταποκριθεί οσο μπορούσε περισσοτερο. Ενα οξυ προβλημα που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες της Σουηδιας ηταν η διδασκαλια της ελληνικης γλωσσας στα παιδια τους. Ακόμη καί σήμερα θυμούνται πολλοί από αυτούς πως ο Γέροντας συγκέντρωνε μικρούς καίμεγαλους και τους διδασκε, στους μεν μεγαλους τήν σουηδικη γλωσσα στους δέ μικρούς την ελληνικη.
Στην Σουηδια, τοσο ως λαικος, οσο και ως κληρικος, συναντουσε τους Ελληνες μεταναστες στους σιδηροδρομικούς σταθμούς των μεγαλων πολεων. Εκεί συνηθως μαζεύονταν οι “παλιοι” περιμενοντας τους καινούργιους. Βοηθούσε στην ανεύρεση κατοικιας, στην ανεύρεση εργασιας. Φροντιζε, ομως, παραλληλα, ή μάλλον κυριως, αψηφώντας κόπους και πόνους για νά μορφώσει Χριστο στις καρδιες τους ψελλίζοντας το του Παύλου: «Ωδίνω μέχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. δ΄ 19). Την δεκαετία εκείνη του 60 και 70 δεν ηταν παντα ευκολη η προσέγγιση και η ομολογία Χριστού λογω των εντονων πολιτικών φρονηματων καί αντιπαραθεσεων μεταξυ των μεταναστων. Κατα μαρτυρια Σουηδων υπευθυνων, οργανωσε μονον στήν Σουηδια 32 Ορθοδοξες ενοριες. Ακούραστος, φλογερος εργατης του Ευαγγελιου με τόνλόγο και τόπαράδειγμα του. Μετεβαινε απο πολη σέ πόλη. Ενορια του ήταν η Σουηδια, η Δανια και η Νορβηγια, οπου υπηρχαν Έλληνες. Ομολογούσε αργοτερα χωρίς να προβάλλει τον εαυτό του: «Ο ιερεύς, δηλαδή ο ιδιος, αρχισε την ιερατικη του διακονια μή έχοντας τιποτε· ουτε καν αμφια!». Επρεπε ο ιδιος νά μεριμνησει για τους χωρους οπου θατελούσαν την Θεία Λειτουργια. Ο ιδιος ζυμωνε τό πρόσφορο, ο ιδιος φρόντιζε για ολα και χωρίς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις!
Δεν ήταν, όμως, μόνο ιεραπόστολος ο Γέροντας. Ήταν και ασκητής. Έτσι, όφειλε να κτίσει μια φωλιά πνευματική στην μακρινή αυτή χώρα του βορρά, για να βρεί ως φιλέρημο στρουθίο τόπο να κελαηδεί την δόξα και τα μεγαλεία του Κυρίου μας, αλλά και να δημιουργήσει ένα εργαστήριο προσευχής για άλλα φιλέρημα στρουθία, που θα ήθελαν να ακολουθήσουν τον δρόμο της «μοναδικής πολιτείας» και διαρκούς δοξολογίας του Θεού του Υψίστου. Κατεύθυνε, λοιπόν, τα βήματά του στις αρχές του 1973 στην δημιουργία ενός Ησυχαστηρίου, το οποίο αφιέρωσε στον Άγιο Νικόλαο. Επέλεξε για τον σκοπό αυτό την πόλη Ratvik και σε αυτό εφάρμοζε πλήρως το αγιορείτικο τυπικό. Σε αυτό σχόλαζε στην προσευχή, την νήψη, την συγγραφή ψυχωφελών πνευματικών αναγνωσμάτων και θεράπευε τις πνευματικές ανάγκες της εκεί Ορθοδόξου κοινότητος. Σε αυτό σύναζε και πολλούς από τους φοιτητές τω Σουηδικών Πανεπιστημίων και τους ποδηγετούσε πνευματικά προς την αλλαγή τρόπου ζωής και την εκζήτηση της σωτηρίας. Κατά το Δελτίον της Μητροπόλεως Σουηδίας του 1979 το Ησυχαστήριον αυτό αποτελούσε «την ακοίμητον λυχνίαν της Μητροπόλεως και το ψυχικόν των πιστών θεραπευτήριον». Οι επισκέπτες του εύρισκαν σε αυτό ανάπαυση ψυχική και παρηγοριά για τον ανηφορικό Γολγοθά της ζωής.
Ο πατήρ Ευσέβιος συγκέντρωνε σε σπίτια η κατάλληλες αίθουσες τους Ορθοδόξους Έλληνες, τελούσε Ακολουθίες, Βαπτίσεις, Τρισάγια, Θείες Λειτουργίες. Ταυτόχρονα,εξομολογούσε, μετέφραζε, συμβούλευε, έκανε τον διερμηνέα και, γενικά, συμπαραστεκόταν στις πολυποίκιλες ανάγκες των Ελλήνων μεταναστών.
Πολύ παραστατικά την προσφορά του Γέροντος Ευσεβίου στην Σουηδία κατέγραψε μια πιστή και αφοσιωμένη θυγατέρα του, η οποία χρημάτισε βοηθός και συμπαραστάτις του στο πνευματικό του έργο, η κυρία Χριστίνα Δανιηλίδου. Αναφέρει: «Ο Γέροντας δεν περιοριζόταν στην οκτάωρη καθημερινή του εργασία. Εργαζόταν και σε άλλες δουλειές, όχι για να συγκεντρώσει πλούτο στα χέρια του, αλλά για μπορεί να στέλνει χρήματα στην μητέρα του και σε πολλούς πάσχοντες συνανθρώπους μας, τα προβλήματα των οποίων ο ίδιος γνώριζε. Από την υπηρεσία μου εγώ του έστελνα διάφορα σουηδικά κείμενα τα οποία εκείνος μετέφραζε στην ελληνική γλώσσα, για να τα πληροφορούνται οι Έλληνες που διαρκώς κατέφθαναν στην Σουηδία. Επί είκοσι ολόκληρα χρόνια αναλώθηκε στην υπηρεσία του Ελληνισμού της Σουηδίας. Υπήρξεν ο στοργικός πατέρας, ο αδελφός, ο φίλος όλων μας. Στήριξε τους Έλληνες της Σουηδίας όσο κανείς άλλος. Και όταν ακόμη αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Σουηδία έμεινε κοντά μας. Μας άφησε ως ιερή παρακαταθήκη το ζωντανό παράδειγμά του…».
Δεν ήταν, όμως, η μόνη όψη του νομίσματος αυτή της εκφράσεως ευγνωμοσύνης των Ελλήνων της Σουηδίας στο πρόσωπό του. Η άλλη όψη ήταν αυτή που τους ενοχλούσε, η παρουσία του Γέροντος και το έργο του στην Σουηδία. Αν στους δώδεκα μαθητές του Χριστού βρέθηκε ένας να γίνει προδότης στους τόσους μετανάστες στην Σουηδία δεν θα βρισκόταν ένας Ισκαριώτης;
Ο πατήρ Ευσέβιος είχε κυριολεκτικά γίνει «τα πάντα τοις πάσι» (Α΄ Κορ. θ΄ 22), και ενώ, πολύ φυσιολογικά θα περίμενε εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης από τους πιστούς, για όσα καλά και ωφέλιμα έκανε και πρόσφερε, πολύ σύντομα, γεύθηκε «θλίψιν και στενοχωρίαν» (Ρωμ. β΄ 9–10). Συνέτεινε προς τούτο αφ’ ενός μεν «η διχόνοια η δολερή», όπως ονομάζει το μεγάλο ελάττωμα του γένους μας ο Εθνικός μας Ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, η οποία τότεείχε ενταθεί από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των εκεί Ελλήνων μεταναστών, αφ’ ετέρου δε η άρνηση του πατρός Ευσεβίου να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα, όταν του πρότειναν επισκοπικό αξίωμα και ανώτερα και και υπευθυνότερα καθήκοντα. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντας:
-Δεν θελω να βλεπω τους αδελφούς μου αφ' υψηλού.Προτιμω νά βρίσκομαι εγω χαμηλά καί αυτοί πιο ψηλα απο μενα.