Στο μεταξύ ο Απόστολος Φίλιππος οδηγημένος από άγγελο Κυρίου βρέθηκε στον ερημικό δρόμο που πήγαινε από τα Ιεροσόλυμα στη Γάζα. Σ’ αυτόν τον δρόμο πήγαινε με το αμάξι του ένας Αιθίοπας αξιωματικός και διαχειριστής των οικονομικών της βασίλισσας των Αιθιόπων, της Κανδάκης. Καθώς προχωρούσε, διάβαζε δυνατά ένα κομμάτι από το προφητικό βιβλίο του Ησαΐα. Ο Φίλιππος άκουσε τι διάβαζε και τον ρώτησε: «Άραγε καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» («Γινώσκεις, ἅ ἀναγινώσκεις;»). «Πώς θα μπορούσα να τα καταλάβω αν κάποιος δεν μου τα εξηγήσει;», αποκρίθηκε εκείνος με καλή διάθεση και παρακάλεσε τον Φίλιππο να καθίσει δίπλα του και να μελετήσουν μαζί εκείνο το κομμάτι από τον Προφήτη Ησαΐα.
Μιλούσε για τον Μεσσία, ο οποίος «σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή και σαν το αρνί που περιμένει άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει. Έτσι κι αυτός δεν ανοίγει το στόμα του. Καταδικάστηκε σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν τη δίκαιη κρίση». Από αυτό πήρε αφορμή ο Φίλιππος και μίλησε στον Αιθίοπα για τον Χριστό και το ευαγγέλιό του. Εκείνος ενθουσιάστηκε και ζήτησε εκείνη την ώρα να βαπτισθεί. Μόλις βρήκαν νερό, ο Φίλιππος βάπτισε τον Αιθίοπα κι αμέσως το Πνεύμα του Κυρίου άρπαξε τον Φίλιππο και τον έφερε στην Άζωτο, για να συνεχίσει το κήρυγμά του. Ο Αιθίοπας συνέχισε το δρόμο του γεμάτος χαρά.