Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ: “Η Εκκλησία ως μήτρα της παλιγγενεσίας”. Η συμβολή της Εκκλησίας ως προκύπτει από τα πρώτα Συντάγματα.



 

Η Εκκλησία ως μήτρα της παλιγγενεσίας

Η συμβολή της Εκκλησίας ως προκύπτει από τα πρώτα Συντάγματα

Μητροπολίτου Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ


To 2021 αποτελεί ένα επετειακό έτος για την Πατρίδα μας, καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821.



Ένας επετειακός εορτασμός που μετατρέπει τη μνήμη σε πολιτιστική και πνευματική παρακαταθήκη, σε νοηματοδοτούσα δύναμη της ταυτότητας του νέου Ελληνισμού μπροστά στα αμείλικτα ερωτήματα και τα ανεπίλυτα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Με τον εορτασμό λοιπόν των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία, το ξεκίνημα αλλά και όλος ο Αγώνας μετουσιώνεται σε Νόημα ζωής για το μέλλον της Πατρίδας. «Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, διά την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογαρίασαν θάνατο και βάσανα» έλεγε ο Μακρυγιάννης.

Η επιβίωση και η ευδοκίμηση της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 όπως διαβάζουμε στις ιστορικές πηγές εξαρτιόταν κυρίως από την ιδιοπροσωπία του Γένους.  Αυτή την ιδιοπροσωπία που καθόριζαν τρεις βασικοί όροι: η πίστη, η ελευθερία και η γλώσσα. Ιδιοπροσωπία που είχε δομηθεί επί τη βάση του Ελληνισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την “θεοκέλευστον συζυγία” όπως την ονομάζει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος.

Η ιδιοπροσωπία του Γένους δεν αποτελεί μυθολογικό ιδεολόγημα ούτε την διατρέχει ένας ιδεολογικός φορμαλισμός, τουναντίον ενσαρκώνεται ως βίωμα στα πρόσωπα των απλών Ελλήνων, στα πρόσωπα των πολύπαθων αγωνιστών, αφανών και γνωστών ηρώων, στα γεγονότα που συνθέτουν και περιγράφουν την θυσιαστική συνείδηση των Ελλήνων, και τέλος στον λόγο και την γλώσσα. Βίωμα και λόγος διατυπώνονται στα κείμενα, στα απομνημονεύματα, στις Προκηρύξεις και τα Σύμφωνα, τα τοπικά Συντάγματα με μικρή ισχύ ως και στα Συντάγματα των Εθνοσυνελεύσεων, προεπαναστατικά και επαναστατικά. Και αυτά τα τεκμήρια εκφράζουν έναν πνευματικό αλλά κι έναν  Συνταγματικό πολιτισμό που συνθέτει και διατυπώνει αξιοθαύμαστα μνημεία φιλελεύθερου και δημοκρατικού πνεύματος, αλλά και ακριβούς πίστεως των Ελλήνων.

Είναι κεφαλαιώδους σημασίας να διερευνηθεί ποιοί ήταν οι όροι, και υπό ποίες συνθήκες η Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοστατεί σ’ όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες ώστε αφενός να κατανοηθεί η πηγή και ο τρόπος της πνευματικής επιρροής στον Αγώνα και αφετέρου να ερμηνευθεί η θεμελιώδης πίστη των ρωμιών που ξεκινούν της Επανάσταση και αναζητούν την ελευθερία τους.

Η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να είναι μόνο ένα στρατιωτικό γεγονός. Χρειαζόταν να είναι και διπλωματικό και πολιτικό και πολιτειακό γεγονός. Αλλά πρωτίστως ήταν γεγονός οντολογικού χαρακτήρα διότι σε αυτό συνοψίζεται το νόημα και η αλήθεια που κομίζει η πνευματική συνέχεια του Γένους.

Η απελευθέρωση από την ζοφερή σκλαβιά και η διαφύλαξη της πατρώας γης έπρεπε να διαθέτει δύο προοπτικές: ένα είδος “κρατικότητας” και μία συμπεφωνημένη οργάνωση. Μία “ενότητα” που θέλησαν να αποκτήσουν οι Επαναστατημένοι Έλληνες παρότι πολλές φορές αυτό ήταν δύσκολο ή και ακατόρθωτο. Άλλωστε από το 1453, 28 επαναστατικά κινήματα είχαν πνιγεί στο αίμα. Έπρεπε όμως να θεμελιώνεται επίσης σε μία πραγματικότητα, την άσκηση ελέγχου πάνω στην οικεία Επικράτεια στην οποία κατοικούσε ο λαός. Δεν υπήρχε ένα συμπαγές συγκροτημένο σύνολο μέχρι την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, και το Επαναστατημένο Έθνος σε κάθε περιοχή είχε το δικό του τοπικό πολίτευμα και τον δικό του λαό. Όμως όλο αυτό το Έθνος είχε κοινή ψυχή και κοινή πνευματική Πηγή. Η πηγή αυτή είναι, όπως λέει ο Σεφέρης, “η ψυχική περιουσία μίας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαικής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα  21”.

Ο Φώτης Κόντογλου ορίζει με υπέροχη ακρίβεια στην «Πονεμένη Ρωμιοσύνη»: «Ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εῖναι ἡ πιὸ πνευματικὴ ἐπανάσταση ποὺ έγινε στὸν κόσμο. Εῖναι ἁγιασμένη. Ἡ σκλαβιὰ ποὺ έσπρωξε τοὺς Έλληνες νὰ ξεσηκωθοῦνε καταπάνω στὸν Τοῦρκο δὲν ήτανε μονάχα ἡ στέρηση κι ἡ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ἀλλά, ἀπάνω ἀπ ̓ όλα, τὸ ότι ὁ τύραννος ήθελε νὰ χαλάσει τὴν πίστη τους, μποδίζοντάς τους ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ χρέη τους, ἀλλαξοπιστίζοντάς τους καὶ σφάζοντας ὴ κρεμάζοντάς τους, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόντουσαν τὴν πίστη τους γιὰ νὰ γίνουνε μωχαμετάνοι. Γιὰ τοῦτο πίστη καὶ πατρίδα είχανε γίνει ένα καὶ τὸ ίδιο πρᾶγμα, κ ̓ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθούσανε δὲν ήτανε μοναχὰ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθοῦνε όλοι οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλὰ ἡ λευτεριὰ νὰ φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη τους, ποὺ μ ̓ αὐτὴν ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους.»

Η Εκκλησία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως του ανθρωπίνου προσώπου που οδηγείται προς την σωτηρία. Πραγματική ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική κατά τον μακαριστό π. Γεώργιο Μεταλληνό.

Αυτό το είδος και το νόημα της ανθρώπινης ελευθερίας εμπερικλείει η “ψυχική περιουσία” που αναφέρει ο Σεφέρης και κάνει πνευματική την Επανάσταση όπως ορίζει ο Κόντογλου. Και όλα αυτά δεν είναι έπεα πτερώεντα αλλά ισχυρά κίνητρα, ζωογόνοι μηχανισμοί εντός της ψυχής των Ελλήνων, τα οποία εντός της προιούσας επιτυχίας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ανέδειξαν με τη συνειδητή επιδίωξη των εξεγερμένων Ελλήνων να ζήσουν ελεύθεροι βάσει πάγιων κανόνων. Η φιλόδοξη προσπάθεια να οργανωθεί ένα κράτος και μάλιστα μακροπρόθεσμα, τιθασσεύοντας τις συγκεντρωμένες σε έναν εντοπισμένο χώρο πλην όμως ασύντακτες κοινωνικές δυνάμεις, επιτρέπει αλλά και ενισχύει τον “πολίτη” στο να διατηρήσει την  ιστορική ταυτότητά του και τέλος εκ των πραγμάτων προϋποθέτει “ρύθμιση” μία ποικιλίας εκδηλούμενων σχέσεων μεταξύ πολιτών, μεταξύ του προς ίδρυση κράτους και λαού, μεταξύ “κρατικών οργάνων” (από τους οπλαρχηγούς και τους προεστούς ως τους πολιτικούς κλπ) αλλά και μεταξύ διαφορετικών εθνικών οντοτήτων. Αυτή η ρύθμιση γίνεται συνταγματικός κανόνας και οδηγεί στο καινοφανές για τα ελληνικά δεδομένα συνταγματικό φαινόμενο το οποίο υφίσταται ιστορικές ζυμώσεις διαγράφοντας μία πορεία προσαρμογής και συνάμα βελτίωσης. Πλέον μία συνεχής αναγωγή στο Σύνταγμα για την αναζήτηση απευθείας σε αυτό των κανόνων που διέπουν μείζονα αλλά και ελάσσονα ζητήματα της ζωής (παρότι τα εμβρυώδη δείγματα του πρώιμου ελληνικού συνταγματισμού δεν διεκδικούσαν τον τίτλο του Συντάγματος εθνικής εμβέλειας) γίνεται όλο και πιο γνώριμη και τέλος αναγκαία συνθήκη οδηγώντας σε μία εσπευσμένη κατάρτιση των επαναστατικών Συνταγμάτων της περιόδου 1822-1827.

Διαθέτουν λοιπόν και μία θεολογική-εκκλησιαστική οπτική, εκτός των άλλων, τα συνταγματικά κείμενα στα τρία Συντάγματα του Αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Κι εφόσον το κάθε Σύνταγμα έθετε σκοπό του τη ρύθμιση του μακρού ιστορικού χρόνου, εν προκειμένω, του νέου ελληνικού κράτους, έχει εξαιρετική σημασία το ότι προσδιορίζεται από τη διάταξη του προσωρινού πολιτεύματος της Ελλάδας που ετέθη σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου τοϋ 1822 με το Σύνταγμα του Άστρους, ότι «Έλληνες είναι οι κατοικούντες εν Ελλάδι πιστεύοντες εις Χριστόν». Έπρεπε επακριβώς να προσδιοριστεί η ταυτότητα του Έλληνα ο οποίος ξεκινά και θα τελειώσει την επανάσταση απέναντι στον Τούρκο κατακτητή.

Για τους αγωνιστές-εθνεγέρτες η δεξαμενή των θυσιών ήταν το ήθος που καλλιέργησε επί αιώνες η Εκκλησία με την εμπειρική σχέση στην λατρεία Της την Σταύρωση και Ανάσταση του Χριστού. Το ήθος του Ευαγγελίου, της ασκήσεως και του αγώνος κράτησαν καθ΄όλη την προεπαναστατική περίοδο ζωντανή την ελπίδα για ελευθερία και προσέδωσε δυναμικότητα στον αγώνα. Πρωτίστως ως Σώμα, κλήρος και λαός, συμμετείχε και καθόρισε τα γεγονότα του Αγώνα.

Με την Επανάσταση του 1821 ο Ελληνικός λαός υπηρέτησε έναν Εθνικό και Ιερό σκοπό. Αγωνίστηκε «για του Χριστού τη πίστη την αγία και της Πατρίδας την ελευθερία». Αυτός ο κοινός εθνικός σκοπός απετέλεσε και θα συνεχίσει να αποτελεί την απάντηση στο ερώτημα «τι ένωνε αυτόν τον λαό στον αγώνα του αυτό;». Στο Σύμφωνο των Κιτριών την 1 Οκτωβρίου 1819, σύμφωνο συμφιλίωσης των μεγάλων οικογενειών των Μανιατών διακηρύσσεται: “Δία του παρόντος ημών ιδιοχειροϋπογεγραμμένου γράμματος υποσχόμεθα μεθ’ όρκου της αγιωτάτης και ορθοδόξου ημών Πίστεως και με την δύναμιν του τρομερού όρκου, όπου αυτοπροαιρέτως διά την σωτηρίαν του Γένους μας εκάμαμεν, ότι να φυλάξωμεν τας ακολούθους συνθήκας. ….Κάθε Ιερός δεσμός, και μάλιστα εκείνος όπου γίνεται υπέρ Πίστεως, Πατρίδος και Γένους, διά να μείνη ακλόνητος και άσειστος, πρέπει να βάλλη δι’ αρχήν και θεμέλιον την αλήθειαν και δικαιοσύνην. Όθεν ημείς υποσχόμεθα να φυλάξωμεν αυτάς τας αρετάς απαρασαλεύτους, αι οποίαι όχι μόνον τας ειδικάς μας γενεάς θέλει δοξάσουν, αλλά και την ιδίαν μας πατρίδα θέλει ευτυχήσουν και στερεώσουν.” Ιστορικά λόγια που φανερώνουν την σημασία του Εθνικού και Ιερού σκοπού.

Ο λαός είχε την Πίστη του και αγωνιζόταν από κοινού, λαικός αγωνιστής και κλήρος. Ο κληρικός δεχόταν τον όρκο του αγωνιστή, του παρείχε τη Θεία Κοινωνία ή τον ευλογούσε  πριν από τη μάχη, τελούσε παράκληση και δοξολογία για τη νίκη. Πολλοί ανώτεροι κληρικοί, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Καρύστου Νεόφυτος, παρακίνησαν επαναστατικές ενέργειες υπό την ιδιότητα τους αυτή και άλλοι, όπως ο Παπαφλέσσας, πολέμησαν ως απλοί στρατιώτες τον εχθρό στη μάχη. Ο κλήρος δεν άσκησε “πνευματική εξουσία” αλλά στήριζε πνευματικά ως η πνευματική δύναμη του Επαναστάτη, ως συνομολογία βαθιάς πίστης που εμψύχωνε τον λαό στον κοινό Αγώνα. “Πλησίον εις τον Ιερέα – έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης στην “Διήγηση συμβάντων ελληνικής φυλής” – ήτον ο λαικός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι.” Η Εκκλησία ήταν η τροφός του Γένους και ολόκληρου του αγώνα, πρωτεργάτης της Ελληνικής Επαναστάσεως, προσέφερε αγωνιστές κληρικούς, αρχιερείς, πρεσβυτέρους, διακόνους και μοναχούς, αγίους και μάρτυρες της Πίστης. Αυτό ήταν το ακριβές και πραγματικό ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου τα Συντάγματα του Αγώνα μπορούν να κατανοηθούν και να γίνει σαφής ερμηνεία του ποιοί είναι «οι Έλληνες οι κατοικούντες εν Ελλάδι και πιστεύοντες εις Χριστόν». Δεν είναι ούτε επιστημονικά ορθό, αλλά και στρέφει προς άλλες κατεύθυνσεις, κάθε ερμηνεία που δεν λαμβάνει υπόψη της το πλαίσιο της ιστορικής εποχής του Αγώνα και του ρόλου της Εκκλησίας στην ζωή των Ελλήνων, και παρερμηνεύει υπό το πρίσμα σύγχρονων αντιλήψεων περί θρησκευτικής συνείδησης, ανεξιθρησκίας, ισότητας, ελευθερίας κλπ. την ιστορική αλήθεια. Κατά νομική ακριβολογία τα Συντάγματα του Αγώνα υιοθετούν μία ορολογία περιφραστική «όσοι πιστεύουσιν εις Χριστόν», αντί τη λέξης «Χριστιανός». Η έννοια βεβαίως «Χριστιανός», ως συστατικό στοιχείο της ιδιότητας του πολίτη είναι ευρύτατη. Προκύπτει συνεπώς η ανάγκη περαιτέρω οριοθέτησης του κανονιστικού περιεχομένου της συνταγματικής αυτής ρύθμισης. Στα Συντάγματα του Αγώνα συνδέθηκε η χριστιανική πίστη με το κριτήριο της κατοικίας εντός της “Επικράτειας”. Βεβαίως τα Συνταγματικά κείμενα δεν είναι ομολογιακά αλλά νομοθετικά και πολιτειακά κείμενα που όμως αναμφισβήτητα συντάσσονται από μία ζωντανή ιστορική κοινότητα με καθορισμένα ιστορικά βιώματα τα οποία εκφράζουν την παρούσα ιστορική εμπειρία αλλά και την διαρκή ζώσα Παράδοσή τους. Λαμβάνεται λοιπόν υπόψη από τη μία μεριά το “ποιος” τα συνέταξε,  από την άλλη δεν αμφισβητείται ότι ισχύει και η διασταλτική ερμηνεία της έννοιας «Χριστιανός», συμπεριλαμβάνοντας και άλλα δόγματα, καθώς το ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος δεν αποκλείει κανέναν αλλά και δεν παραχωρεί την ταυτότητά του, δηλαδή την σωτηριολογική του προοπτική, σε κανέναν. Έτσι λοιπόν απαντάτε και το ερώτημα για το πως συμπλέκεται η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη με την ιδιότητα του «πιστού στον Χριστό» στα συνταγματικά κείμενα στα οποία και διακηρύσσεται με εμφαντικό τρόπο η αρχή της ανεξιθρησκείας αλλά και αναφέρουν το θρησκευτικό κριτήριο ως προς τη ρύθμιση της υπηκοότητας.

Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να σημειώσουμε ότι η κυριαρχούσα ιδεολογία και εγχώρια διανόηση, αντίθετη και πολλές φορές πολέμια της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής συνείδησης των Ελλήνων, συνοψίζει τα παραπάνω λέγοντας ότι πρόκειται για μία “εθνικιστική υστερόχρονη μυθολογια γύρω από το 1821”, και υποστηρίζει ότι γίνεται μία σύγχυση ανάμεσα στην ιστοριογραφία της επανάστασης του 1821 και στην εκλαικευμένη πρόσληψή της. Από αυτά τα νεωτεριστικά αφηγήματα προκύπτει και μία ιδιαιτέρως πονηρή νεωτεριστική προοδευτική πρόταση “ο πατριωτισμός του πολίτη”, δηλαδή μία “κοινή συνείδηση”  όχι ενός πολίτη με κοινότητα, με ταυτότητα και ιστορία αλλά ενός πολίτη (πολίτη ως γενικός όρος) μίας κοινωνίας με ανεξάρτητη ταυτότητα ή καλύτερα άνευ εθνικής ταυτότητας, εντός της οποίας θα μπορούν να εντάσσονται ένα πλήθος άγνωστων και διαφορετικώνταυτοτήτων άνθρωποι.

Οι Συνταγματικοί νομοθέτες της πρώτης Εθνοσυνέλευσης θέσπισαν ως κριτήριο συνέχειας της έννομης τάξης την ισχύ “των νόμων των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων”, μία επίκληση, η οποία αφενός νομικά ενεργοποιεί την φυσιοκρατική παράδοση επί τη βάση του βυζαντινορωμαικού δικαίου και αφετέρου θεολογικά δηλώνει μία συνέχεια ιστορική αλλά και αυτοσυνειδησίας και καθορισμένης ταυτότητας του ελληνοχριστιανικού πνεύματος του βυζαντινού πολιτισμού και της εκκλησιαστικής ζωής. Ας μην λησμονηθεί η εξύμνηση των Συνταγμάτων της Επανάστασης από τους ξένους, ως πρωτοπόρα, σύγχρονα και εξαιρετικής δημοκρατικής ευαισθησίας κείμενα.

  Τα Συντάγματα του Αγώνα είναι μία διαρκής διευθέτηση μεταξύ Πελοποννήσου, Ανατολικής Στερεάς, Δυτικής Στερεάς, ναυτικών νήσων ( Ύδρας, Σπετσών, Ψαρρών), Κρήτης, Αρχιπελάγους, μία προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ παραδοσιακών προκρίτων, ετεροχθόνων διανοούμενων κυρίως Φαναριωτών, νέων πολιτικών, των μεγάλων καραβοκύρηδων που επενδύουν και διακινδύνευαν τις μεγάλες περιουσίες τους για την Επανάσταση και βέβαια, των Οπλαρχηγών Πελοποννήσου και Στερεάς. Είναι φανερό ότι αυτά τα σπουδαία συνταγματικά κείμενα και το περιεχόμενό τους συγκροτήθηκαν και γράφτηκαν από Έλληνες οι οποίοι είχαν ευαισθησία και φιλευσπλαχνία, ευφυία, πνεύμα ανθρωπισμού, δημοκρατικό αίσθημα ευθύνης και αγάπη για την πατρώα γη, την Εκκλησία και το Γένος τους. Είχαν Παιδεία και καλλιέργεια, που σχεδόν αποκλειστικά παρείχε η Εκκλησία και τα Μοναστήρια καθ’ όλη την διάρκεια των 400 χρόνων της Τουρκοκρατίας. Απόδειξη, που διασαφηνίζει τα πράγματα, είναι το γεγονός που αναδεικνύει η σύγχρονη έρευνα της ιστορίας του βιβλίου. Τον 18ο αιώνα λοιπόν, σε έναν πληθυσμό της τάξης του 1.500.000 κατοίκων στον ελλαδικό χώρο που κυριαρχεί η Οθωμανική αυτοκρατορία,  κυκλοφορούν 100.000 αντίτυπα έντυπων βιβλίων, που περνούσαν από χέρι σε χέρι, κυρίως λειτουργικών εκκλησιαστικών βιβλίων και μικρό ποσοστό άλλων ειδών (λογοτεχνικών κλπ). Επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό έντυπων βιβλίΕπίσης το μεγαλύτερο ποσοστό έντυπων βιβλίων που τυπώθηκαν κυρίως στην Βενετία προεπαναστατικά αλλά και κατά την διάρκεια του αγώνα, στην πλειοψηφία τους ήταν το «Οκτωήχι», το «Ψαλτηρόπουλο», ο «Απόστολος», το «Διακονικόν», λειτουργικά βιβλία της καθ΄ημάς Ορθοδόξου Εκκλησίας τα οποία αποτελούσαν τα μόνα μαθητικά-διδακτικά βιβλία για γραφή και ανάγνωση για τους Έλληνες και βεβαίως χρησίμευαν και στην λειτουργική ζωή των Ορθοδόξων Χριστιανών οι οποίοι κάθε άλλο παρά βρίσκονταν στο “μέγα σκότος της αμάθειας”! Το 1822-23 το τυπογραφείο των Γλυκύδων τύπωσε ένα Ψαλτήρι σε 50.000 αντίτυπα και μία Οκτώηχο σε 100.000 αντίτυπα! 

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι επί Τουρκοκρατίας το τοπικό εθιμικό δίκαιο των Ελλήνων αντιστέκεται. Οι Έλληνες δεν επιθυμούσαν να απομακρυνθούν από το δικαιοδοτικό σύστημα που είχαν συνηθίσει επί τουρκοκρατίας στο οποίο η υποχρεωτική αρμοδιότητα του Τούρκου δικαστή μπορούσε να παρακαμφθεί, και να προσφύγει κάποιος στα εκκλησιαστικά δικαστήρια για οικογενειακής φύσης υποθέσεις, ή στη διαιτησία (που κατά κανόνα ήταν προεστοί).

Τα δύο πρώτα επαναστατικά Συντάγματα θέλησαν να ενοποιήσουν το ισχύον δίκαιο, σε ένα ενιαίο δικαιικό σύστημα για όλους τους Έλληνες, γι’ αυτό θέσπισαν την καθολική εφαρμογή των νόμων των “αειμνήστων ημών χριστιανών αυτοκρατόρων”. Ο λαός όμως ήθελε να συνεχίσει να διέπεται από το τοπικό εθιμικό δίκαιο και να λύνει τις διαφορές του με τον παραδοσιακό τρόπο. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας επανήλθε ορίζοντας ότι συγχωρείται στους “Έλληνες να δικάζονται “δι’ αιρετοκρισίας, εκκλητώς και ανεκκλήτως».

Το δυναμικό στοιχείο που καθόρισε τότε την εθνεγερσία και θα καθορίσει τώρα το μέλλον της πατρίδας είναι η ταυτότητα, μία ταυτότητα των Ρωμιών του κόσμου στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Μία ταυτότητα που γράφεται από την ιστορία της Ρωμιοσύνης. Μία ταυτότητα ζυμωμένη με την σοφία και την αγιότητα των Πατέρων, με το αίμα των Μαρτύρων, με την ίδια την ζωή της Εκκλησίας. Μία ταυτότητα όπως ξεδιπλώνεται στα συνταγματικά κείμενα του Ελληνικού κράτους τα οποία διαμορφώθηκαν και διαμόρφωσαν την υπόσταση του νέου ελληνισμού.

Τα ίδια τα Συντάγματα όχι ως μυθολογία και ιστοριογραφία αλλά ως κύριες πηγές του λόγου και της συνείδησης του Γένους της σύγχρονης ιστορίας έρχονται να απαντήσουν κύρια και καίρια σε ανεμικά ιδεολογήματα και ιδεολογικές εμμονές. Από τα μικρά τοπικά Συντάγματα στην Πελοπόννησο, την Στερεά και τα Ιόνια νησιά, ατελή βέβαια, μέχρι και τα συντάγματα των τριών Εθνοσυνελεύσεων στην Επιδαυρο (1822), το Άστρος (1823) και την Τροιζήνα (1827).

Όλα τα Συντάγματα ως προμετωπίδα φέρουν την φράση «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαίρετου Τριάδoς» δηλωτικό του γεγονότος ότι η κυριαρχούσα πίστη του Έλληνα και η σχέση του με την Εκκλησία καθορίζει την Αρχή του πολιτεύματος και του θεμελιώδους νόμου επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη, την οργάνωση και βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Εφόσον δε τα γενετικά χαρακτηριστικά του συνταγματικού φαινομένου διευκολύνουν την αντοχή του, η συμβολή και η παρουσία της Εκκλησίας ενίσχυσε την συνταγματική ρύθμιση του “μακρού ιστορικού χρόνου”. Ιστορικά όλα τα Συντάγματα, υπό διάφορες, ιστορικές και πολιτειακές συνθήκες ψηφίστηκαν εις το «Όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδας», (Σύνταγμα, Επιδαύρου, Άστρους Τροιζήνας 1822, 1823, 1827, επί Βαυαρών, 1832, 1864, επί Δημοκρατίας 1911, 1952, 1975, 1986, 2001, 2008, 2019) πλην δύο Συνταγμάτων, του «ηγεμονικού Συντάγματος του 1832» που δεν εφαρμόσθηκε διότι ο Όθων μέχρι και το 1844 άσκησε την εξουσία χωρίς Σύνταγμα, και του «Δημοκρατικού Συντάγματος του 1927» που συνδυάστηκε με την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης Δημοκρατίας και δεν αναφέρεται επειδή θεωρήθηκε ως ασυμβίβαστη προς την δημοκρατία οποιαδήποτε αναφορά του Συντάγματος στον Θεό. Το προοίμιο αυτό, το περιεχόμενο του οποίου δεν εξαντλείται απλώς σε μία μνεία περί της θρησκείας ή της πίστεως, αλλά  αναφέρεται απερίφραστα και με ακρίβεια «εις το Όνομα γης Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδας», είναι η βάση επί της οποίας ψηφίζεται οργανικά το σύνολο των διατάξεων του Συντάγματος. Ο χαρακτήρας λοιπόν του ελληνικού Συντάγματος ανυπερθέτως είναι Χριστιανικός και δη Ορθόδοξος, διότι γίνεται μνεία στον πυρήνα της Ορθοδόξου παραδόσεως, θεολογικά και δογματικά, όπως καθορίσθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους.

Μερικά ιστορικά παραδείγματα αναδεικνύουν την συμβολή της Εκκλησίας στα πρώτα Συντάγματα. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το πρόσωπο που υποστασιάζει κατ΄εξοχήν τις αρχές και τους όρους των ελληνικών Συνταγμάτων και διατήρησε άσβεστη την πεποίθηση ότι πρέπει να διασωθεί η ταυτότητα του Έθνους, είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος έλεγε: “Οι Έλληνες … ηνωμένοι διά της εις Χριστόν και εις την Αγίαν του Εκκλησίαν σταθεράς πίστεως των … υποστάντες την οθωμανικήν δυναστείαν, υπό μόνην την σκέπην της Εκκλησίας των διεσώθησαν. Άμα δε τω ανεγερθήναι εις σώμα Έθνους, οι αυτών αντιπρόσωποι ανεκήρυξαν την Ελληνικήν θρησκείαν, θρησκείαν της επικρατείας, …» και ότι η ταυτότητα του Έθνους «… σύγκειται εκ των ανθρώπων, οίτινες από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την Ορθόδοξον Πίστιν και την γλώσσαν των Πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό την πνευματικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσι». Η Εκκλησία έσωσε την πατρίδα και η Εκκλησία του Χριστού θα αποτελέσει τη «σωτηρία του Έθνους, το λίκνο του μέλλοντος».

Επίσης στην συνέλευση στη Μονή των Καλτεζών τον Μάιο του 1821 με πρόεδρο τον Πετρομπέη Μαυρομιχάλη πήραν μέρος εκτός των άλλων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄ και πολλοί κληρικοί από όλη την Πελοπόννησο. Μετά την πράξη σύστασης της Πελοποννησιακής Γερουσίας, εψάλη δοξολογία στο ναό της Μονής. Ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος απήγγειλε ευχές για ευόδωση του Αγώνα. Από την Συνέλευση προέκυψε το πρώτο επίσημο νομικό κείμενο της σύγχρονης Ελλάδας και ο πρώτος Καταστατικός της Χάρτης. Το εισαγωγικό κείμενο της Συνέλευσης, που αποτελεί και διακήρυξη εθνικής ανεξαρτησίας και ηθικών αρχών, η Πράξις της εν Καλτεζαίς Συνελεύσεως” τελειώνει με το εξής: λάβομεν αμφότερα τα μέρη τον πρέποντα όρκον ενώπιόν του Υψίστου Θεού, εν βάρει συνειδότος και της τιμής μας”

Η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου» εισάγει τον νεοφανή νομικό όρο “επικρατούσα θρησκεία” και ορίζεται ως τέτοια η Ορθόδοξη. Θεσπίζεται η ελευθερία της λατρείας όλων των θρησκειών. «ΤΜΗΜΑ Α’. Περί θρησκείας. α’- Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας- ανέχεται όμως η Διοίκησις της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως. ΤΜΗΜΑ Β’. Περί των γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της επικρατείας της Ελλάδος. β’- Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες και απολαμβάνουσιν, άνευ τινός διαφοράς, όλων των πολιτικών δικαιωμάτων.” Η διάταξη αυτή αναπαράχθηκε στα επόμενα συντάγματα, της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας. Επίσης στην επιτροπή της Θρησκείας για την επεξεργασία νόμων μεταξύ των αρμοδιοτήτων ήταν και αυτή της επιστασίας των «Εκκλησιαστικών και ιερών Μοναστηρίων να φροντίση […] ώστε ο κλήρος να διακηρύξη προς τους λαούς της Ελλάδος το σέβας, την υπακοήν και αγάπην, τα οποία οφείλουσι να έχωσι προς την εύνομόν της Ελλάδος διοίκησιν.”

Στο Πολιτικόν Συνταγμά της Ελλάδος της  Γ’ Εθνικής Συνελεύσεως της Τροιζήνας (1827) η περί θρησκείας σχετική διάταξη εμφανίζεται φραστικά διαφοροποιημένη και διατυπώνεται ως εξής: «Καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως και διά την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν, η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι θρησκεία της επικρατείας». Ο Πρόεδρος, μάλιστα, του Δικαστηρίου, που προεδρεύει στη Βουλή ορκίζει τους Βουλευτές: “Ορκίζεσθε ενώπιον Θεού και ανθρώπων…”. Επίσης, ο “όρκος ελληνικός”, ο “όρκος βουλευτικός” και “ο όρκος του Κυβερνήτου” αρχίζει με το: “Ορκίζομαι εις το όνομα του Υψίστου και της πατρίδος…”.

 Το σύνταγμα είναι αυτό που συμβολίζει, αποτυπώνει, οριστικοποιεί και οργανώνει τη σύσταση νέου κράτους και τις μεγάλες πολιτειακές τομές και μεταβάσεις. Με την δημιουργία παράλληλα των νέων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών εθνικού κράτους που χρησιμοποιούν το σύνταγμα ως γενέθλια πράξη του και ως θεσμική προϋπόθεση εισδοχής στη διεθνή κοινότητα δημιουργήθηκε η ανάγκη να συνταχθούν και να τεθούν σε ισχύ νέα συντάγματα προκειμένου να οργανωθεί νομικά και να αποτυπωθεί συμβολικά η μετάβαση από την “Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα” και την εθνεγερσία σε νέες κοινωνικές, θρησκευτικές-εκκλησιαστικές και πολιτικές συνθήκες ελευθερίας και νομιμότητας της πατρίδας. Το συνταγματικό φαινόμενο στο επίπεδό του εθνικού κράτους εμφανίζει μία πολύ μεγάλη άνθηση με την πτώση της οθωμανικής κυριαρχίας και  κατοχής, μία πορεία προς την “Πίστην και την Ελευθερίαν”.

Με τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι κατοχυρώνεται η δεσπόζουσα θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επιβεβαίωση μίας υφιστάμενης πραγματικότητας. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της απελευθερωμένης Ελλάδας έχει χριστιανική ταυτότητα, έχει την πίστη της στον Τριαδικό Θεό, μία μακρά και αποκρυσταλλωμένη εκκλησιαστική αλλά και πολιτειολογική Παράδοση η οποία δεν διαμορφώνει μόνο τους θρησκευτικούς όρους αλλά και το “ήθος” ενός Συντάγματος που λειτουργεί ιστορικά ως έννοια συνώνυμη με την κρατική υπόσταση και κυριαρχία, ως έννοια συνώνυμη με το κράτος δικαίου και την αρχή της νομιμότητας, ως έννοια συνώνυμη με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Η αντοχή του Συντάγματος οφείλεται στο γεγονός πως εξακολουθεί να επιτελεί δύο θεμελιώδεις λειτουργίες, οργανώνει, δηλαδή συγκροτεί νομικά την κρατική εξουσία και τις σχέσεις της με την κοινωνία και οριοθετεί την κρατική εξουσία και άρα προστατεύει και εγγυάται τη θέση του κάθε πολίτη. Η οργανωτική, η εγγυητική αλλά και η συμβολική – νομιμοποιητική λειτουργία του συντάγματος στα βασικά τους χαρακτηριστικά επιτελούνται υπό τις συνθήκες της εποχής. Για την εποχή του Αγώνα λοιπόν, την αρχή και ρίζα της διαμόρφωσης των Συνταγμάτων των Ελλήνων, η βασική, ικανή και αναγκαία, πηγαία συνθήκη ήταν η χριστιανική πίστη και η αυτονόητη, αναμφισβήτητα φυσική καθημερινή σχέση των ανθρώπων με την Εκκλησία τους. Κατά την ίδια λογική το σύνταγμα διέπει όχι μόνο τη συγκρότηση και τη λειτουργία του κράτους, αλλά και της κοινωνίας υπό την παραπάνω συνθήκη. Αυτό ισχύει μάλιστα από την αρχική μέχρι την πιο ώριμη και εκτεταμένη εκδοχή του συνταγματικού φαινομένου σε όλο αυτό το μακροτατο διάστημα των τριών και πλέον αιώνων (18ο-20ο). Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι “Σύνταγμα” είναι μία λέξη που συμπυκνώνει τρεις αιώνες.

Το ίδιο το Σύνταγμα ως διεκδίκηση, ως κείμενο, ως κατάκτηση, ως σύστημα νομικών, πολιτικών, ιδεολογικών και θρησκευτικών λειτουργιών καθίσταται σύμβολο της κρατικής ύπαρξης και κυριαρχίας. Αυτό συνεχίζεται από την Επανάσταση έως σήμερα. Βεβαίως σήμερα η ελευθερία της πατρίδας, η ελευθερία  του λόγου και της πίστης, η διάκριση των εξουσιών καλούνται να στεγάσουν φαινόμενα και να ρυθμίσουν καταστάσεις πολύ διαφορετικές -ή ανύπαρκτες-  από αυτές που ίσχυαν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και δημιουργούν ένα νέο πεδίο, ένα ελεύθερο πεδίο αρχικής διαμόρφωσης θεσμών, εννοιών, δικαιωμάτων και ρυθμίσεων. Τα ιστορικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος και η περιεκτική και συνοπτική του διατύπωση που εδράζεται στους βασικούς όρους του ελληνικού και ορθόδοξου γένους κατέστησαν εφικτή την διατήρηση του συνταγματικού φαινομένου έως σήμερα και διασφαλίζουν την αντοχή του και υπό τις συνθήκες μίας μετανεωτερικής κοινωνίας στην οποία επίσης ο ρόλος της Εκκλησίας πρέπει να είναι κυρίαρχος και πρωτεύων για να νοηματοδοτήσει την ζωή, τις σχέσεις και τα προβλήματα της κοινωνίας και των ανθρώπων.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά, είναι υποχρέωσή μας όχι μόνο να ενθυμούμεθα όλη αυτή την προσφορά και να την τιμούμε αλλά να αγωνιζόμεθα για την διατήρηση της ταυτότητάς μας, της εκκλησιαστικής μας ταυτότητος που διαμόρφωσε και Συντάγματα και κανόνες και έθνος και κράτος. Να τιμούμε τα πρόσωπα, τους λόγους και τους τόπους και τις αρχές τους. Να τιμούμε τον δικό τους αγώνα για την πραγματική ελευθερίας που σημαίνει προσφορά θυσίας. Οφείλουμε να διαφυλάξουμε τα πρωτοτόκια της ιδιοπροσωπίας μας και της εθνικής μας ταυτότητας, και συγχρόνως να μεταλαμπαδεύουμε τα πολύτιμα αγαθά του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού στην Ευρώπη των λαών, ώστε τελικά να αποτελέσουν αυτά «τα φώτα της Ευρώπης» αλλά και της Οικουμένης.

Οφείλουμε να έχουμε πάντα στην ψυχή μας αυτόν τον λόγο του Κόντογλου:

«Κανένας λαὸς δὲν έχυσε τόσο αῖμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, όσο έχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ίσαμε σήμερα. Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εῖναι μια πορφύρα ποὺ φόρεσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ ποὺ θά ̔πρεπε νὰ τὴν έχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι όχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γι ̓ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι ̓ αὐτή, σὲ καιρὸ ποὺ δὲ ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες ποὺ κάνουνε οἱ άνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.».