Στάθηκε λοιπόν μπροστά στις πύλες του ναού και έβλεπε τον καθένα που έμπαινε, με ποιά ψυχική κατάσταση άραγε μπαίνει· γιατί είχε και αυτό το χάρισμα από τον Θεό, να βλέπει δηλαδή τον καθένα πώς είναι στην ψυχή, όπως εμείς βλέπουμε τους άλλους εξωτερικά. Και επειδή έβλεπε όλους να έχουν λαμπερή όψη και φωτεινό πρόσωπο και τον άγγελο του καθενός να χαίρεται γι’ αυτόν, χαιρόταν και ο ίδιος και ευχαριστούσε τον Θεό.
Στη συνέχεια είδε να μπαίνει κάποιος μαύρος στην όψη και με όλο το σώμα κατασκότεινο και δαίμονες γύρω του να τον κρατούν γερά και να τον τραβούν με το χαλινάρι που του είχαν βάλει, ενώ ο άγγελός του ακολουθούσε από μακριά σκυθρωπός και θλιμμένος. Με το θέαμα αυτό ο γέροντας άρχισε να κλαίει και να χτυπά το στήθος του και κάθισε μπροστά στην εκκλησία θρηνώντας απαρηγόρητα τον αδελφό που είδε σε τέτοια κατάσταση.
Όταν είδαν οι αδελφοί την ξαφνική μεταβολή του και ότι έκλαιγε γεμάτος ταραχή και πολύ πόνο, πλησίασαν και ρωτούσαν να μάθουν την αιτία και τον παρακαλούσαν να έρθει μαζί τους στην ακολουθία, ο γέροντας όμως δεν τους άκουσε, αλλά καθόταν έξω θρηνώντας για τον αδελφό.
Με την απόλυση της ακολουθίας άρχισαν να βγαίνουν οι αδελφοί, και ο Παύλος παρατηρούσε πάλι τον καθένα, θέλοντας να δει σε τι κατάσταση βγαίνουν.
Είδε λοιπόν τον αδελφό εκείνο, που όταν έμπαινε του φάνηκε μαύρος στην όψη και με όλο το σώμα κατασκότεινο και περικυκλωμένος από δαίμονες, να βγαίνει από την εκκλησία με λαμπερό το πρόσωπο και φωτεινό το σώμα, τους δαίμονες να ακολουθούν από μακριά και τον άγιο άγγελο κοντά του να τον συνοδεύει γεμάτος χαρά.
Στο απροσδόκητο αυτό θέαμα ο Παύλος πετάχτηκε έκπληκτος και με χαρά δοξολογούσε τον Θεό φωνάζοντας: «Ω την ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότητα του Κυρίου μας!»
Και ανέβηκε βιαστικά σε κάποιο ψηλό σκαλοπάτι και φώναζε: «Ελάτε να δείτε τα έργα του Θεού, πόσο συγκλονιστικά και καταπληκτικά είναι»!
Μαζεύτηκαν αμέσως όλοι να ακούσουν τι θα πει, και ο όσιος Παύλος διηγήθηκε αυτά που είδε όταν έμπαινε ο αδελφός και ύστερα όταν έβγαινε· έπειτα του ζήτησε να μιλήσει μπροστά σε όλους γι’ αυτή τη μεταβολή του.
Και ο αδελφός, χωρίς να κρυφτεί, είπε για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και μέχρι τώρα ζούσα μέσα στην πορνεία· τώρα όμως που μπήκα στην αγία εκκλησία του Θεού, άκουσα τον προφήτη Ησαΐα, ή καλύτερα τον Θεό που μέσω εκείνου έλεγε· “Λουστείτε και γίνετε καθαροί· πετάξτε τις κακίες από τις καρδιές σας· μάθετε να κάνετε το καλό μπροστά στα μάτια μου· και αν είναι οι αμαρτίες σας κατακόκκινες, θα τις λευκάνω σαν το χιόνι· και αν θελήσετε να με ακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης…”.
Όταν τα άκουσα αυτά, ένιωσα κατάνυξη,
στέναξα από τα βάθη μου και είπα στον Θεό· “Δέσποτα Κύριε, Θεέ μας, που
ήρθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς· αυτά που τώρα υποσχέθηκες με
τα λόγια του προφήτη σου, εκπλήρωσέ τα και σ’ εμένα τον αμαρτωλό και
ανάξιο. Και εγώ δίνω τώρα τον λόγο μου σ’ εσένα, τον καρδιογνώστη Θεό,
ότι απαρνούμαι κάθε παρανομία και αισχρή πράξη, στις οποίες ήμουν δούλος
ως τώρα και ότι, με τη δική σου βοήθεια, δεν θα τις ξανακάνω ποτέ, αλλά
θα υπηρετήσω με όλη μου τη δύναμη εσένα, τον φιλάνθρωπο Κύριό μας”.
Με αυτές λοιπόν τις υποσχέσεις βγήκα από την εκκλησία αποφασισμένος να τις εκπληρώσω και με τα έργα, με τη χάρη του Θεού».
Όταν τα είπε αυτά ο αδελφός, όλοι όσοι τον άκουσαν ευχαρίστησαν τον Θεό, ο οποίος αληθινά θέλει όλοι οι άνθρωποι, να σωθούν και να φτάσουν στην επίγνωση της αλήθειας.
Από τον Ευεργετινό τ. α’, σ. 37-39, των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας.