Ένας Στρατιώτης θυμάται για την άγια μορφή και την θυσία του Στρατιωτικού Ιερέως Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τσοκώνα:
«Κεράσοβο Πωγωνίου…1940.
Στις 11 περνάνε αεροπλάνα (ιταλικά φυσικά) και
βομβαρδίζουν σαν δαίμονες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Οι βόμβες λυσσάνε, μα
πέφτουν πιο πέρα μες στη χαράδρα. Τη νύχτα, ενώ κοιμόμαστε σε μια μικρή
εκκλησιά, ήρθαν μέσα κάτι στρατιώτες και στριμωχτήκανε κοντά μας.
Έβρεχε ο Θεός, ο ύπνος ήρθε γρήγορα κι όλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά. Την αυγή που ξυπνάμε βλέπουμε να μπαίνει μέσα ένας νέος παπάς,
μούσκεμα από την βροχή. Απορούμε και μαθαίνουμε κάτι το πρωτάκουστο.
Ο παπάς είχε έρθει με τους άλλους στρατιώτες και βλέποντας τόσους σε
ένα πολύ στενό χώρο, για να μην ενοχλήσει κανέναν, προτίμησε να μείνει
ολονυχτίς έξω από το εκκλησάκι, χωρίς αντίσκηνο. Μόλις τον βλέπουμε σ’ αυτή την κατάσταση, σηκωνόμαστε όλοι ορθοί και
σκύβουμε μπροστά του. Εκείνος κάνει το σταυρό του, μας καλημερίζει,
ανάβει ένα κερί και προσεύχεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού για την
ειρήνη του κόσμου και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Τον νιώθουμε
σαν Χριστό και τον βάνουμε για πάντα στα κατάβαθα της ψυχής μας. Μετά
που βγήκαμε, τραβάει μερικούς στρατιώτες για το χωριό Περιστέρι, χωρίς
να φτάσει όμως ποτέ. Μια εχθρική βόμβα τον βρίσκει στο δρόμο και τον
ρίχνει κάτω νεκρό. Ήταν ο πιο άγιος παπάς κι άνθρωπος που απάντησα στη
στράτα της ζωής μου».