Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος
Ως έχομεν τονίσει, ο Μελέτιος υπήρξε και εκκλησιαστικός ρήτωρ απαράμιλλος, αφήσας εποχήν εν Κων/λει και αλλαχού, όπου ήσκησε το θείον του ιεροκήρυκος έργον. Κατωτέρω παραθέτομεν χαρακτηριστικά τινα αποσπάσματα ομιλιών αυτού διακρινομένων διά τον πρακτικόν και εποικοδομητικόν αυτών χαρακτήρα, τα οποία διεσώθησαν εν δημώδει γλώσση. Εξ αυτών καθίσταται φανερά η δύναμις του πνεύματος του μεγάλου εκείνου ανδρός, ο πλούτος των γνώσεών του, η διεισδυτική του ικανότης μέχρι των μυχιαιτάτων της ανθρωπίνης ψυχής, και επί πάσιν η ακαταμάχητος γοητεία του λόγου του. Τα δημοσιευόμενα ολίγα αποσπάσματα προέρχονται εξ ομιλιών, τας οποίας ο Πηγάς εξεφώνησεν εν τω ναώ Χρυσοπηγής Κων/λεως κατά τα έτη της αυτόθι παραμονής του, περιέχονται δε εν τω βιβλίω: «Μελέτιος Πηγάς. Χρυσοπηγή» (Αθήναι 1958), εκ του οποίου και είναι ειλημμένα.
Α. Εξ ομιλίας τη Ε' Κυριακή των Αγίων Νηστειων (σελ. 103).
37. Είναι λοιπόν, λέγει ο απόστολος προς Γαλάτας, δύο διαθήκες: η μία η γεννώσα εις δουλείαν, ή συστοιχούσα τη νυν Ιερουσαλήμ. Η άλλη, ελευθέρα, η άνω Ιερουσαλήμ. Ακούεις, αδελφέ, πως τα πράμματα εκείνα, οπού εγινούντανε τον παλαιόν καιρόν, ήταν και τινά σημάδια και τύποι μυστηρίων μεγάλων, όχι παραδείγματα, να σε παρακινήσουν εσέναν εις άκρασίαν, εις αμαρτίαν;
38.
Και κοντολογία, εσύ καν δεν μετράς με τον
νουν σου, ότι επειδή είναι λόγια του
πνεύματος, ανάγκη είναι να μη σου
εγραφτήκασι, διά να κάμεις εσύ αμαρτίες,
διότι ήθελες
καταστήσει διδάσκαλον
τες αμαρτίες. Ο Θεός να με φυλάγει
από την βλασφημίαν ταύτην του Θεού ! Μη
λοιπόν, αδελφέ, μη θέλεις τα κακά σου
θελήματα. Την γυναίκα, οπού σου έδωκεν o
Θεός, εκείνην έχε, και αν είναι στείρα,
στείρα· αν είναι παιδογόνος, παιδογόνον.
Και μη μου ευρίσκετε πρόφασιν και εαν
και εσύ, να μολύνετε ο εις διά τούτην την
πρόφασιν, ο άλλος διά κείνην την
πρόφασιν, να μολύνετε, λέγω, το στέφανόν
σας.
39. Τηράτε το αμόλυντον, τηράτε να το παραδώσετε τω φοβερώ Θεώ καθαρόν και αμίαντον. Δεν έχω καιρόν να σε ειπώ περισσότερον διά τούτην την ατοπίαν, οπού γίνεται ανάμεσά μας σήμερον και μολύνεται, μάλιστα και χωρίζεται, το ανδρόγυνον και επαίρνει εκείνος άλλην και εκείνη άλλον.
Β. Εξ ομιλίας τη Κυριακή των Βαΐων (σελ. 152 153).
10. Και εκείνη πάλιν, (η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου) ως ήκουσεν, εσηκώθη πάραυτα από το ξόδι και τα δάκρυα του αδελφού και καταφρονά τα πάντα, και λύπες και πικρίες και θλίψεις και κλαημούς, και τρέχει προς τον Χριστόν. Το εναντίον απ' ό,τι κάμνουσιν εδώ οι γυναίκες, θαρώ, και οι άνδρες οι εδικοί μας, οπού αφήνουσι την εκκλησίαν. Στερεύγουνται τα μυστήρια του Θεού, φεύγουσιν από Θεόν. Διατί; Διατί, λέγει, είναι θλιμμένοι -ώ κόσμε, έρημε κόσμε, και τότες είναι περισσότερος καιρός, όταν έχωμεν θλίψιν, να τρέξωμεν προς Θεόν. «Εκέκραξα, λέγει ο πατρόθεος προφήτης, εκέκραξα εν τω θλίβεσθαί με προς Κύριον και επήκουσάς μου εις την θλίψιν» μου, εκέκραξα προς Κύριον».
11. Και εμείς σήμερον, εις τες θλίψεις μας, τρέχομεν εις τους μάντεις, διατί, λέγει, διά να με παρηγορήσει, να κάμει ν' αγαπά ο δείνας, να κάμει να εύρω το τάδε τι, οπού έχασα, να μου απαγγέλλει διά τάδε τι οπού αναμένω. Ώ γυναίκες, πώς να σας ειπώ, γυναίκες, και αν ο μάντης ή η μάντισσα εμπορεί να κάμει τάδε ή τάδε, να σου κάμει αγάπες, να σου κάμει παιδία, να σου εύρει πλούτη, να σου γιάνει πληγές, δεν ήθελεν κάμει πρώτα του λόγου της; Πόσοι μάντες και μάντισσες είναι πυργωμένοι, παρδαλοί, κυλλοί, κακόμοιροι; Τριγυρίζουσι να εύρουσι καμμίαν λωλήν, να της φάγωσιν τέσσερες πέντε φόλες με το να της τάσσουσιν να την κάμνουσιν εκείνην γερήν, πλουσίαν, εκείνοι οπού είναι αυτοί τως κυλλοί και φτωχοί.
12.
Ένα μου πέτε: αv σας έδιδεν ο διάβολος
καλόν, οπού είναι των αδυνάτων, όσον μηδέ
αυτός ατός του δεν είναι δυνατόν να
είναι καλός, πλην, εθέλετέ το το
διαβολικόν εκείνον και δαιμονικόν καλόν;
Εγώ λογαριάζω, πως και μόνον το όνομα, το
όνομα μόνον διαβολικόν, δαιμονικόν να
είναι απατά διαβολικόν
και δαιμονικόν, κακόν,
όχι καλόν και φευκτόν. Ειπέ μου εσύ η
ρίκτρα, οπού ρίκτει διά πλούτη καμμίαν
και παίρνει σου έξη φόλες να σε κάμει
πλούσιον, και του λόγου της πώς δεν
πλουταίνει;
13. Ώ κόσμε λωλέ, οπού δεν γνωρίζεις, πώς,
αν ήταν αλήθεια αυτάνα τα πράμματα, δεν
ήθελες βλέπειν την κατζιβέλλαν γυμνή
και ξεσκημένην να τα πει εσένα
[τα] πλούτη,
και αυτήνη να
ψοφά διά
έναν άσπρον. Πλην
αφήτε τούτες τες λωλές μάντισσες!
Εσείς μη πααίνετε πλέα. Αφήτε τούτες τες
δαιμονισμένες και ας γιαγείρομεν εις
την καλήν Μάρθαν καί Μαρίαν.
Γ. Εκ της αυτής ομιλίας (σελ. 170-171).
61. Ας γδυθής λοιπόν, άνθρωπε, από μάταια νεκρά πάθη της νεκρώσεως και λάβεις βαΐα φοινίκων αειθαλών, πράξεις ενάρετες και να υπαντήσεις τον Χριστόν, δεν θες ακούσεις μόνον, πως ανάστασε τον Λάζαρον, καθώς ακούεις πώς ακούουσιν εδώ οι λαοί, αμή θες αναβοήσει και εσύ το ωσανά, και θες λάβει το «σώσον δή Κύριε». Ώ Μελέτιε, πώς νάκαμνες την γλώσσαν μου, όχι κάλαμον γραμματέως οξυγράφου, επειδή δεν έχει να γράφεις μαλακά χαρτία, αμή, ή αδαμαντίνη, επειδή έχεις να χαράξεις, ωσάν πλάκες λίθινες, καρδίες σκληρές, ή πυρίνη, ωσάν εκείνες τες πυρίνες του πνεύματος, επειδή έχεις, ωσάν τότε εκείνος ο προφήτης τον τότε λαόν, ως καλάμιν νάκαιες, Μελέτιε, τόσην ύλην, όσην είναι φορτωμένη σήμερον τα στήθη μας και δεν αφήνει να φυτευθή o του Θεού φόβος, η του Χριστού υπακοή, οπού μας oρίζει με φοβερά και αφοριστικά από Θεού πρόσωπον λόγια να ταπεινωθούμεν, οπού μας ορίζει να μην μνησικακούμεν, μα να συγχωρούμεν με όσους έχομεν κακοσύνην, αλλέως πως δεν έχομεν να ιδούμεν πρόσωπον Θεού.
62. Πλήν, μην αναμένετε· ακούτε με και άνδρες και γυναίκες. Μην αναμένετε να μου θαυματουργήσει ο Θεός, και να μετασκευάσει την γλώσσαν μου οξυγράφον ή εις αδαμαντίνην και πυρίνην ή εις γλώσσαν αγγέλου, απ' εκείνες, οπού λέγει ο Παύλος. Εις στέκει να την καταστήσει και πυρίνην και αγγελικήν, αν δεκτείτε τον λόγον του Θεού πατρός και να ταπεινωθήτε και ν' αφήσετε και την μνησικακίαν, την αντίθεον, με τα λοιπά πάθη τα σαρκικά, διά την βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ω η δόξα και το κράτος συν πατρί και πνεύματι εις αιώνας. Αμήν.
Δ. Εξ ομιλίας τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη (σ. 203).
34. Τρέχει, ασπάζεται τους αχράντους εκείνους πόδας, ραίνει τους και βρέχει τους με τα δάκρνα της μετανοίας. Και oι στεναγμοί της καρδίας, η συντριβή η συνεχή, δεν αφήνουσι την κατάνυξιν να ειπεί λόγια. Με τα έργα, αυτά, που είναι ζωντανά λόγια, με τα αυτά τα έργα βοά η καλή εκείνη πόρνη, ήδη μη πόρνη, τω Χριστώ, και λέγει πώς είναι αμαρτωλή περισσά και πως δέεται συγχωρήσεως διά φιλανθρωπίας, μάλιστα δείχνει και τούτη έξω από ετούτο, την μεγάλην αγάπην, οπού εχει προς τον Χριστόν. Μύρον της ευρίσκεται. πολύτιμον εις αλάβαστρον άγγείον. Παίρνει το μύρον. Βαστά ατή της το αλάβαστρον. Σπα το αλάβαστρο, χύνει το μύρον αλείφει την ακήρατον εκείνην κορυφήν του Χριστού, της οποίας τα ποδάρια έβρεχε με δάκρυα και εσφούγγιζε με τες απαλές εκείνες πλεξούδες, οπού είχε πρώτα δίκτυα της αγάπης της αμαρτίας.
35. Ώ καλή πόρνη, πώς εύρες καλήν και σύντομον στράταν να ξεφκαιρώσεις το πέλαγός σου της αμαρτίας με τα δάκρυα της μετανοίας, με την κένωσιν του μύρου! Ώ καλή μετάνοια, πώς δύνασαι και σιμώνεις τας πόρνας τω Χριστώ και ανέχεται της δυσωδίας του βρώμον της άμαρτίας, ανέχεται ο Χριστός, όχι διά το μύρον, διά τα δάκρυα.
Ε. Εξ ομιλίας τη Κυριακή των Προπατόρων (σ.229-230).
60. Παρακαλώ σας λοιπόν, μην ευρεθούμεν εμείς από τους πολλούς τους καλεσμένους, μηδέ καταφρονήσωμεν το κάλεσμα του Κυρίου, μηδέ αγρούς, μηδέ ζεύγη βoώv, μηδέ γυναίκα, αλλά ας γενούμεν, από τους ολίγους, διά τους οποίους λέγει ο Σωτήρ, ότι «ολίγοι οι σωζόμενοι». Ας γενούμεν από τους εκλεκτούς με την στράταν, οπού μας ερμηνεύει ο Σωτήρ, διά του αποστόλου ότι «αποστήτω από αδικίας πας ονομάζων τον Κύριον». Και πάλιν «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, ποιούντες αγιωσύνην εν πνεύματι αγίω».
61. Και μη μου προφασίζου, ώ δύστηνη Πόλη, πως έχεις κακούς ποιμένας. Έχεις και καλούς, καλά και ολίγους, πλην αν έχεις και κακούς, πείθου εσύ «τω λόγω της αληθείας» και μην ξετρέχεις τας πράξεις των κακών. Ξεύρεις, να σου ειπώ, πρώτον μεν ήθελα να είμεσθαν εμείς καλοί, αλλά θα νάμεσταν το φως του κόσμου, το άλας της γης, οι οδηγοί των τυφλών, οι παιδευταί των ασεβών, και να μην είμεσθαν φαρισαίοι, να λέγεται και περί ημών ότι «επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι· πάντα ουν όσα αν είπωσιν υμίν ποιήσαι, ποιήσατε, κατά δε τα έργα αυτών ου μη ποιήσητε· λέγουσιν γαρ και ου ποιούσιν».
62. Αλλά εγώ ήθελα να εκάναμεν και ημείς οπού διδάσκομεν τους άλλους. Πλήν εσύ ο ευσεβής, λάμβανε την καλήν διδασκαλίαν, λάμβανε τα μυστήρια της ευσεβείας και από τους αναξίους. Τίμα και τους αναξίους και θες έχεις μεγαλείτερον μισθόν. Μηδέ δίσταζε, ότι να σου κολομβώνει το μυστήριον της ευσεβείας πονηρία του αρχιερέως, ιερέως. Ξεύρεις τι είμεσθαν εμείς; Βουλωτήρια, σφραγίδες, τύποι. Και άλλος είναι χρυσος, άλλος ασημίτικος, άλλοι είμεσθεν σιδερένιοι. Και βαστώμεν όλοι έναν τύπον. Εσείς είστε το κερί.