Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
Δεν είμαι Μικρασιάτης. Είμαι Μακεδών με γηγενείς καταβολές και είμαι υπερήφανος για την καταγωγή μου. Όμως αισθάνομαι οτι εμείς οι Μακεδόνες οφείλουμε πολλά στους Μικρασιάτες. Διότι ήλθαν διωγμένοι, ταλαιπωρημένοι, ξερριζωμένοι μετά το 1922 και αναζωογόνησαν πνευματικά και οικονομικά τον χώρο της Βορείου Ελλάδος. Μας έφεραν τα λείψανα των Αγίων της Μικρασίας, πολλά εκ των οποίων φυλάσσονται σήμερα στην Μακεδονική γή. Και μαζί με αυτή την ιερά παρακαταθήκη μας έφεραν τα ελληνορθόδοξα έθιμά τους και την βαθειά ριζωμένη Ορθόδοξη πίστη τους. Ας ευχηθούμε οι Άγιοι της Μικράς Ασίας να ευλογούν και σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων, να τα καθοδηγούν σε έργα ειρηνικά και δημιουργικά και να τους εμπνέουν πάντα να μη ξεχνούν τις αλησμόνητες πατρίδες της Μικρασίας και του Πόντου.
Ποιά είναι η Μικρά Ασία και ποιές είναι οι ελληνορθόδοξες ρίζες της; Γράφει σχετικά στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ του Δεκεμβρίου 2002 ο Σεβ. Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ:
«Ως Μικράν Ασίαν γνωρίζομεν την γην των πατέρων μας, η οποία γεωγραφικώς είναι μία μεγάλη χερσόνησος της Ηπείρου της Ασίας. Περιβάλλεται από τον Εύξεινον Πόντον και την Προποντίδα, το Αιγαίον Πέλαγος και την Μεσόγειον Θάλασσαν και ανατολικώς εκτείνεται εώς των ποταμών Τίγρητος και Ευφράτου. Συνορεύει με τρεις Ηπείρους, την Ευρώπην, την Ασίαν και την Αφρικήν. Έχει δε έκτασιν 530.000τετραγωνικών χιλιομέτρων. Την ελληνικότητα αυτής μαρτυρούν τα ερείπια των 356 Ελληνικών Πόλεων, αι οποίαι καθιστούν φανερόν το εύρος του Ελληνισμου εις την Μικράν Ασίαν.
Εις την Λυκίαν, Παμφυλίαν και την Πισιδίαν 95 πόλεις
Εις την Λυκαονίαν, Ισαυρίαν και Κιλικίαν 82 πόλεις
Εις την Φρυγίαν και Γαλατίαν 61 πόλεις
Εις την Βιθυνίαν, Παφλαγονίαν και Πόντον 34 πόλεις
Εις την Ιωνίαν, Λυδίαν και Καρίαν 84 πόλεις
Συνολικώς έχουν καταγραφεί 7.000 οικισμοί με ελληνικά ονόματα καθ’ άπασαν την Μικράν Ασίαν… Εις την Μικράν Ασίαν κατά το 1922 υπήρχαν 20 Ιεραί Μητροπόλεις. Αι Νικομηδείας, Χαλκηδόνος, Προύσης, Ηλιουπόλεως, Θυατείρων, Εφέσου, Νικαίας, Κρήνης (Τσεσμέ), Προικοννήσου, Κυδωνιών, Φιλαδελφείας, Πισιδίας, Ικονίου, Καισαρείας, Αγκύρας, Αμασείας, Νεοκαισαρείας, Χαλδαίας, Κυζίκου-Δαρδανελίων».
Οι Χριστιανικές καταβολές της Μικρασιατικής γής αποδεικνύονται από τα ονόματα των 7 Εκκλησιών της Αποκαλύψεως του Ιωάννου (Έφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Λαοδικεία, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Θυάτειρα) και από την ίδρυση χριστιανικών κοινοτήτων από τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο. Μεγάλες Οικουμενικές Σύνοδοι έλαβαν χώρα στην Μικρασιατική γή και συγκεκριμένα το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, το 451 μ.Χ. στην Χαλκηδόνα.
Την γη αυτή αγίασαν με το αίμα τους ή με τον οσιακό βίο τους και την διδασκαλία τους μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ήδη από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η ελληνοκατοικημένη Μικρά Ασία γίνεται τόπος μαρτυρίου για πολλούς Χριστιανούς, που κατεδιώκοντο από την ειδωλολατρική Ρωμαϊκή εξουσία. Κορυφαίος μεταξύ αυτών ο Άγιος Πολύκαρπος, Επίσκοπος Σμύρνης, του οποίου το μαρτύριο τοποθετείται μεταξύ του 156 μ.Χ. και του 168 μ.Χ. Από τον 3ο Τόμο της Βιβλιοθήκης Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) καταγράφουμε τις τελευταίες στιγμές του:
Όχλος αντιχρίστων ωρύεται την ώρα, που δικάζει τον Άγιο ο Ανθύπατος Στάτιος Κοδράτος. Ζητούν την θανάτωση του Πολυκάρπου. Την στιγμή εκείνη φωνή Κυρίου ακούεται από τον ουρανό και ενθαρρύνει τον υπερήλικα Επίσκοπο. «Ίσχυε, Πολύκαρπε και ανδρίζου». Ο Ανθύπατος του ζητεί να απαρνηθεί τον Χριστό, για να σώσει την ζωή του. Και ο «πάνυ γηραλέος» Επίσκοπος του απαντά: «Ογδοήκοντα και εξ έτη δουλεύω αυτώ και ουδέν με ηδίκησεν, και πως δύναμαι βλασφημήσαι τον Βασιλέα μου, τον σώσαντά με». Ο Ανθύπατος τον φοβερίζει οτι θα τον ρίξει στην φωτιά. Ήρεμος ο Άγιος απαντά: «Με φοβερίζεις με τη φωτιά, που ανάβει για μια στιγμή και σβήνει. Δεν ξέρεις την φωτιά της μέλλουσας κρίσης και της αιωνίου κολάσεως, που περιμένει τους ασεβείς. Κάνε αυτό που θέλεις! Μή αργείς!».
Ο Ανθύπατος εξοργισμένος από την θαρραλέα απάντηση του Πολυκάρπου προστάζει τον κήρυκα και εκείνος ερεθίζει τα πλήθη, που ξεχύνονται, μαζεύουν ξύλα, ανάβουν φωτιά. Δένουν τα χέρια του σεβασμίου γέροντος και τον ρίχνουν στη πυρά. Τότε γίνεται το θαύμα! Οι φλόγες της φωτιάς κάνουν καμπύλες, παρακάμπτουν το σώμα του Πολυκάρπου. Ο Ανθύπατος απορεί, φοβάται. Καταλαβαίνει την μεγάλη προσβολή, που τον περιμένει και διατάσσει τους στρατιώτες να τρυπήσουν με τα ξίφη τους το σώμα του Αγίου. Από το αίμα του σβήνει η φωτιά. Αλλά η ψυχή του Αγίου ήδη έχει ανέβει στον ουρανό. Και το νεκρό σώμα, όμως, το φοβούνται οι ειδωλολάτρες. Γι’ αυτό ο Ανθύπατος προστάζει να το κάψουν. Κάποιοι θαρραλέοι Χριστιανοί έτρεξαν και πρόλαβαν να συλλέξουν μερικά από τα λείψανα του Αγίου, τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα και θαυματουργούν. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 23 Φεβρουαρίου.
Μικρά Ασία είναι και ο Πόντος. Γι’ αυτό αξίζει να στρέψουμε το νου μας στην ιερά μνήμη του Αγίου Ευγενίου του Τραπεζουντίου, ο οποίος εμαρτύρησε στις 21 Ιανουαρίου 292 με διαταγή του τοπικού άρχοντος Λυσία. Η τιμή του καθιερώθηκε επί των Αυτοκρατόρων Μεγάλων Κομνηνών και ετιμάτο στην Τραπεζούντα, όπως ετιμάτο και ο Άγιος Δημήτριος στην Θεσσαλονίκη. Ο I. Ναός του στον ομώνυμο λόφο έξω από τα τείχη περιείχε το σπήλαιο, οπου συνελήφθη από τους δημίους του. Το σπήλαιο ανεκαλύφθη στους νεωτέρους χρόνους (1898) από τον λόγιο εκπαιδευτικό Ματθαίο Παρανίκα μέσα σε καπνοχώραφα. Τα χαριτόβρυτα ιαματικά Λείψανά του προσεκυνούντο από τον λαό, αλλά και από ευσεβείς αυτοκράτορες, όπως ο Βασίλειος Β’. Το μαρτύριο του Αγίου Ευγενίου έγραψε τον ΙΑ’ αιώνα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο Ξιφιλίνος μαζί με το μαρτύριο των Αγίων Κανιδίου, Ουαλεριανού και Ακύλα, οι οποίοι αποκεφαλίσθηκαν την ίδια ημέρα με τον Ευγένιο.
Κάθε Μάρτιο μέσα σε τέσσερις ημέρες τιμούμε τη μνήμη πολλών Μικρασιατών μαρτύρων. Στις 9 Μαρτίου τιμούμε τους 40 μάρτυρες της Σεβαστείας, που θανατώθηκαν μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης επί αυτοκράτορος Λικινίου. Όμως στις 6 Μαρτίου τιμούμε τους 42 μάρτυρες τους εν Αμορίω. Θα μείνουμε λίγο περισσότερο στην ιστορία τους, διότι αποτελεί το προοίμιο των νεομαρτύρων της Τουρκοκρατίας. Δεν θανατώθηκαν από Ρωμαίους ειδωλολάτρες, αλλά από Άραβες Μουσουλμάνους το 845 μ.Χ. Ήσαν αξιωματικοί του Βυζαντινού στρατού στην πόλη Αμόριο, η οποία υπήρξε και γενέτειρα Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το 838 οι Σαρακηνοί Άραβες κατέλαβαν την πόλη κι έσφαξαν 4.000 Χριστιανούς. Οι 42 αξιωματικοί κρατήθηκαν επί 7 χρόνια στη φυλακή και επιέζοντο συνεχώς να αλλαξοπιστήσουν. Όπως μας διηγείται το κείμενο του μοναχου Ευωδίου οι 42 φυλακισμένοι έψαλλαν συνεχώς τον Ψαλμό του Δαυίδ «ου μη αποστώμεν από σου, αλλ’ ένεκέν σου θανατούμεθα όλην την ημέραν». Οι φύλακες τους εχλεύαζαν λέγοντας ότι την εποχή εκείνη μία γυναίκα κυβερνουσε το Βυζάντιο: «Γυνή γάρ της Ρωμανίας σήμερον βασιλεύει». Παρά τις πιέσεις οι στρατιωτικοί αυτοί έμειναν πιστοί και στην Πίστη και στην Πατρίδα και τελικώς θανατώθηκαν από τους αλλόθρησκους κατακτητές της πόλεως. Ο προαναφερθείς Ευώδιος τους ονομάζει «τρισαριστείς», δηλαδή αριστεύσαντες τρεις φορές. Πρώτον διότι δεν προσεχώρησαν στην εικονομαχία, δεύτερον διότι έμειναν πιστοί στον Χριστό και τρίτον διότι δεν πρόδωσαν την Πατρίδα τους. Βλέπουμε ήδη την εποχή εκείνη να διαμορφώνεται η σταθερή ελληνορθόδοξη αντίληψη οτι όποιος εγκαταλείπει την Ορθοδοξία εκουσίως ή διά της βίας— χάνεται και για τον Ελληνισμό. Μία αντίληψη, που έγινε πλέον βίωμα και συνείδηση στους Ρωμηούς επί Τουρκοκρατίας σε ολα τα υπόδουλα ελληνικά εδάφη και περισσότερο στην Μικρά Ασία.
Κεντρική θέση, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην Μικρασιατική γεωγραφία και ιστορία κατέχει η Καππαδοκία. Εκεί γεννήθηκαν ή έδρασαν σπουδαίες μορφές της Εκκλησίας του Χριστού, όπως η Αγία Νίνα, που εκχριστιάνισε την Γεωργία του Καυκάσου, ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, ο οποίος γεννήθηκε στην Καππαδοκία και μαρτύρησε στα τέλη του 3ου αιώνος μ.Χ. στην Παλαιστίνη, η Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, ο Άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου, ο Άγιος Βλάσιος, ο Άγιος Ζήνων και πολλοί άλλοι. Από τον 7ο αιώνα μ.Χ. η Καππαδοκία καθίσταται μεγάλο κέντρο μοναχισμού και ασκήσεως. Στην κοιλάδα των Κοράμων —σημερινό Γκιόρεμε— βλέπει ο σύγχρονος επισκέπτης τις τρύπες και τις σπηλιές, που προσέφερε η ιδιόμορφη γεωλογική διαμόρφωση για την ασφαλή εγκαταβίωση των Ορθοδόξων ασκητών. Γιά το ελληνορθόδοξο Βυζαντινό Κράτος, την Ρωμανία, οπως το αναφέρουν τα κείμενα της εποχής, η Καππαδοκία ήταν ακριτική, μεθοριακή, περιοχή και επί αιώνες δεχόταν τα πρώτα κύματα των Αραβικών επιθέσεων. Εκεί γεννήθηκε ο θρύλος του Διγενή Ακρίτα και ο κύκλος της ακριτικής επικής ποιήσεως.
Η κορυφαία πάντως στιγμή της Καππαδοκίας ήταν ο Δ’ αίώνας, όταν γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν εκεί τρεις διακεκριμένοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο Μέγας Βασίλειος, Επίσκοπος Καισαρείας, ο αδελφός του Γρηγόριος, Επίσκοπος Νύσσης, και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος από την Ναζιανζό, που ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Σήμερα οι μελετητές του συγγραφικού έργου τους τους θεωρούν, μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που γεννήθηκε στην Αντιόχεια της τότε ελληνιστικής Συρίας, ως τους Χριστιανούς Πατέρες, οι οποίοι τόνισαν την αξία της ελληνικής παιδείας και βοήθησαν στην δημιουργική συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του Βασιλείου στους νέους να μελετούν τα αρχαία κείμενα, όπως αναλύεται στην επιστολή του «Προς τους νέους, οπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Επίσης έχει μείνει κλασσική η ακόλουθη φράση του Γρηγορίου του Θεολόγου από τον Επιτάφιό του προς τον Μέγα Βασίλειο, όπου τονίζει την αξία της μορφώσεως όχι μόνο με τα Χριστιανικά κείμενα αλλά και με τα «έξωθεν», δηλαδή τα αρχαιοελληνικά. «Οίμαι πάσιν ανωμολογήσθαι των νουν εχόντων, παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθών είναι το πρώτον• ου ταύτην μόνην την ευγενεστέραν και ημετέραν… αλλά και την έξωθεν»!
Αυτή την παράδοση της Ελληνορθόδοξης παιδείας διετήρησε η Μικρά Ασία και μέχρι την καταστροφή του 1922. Είναι χαρακτηριστική η σύσταση του τότε Μητροπολίτου Σμύρνης και μετέπειτα Αγίου και Εθνομάρτυρος Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε’, ο οποίος έγραφε το 1819 προς τα σχολεία της Σμύρνης: «Οι διδάσκαλοι να αναδεικνύωσιν τους μαθητιώντας Χριστιανούς ελληνίζοντας τας φράσεις και Έλληνας χριστιανίζοντας τα δόγματα, τα ήθη και τους τρόπους». Με αυτό το εκπαιδευτικό ιδεώδες, Ελληνική γλώσσα και γραμματεία, Χριστιανική Πίστη και ηθική, επιβιώσαμε επί αιώνες κάτω από ποικίλες δουλείες. Μήπως σήμερα που είμαστε εθνικώς ελεύθεροι κινδυνεύουμε να χάσουμε την ταυτότητά μας απεμπολώντας την Ελληνορθόδοξη παράδοση στο όνομα αμφιβόλων και ξενόφερτων δήθεν «προοδευτισμών»;
Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός διετήρησε την ταυτότητά του μέσω της Εκκλησίας του. Στην Καππαδοκία επί Τουρκοκρατίας 18 ελληνικά χωριά γύρω από τα Φάρασα αναγκάσθηκαν να τουρκοφωνήσουν, αλλά αποφάσισαν να κρατήσουν την Ορθόδοξη Πίστη. Μιλούσαν τουρκικά, ξέχασαν τα ελληνικά, και η μόνη τους επαφή με την γλώσσα των πατέρων τους ήταν επί αιώνες η Θεία Λειτουργία, η οποία ετελείτο στα ελληνικά. Οι Ορθόδοξοι τουρκόφωνοι Καππαδόκες, γνωστοί και ως καραμανλήδες, διέσωσαν την εθνική τους συνείδηση χάρις στην Ορθοδοξία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Άγιος Αρσένιος εκ Φαράσων, ο Χατζηεφέντης όπως τον έλεγαν, ο οποίος εκοιμήθη το 1924 σαράντα ημέρες μετά την αναγκαστική άφιξή του στην Ελλάδα.
Την χορεία των Αγίων της Μικράς Ασίας συμπληρώνουν οι Εθνοϊερομάρτυρες Επίσκοποι, που μαρτύρησαν το 1922 αρνούμενοι να εγκαταλείψουν το ποίμνιό τους. Δηλαδή ο Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Κυδωνιών Γρηγόριος, ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος, ο Ικονίου Προκόπιος και ο Ζήλων Ευθύμιος, ο ήρωας του Ποντιακού αγώνος. Από τουρκόφωνους Έλληνες Μικρασιάτες του Ικονίου γεννήθηκε ο Επίσκοπος Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίδης, ο οποίος φονεύθηκε το 1911 έξω από τα Γρεβενά στο πλαίσιο του Μακεδονικού Αγώνος. Δεν αναγνωρίσθηκε ως Άγιος, αλλά ο τίτλος του Εθνομάρτυρος του ανήκει επαξίως.
Εμείς σήμερα πρέπει με κάθε ευκαιρία να τιμούμε τους Αγίους και την Ελληνορθόδοξη παράδοση της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Δηλώνουμε δε προς κάθε κατεύθυνση ότι επιθυμούμε την ειρήνη με τους γείτονες, όχι όμως εις βάρος της ιστορικής αληθείας. Ζητούμε την πλήρη αναγνώριση της Μικρασιατικής και Ποντιακής γενοκτονίας και τραγουδούμε τον ποντιακό θρήνο της Αλώσεως, που μας διδάσκει ότι: «Η Ρωμανία κι αν πέρασε, ανθεί και φέρει κι άλλο». Γένοιτο!
Πηγή: Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», Εβδομαδιαία Έκδοσις της Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως (Π.Ο.Ε.), αριθμός φύλλου: 1943, Έτος νβ΄, Αθήναι, 28 Σεπτεμβρίου 2012.