(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του, άκουσε μία φωνή που του έλεγε:
– Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην Αλεξάνδρεια.
Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το ραβδί του και πήγε να τον βρει. Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του.
Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε.
Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:
– Μίλησέ μου για τις πράξεις σου.
Ο τσαγκάρης είπε:
– Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί
να καθίσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο
μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις
ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις
αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πριν κοιμηθώ.
Τ’ άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε:
– Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά
κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον περνώ
στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα.
Απόσπασμα από το «Μέγα Γεροντικό», τόμος δ’, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου, «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης.