Ο Θεοφάνης ανέβηκε σ’ ένα σημείο, ψηλότερα απ’ την καλύβα, και, παρατηρώντας προς την περιοχή του κυρ-Ησαΐου, διέκρινε τον άγιο τέσσερα χιλιόμετρα μακριά, στη γούρνα του Αγελαρίου. Το διάστημα που τους χώριζε ήταν ένας τόπος δύσβατος και βραχώδης. Δεν υπήρχε ομαλό μονοπάτι. Αλλού τα κλαδιά των δέντρων και των θάμνων εμπόδιζαν τη διέλευση, αλλού τα γυμνά βράχια την έκλειναν.
Τότε έγινε κάτι πρωτοφανές και εξαίσιο! Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Θεοφάνη, ο όσιος υψώθηκε από τη γη στον αέρα και σαν αετός πέταξε πάνω από τα δάση, μέχρι που προσγειώθηκε ομαλά μπροστά στον επισκέπτη! Εκείνος, έντρομος, φώναξε, “Μέγας ει Κύριε!», κι έπεσε στη γη. Προσκύνησε με δέος τον όσιο, ο οποίος, αγνοώντας αν είδε κανείς την εναέρια πτήση, ρώτησε επανειλημμένα το Θεοφάνη πόση ώρα τον περίμενε.
Έπειτα τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην καλύβα του. Τον συμβούλεψε, και μετά του έδωσε εντολή:
Όσο βρίσκομαι στην παρούσα ζωή, να μη φανερώσεις σε κανέναν αυτό που είδες.
Τέλος του προφήτεψε: Γνώριζε ότι θα γίνεις ηγούμενος και αργότερα μητροπολίτης. Πρόκειται να πάθεις πολλά στη ζωή σου, αλλά υπόμεινε. Να μιμείσαι τον Κύριο, που υπέμεινε για τη σωτηρία μας σταυρικό θάνατο. Αυτός θα σου γίνει βοηθός στους πειρασμούς και στους μαρτυρικούς αγώνες σου.
Όλες αυτές οι προφητείες επαληθεύτηκαν ακριβώς.
Από το βιβλίο “Ο Όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης” των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλήτου.
πηγή