(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Επήγε λοιπόν [ο Μοναχός γερό-Παχώμιος Διονυσιάτης] με το καΐκι εις την νήσο Θάσον, στα δύο μετόχιά μας [της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους], και εφόρτωσεν ελιές και λάδι.
Ερχόμενος προς Άγιον Όρος, στη μέση του πελάγους, εχάλασεν ο καιρός· βροχή, τρικυμία, βρονταί, αστραπαί, σκοτάδι πίσσα, χαλασμός κόσμου!
Αν και ήταν γενναίος και μεγαλόψυχος, ευρεθείς όμως σε μία τέτοια θεομηνία και καταιγίδα ο μακαρίτης, απελπίσθηκε για την σωτηρία του και άφησε τελείως το τιμόνι και το πλοίο στην διάθεσι της αφριζούσης θαλάσσης.
Επήρε μόνο το κομποσκοίνι εις τας χείρας του και παρακαλούσε τον Τίμιον Πρόδρομον να σώση αυτόν και το πλοίον, όπως εκείνος εγνώριζε καλλίτερα. Είχε μεγάλην ευλάβειαν και πίστιν εις τον Τίμιον Πρόδρομον και, κατά την πίστιν του, ηκολούθησε και η έκβασις.
Το πλοίον κλυδωνιζόμενον υπό των αγρίων κυμάτων, τη κυβερνήσει βεβαίως του Τιμίου Προδρόμου, προσήραξεν εις την αγιορειτικήν ακτήν, επιλεγομένην Μορφονού, και η πλώρη εχώθηκε μέσα στην άμμον, χωρίς να πάθη καμμίαν ζημίαν, ούτε το καΐκι, ούτε το φορτίον με το λάδι όπου είχεν.
Έτσι ο γέρο-Παχώμιος εγλύτωσε με την κυβέρνησιν του Τιμίου Προδρόμου από προφανή και αναπότρεπτον κίνδυνον.
Από το βιβλίο του Μοναχού Λάζαρου Διονυσιάτη, “Διονυσιάτικαι διηγήσεις”, Άγιον Όρος.