Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Ο σταυρός είναι ο πιστότερος σύντροφος των Χριστιανών από τη γέννησή τους μέχρι το θάνατό τους. Σταυροειδώς αγιάζεται το νερό της κολυμβήθρας κατά το βάπτισμά μας, το σημείο του Σταυρού είναι από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε να κάνουμε σαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, τον Εσταυρωμένο Ιησού δεχόμαστε κατά τη Θεία Κοινωνία, όπου γινόμαστε σταυροφόροι και ο τάφος μας ευλογείται με το σημείο του Σταυρού.
Γράφει το Γεροντικό ότι, ο ασκητής Ιωάννης, που είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και είχε εξουσία κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ρώτησε κάποτε τα δαιμόνια: Ποια πράγματα φοβάστε από τους Χριστιανούς; Και εκείνα του απάντησαν: Τρία πράγματα μας καίνε. Εκείνο που φοράτε στο λαιμό σας, εκείνο που λούζεσθε στην Εκκλησία και εκείνο που τρώτε κατά τη Θεία Λειτουργία. Δηλαδή τους καίει το Σταυρουδάκι που φοράμε, το αγιασμένο με το σταυρό νερό του βαπτίσματός μας και το Σώμα και το Αίμα του Εσταυρωμένου Ιησού, του Εσφαγμένου Αρνίου.
Τρέμει ο διάβολος το σημείο του Σταυρού, αφού κατά το γνωστό τροπάριο «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης», ο Σταυρός είναι «Αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα». Να θυμηθούμε ακόμη ότι στο Μέγα Αγγελικό Σχήμα που λαμβάνουν οι Μοναχοί γύρω από το σημείο του Σταυρού υπάρχουν τα αρχικά των λέξεων: «Τούτο το Ξύλον δαίμονες φρίττουσι». Και φρίττουν οι δαίμονες στη θέα του σημείου του Σταυρού, αφού αυτός είναι το όργανο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Επάνω σε αυτόν ο Θεάνθρωπος Ιησούς προσέφερε τον εαυτό του θυσία για όλο το κόσμο. Όλη η πτωχεία του πλούσιου σε ελέη και οικτιρμούς Κυρίου, η κένωση της αγάπης του, η εξουθένωση, η ταλαιπωρία, η οδύνη και ο επώδυνος θάνατος της ανθρωπίνης του φύσεως, εφ’ όσον η Θεότης απαθής διέμεινε, κορυφώνονται στο Σταυρό. Σ’ αυτόν ο Χριστός μας έγινε «υπέρ ημών κατάρα» (Γαλάτ. γ΄ 13), για να μας ελευθερώσει από την κατάρα της αμαρτίας. Χωρίς Σταυρό δεν θα υπήρχε σωτηρία, όπως χωρίς το πάθος του Εσταυρωμένου δεν θα υπήρχε η χαρά της Αναστάσεως. Όλο το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους εδράζεται στο Σταυρό, γι’ αυτό, όταν ο Πέτρος συμβούλευσε το Χριστό να τον αποφύγει, με δριμύτατη φωνή Εκείνος του είπε: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Ματθ. ιστ΄ 23).
Τι σημαίνει, όμως, ότι ζούμε σταυρικά; Σημαίνει ότι σταυρώνουμε το παλαιό εαυτό μας, «συν τοις παθήμασι και ταίς επιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24). Σημαίνει ότι απαρνούμαστε τον παλαιό άνθρωπο και αγωνιζόμαστε να ξεριζώσουμε από μέσα μας τα εγωιστικά πάθη, τον εγωκεντρισμό που μας οδηγεί στην αυτονόμηση και την απαξία της χριστοκεντρικής ζωής και της Θείας συνέργειας στα βιοτικά μας κατορθώματα καθώς και της φιλαυτίας, που αυξάνει την έπαρσή μας έναντι των συνανθρώπων μας, τους οποίους βλέπουμε ως υποδεέστερα όντα, αντί να θεωρούμε τον εαυτό μας υποδεέστερο και σκύβαλο της γης, ως άνθρωπο που δεν ήλθε «διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. κ΄ 28). Οι φίλαυτοι, δηλαδή αυτοί που πάνω από όλα αγαπούν τη σάρκα τους, έχουν διώξει από κοντά τους τον Εσταυρωμένο Ιησού, απιστούν και αδιαφορούν για τα λόγια Του: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε΄ 5). Εγωιστές και αυτονομημένοι είμαστε, δυστυχώς, όλοι εμείς, οι άνθρωποι του σήμερα, οι άνθρωποι των εσχάτων ημερών, τους οποίους ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει στην Επιστολή του προς τον Τιμόθεο, «φίλαυτους, φιλάργυρους, αλαζόνες, υπερήφανους, αχάριστους, απειθείς προς τους γονείς, ανόσιους, άστοργους, άσπονδους, διαβόλους, ακρατείς, ανήμερους, αφιλάγαθους, προδότες, προπετείς, φιλήδονους μάλλον παρά φιλόθεους και το κυριώτερο, έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, της οποίας όμως αρνούνται τη δύναμη» ( Β’ Τιμόθ. γ΄ 2-5). Αν κοιτάξουμε στον καθρέπτη τον εαυτό μας θα διαπιστώσουμε ότι όλοι οι ανωτέρω χαρακτηρισμοί του Αποστόλου Παύλου ταιριάζουν απόλυτα με τα είδωλά μας, προβάλλονται ακριβώς στους εαυτούς μας, αφού έχουμε εγκαταλείψει την εσταυρωμένη ζωή και έχουμε αρνηθεί τον Εσταυρωμένο Ιησού. Η τελευταία επισήμανση του Παύλου ως προς τη μόρφωση της ευσεβείας μας κατατάσσει στους ευσεβιστές, στους Φαρισαίους, σε αυτούς που τους ενδιαφέρει μόνο το «φαίνεσθαι» και η καρδιά τους δεν πάλλεται στους κτύπους του Εσταυρωμένου Ιησού, Αυτού που γνωρίζει τα μύχια των καρδιών μας, αφού «ετάζει καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 9) και αποστρέφεται τους πονηρούς, τους καιροσκόπους, αυτούς που δείχνουν ευσέβεια, αλλά πολύ μακριά είναι νυχτωμένοι από αυτήν.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ότι ζούμε σταυρικά, η μάλλον ποια τα χαρακτηριστικά του ασταύρωτου ανθρώπου; Ζω σταυρικά σημαίνει ότι αφήνω τον εαυτό μου στο Θεό και προσπαθώ να τηρώ τα αντάλματά Του γνωρίζοντας ότι εάν σε κάποιο φταίξω θα είμαι « πάντων ένοχος» (Ιάκ. β΄ 10). Δεν μνησικακώ, δεν συκοφαντώ, δεν πληγώνω τους συνανθρώπους μου με λόγια η έργα, δεν είμαι ματαιόδοξος, σέβομαι τον εαυτό μου, που είναι «ο ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορινθ. στ΄ 19) και σεβόμενος απόλυτα το Θεό μου αφήνω τα προβλήματά μου σε Εκείνον, όπως μας παροτρύνει να πράξουμε και ο Προφητάναξ Δαβίδ λέγοντας:«Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 22).
Σταυρικά ζω σημαίνει επίσης ότι υπομένω τις ακούσιες δοκιμασίες της ζωής καρτερικά και ευχαριστιακά επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ιώβ «Ως τω Κυρίω έδοξεν ούτω και εγένετο» (Ιώβ 1, 21). Οι οδυνηρές και ανίατες ασθένειες, ο θάνατος προσφιλών μας προσώπων, η αδικία, η πτωχεία και πολλές άλλες δοκιμασίες μας σταυρώνουν και μάλιστα μας συσταυρώνουν με το Χριστό, για να μας συνεγείρουν αργότερα μαζί Του. Καρτερία στην άρση του σταυρού μας νοείται το αγόγγυστο σήκωμά του στις πλάτες μας σε όλη την πρόσκαιρη ζωή μας, στη χριστιανική ζωή μας, αυτή την οποία μόνοι μας επιλέγουμε να ακολουθήσουμε χωρίς να μας την επιβάλλει κανείς, κατά τα λόγια του Κυρίου μας: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. η΄ 34). Εάν γογγύζουμε και αγανακτούμε στην άρση του σταυρού μας τότε χάνουμε το μισθό μας και πνευματικά ζημιωνόμαστε. Εάν όμως δεχθούμε την άρση του σταυρού μας ως δώρο Θεού, και άσχημο δώρο Θεού δεν υπάρχει, τότε ο Θεός μας βραβεύει με υπομονή, μας στέλνει χαρά ανείπωτη και περιμένει να μας δώσει και το «βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14), το βραβείο της Βασιλείας των Ουρανών».Ο,τι δίνει ο καλός ο Θεός είναι δώρο ουράνιο. Ποιος πατέρας θα κάνει κακό δώρο στο παιδί του; Πιστεύω κανείς. Και αφού κανείς πατέρας δεν κάνει άσχημα δώρα στα παιδιά του πως μπορεί ο εύσπλαγχνος και φιλάνθρωπος ουράνιος Πατέρας μας να δώσει άσχημα δώρα σε εμάς τα παιδιά Του, για τα οποία ταπείνωσε τον εαυτό μου «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β΄ 8); Αυτό μας το βεβαιώνει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, τονίζοντάς μας ότι κάθε τι αγαθό και κάθε δώρο που δίδεται στους ανθρώπους από το Φωτοδότη Κύριό μας είναι τέλειο, αφού «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του Πατρός των φώτων» (Ιακ. α΄ 17).
Όταν πηγαίνουμε να αγοράσουμε ένα δώρο σκεφτόμαστε τον αποδέκτη του και μάλιστα προβληματιζόμαστε για το που αυτό μπορεί να του χρησιμεύσει και ποιες ανάγκες του μπορεί αυτό να καλύψει; Εάν εμείς σκεπτόμαστε το δώρο που κάνουμε να είναι χρήσιμο στους άλλους, ο Θεός μας, ο οποίος γνωρίζει όλες τις ανάγκες μας, δεν θα μας στέλνει δώρα απολύτως χρήσιμα; Μη αμφιβάλλουμε γι’ αυτό και να είμαστε βέβαιοι ότι τα ουράνια δώρα του Θεού είναι μακροχρόνια, είναι τα πιο χρήσιμα και μάλιστα είναι «τα καλά και συμφέροντα ταίς ψυχαίς ημών», όπως εκφωνεί ο Ιερέας στην Θεία Λειτουργία. Δυστυχώς πολλές φορές εμείς δεν κατανοούμε τη χρησιμότητα των δώρων του Θεού, τουλάχιστον άμεσα και ένα μεγάλο ερωτηματικό «γιατί» βγαίνει από τα χείλη μας. Δεν έχουμε ταπεινό φρόνημα να φωνάξουμε μαζί με τον εξόριστο Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο λίγο πριν το τέλος του: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Τις ασθένειες και τις θλίψεις δεν τις θεωρούμε ευεργεσίες και δώρα του Θεού, αλλά τιμωρητικές καταστάσεις. Σφάλλουμε, γιατί ο Θεός μας είναι βέβαιο ότι μας αγαπά και δεν θα μας έδινε κάτι για να μας τιμωρήσει. Πίσω από κάθε ασθένεια, πίσω από κάθε περιπέτεια, πίσω από κάθε θλίψη, κρύπτεται και μια θεική ευεργεσία. Ας παραδειγματισθούμε με τα φάρμακα, τα οποία αποφεύγουμε και απεχθανόμαστε επειδή είναι πικρά. Αν όμως δεν πάρουμε τα πικρά φάρμακα δεν θεραπεύουμε την τραυματισμένη μας υγεία. Τα φάρμακα μπορεί να είναι πικρά είναι όμως και ευεργετικά. Είναι και αυτά δώρα του Θεού προς τα πλάσματά Του. Ως φάρμακα θα πρέπει να βλέπουμε και κάθε μας θλίψη και ανέχεια και όλα τα προβλήματα της ζωής, αφού είναι καμπανάκια ουράνια που μας ξυπνούν από το λήθαργο της ραστώνης και της ακηδίας, αυτής που οδηγεί στο θανατηφόρο ύπνο. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις τη ζωήν» (Ματθ. ζ΄ 14).
Τρέμει ο διάβολος το σημείο του Σταυρού, αφού κατά το γνωστό τροπάριο «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης», ο Σταυρός είναι «Αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα». Να θυμηθούμε ακόμη ότι στο Μέγα Αγγελικό Σχήμα που λαμβάνουν οι Μοναχοί γύρω από το σημείο του Σταυρού υπάρχουν τα αρχικά των λέξεων: «Τούτο το Ξύλον δαίμονες φρίττουσι». Και φρίττουν οι δαίμονες στη θέα του σημείου του Σταυρού, αφού αυτός είναι το όργανο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Επάνω σε αυτόν ο Θεάνθρωπος Ιησούς προσέφερε τον εαυτό του θυσία για όλο το κόσμο. Όλη η πτωχεία του πλούσιου σε ελέη και οικτιρμούς Κυρίου, η κένωση της αγάπης του, η εξουθένωση, η ταλαιπωρία, η οδύνη και ο επώδυνος θάνατος της ανθρωπίνης του φύσεως, εφ’ όσον η Θεότης απαθής διέμεινε, κορυφώνονται στο Σταυρό. Σ’ αυτόν ο Χριστός μας έγινε «υπέρ ημών κατάρα» (Γαλάτ. γ΄ 13), για να μας ελευθερώσει από την κατάρα της αμαρτίας. Χωρίς Σταυρό δεν θα υπήρχε σωτηρία, όπως χωρίς το πάθος του Εσταυρωμένου δεν θα υπήρχε η χαρά της Αναστάσεως. Όλο το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους εδράζεται στο Σταυρό, γι’ αυτό, όταν ο Πέτρος συμβούλευσε το Χριστό να τον αποφύγει, με δριμύτατη φωνή Εκείνος του είπε: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Ματθ. ιστ΄ 23).
Τι σημαίνει, όμως, ότι ζούμε σταυρικά; Σημαίνει ότι σταυρώνουμε το παλαιό εαυτό μας, «συν τοις παθήμασι και ταίς επιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24). Σημαίνει ότι απαρνούμαστε τον παλαιό άνθρωπο και αγωνιζόμαστε να ξεριζώσουμε από μέσα μας τα εγωιστικά πάθη, τον εγωκεντρισμό που μας οδηγεί στην αυτονόμηση και την απαξία της χριστοκεντρικής ζωής και της Θείας συνέργειας στα βιοτικά μας κατορθώματα καθώς και της φιλαυτίας, που αυξάνει την έπαρσή μας έναντι των συνανθρώπων μας, τους οποίους βλέπουμε ως υποδεέστερα όντα, αντί να θεωρούμε τον εαυτό μας υποδεέστερο και σκύβαλο της γης, ως άνθρωπο που δεν ήλθε «διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. κ΄ 28). Οι φίλαυτοι, δηλαδή αυτοί που πάνω από όλα αγαπούν τη σάρκα τους, έχουν διώξει από κοντά τους τον Εσταυρωμένο Ιησού, απιστούν και αδιαφορούν για τα λόγια Του: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε΄ 5). Εγωιστές και αυτονομημένοι είμαστε, δυστυχώς, όλοι εμείς, οι άνθρωποι του σήμερα, οι άνθρωποι των εσχάτων ημερών, τους οποίους ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει στην Επιστολή του προς τον Τιμόθεο, «φίλαυτους, φιλάργυρους, αλαζόνες, υπερήφανους, αχάριστους, απειθείς προς τους γονείς, ανόσιους, άστοργους, άσπονδους, διαβόλους, ακρατείς, ανήμερους, αφιλάγαθους, προδότες, προπετείς, φιλήδονους μάλλον παρά φιλόθεους και το κυριώτερο, έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, της οποίας όμως αρνούνται τη δύναμη» ( Β’ Τιμόθ. γ΄ 2-5). Αν κοιτάξουμε στον καθρέπτη τον εαυτό μας θα διαπιστώσουμε ότι όλοι οι ανωτέρω χαρακτηρισμοί του Αποστόλου Παύλου ταιριάζουν απόλυτα με τα είδωλά μας, προβάλλονται ακριβώς στους εαυτούς μας, αφού έχουμε εγκαταλείψει την εσταυρωμένη ζωή και έχουμε αρνηθεί τον Εσταυρωμένο Ιησού. Η τελευταία επισήμανση του Παύλου ως προς τη μόρφωση της ευσεβείας μας κατατάσσει στους ευσεβιστές, στους Φαρισαίους, σε αυτούς που τους ενδιαφέρει μόνο το «φαίνεσθαι» και η καρδιά τους δεν πάλλεται στους κτύπους του Εσταυρωμένου Ιησού, Αυτού που γνωρίζει τα μύχια των καρδιών μας, αφού «ετάζει καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 9) και αποστρέφεται τους πονηρούς, τους καιροσκόπους, αυτούς που δείχνουν ευσέβεια, αλλά πολύ μακριά είναι νυχτωμένοι από αυτήν.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ότι ζούμε σταυρικά, η μάλλον ποια τα χαρακτηριστικά του ασταύρωτου ανθρώπου; Ζω σταυρικά σημαίνει ότι αφήνω τον εαυτό μου στο Θεό και προσπαθώ να τηρώ τα αντάλματά Του γνωρίζοντας ότι εάν σε κάποιο φταίξω θα είμαι « πάντων ένοχος» (Ιάκ. β΄ 10). Δεν μνησικακώ, δεν συκοφαντώ, δεν πληγώνω τους συνανθρώπους μου με λόγια η έργα, δεν είμαι ματαιόδοξος, σέβομαι τον εαυτό μου, που είναι «ο ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορινθ. στ΄ 19) και σεβόμενος απόλυτα το Θεό μου αφήνω τα προβλήματά μου σε Εκείνον, όπως μας παροτρύνει να πράξουμε και ο Προφητάναξ Δαβίδ λέγοντας:«Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 22).
Σταυρικά ζω σημαίνει επίσης ότι υπομένω τις ακούσιες δοκιμασίες της ζωής καρτερικά και ευχαριστιακά επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ιώβ «Ως τω Κυρίω έδοξεν ούτω και εγένετο» (Ιώβ 1, 21). Οι οδυνηρές και ανίατες ασθένειες, ο θάνατος προσφιλών μας προσώπων, η αδικία, η πτωχεία και πολλές άλλες δοκιμασίες μας σταυρώνουν και μάλιστα μας συσταυρώνουν με το Χριστό, για να μας συνεγείρουν αργότερα μαζί Του. Καρτερία στην άρση του σταυρού μας νοείται το αγόγγυστο σήκωμά του στις πλάτες μας σε όλη την πρόσκαιρη ζωή μας, στη χριστιανική ζωή μας, αυτή την οποία μόνοι μας επιλέγουμε να ακολουθήσουμε χωρίς να μας την επιβάλλει κανείς, κατά τα λόγια του Κυρίου μας: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. η΄ 34). Εάν γογγύζουμε και αγανακτούμε στην άρση του σταυρού μας τότε χάνουμε το μισθό μας και πνευματικά ζημιωνόμαστε. Εάν όμως δεχθούμε την άρση του σταυρού μας ως δώρο Θεού, και άσχημο δώρο Θεού δεν υπάρχει, τότε ο Θεός μας βραβεύει με υπομονή, μας στέλνει χαρά ανείπωτη και περιμένει να μας δώσει και το «βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14), το βραβείο της Βασιλείας των Ουρανών».Ο,τι δίνει ο καλός ο Θεός είναι δώρο ουράνιο. Ποιος πατέρας θα κάνει κακό δώρο στο παιδί του; Πιστεύω κανείς. Και αφού κανείς πατέρας δεν κάνει άσχημα δώρα στα παιδιά του πως μπορεί ο εύσπλαγχνος και φιλάνθρωπος ουράνιος Πατέρας μας να δώσει άσχημα δώρα σε εμάς τα παιδιά Του, για τα οποία ταπείνωσε τον εαυτό μου «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β΄ 8); Αυτό μας το βεβαιώνει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, τονίζοντάς μας ότι κάθε τι αγαθό και κάθε δώρο που δίδεται στους ανθρώπους από το Φωτοδότη Κύριό μας είναι τέλειο, αφού «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του Πατρός των φώτων» (Ιακ. α΄ 17).
Όταν πηγαίνουμε να αγοράσουμε ένα δώρο σκεφτόμαστε τον αποδέκτη του και μάλιστα προβληματιζόμαστε για το που αυτό μπορεί να του χρησιμεύσει και ποιες ανάγκες του μπορεί αυτό να καλύψει; Εάν εμείς σκεπτόμαστε το δώρο που κάνουμε να είναι χρήσιμο στους άλλους, ο Θεός μας, ο οποίος γνωρίζει όλες τις ανάγκες μας, δεν θα μας στέλνει δώρα απολύτως χρήσιμα; Μη αμφιβάλλουμε γι’ αυτό και να είμαστε βέβαιοι ότι τα ουράνια δώρα του Θεού είναι μακροχρόνια, είναι τα πιο χρήσιμα και μάλιστα είναι «τα καλά και συμφέροντα ταίς ψυχαίς ημών», όπως εκφωνεί ο Ιερέας στην Θεία Λειτουργία. Δυστυχώς πολλές φορές εμείς δεν κατανοούμε τη χρησιμότητα των δώρων του Θεού, τουλάχιστον άμεσα και ένα μεγάλο ερωτηματικό «γιατί» βγαίνει από τα χείλη μας. Δεν έχουμε ταπεινό φρόνημα να φωνάξουμε μαζί με τον εξόριστο Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο λίγο πριν το τέλος του: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Τις ασθένειες και τις θλίψεις δεν τις θεωρούμε ευεργεσίες και δώρα του Θεού, αλλά τιμωρητικές καταστάσεις. Σφάλλουμε, γιατί ο Θεός μας είναι βέβαιο ότι μας αγαπά και δεν θα μας έδινε κάτι για να μας τιμωρήσει. Πίσω από κάθε ασθένεια, πίσω από κάθε περιπέτεια, πίσω από κάθε θλίψη, κρύπτεται και μια θεική ευεργεσία. Ας παραδειγματισθούμε με τα φάρμακα, τα οποία αποφεύγουμε και απεχθανόμαστε επειδή είναι πικρά. Αν όμως δεν πάρουμε τα πικρά φάρμακα δεν θεραπεύουμε την τραυματισμένη μας υγεία. Τα φάρμακα μπορεί να είναι πικρά είναι όμως και ευεργετικά. Είναι και αυτά δώρα του Θεού προς τα πλάσματά Του. Ως φάρμακα θα πρέπει να βλέπουμε και κάθε μας θλίψη και ανέχεια και όλα τα προβλήματα της ζωής, αφού είναι καμπανάκια ουράνια που μας ξυπνούν από το λήθαργο της ραστώνης και της ακηδίας, αυτής που οδηγεί στο θανατηφόρο ύπνο. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις τη ζωήν» (Ματθ. ζ΄ 14).