Καθηγητής Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Ο χειμώνας τη χρονιά εκείνη ήταν βαρύτατος στα ορεινά υψώματα των Ζαγοροχωρίων. Βίτσα και Μονοδένδρι είχαν θαφτεί στο χιόνι από τα μέσα Δεκεμβρίου και ο ξηρός βοριάς που φυσούσε το έσφιγγε και το έκανε γυαλί, επικίνδυνο για κάθε ένα που ήταν υποχρεωμένος να περπατήσει, είτε για να επισκεφθεί τα ζωντανά του, είτε να οικονομήσει κάτι για τις οικογενειακές του ανάγκες. Σπάνια να εύρισκες κάποιον πεζοπόρο-ορειβάτη, που ήθελε να απολαύσει το χειμωνιάτικο τοπίο με την ομορφιά των στολισμένων δένδρων από τις πανεύμορφες κρυσταλλίζουσες νιφάδες και να βαδίζει τυλιγμένος στο πανωφόρι του με τα αχνίζοντα χνώτα του να θαμπώνουν την όρασή του. Χειμερία νάρκη βασίλευε παντού.
Από τη γιορτή του Αγίου Διονυσίου, στις 17 του Δεκέμβρη, ο Γέροντας Ιάκωβος δεν είχε βγεί από το Μοναστήρι του. Συνήθιζε τότε να σταματάει τις περιοδείες του για κατήχηση του λαού και εξομολόγηση. Αν βέβαια κάποιος είχε ανάγκη, τον εύρισκε στον Προφήτη Ηλία, στο απόμακρο Μοναστηράκι του, εκεί όπου δεν έπαυε να προσεύχεται για όλο τον κόσμο και να λειτουργεί με βοηθό και ψάλτρια τη γερόντισσα, τυφλή αδελφή του. Ο Γέροντας ήταν τόσο φιλακόλουθος, που δεν υπήρχε Άγιος της ημέρας, που να μην τον ψάλει και να μην τον παρακαλέσει για όλους τους ενδεείς, τους αρρώστους, τους εμπερίσταστους, αυτούς που εμμένουν στην αμαρτία, γιατί δεν έχουν γευθεί τη γλυκύτητα της μετάνοιας, της εξομολογήσεως και της θείας κοινωνίας.
Εκείνη την χρονιά και να ήθελε να συνεχίσει την ιεραποστολική του δράση στα δυσπρόσιτα χωριά της Ηπείρου ο Γέροντας Ιάκωβος, εύρισκε εμπόδιο τον καιρό. Οι χιονοπτώσεις και η παγωνιά του απαγόρευαν κάθε μετακίνηση. Έτσι έμενε κλεισμένος μέσα, να ετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή. Οι ετοιμασίες του Γέροντα ήταν πνευματικές. Τίποτα το υλικό δεν τον συγκινούσε. Πλημμύριζε η καρδιά του από την παρουσία του Χριστού μας και ένοιωθε ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Ο ύμνος των Αγίων Αγγέλων το βράδυ της ενανθρωπήσεως του Χριστού μας στο φτωχό σπήλαιο της Βηθλεέμ «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» δονούσε τα σωθικά του και κινούσε τα χείλη του. Και όταν η καρδιά είναι γεμάτη Χριστό, τότε το στομάχι χορταίνει με το παραμικρό, με το βρεγμένο παξιμάδι και το ψημένο στη χόβολη κρεμμύδι, που έχει ανείπωτη γλυκύτητα. Αυτά, άλλωστε, διέθετε και το μικρό Μοναστηράκι του Γέροντα. Στις ιεραποστολικές του επισκέψεις η αδελφή του που πάντοτε τον συνόδευε συγκέντρωνε από την αγάπη των πιστών, ο,τι της έδιναν. Αλεύρι σταρένιο, κριθάρινο η καλαμποκίσιο, καρύδια, μύγδαλα, μέλι, όσπρια, τυριά και άλλα φαγώσιμα, τα οποία κατανάλωνε μαζί με τον Γέροντα αδελφό της και περίσσευαν και για τους προσκυνητές. Βλέπετε, η φιλοξενία ήταν στο αίμα του ταπεινού λευΐτη, του πατρός Ιακώβου, και κανείς δεν έφευγε από το ερημητήριό του, χωρίς να δεχθεί τα δώρα της αγάπης του. Μήπως έχουμε τίποτα δικό μας, όλα τα αγαθά του Θεού είναι, «παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον», έλεγε. Μας τα χαρίζει ο δωρεοδότης Κύριός μας, και επαναλάμβανε τα λόγια του τροπαρίου των Αγίων Αναργύρων: «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε»!
Την παραμονή των Χριστουγέννων τα χιόνια είχαν καλύψει τον αυλόγυρο του Μοναστηριού και χρειάσθηκε με τα ροζιασμένα αλλά αγιασμένα χεράκια του να ανοίγει μόνος του διάδρομο από την πόρτα των κελλιών μέχρι την είσοδο του Ναού. Στο μέσο της αυλής υπήρχε η στεγασμένη δεξαμενή, όπου μάζευε τα όμβρια ύδατα και με αυτά εξυπηρετούσε όλο το χρόνο τας ανάγκες του σε νερό. Αυτή έπρεπε να την παρακάμψει στον αποχιονισμό, αλλά εξ ανάγκης τη γέμιζε με περισσότερο χιόνι, απ’ αυτό που πετούσε με το ολόγιομο φτυάρι του.
Μέσα στον Ναό το κρύο ήταν τσουχτερό. Γέμισε ο Γέροντας την ξυλόσομπα με καυσόξυλα, από αυτά που τους θερινούς μήνες μάζευε από το γειτονικό δάσος και αρκούσαν και για το τζάκι και την εστία του μαγειρείου, το βασίλειο της τυφλής αδελφής του. Αυτή ήταν η μαγείρισσα. Πόσο μια τυφλή μπορούσε να μαγειρέψει καλά και καθαρά; Κι όμως ποτέ ο Γέροντας δεν παραπονέθηκε για το φαγητό της αδελφής του. Το θεωρούσε είδος προς συντήρηση. «Δεν ζούμε, για να τρώμε», έλεγε, «αλλά τρώμε για να ζούμε».
Την ώρα του «ιλαρού φωτός», του Εσπερινού, ο Γέροντας Ιάκωβος άναψε όλα τα καντήλια του τέμπλου και της Αγίας Τραπέζης ψάλλοντας το δοξαστικό των Χριστουγέννων: «Τι Σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ»; Τι να σου προσφέρουμε, Χριστέ μου, αφού «ισαρίθμους τη ψάμμω ωδάς αν προσφέρωμέν Σοι, Βασιλεύ Άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον»; Ευπρέπισε το προσκυνητάρι βάζοντας την εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού μας με μερικά κλαδιά δένδρων, τοποθέτησε το νάμα και το πρόσφορο στην Αγία Πρόθεση και άναψε όλα τα κεριά του πολυελέου. Σήμερα γεννήθηκε ο Χριστός μας, μονολόγησε, πρέπει να τον υποδεχθούμε βάζοντας τα γιορτινά μας. Όλος ο Ναός πρέπει να λάμψει σαν την φάτνη από το αστέρι των Χριστουγέννων. Μόνο βοσκούς δεν έχουμε, είπε, να προσκυνήσουν το νεογέννητο θείο Βρέφος. Όχι ότι τα χωριά μας δεν έχουν βοσκούς, αφού η κτηνοτροφία είναι η βασική πηγή ζωής στην ορεινή περιοχή μας, και κάθε πλαγιά έχει και τη δική της στάνη, αλλά με τέτοιο χιονιά ποιος θα μπορέσει να φύγει από τη στάνη του, για να έλθει στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία του απόμερου Μοναστηριού μας;
Στο αναλόγιο η τυφλή καλόγρια αδελφή του με καθαρή μαντήλα και ράσα ετοιμάσθηκε για την Ακολουθία των Χριστουγέννων. Έψαλλε όσα γνώριζε από στήθους λόγω της πολυχρόνιας εμπειρίας και ψαλμωδίας και απήγγελλε τους Ψαλμούς και τα Αναγνώσματα με περισσή κατάνυξη. Ο Γέροντας ντυμένος με απλά, αλλά πεντακάθαρα άμφια, βοηθούσε ψάλλοντας τα ιδιόμελα της Εορτής με τη μελωδικώτατη φωνή του: «Του Κυρίου Ιησού γεννηθέντος πεφώτισται τα σύμπαντα…».
Όταν έφθασαν στα καθίσματα του όρθρου και άρχισαν να ψάλλουν τα κατανυκτικώτατα «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός…» άκουσαν κτυπήματα στο χερούλι της εξώπορτας του Μοναστηριού. Κοίταξε με απορία ο Γέροντας στο πρόσωπο την αδελφή του, η οποία και αυτή θορυβημένη με μορφασμούς εκδήλωνε την ανησυχία της. Δεν περίμεναν με τέτοιο καιρό κανέναν. Και η νύχτα ήταν ήδη προχωρημένη. Ποιος μπορούσε να πλησιάσει μέσα από το απάτητο χιόνι στο Μοναστήρι;
-Θα είναι εχθρός η φίλος; Ρώτησε η καλόγρια.
-Δεν έχουμε εχθρούς. Όλοι είναι αδέλφια μας και ίσως κάποιος να έχει ανάγκη, απάντησε ο Γέροντας, ο οποίος φόρεσε ένα χοντρό επανωφόρι και βιάστηκε να εξέλθει από το Ναό παίρνοντας μαζί του ένα λυχνοφάναρο, για να του φέγγει το διάδρομο μέχρι την εξώπορτα. Το παγωμένο χιόνι αντιφέγγιζε με το φως του λυχναριού, αλλά εμπόδιζε το περπάτημα. Η ζεστασιά της θείας Γεννήσεως θέρμαινε τόσο τον Γέροντα, που δεν ένοιωθε πόνο από τον παγωμένο βοριά, που του ρίπιζε το σκαμμένο από το χρόνο ασκητικό του πρόσωπο.
-Χριστός ετέχθη, φώναξε! Ποιος είσαι, αδελφέ;
Η φωνή του ξένου ακούσθηκε χαμηλή, ίσα που την ξεχώριζες.
-Χριστιανός είμαι, χάθηκα μέσα στα βουνά και το χιόνι μου δυσκόλεψε τον προσανατολισμό. Άκουσα την καμπάνα και κατάλαβα ότι κάπου κοντά γιορτάζουν τα Χριστούγεννα. Είπα· «Χριστέ μου, βοήθησέ με να γιορτάσω κι εγώ τη γέννησή Σου! Κι’ Εσύ δεν είχες τόπο να γεννηθείς στη χειμωνιάνικη Βηθλεέμ και βρέθηκε το σπήλαιο να Σε δεχθεί. Βρες μου κι εμένα τώρα ένα σπήλαιο. Αν δεν βρω σύντομα μια ζεστή γωνιά, θα πεθάνω από το κρύο. Μην με εγκαταλείπεις, Χριστέ μου, αφού για εμάς έγινες άνθρωπος»!
Ο Γέροντας άνοιξε γρήγορα την πόρτα και την έκλεισε πίσω του. Καλωσόρισε τον παγωμένο οδοιπόρο και πηγαίνοντας μπροστά με το λυχνοφάναρο τον οδήγησε κατ’ ευθείαν στον ζεστό και ολόφωτο Ναό. Του έβαλε μια καρέκλα δίπλα στην ξυλόσομπα και τον προέτρεψε να καθήσει εκεί, για να ζεσταθεί, και ο ίδιος βγάζοντας το πανωφόρι του μπήκε στο Ιερό Βήμα και άρχισε τις Καταβασίες. Δονήθηκε όλος ο Ναός με το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», τον περίφημο Κανόνα του Αγίου Κοσμά του Μελωδού και το «Έσωσε λαόν θαυματουργών Δεσπότης» του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Η τυφλή καλόγρια βαστούσε το ίσο και επαναλάμβανε τις γνωστές σε εκείνην καταβασίες. Ο ξένος ένοιωσε τη θαλπωρή του Ναού και την Ψαλμωδία των δύο αδελφών σαν ουράνιο δώρο. «Ζεί Κύριος» μονολογούσε. «Δεν με άφησε να χαθώ. Έχασα το δρόμο μου μέσα στις δυσκολοπερπάτητες βουνοπλαγιές και μέσα στο βαρύτατο χιονιά, αλλά ο Χριστός γεννήθηκε και για μένα σήμερα».
Πριν τους Αίνους ο Γέροντας πλησίασε τον άγνωστο χριστουγεννιάτικο επισκέπτη του, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης κατανύξεως.
-Πως πας, αδελφέ; Τον ρώτησε. Ζεστάθηκες; Ο Κύριός μας σε αγαπά. Για όλους μας γεννήθηκε σήμερα. Σε έστειλε κοντά μας. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του. Μήπως θέλεις να Τον νοιώσεις πιο βαθιά στην καρδιά σου; Μήπως θέλεις να εξομολογηθείς, αν έχεις κάτι που σε βαραίνει;
Ο ξένος συγκατένευσε και σε λίγο εμπρός στην Ωραία Πύλη και κάτω από τους κινούμενους από τον Γέροντα πολυελέους συντελέσθηκε το μυστήριο. Η εξομολόγηση καθάρισε την καρδιά του οδοιπόρου και την ετοίμασε να ζεσταθεί και αυτή με την παρουσία του νεογέννητου Χριστού.
Στο «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» ο ξένος δέχθηκε τη χάρη του Χριστού μας. Και στην καρδιά του που έγινε φάτνη γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. Ο Γέροντας περίχαρις απευθύνθηκε στην αδελφή του λέγοντας:
-Καλογραία, να που ο Χριστός μας έστειλε και τους βοσκούς να τον προσκυνήσουν! Η καμπάνα μας έγινε ο αστέρας που οδήγησε τον αδελφό κοντά μας. Τον οδήγησε εδώ, ώστε και εκείνος να χαρεί την πνευματική των Χριστουγένων αγαλλίαση, αλλά και εμείς να μην είμαστε μόνοι, χρονιάρα μέρα.
Στο τζάκι δίπλα μετά το «δι’ ευχών» μια ζεστή σούπα ήταν το καλύτερο βάλσαμο για όλους. Και το φτωχικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι του Γέροντα και της αδελφής του ήταν καλύτερο και φαινόταν πλουσιότερο από τα πιο αριστοκρατικά, χριστουγεννιάτικα τραπεζώματα στα μεγάλα αρχοντόσπιτα. «Κανείς δεν χορταίνει με τα φαγητά», έλεγε, ο Γέροντας, «αλλά με την αγάπη και την παρουσία του Χριστού, που γεμίζει και θερμαίνει καρδιές».