Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Ο Γέροντας Βησσαρίων δεν βαστούσε χρήματα πάνω του, καί πολλές φορές ούτε για τα εισιτήριά του. Η θεραπεία των αναγκών των άλλων ήταν το πρωταρχικό του μέλημα.
Μια ημέρα ένας ευσεβής Χριστιανός, που γνώριζε τις αρετές του Γέροντος, του έβαλε στην τσέπη ένα φακελλάκι με κάποια χρήματα. Ήταν σίγουρος ότι θα πάνε σε καλό σκοπό και ο Γέροντας γνώριζε που και πως να τα διαθέσει.
Μετά από λίγο μια πτωχή γυναίκα τον πλησίασε και ζήτησε να την βοηθήσει. Ο Γέροντας αμέσως κατάλαβε τις ανάγκες της και, ως ευσυμπάθητος, έβαλε το χέρι στην τσέπη και χωρίς να ελέγξει το περιεχόμενο του φακέλλου, το έσυρε και της το έδωσε. Εκείνη ευχαρίστησε και έφυγε.
Μετά από ένα περίπου χρόνο τον επισκέφθηκε η ίδια γυναίκα, όχι πάλι για να ζητήσει βοήθεια, αλλά για να τον ευχαριστήσει.
-Σ’ ευχαριστώ, Γέροντα, για την αγάπη σου. Με τα χρήματα που μου έδωσες τις προάλλες μπόρεσα και όχι μόνο βγήκα από την δύσκολη οικονομική θέση που βρισκόμουν, αλλά πάντρεψα και το παιδί μου.
Ο αφιλάργυρος Γέροντας είχε δώσει, χωρίς να το ελέγξει, πολύ μεγάλο χρηματικό ποσόν· όσο χρειαζόταν, για να λύσει τα προβλήματα της πτωχής γυναίκας.
Κάποιες προπαραμονές Χριστουγέννων του έτους 1988 στο Αρχονταρίκι της Μονής Αγάθωνος με το κρεμαστό τζάκι ο Γέροντας Βησσαρίων διάβαζε ένα Χριστιανικό έντυπο. Ήταν απορροφημένος και φαινόταν συγκινημένος. Σε μια στιγμή ο τότε Ηγούμενος, πατήρ Δαμασκηνός, ο οποίος καθόταν κοντά του και έγραφε Χριστουγεννιάτικες κάρτες, αντιλήφθηκε τον Γέροντα να κλαίει και να προσπαθεί να σφογγίσει τα δάκρυά του.
-Γιατί κλαίς, Παππούλη;Τον ρώτησε.
- Δεν έχω τίποτα, παιδί μου, απάντησε, μην ανησυχείς!
-Μα κλαίς, Παππούλη! Πες μου γιατί κλαίς; Σου συμβαίνει τίποτα;
- Όχι, παιδί μου! Να, κάτι θυμήθηκα. Ποτέ να μην ξανάρθουν στον τόπο μας εκείνα τα μαύρα χρόνια της κατοχής, της εξαθλιώσεως, της πείνας. Θυμάμαι κάτι, που μου συνέβηκε κατά την Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων του 1941, σε ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας, όπου τότε εφημέρευα. Όταν βγήκα στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Δισκοπότηρο στα χέρια και είπα το «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», άρχισαν να έρχονται για την Θεία Κοινωνία όλοι οι χωριανοί, με προπορευόμενα τα παιδιά τους. Μια νεαρή μάνα έφερε μπροστά μου το σκελετωμένο παιδάκι της. Εκείνο άνοιξε το στοματάκι του και περίμενε τον Θείο Μαργαρίτη· περίμενε να μεταλάβει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας. Μου είπε το όνομά του και το κοινώνησα. Αλλά, αντί να απομακρυνθεί, κράτησε σφιχτά, το καημένο, με τα αδυνατισμένα χεράκια του το ιερό μάκτρο, το κόκκινο μανδήλι, με το οποίο σκουπίζουμε τα στόματά μας μετά την Θεία Κοινωνία, και μου φώναξε κλαίοντας:
-Κι άλλο, παππούλη, κι άλλο!
Πεινούσε το παιδάκι μου! Λύγισαν τα γόνατά μου και μια τρεμούλα απλώθησε σε όλο το κορμί μου. Βούρκωσαν τα μάτια μου και, για να μη δούν οι πιστοί, γύρισα στην Αγία Τράπεζα. Άφησα το Άγιο Ποτήριο και κάθησα σ’ ένα σκαμνάκι. Έκλαψα και είπα με ανθρώπινο πόνο:
- Γιατί άφησες, Θεέ μου, την πατρίδα μας να έλθει σε τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, τα παιδιά μας!