Στην Ιερά Μονή των Ιβήρων, στο Άγιον Όρος, ευρίσκεται
η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας, η Οποία, σύμφωνα με την
παράδοση, είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Έχει ύψος 137 εκατοστά και πλάτος
94 εκατοστά, το δε βάρος της είναι 96 κιλά, μαζί με τα πολύτιμα τάματα.
Αυτή η Εικόνα, ήταν κτήμα μιάς ευλαβούς χήρας από την
μικρασιατική Νίκαια που, μαζί με τον μοναχογυιό της, την είχαν τοποθετήσει μέσα
στην ιδιόκτητη Εκκλησία τους και την τιμούσαν. Στα χρόνια της δεύτερης εικονομαχίας,
βασιλικοί κατάσκοποι ανακάλυψαν την Εικόνα και θέλησαν να την αρπάξουν. Η
σώφρων χήρα τους υποσχέθηκε χρήματα, γιά να πάρει μία ημέρα παράταση. Την
νύχτα, αφού προσευχήθηκε με ευλάβεια μπροστά στην Εικόνα, την εσήκωσε, κατέβηκε
στην παραλία και την έριξε στη θάλασσα, λέγοντας με δάκρυα:
«Δέσποινα Θεοτόκε, εσύ έχεις τη δύναμη κι έμενα να
διασώσεις από την οργή του Αυτοκράτορα, αλλά και την Εικόνα Σου από την
καταστροφή».
Τότε,
πραγματικά, έγινε κάτι θαυμαστό. Η Εικόνα, στάθηκε όρθια πάνω στα κύματα και
άρχισε να κατευθύνεται δυτικά, προς την Ελλάδα. Συγκινημένη η γυναίκα από το
γεγονός, εγύρισε και είπε στον υιό της: «Εγώ, παιδί μου, γιά την αγάπη της
Παναγίας είμαι έτοιμη να πεθάνω. Εσύ, να φύγεις. Να πας στην Ελλάδα».
Ο νεαρός, χωρίς αργοπορία, ετοιμάσθηκε και εξεκίνησε.
Ήλθε στη Θεσσαλονίκη και μετά επήγε στο Άγιον Όρος, γιά να μονάσει. Πέρασε
καιρός. Ο Μοναχός από τη Νίκαια εκοιμήθη τον αιώνιο ύπνο, και, εν τω μεταξύ, το
Μοναστήρι των Ιβήρων ιδρύθηκε και ολοκληρώθηκε. Κανείς δεν ήξερε πού ευρισκόταν
επί 170 χρόνια η Εικόνα της Παναγίας, από το 829, που ρίχθηκε στη θάλασσα.
Ώσπου, ένα βράδυ του 1004, εκεί που οι Γέροντες της
Μονής Ιβήρων κάθονταν και μιλούσαν περί σωτηρίας της ψυχής, αντίκρυσαν ξαφνικά
ένα παράξενο θέαμα: Έναν πύρινο στύλο, που ξεκινούσε από τη θάλασσα και έφθανε
στον Ουρανό. Το θέαμα αυτό συνεχίσθηκε για αρκετές ημέρες και νύχτες. Μαζεύθηκαν,
τότε, όλοι οι Μοναχοί του Αγίου Όρους και, με βάρκες, θέλησαν να πάνε σ' εκείνο
το περίεργο και θαυμαστό σημείο. Το μόνο που μπόρεσαν να διακρίνουν ήταν ότι, επρόκειτο
γιά μία Εικόνα της Θεοτόκου, διότι όσο επλησίαζαν, τόσο η Εικόνα απομακρυνόταν.
Οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία και ικέτευαν τον Πανάγαθο να τους επιτρέψει
να πάρουν την Εικόνα. Τότε συνέβη το εξής:
Έξω από το Μοναστήρι των Ιβήρων, ασκήτευε κάποιος Γέροντας
Γαβριήλ. Ήταν ένας ευλογημένος αναχωρητής, που έλεγε αδιαλείπτως το «Κύριε ημών
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Τροφή του ήταν τα βότανα του βουνού και
ποτό του το νερό. Μέρα-νύχτα εμελετούσε τον νόμο του Κυρίου. Ενώ προσευχόταν,
νύσταξε λίγο, έκλεισε τα μάτια του και είδε την Θεοτόκο, μέσα σε ιδιαίτερη
λαμπρότητα, να του λέει: «Πήγαινε στον Ηγούμενο και πες του ότι ήλθα, γιά να σας
προσφέρω την Εικόνα μου. Μετά, βάδισε στη θάλασσα, γιά να γνωρίσουν όλοι την
αγάπη και την πρόνοια που έχω γιά το Μοναστήρι».
Μόλις είπε αυτά η Παναγία, χάθηκε από τα μάτια του
γ.Γαβριήλ. Εκείνος έτρεξε στο Μοναστήρι να αναφέρει το νέο στους Πατέρες και
όλοι μαζί, ψέλνοντας Θεομητορικούς ύμνους, εβάδισαν προς την παραλία. Ο Γέρων
Γαβριήλ, επερπάτησε στη θάλασσα, σαν να περπατούσε σε στεριά, παρέλαβε την Εικόνα
και, κρατώντας Την με ευλάβεια στην αγκαλιά του, βγήκε στην παραλία. Οι
Πατέρες, με πολλή χαρά την υποδέχθηκαν και έκαναν ολονύκτιες αγρυπνίες και
δεήσεις και Λειτουργίες επί τρία ημερόνυχτα, γιά να ευχαριστήσουν τον Θεό και την
Παναγία Μητέρα Του!!.
Μετά ετοποθέτησαν την Εικόνα στον Ναό της Μονής, αλλά
εκείνη έφυγε και στάθηκε πάνω από την πύλη του Μοναστηριού. Την ετοποθέτησαν και
πάλι στον Ναό, αλλά η Εικόνα ξαναέφυγε. Αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές, ώσπου
ξαναπαρουσιάσθηκε η Υπεραγία Θεοτόκος στον Γέροντα Γαβριήλ και του είπε: «Πες στον
Ηγούμενο, να παύσετε να με μετακινείτε, διότι δεν ήλθα στο Μοναστήρι σας γιά να
με φυλάτε εσείς, αλλά ήλθα γιά να γίνω Εγώ φύλακας και φρουρός σας και σ' αυτήν
και στην μέλλουσα ζωή. Και όσοι θα ζήσουν με ευλάβεια και φόβο Θεού και δεν αμελούν
στον αγώνα για την απόκτηση των αρετών και τελειώσουν την πρόσκαιρη ζωή τους σ'
αυτό τον τόπο, ας έχουν θάρρος και πίστη, γιατί θα ευρεθούν κοντά στον Θεό. Αυτή
την χάρη ζήτησα από τον Θεό και Υιό μου και την έλαβα!! Ως επιβεβαίωση των
λόγων Μου, σας δίνω αυτό το σημείο: “Όσο θα βλέπετε την Εικόνα Μου στο
Μοναστήρι σας, δεν θα λείψει από το Όρος τούτο η Χάρις και το έλεος του Υιού και
Θεού μου”»!!!
Μόλις τα άκουσε αυτά ο ασκητικός και Θεοφόρος
Γέρων Γαβριήλ, επήγε βιαστικά στο Μοναστήρι, να τα αναφέρει στον Ηγούμενο.
Εκείνος εχάρηκε πολύ, συνάθροισε την αδελφότητα και διέταξε να κτισθή στην
είσοδο της Μονής ειδικό παρεκκλήσι γιά να τοποθετηθή η θαυματουργή Εικόνα. Από
τότε η θαυματουργή αυτή Εικόνα της
Παναγίας, έλαβε το προσωνύμιο «Πορταΐτισσα». Είναι ένα από τα σπανιότερα και
σημαντικότερα κειμήλια του Αγίου Όρους, μαζί με την Εικόνα της Παναγίας «Άξιον
Εστίν». Η ιστορία της έχει κάνει πολλούς να δακρύσουν και ακόμη περισσότερους να
πιστέψουν. Μάρτυρες των θαυμάτων Της είναι τα δεκάδες πολύτιμα αφιερώματα, εγκόλπια
Αρχιερέων, μετάλλια πρωταθλητών και ολυμπιονικών, αλλά και παράσημα ηρώων, που την
κοσμούν. Γιά τους Αγιορείτες, και ειδικά γιά τους Ιβηρίτες, η «Παναγία η Πορταΐτισσα»
είναι κάτι παραπάνω από ένα Εκκλησιαστικό κειμήλιο. Είναι η ζωντανή παρουσία της
Θεοτόκου ανάμεσα τους. Από το 1004, που ανασύρθηκε από την θάλασσα, μέχρι
σήμερα, η Εικόνα δεν έχει εξέλθη ποτέ από το Άγιον Όρος. Η παράδοση λέγει, πως
όσο η Εικόνα παραμένει στην θέση της, το Άγιον Όρος θα είναι άτρωτο!