(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας ζούσε παλαιότερα ένα γεροντάκι, ονόματι Μάρκος.
Στον κόσμο ήταν χωροφύλακας. Έγινε μοναχός και του έδωσαν το διακόνημα του βορδονάρη (φρόντιζε τα ζώα).
Στην αρχή κάπνιζε κανένα τσιγάρο και έπινε κανένα κρασάκι αλλά αργότερα έδειξε μετάνοια και έγινε μεγαλόσχημος. Ύστερα αρρώστησε και έπεσε στο κρεββάτι.
Κάποιο πρωινό του Φεβρουαρίου τον επισκέφθηκαν δύο Ταξίαρχοι στο νοσοκομείο της Μονής. Μόλις τους είδε, γνώρισε το αξίωμά τους και έκανε να σηκωθή.
– Γέροντα, του λένε, κάθησε όπως είσαι. Ήρθαμε να σε δούμε και να σου δώσουμε χαρά. Τι κάνεις;
– Δόξα τω Θεώ, είπε.
– Είσαι ευχαριστημένος;
– Δοξάζω τον Θεό.
– Έτσι να δοξάζης και να ευχαριστής τον Θεό, να λες την ευχή και να
κοινωνάς, όπως βέβαια γνωρίζουμε ότι κάνεις. Ήρθαμε μόνο να σε
χαιρετήσουμε και σε τρεις μέρες θα ξανάρθουμε.
– Σας ευχαριστώ, ο Θεός μαζί σας.
Την ώρα που έφευγαν έμπαινε ο διακονητής. Είδε ο π. Μάρκος ότι συναντήθηκαν και ρώτησε τον διακονητή να του πη, ποιοι ήταν αυτοί οι Ταξίαρχοι και από που ήρθαν.
Ο διακονητής με απορία απάντησε ότι δεν είχε δει κανέναν. Σε τρεις μέρες εκοιμήθη ο π. Μάρκος και κατάλαβαν ότι οι δύο Ταξίαρχοι ήταν οι Αρχιστράτηγοι Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Και όλα αυτά συνέβησαν στον π. Μάρκο, διότι είχε ταπείνωση.
Θεωρούσε τον εαυτό του τιποτένιο και κακομοίρη, ήταν στην αφάνεια, διότι ήταν βορδονάρης στο διακόνημα και δοξολογούσε τον Θεό για τις ευεργεσίες Του και τα αγαθά Του.
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορειτική παράδοση», Άγιον Όρος 2011.