Όταν ο Κύριος βρισκόταν στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνας έτρεξε προς Αυτόν μια γυναίκα που καταγόταν από τη Χαναάν, μια Χαναναία.
Σ΄ όλα τα μέρη εκείνα της Φοινίκης είχε ήδη διαδοθεί η φήμη του Ιησού για τη θεραπευτική παντοδυναμία του και τη συμπάθεια που έδειχνε προς κάθε δυστυχισμένο και άρρωστο. Από τη φήμη αυτή πήρε το θάρρος κι η γυναίκα αυτή, που ήταν ειδωλολάτρισσα, να έρθει προς τον Κύριο. Η κόρη της ήταν δαιμονισμένη και τώρα Τον παρακαλούσε να την θεραπεύσει.
Ο Κύριος, μόλις την ακούει, στρέφεται προς αυτήν και της λέει:
– Η συμπάθειά μου στρέφεται πρώτα προς τους ομοφύλους μου, τους συμπατριώτες μου. Δεν είναι σωστό και δίκαιο να παρουμε το ψωμί των παιδιών μας και να τον δώσουμε στα σκυλάκια.
Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει όχι μόνον τους Ισραηλίτες, αλλά και όλον τον άλλον κόσμο, τους εθνικούς. Και τον υπόλοιπο αυτόν κόσμο τον αποκαλεί «κυνάρια-σκυλάκια», για να δοκιμασθεί και να δείξει η Χαναναία την πίστη της προς τον Σωτήρα.
Τότε η Χαναναία ομολογεί τη μεγάλη της πίστη με μιαν έξυπνη απάντηση:
– Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των αφεντικών τους.
Δηλαδή, κι εμείς οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες έχουμε την επιθυμία να μας δώσεις ένα απειροελάχιστο κομμάτι, ένα ψίχουλο από τη θεία Σου δύναμη.
Κι ο Ιησούς της είπε, δείχνοντας τον θαυμασμό του:
– Γυναίκα, η πίστη σου είναι μεγάλη! Ας γίνει αυτό που θέλεις.