+Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου
Εκ της ευάνδρου Κρήτης ορμώμενος και εν τη Εσπερία τας σπουδάς αυτού ποιησάμενος, ενωρίς ετέθη εις την διάθεσιν του δούλου Γένους, μετ' ανυποκρίτου αυταπαρνήσεως διελθών την κλίμακα της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και από της θέσεως του απλού μοναχού αναδειχθείς, συν Θεώ, εις Πατριάρχην Αλεξανδρείας και Επιτηρητήν του Οικουμ. Θρόνου, και δι' όλης της ζωής αγωνισθείς υπέρ της ευσεβείας και της ελευθερίας των Ελλήνων. Υπήρξε δεινός πολέμιος του παπισμού και αδυσώπητος εχθρός της προπαγάνδας του, μηδεμίαν επιτρέπων εις εαυτόν συγκατάβασιν ή υποχώρησιν εν τη υπερασπίσει των ορθοδόξων δογμάτων.
Έθεσε τα φυσικά και επίκτητα προσόντα του εις την διακονίαν της Εκκλησίας ανυστεροβούλως δράσας διά την εύκλειαν αυτής, αφυπνίσας συνάμα διά της όλης του δραστηριότητος εν τη Ανατολή τον Ελληνισμόν. Πρώτος αυτός κατά τον Γ. Βαλέταν «έρριξε τα πρώτα συνθήματα της εθνικής συνοχής και αντίστασης με το πρόγραμμα ύστατης φυλετικής και θρησκευτικής επιβίωσης και ψυχικής ανοικοδόμησης με βάσι τον Χριστιανισμόν.» Υπήρξε κατά βάσιν αγωνιστής . Πιστός μέχρι θανάτου εις τας αρχάς τας οποίας επίστευε, έδωκε μαθήματα ορθοφροσύνης και εμμονής εις τα παραδεδομένα, παρ' όλας τας εκάστοτε παρουσιαζομένας δυcκολίας. Επίστευεν εις τον θησαυρόν της πίστεως και είχε συλλάβει εν όλη της τη εκτάσει την σημασίαν αυτού διά την επιβίωσιν του Γένους. Την ελευθερίαν του Έθνους εθεώρει ως καρπόν της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Διά τούτο και μετά σθένους ηγωνίσθη διά τον εν Χριστώ φωτισμόν των υποδούλων. Τα κηρύγματά του, οι λόγοι του συνθέτουν τον πρωταρχικόν του σκοπόν, ήτοι τον εγκεντρισμόν εις τας ψυχάς των ορθοδόξων του πνεύματος του Ευαγγελίου του Χριστού, ως υψίστου πνευματικού ιδεώδους και όπλου διά την αποτροπήν της φυλετικής και εθνικής και θρησκευτικής αφομοιώσεως των Ελλήνων υπό των κατακτητών. Χρυσοστομικός την γλώσσαν, πατερικός το ύφος, προδρομικός τον νουν, πρακτικός την σκέψιν, θίγει τα ευαίσθητα σημεία των χαρακτήρων των ανθρώπων της εποχής του. Καταπολεμών τας εμπαθείας μεταξύ των χριστιανών, τα πάθη και ελαττώματά των και τα εκ της αμαθείας σωρευθέντα δεινά, συνεισέφερε πλουσίως εις την Τράπεζαν της ηθικής και εθνικής αποκαταστάσεως επί τη ελπίδι ευχαρίστων εξελίξεων. Δεινός ελληνιστής με αρχαιομάθειαν σπανίαν, δεν υπέταξεν εις τα σχήματα την ουσίαν της προσφοράς του, αλλ' εχρησιμοποίησε την λαϊκήν διάλεκτον εις τα οικοδομητικά του κηρύγματα με απλότητα και ηθικήν σκοπιμότητα «ζητώντας το φωτισμό και την ανύψωσι του Έθνους». Δι' όλης του της δραστηριότητος «στάθηκε ένας μεγάλος πολιτικός της ρωμηοσύνης όταν αυτή κινδύνευε να χάση την εθνικοθρησκευτικήν της συνείδησι και ν' αφομοιωθή εθνογλωσσοθρησκετικά απ' τον κατακτητή»11.
Αλλά και ως εκκλησιαστικός ανήρ ο Πηγάς υπηρξεν ασυναγώνιστος. Ως φαεινός αστήρ διέλαμψεν εν τω στερεώματι της Εκκλησίας κατά την πικράν της τουρκοκρατίας περίοδον, διαβάς δε δι' όλων των βαθμίδων της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας επέδειξε σπανίας διοικητικάς ικανότητας, ευψυχίαν και τόλμην, σταθεράν εμμονήν εις τα πάτρια, ουδενός υπάρξας δεύτερος των όσοι μετά την άλωσιν εκόσμησαν Πατριαρχικούς θρόνους. Διαπνεόμενος από βαθείαν πνευματικότητα και πηγαίαν ευλάβειαν, ηγωνίσθη διά την κάθαρσιν της Εκκλησίας από των αναξίων αυτής κληρικών, μη φεισθείς κόπων και μόχθων ίνα φέρη εις πέρας την αποστολήν ταύτην. Τα συγγράμματά του αναδίδουν το άρωμα της ορθοδόξου πνευματικότητος, αι δε επιστολαί του είvαι ακένωτον ορυχείον πατερικής σοφίας και συνέσεως, αρετών αίτινες εκόσμουν πάντοτε τον χαρακτήρα του και υπηγόρευον τας ενεργείας του.
Ο Μελέτιος Πηγάς θα παραμείνη εις την Ιστορίαν όχι μόνον ως εκκλησιαστικός ανήρ πρώτου μεγέθους, ούτε ως απλούς Πατριάρχης των χρόνων της δουλείας, αλλά και θα καταταγή εις την χορείαν των βασικών θεμελιωτών και οργανωτών της εθνεγερσίας, Νέστωρ και Μέντωρ τών χειμαζομένων Ελλήνων, αληθής απόστολος του Χριστού και του Γένους.