Το ρήμα «κάμνω», εξ ου και κάματος,
σημαίνει κουράζομαι, υποφέρω. Απέκαμα, λέμε, αποκάμνω, δεν μπορώ, δεν
αντέχω άλλο. Το ρήμα «κάμνω» σημαίνει κοπιάζω, και κοπιάζω πολύ. «Υπέρ
καμνόντων», λοιπόν, σημαίνει, ότι δεόμεθα υπέρ των ανθρώπων, που
υποφέρουν. Όχι από βαρείες αρρώστιες, αφού προηγουμένως λέγει:
«νοσούντων». Ήταν η εποχή, που υπήρχαν άνθρωποι σε βαρείες δουλειές, σε
μεταλλεία, λατομεία κ.λπ. Υπέρ αυτών, λοιπόν, εύχεται η Εκκλησία. Υπέρ
των ανθρώπων, που κοπιάζουν υπερβολικά.
Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος