Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας εκφράζεται αδρά και φιλάνθρωπα...


Γέροντας Βασίλειος Γοντικάκης, 

Προηγούμενος Ι.Μ. Ιβήρων

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ο Νικόλας Καβάσιλας μας διαβεβαιώνει ότι «η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις». Και με τον ίδιο τον Καβάσιλα – ως αληθινό και άγιο πιστό – σημαίνεται και φανερώνεται όλη η Εκκλησία, επειδή μέσα σ’ αυτήν έχει γίνει Χριστός κατά χάριν και όλο το ήθος, ο λόγος και η συμπεριφορά του, έχουν τη χάρη και το χαρακτήρα της Θείας Λειτουργίας και του Θεανθρώπου Κυρίου.

Μπορούμε αυτό να το δούμε στην ερμηνεία που κάνει στη Θεία Λειτουργία και στον τέταρτο λόγο της «εν Χριστώ ζωής», που τον αφιερώνει στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Α’

Αρχίζει απλά και ταπεινά την παρουσίαση της θείας Λειτουργίας. Μιλάει για το τι κάνει και τι λέει σ’ αυτήν ο λειτουργός. Αναφέρει τα τυπικά. Μιλά για την άγια πρόθεση. Τη δείχνει πως συμβολίζει το σπήλαιο της Γεννήσεως. Μιλά για τον αστερίσκο που μπαίνει πάνω στο άγιο δισκάριο, καλύπτει τον Αμνό και συμβολίζει τον αστέρα, ος ελθών έστη επάνω ου ην το Παιδίον. 

Εξηγεί ότι η μικρά είσοδος με το Ευαγγέλιο συμβολίζει την εμφάνιση του Κυρίου στο κήρυγμα. Έτσι, δι’ όλων όσων λέει και πράττει ο ιερεύς φανερώνει όλο το μυστήριο της θείας Οικονομίας.

Με τον τρόπο όμως που τα περιγράφει απλά, σαν σε κατηχητικό σχολειό, μια στιγμή διερωτάσαι: Αυτά έχει να μας πει ο γνωστός μεγάλος θεολόγος; Μα αυτά τα βρίσκεις σε μια συνηθισμένη λειτουργική εισαγωγή.

Αλλά προχωρώντας την ανάγνωση παρακάτω, σιγά-σιγά σου λύνεται η απορία. Σε ανεβάζει φυσιολογικά σαν από νοητή κλίμακα. Από τα απλά και κατανοητά, φθάνει στα υπέρ φύσιν και αίσθησιν. Στη θέωση του ανθρώπου. Στη συναγωγή πάντων γύρω από το Χριστό. 

Στο ότι ο πιστός δεν παίρνει κάτι από το Χριστό στη θεία Λειτουργία, αλλά όλο το Χριστό. Ανακιρνάται μ᾽ Αυτόν. Φτάνει στον «πολυύμνητο γάμο». Γίνεται Χριστός κατά χάριν. 

Η θεία κοινωνία δεν είναι μια απλή ευλογημένη τροφή την οποία αφομοιώνει ο άνθρωπος, είναι ο ίδιος ο Χριστός που μεταβάλλει προς τον εαυτόν Του αυτόν που κοινωνεί αξίως. (λθ’, 2, λογ. δ’, 17). Φτάνομε σε μια κατά χάριν ταύτιση. 

Δεν είναι άλλη τούτη και άλλη η θυσία του Κυρίου. Δεν είναι άλλος ο άγιος άρτος και οίνος και άλλο το σώμα και το αίμα του εκ παρθένου γεννηθέντος και εις ουρανούς αναληφθέντος Κυρίου. Δεν δέχεται ο πιστός λίγο φως από την πηγή του ακτίστου φάους, αλλά όλο το δίσκο του νοητού ηλίου μέσα του. 

Είναι σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε μια ανατολή ηλίου. Σιγά-σιγά φεύγουν τα σκοτάδια. Αθόρυβα φωτίζεται η κτίση. Διακρίνονται οι λεπτομέρειες. Τα πάντα καταυγάζονται από πλήμμυρα φωτός.

Μετατρέπεται το σκότος και η ακοσμία σε κόσμο και ομορφιά.

Έτσι και εδώ. Μετά από την αναγωγή στον ουρανό, όπου σε ανυψώνει ο λειτουργικός μυσταγωγός, βλέπεις όλα τα προγενέστερα, τα απλά και συνηθισμένα (λειτουργικές πράξεις, χειρονομίες, τυπικά και λόγια) να είναι γεμάτα από φως και βαθύτατο νόημα. Δι’ αυτών φωτίζεσαι και ανάγεσαι στα υπέρ φύσιν και έννοιαν.

Και όταν μας ιστορεί και ερμηνεύει απλά τα τυπικά της θείας Λειτουργίας, εκπέμπει και μεταγγίζει ωριμότητα και αγιασμό. Και όταν φτάνει στην άφατη χάρη, πάλι σώζει την ίδια σεμνότητα και γαλήνη. Έτσι ούτε όταν βρίσκεται στην κορυφή του πυρακτώματος μας καίει, ούτε όταν μας εισάγει στα στοιχειώδη και απαραίτητα μας αφήνει χωρίς τη χάρη που ζωοποιεί.

Αν άρχιζε την ερμηνεία του από την κορυφή, το τέλος, τη θέωση, δεν θα μας έδιδε τίποτε, γιατί δεν θα τον παρακολουθούσαμε, δεν θα πιάναμε επαφή μαζί του. Αν παρέμενε μόνο στα απλά και τυπικά, πάλι θα μας άφηνε διψασμένους, γιατί δεν θα μας έδιδε αυτό που βαθειά ποθούμε σαν άνθρωποι. 

Τώρα μας αγιάζει και μας γαληνεύει ψυχή και σώματι. Με τη συγκατάβασή του στην αδυναμία μας και τη βαθμιαία μυσταγώγηση στο μυστήριο της σωτηρίας μας δίδει αυτό που ποθούμε και μόνοι μας δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πετύχουμε.

Μας προωθεί αναγωγικά από τα χαμηλά στα ψηλότερα «έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγε» – όπως κάνει η θεία Λειτουργία. Ακολουθεί την ίδια ανοδική πορεία που βρίσκει να υπάρχει σ’ όλη την πνευματική ζωή: «Η εν Χριστώ ζωή φύεται μεν εν τώδε τω βίω και τας αρχάς εντεύθεν λαμβάνει, τελειούται δε επί του μέλλοντος» (λογ. α’, 1).

Στο σημείο αυτό ενεργεί όπως ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος αν έμενε μόνο Θεός, αν δεν ενωνόταν όπως ενώθηκε, δεν θα μπορούσε να προσφερθεί σε μας ως τροφή. Και αν ήταν μόνον όπως και μεις, δεν θα μπορούσε να δράσει έτσι. «Νυν δε το συναμφότερον» (λογ. δ΄, 13).

Β’

Όλα όσα μας δίδει φανερώνουν το Χριστό ως κέντρο του κόσμου και της ζωής. Μας ενώνουν όλους και δίδεται η δυνατότητα στον καθένα μας να πραγματοποιήσει το δικό του προορισμό, να βρει τον εαυτό του, να κινηθεί και να εκφραστεί προσωπικά.

Διαβάζοντάς τον νοιώθεις ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά κοσμικού και μοναχού, ανθρώπου που ζει στην πόλη ή στην έρημο, ζώντος ή κεκοιμημένου. Αυτό που έχει σημασία είναι να έλθεις σε κοινωνία ζωής με το Χριστό. Τότε βρίσκεσαι στη χάρη της αιωνιότητος από σήμερα. Και όταν κοιμηθείς εν Κυρίω, εκτυπώτερον κοινωνείς του σώματος και του αίματός Του.

Λέει· μη νομίσουμε πλεονέκτημα των ζώντων ότι μπορούν να προχωρήσουν, να ανοίξουν το στόμα τους και να δεχθούν μέσα τους το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Ο Χριστός είναι ο αγιασμός των ψυχών μας πρώτα και μετά των σωμάτων μας. Και η προετοιμασία για τη θεία Κοινωνία, είναι η καθαρότητα της ψυχής, η επιθυμία να δεχθούμε το Χριστό.

Και ενώ όλοι μπορεί να πλησιάζουμε στην ωραία πύλη για να κοινωνήσουμε· και ενώ ο ιερεύς κοινωνεί όλους τους προσερχόμενους, ο Κύριος διά του ιερέως κοινωνεί μόνο τους αξίους. Με τον ίδιο τρόπο κοινωνεί και όλες τις ψυχές που έχουν καθαρθεί, έχουν τις προϋποθέσεις, επιθυμούν το μυστήριο.

Έτσι νοιώθεις ότι η όντως ζωή σε τούτη και την άλλη βιοτή είναι μόνον ο Χριστός και όχι η βιολογική μας αντοχή και ζωτικότητα. Και αυτό που χρειάζεται για την κοινωνία ζωής με Αυτόν, είναι η μετάνοια και η καθαρότητα της ψυχής, γιατί ενώ ο Κύριος έλαβε «παν ο,τιούν ανθρώπειον, ίνα όλοις ημίν ενωθήναι δυνηθή», «αμαρτάνουσιν ανάρμοστός εστι και ακόλλητος, ότι ταύτη (τη αμαρτία) μόνον κοινόν ημίν ουδέν προς εκείνον» (λογ. 6’, 12).

Ο Καβάσιλας παρουσιάζεται πάντοτε διακριτικός και μετρημένος, αυστηρός και επιεικής. Δεν λέει ούτε: προχωρείτε όλοι όπως-όπως στη θεία Κοινωνία και πνευματική θεωρία, ούτε δεν: είναι δυνατόν να γίνετε κοινωνοί αυτού του μυστηρίου, επειδή είστε ανάξιοι και αμαρτωλοί.

Δεν παρουσιάζει τα πράγματα πιο εύκολα απ’ ό,τι είναι, προκαλώντας φρούδες ελπίδες. Ούτε αποπαίρνει τον άνθρωπο φέρνοντάς τον στην απόγνωση και το θάνατο.

Εκφράζεται αδρά και φιλάνθρωπα. Έχει το χαρακτήρα των θείων μυστηρίων που είναι φρικτά και ζωοποιά, το ήθος του Κυρίου που γνωρίζεται στη θεία Λειτουργία ως φοβερός και φιλάνθρωπος.

Έτσι, εν παντί και εν πάσι ενεργεί ως Χριστός κατά χάριν.

 

Γ’

Αυτό βλέπομε και σε μια παρεμβολή συμβολικής θεολογίας που κάνει στην Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας. Μιλά για τις διαφορές που έχουμε με τους Λατίνους σχετικά με την επίκληση και τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων. Και ενώ διατηρεί το κλίμα της ακυμάντου λειτουργικής ειρήνης, αντιμετωπίζει θαρραλέα και λύνει τελικά ένα πρόβλημα που τόσο τάραξε την εποχή του.

Δεν λέει ότι οι διαφορές είναι ασήμαντες, άρα ας ενωθούμε. Ούτε ότι είναι ανυπέρβλητες, άρα ας μην έλθουμε σε καμία επαφή. Μιλά ξεκάθαρα και πολύ αυστηρά, γιατί μιλά με αγάπη και ως εξουσίαν έχων. Λέει ότι οι καινοτομίες των Λατίνων είναι ικανές να μας χωρίσουν από το Χριστιανισμό (λ, 12). Αλλά δεν μένει εκεί.

Γνωρίζει την ενιαία παράδοση της Εκκλησίας. Ζει μέσα στην ορθόδοξη θεία Λειτουργία, γι’ αυτό καταλαβαίνει και τη λατινική και την ερμηνεύει σωστά. Βλέπει ότι το ίδιο πνεύμα έπλασε και αυτή τη Λειτουργία και με την ίδια λογική λειτουργεί.

Η κατάπεμψη του αγίου Πνεύματος και ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων, που ζητείται στην ορθόδοξη Λειτουργία με την επίκληση, εκφράζεται στη λατινική με τον άλλο τρόπο της αντιστρόφου παρακλήσεως· να ανέλθουν τα δώρα διά χειρός αγγέλου εις το υπερουράνιο θυσιαστήριο και εκεί δι’ αυτού του τρόπου να αγιασθούν (λα΄, 2).

Άρα στην αληθινή και μία παράδοση της αδιαιρέτου Εκκλησίας δεν υπάρχει αντίθεση, ασχέτως αν υπάρχει διαφορετικός τρόπος εκφράσεως.

Και καταλήγει: «Φανερόν τοίνυν ως το ατιμάζειν την υπέρ των δώρων ευχήν… ουδέ της Εκκλησίας των Λατίνων εστίν απλώς, αλλ’ ενίων ολίγων και νεωτέρων, οίοι και τάλλα αυτήν ελυμήναντο…» (λα’, 12) διότι «αλλότρια των πατρικών παραδόσεων και της εν αυταίς ασφαλείας επινοούσιν» (λ’, 12).

Φανερώνει έτσι ο Καβάσιλας ότι, όπως η θεία Λειτουργία προσφέρεται «υπέρ της οικουμένης», παρόμοια και το χρέος του ορθοδόξου θεολόγου επεκτείνεται και στους ετεροδόξους. Γιατί μόνο ο όντως ορθόδοξος μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει σωστά τη θεολογία των ετεροδόξων. Να σώσει την αλήθεια που σ’ αυτούς υπάρχει. Και να τους απαλλάξει από την πλάνη που τους βασανίζει.

Όπως ο Υιός του Θεού έγινε ο ουκ ην δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν, έτσι και ο Καβάσιλας γίνεται ο ουκ ην (λατίνος θεολόγος) για να σώσει όσους έχουν ώτα ακούειν και διάθεση σωτηρίας.

Με το να είναι αληθινά ορθόδοξος, καθολικός, ανακεφαλαιώνει το καθ’ όλου. Αγαπά και σώζει όλους. Αμύνεται για τους αντιπάλους του. Δεν έχει εχθρούς. Δεν δημιουργεί στρατόπεδα αντιθέτων. Φανερώνει τη μιαν αλήθεια και ζωή που σώζει όσους έχουν αγαθή διάθεση.

Γι’ αυτό γνωρίζει καλά τη λατινική θεία Λειτουργία και αμύνεται σαν αληθινός λατίνος θεολόγος.

Έτσι ο καλοδιάθετος ρωμαιοκαθολικός ακούει το σωστό ορθόδοξο θεολόγο όχι σαν κάποιον που του πετά μύδρους καταδίκης, αλλά σαν το φιλάνθρωπο και ικανό χειρουργό που κάνει διάγνωση της αρρώστιας και έχει τη δυνατότητα και διάθεση να επέμβει και να να απαλλάξει τον άρρωστο από το καρκίνωμα και να του χαρίσει την ποθούμενη υγεία.

Από το περιοδικό «Σύναξη», αφιέρωμα στον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τεύχος 6, Άνοιξη 1983.

πηγή αναδημοσίευσης