Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος περί της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

 Οικουμενικές Σύνοδοι: η έκφραση της αληθείας της Εκκλησίας

Προς

το Χρι­στε­πω­νυ­μο Πλη­ρω­μα

της Εκ­κλη­σι­ας της Ελ­λα­δος

Θέμα: «Περί της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου»

Τε­κνα εν Κυ­ρίω α­γα­πητά,

Την ε­βδο­μη Κυ­ρι­α­κη α­πο το Πα­σχα ε­ορ­τα­ζου­με και τι­μα­με τους Πα­τε­ρες της Α΄ Οι­κου­με­νι­κης Συ­νο­δου. Κα­τα το δι­α­νυ­ο­με­νο ε­τος 2025 συμ­πλη­ρω­νον­ται 1.700 ε­τη α­πο το ε­τος 325 μ.Χ., που συ­νε­κλη­θη η Α΄ Οι­κου­με­νι­κη Συ­νο­δος στην Νι­και­α της Βι­θυ­νι­ας. Μ’ αυ­τη την ευ­και­ρι­α ας θυ­μη­θού­με τις α­πο­φα­σεις της και ας εμ­βα­θυ­νου­με στην ση­μα­σι­α που ε­χει γι­α το πλη­ρω­μα της Εκ­κλη­σι­ας.



α΄. Η θεί­α βού­λη­ση εκ­φρα­ζε­ται με­σω των Συ­νο­δων. 

Η αρ­χη των Συ­νο­δων α­να­γε­ται αρ­χι­κα στην Α­πο­στο­λι­κη Συ­νο­δο που συγ­κρο­τη­θη­κε στα Ι­ε­ρο­σο­λυ­μα το ε­τος 48 μ.Χ. (Πρα­ξε­ων 15, 6 και ε­ξης).

Α­πο την Α­πο­στο­λι­κη Συ­νο­δο οι Συ­νο­δοι α­πο­τε­λούν θε­σμο α­πο­στο­λι­κο, με θεί­ο κυ­ρος και α­πο­φαί­νον­ται πε­ρι πι­στε­ως εν Α­γι­ω Πνεύ­μα­τι, το ο­ποί­ο ε­ξε­φρα­ζαν οι Πα­τε­ρες που συμ­με­τεί­χαν, ο­πως δη­λω­νε­ται με το α­πο­στο­λι­κο «ε­δο­ξε τω Α­γι­ω Πνεύ­μα­τι και η­μιν». Και κα­τα τον Με­γα Κων­σταν­τι­νο (PG 20, 1080) «Παν γαρ ο,τι δ᾽ αν εν τοις α­γι­οις των ε­πι­σκο­πων συ­νε­δρι­οις πρατ­τη­ται, του­το προς την θεί­αν βού­λη­σιν ε­χει την α­να­φο­ραν». Δη­λα­δη, κα­θε τι που πρατ­τε­ται στις α­γι­ες Συ­νο­δους των ε­πι­σκο­πων, αυ­το ε­χει την α­να­φο­ρα προς την θεί­α βού­λη­ση.

β΄. Το α­λα­θη­τον των α­πο­φα­σε­ων των Συ­νο­δων.

Το πλη­ρω­μα η το ο­λον η το σω­μα της Εκ­κλη­σι­ας, που το συ­να­πο­τε­λούν ο­λοι οι κλη­ρι­κοί και λα­ι­κοί που πι­στεύ­ουν ορ­θο­δο­ξα, λο­γι­ζε­ται στην Ορ­θο­δο­ξι­α ως φο­ρε­ας του α­λα­θη­του της Εκ­κλη­σι­ας, ε­νω ως φω­νη της Εκ­κλη­σι­ας και ορ­γα­νο εκ­φρα­σε­ως του α­λα­θη­του αυ­της ει­ναι η α­νω­τα­τη δι­οι­κη­τι­κη αρ­χη της, δη­λα­δη η Οι­κου­με­νι­κη Συ­νο­δος, στην ο­ποί­α αν­τι­προ­σω­πεύ­ε­ται το πλη­ρω­μα της Εκ­κλη­σι­ας με τους ε­πι­σκο­πους του, που δογ­μα­τι­ζουν με την ε­πε­νερ­γει­α και εμ­πνευ­ση και ε­πι­στα­σι­α του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Δεν μπο­ρεί λοι­πον το εκ­κλη­σι­α­στι­κο πλη­ρω­μα ή τα δυ­ο με­γα­λα τμη­μα­τα αυ­του, των κλη­ρι­κων η των λα­ι­κων ξε­χω­ρι­στα, η πο­λυ λι­γω­τε­ρο κα­ποι­ο α­το­μο η κα­ποι­ος ε­πι­σκο­πος η πα­τρι­αρ­χης η πα­πας να δογ­μα­τι­ζει εγ­κυ­ρα και αυ­θεν­τι­κα, δι­ο­τι αυ­το ει­ναι α­πο­κλει­στι­κο δι­και­ω­μα και ερ­γο μο­νον των Οι­κου­με­νι­κων Συ­νο­δων και των ε­πι­σκο­πων που με­τε­χουν σ᾽ αυ­τες, οι ο­ποί­οι αν­τι­προ­σω­πεύ­ουν το πλη­ρω­μα της Εκ­κλη­σι­ας και εκ­φρα­ζουν την πι­στη του.

γ΄. Η ο­μο­φω­νι­α στις α­πο­φα­σεις.

Με αυ­τον τον τρο­πο οι Οι­κου­με­νι­κες Συ­νο­δοι δι­α­τυ­πω­νουν σε δογ­μα­τι­κούς ο­ρους την αρ­χαι­ο­πα­ρα­δο­τη ορ­θο­δο­ξο πι­στη του εκ­κλη­σι­α­στι­κού πλη­ρω­μα­τος, το ο­ποί­ο α­πο­δε­χο­με­νο τα δε­δογ­με­να, ως συμ­φω­να προς την κοι­νη συ­νεί­δη­ση και πι­στη του, α­να­γνω­ρι­ζει την οι­κου­με­νι­κο­τη­τα αυ­των, η ο­ποί­α ετ­σι εξαρ­τα­ται και α­πο την συμ­φω­νι­α, και την – με ο­μο­φω­νι­α και αγά­πη – ε­νο­τη­τα του ο­λου σω­μα­τος της Εκ­κλη­σι­ας η εκ της «con­s­e­n­s­us E­c­c­l­e­s­i­ae» ο­λων των χρο­νων, δη­λα­δη την συμ­φω­νι­α της Εκ­κλη­σι­ας. Εν­νο­ει­ται, ο­μως, ο­τι αυ­τη η α­να­γνω­ρι­ση εκ με­ρους του εκ­κλη­σι­α­στι­κού πλη­ρω­μα­τος πρε­πει να νο­ει­ται μο­νον ως α­πλο ε­ξω­τε­ρι­κο γνω­ρι­σμα και τε­κμη­ρι­ο και μαρ­τυ­ρι­α του αλά­θη­του των δογ­μα­των που α­πο­φα­σι­σθη­καν στις Συ­νο­δους και της οι­κου­με­νι­κο­τη­τας αυ­των, ε­νω οι με­τε­χον­τες σε αυ­τες επί­σκο­ποι δι­α­τυ­πω­νουν α­λα­θη­τα τα δογ­μα­τα που α­πορ­ρε­ουν α­πο θεί­α δι­και­ο­συ­νη υ­πο την εμ­πνευ­ση του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος.

δ΄. Η συμ­με­το­χη.

Στις Οι­κου­με­νι­κες Συ­νο­δους με­τεί­χαν με πλη­ρη δι­και­ω­μα­τα λο­γου και ψη­φου μο­νον οι ε­πι­σκο­ποι, ή­τοι πα­τρι­αρ­χες, έξαρ­χοι, μη­τρο­πο­λι­τες, α­πλοί ε­πι­σκο­ποι, πα­λαι­ο­τε­ρα δε και χω­ρε­πι­σκο­ποι. Μα­ζι με αυ­τους μπο­ρού­σαν να με­τε­χουν με δι­και­ω­μα ψη­φου και πρε­σβυ­τε­ροι και δι­α­κο­νοι, αλ­λα μο­νον ως αν­τι­προ­σω­ποι των ε­πι­σκο­πων που κω­λυ­ον­ταν να πα­ρα­στούν αυ­το­προ­σω­πως και να εκ­προ­σω­πη­σουν την πε­ρι­ο­χη τους. Ε­πι­σης αυ­τοί συμ­με­τεί­χαν, χω­ρις δι­και­ω­μα ψη­φου, ως γραμ­μα­τείς η νο­τα­ρι­οι η και σε αλ­λες βο­η­θη­τι­κες ερ­γα­σι­ες των Συ­νο­δων και των ε­πι­σκο­πων, τους ο­ποί­ους συ­νο­δευ­αν και υ­πο­βο­η­θού­σαν με­ρι­κες φο­ρες και στις συ­νο­δι­κες συ­ζη­τη­σεις η τε­λος, με εν­το­λη των Συ­νο­δων, συμ­με­τεί­χαν και αυ­τοί στην συ­ζη­τη­ση με τους ε­τε­ρο­δο­ξους και α­να­σκεύ­α­ζαν τις δο­ξα­σι­ες τους. Τε­λος, και μο­να­χοί και λα­ι­κοί, ι­δι­ως θε­ο­λο­γοι και φι­λο­σο­φοι, συμ­με­τεί­χαν στις Συ­νο­δους ως συμ­βου­λοι και ερ­μη­νευ­τες, βο­η­θων­τας τους με ποι­κι­λους τρο­πους στο ερ­γο τους.



ε΄. Το κυ­ρος των α­πο­φα­σε­ων.

Με­τα α­πο εμ­πε­ρι­στα­τω­με­νες συ­ζη­τη­σεις οι Οι­κου­με­νι­κες Συ­νο­δοι ε­ξε­δι­δαν πρω­τον μεν συμ­βο­λα η ο­ρους η το­μους η ο­μο­λο­γι­ες και εκ­θε­σεις, που α­να­φε­ρον­ταν στην δογ­μα­τι­κη πι­στη, δεύ­τε­ρον δε κα­νο­νες, που α­να­φε­ρον­ταν στην δι­οι­κη­ση, την ευ­τα­ξι­α, το πο­λι­τευ­μα και σε ο­λο­κλη­ρο τον βι­ο της Εκ­κλη­σι­ας, που ε­παιρ­ναν θε­ση υ­πο­χρε­ω­τι­κων νο­μων γι­α τα με­λη της Εκ­κλη­σι­ας και γι­α το Κρα­τος.

Οι α­πο­φα­σεις των Συ­νο­δων α­πο­τε­λούν ο­ρο σω­τη­ρι­ας γι­α τους πι­στους, κλη­ρι­κούς και λα­ι­κούς.

Ο αυ­το­κρα­το­ρας Ι­ου­στι­νι­α­νος ο Α´, πε­ρι­βαλ­λον­τας με το κυ­ρος του νο­μου τις α­πο­φα­σεις των Οι­κου­με­νι­κων Συ­νο­δων, ώρι­σε: «θε­σπι­ζο­μεν τα­ξιν νο­μων ε­πε­χειν τους α­γι­ους εκ­κλη­σι­α­στι­κούς κα­νο­νας, τους υ­πο των α­γι­ων ε­πτα Συ­νο­δων ε­κτε­θεν­τας η βε­βαι­ω­θεν­τας, των γαρ Συ­νο­δων τα δογ­μα­τα κα­θα­περ τας θεί­ας Γρα­φας δε­χο­με­θα, και τους κα­νο­νας ως νο­μους φυ­λατ­το­μεν».[1] Βε­βαί­ως, ε­κτο­τε η τη­ρη­ση των α­πο­φα­σε­ων των Συ­νο­δων ε­ξα­σφα­λι­ζει την εν­τα­ξη στην Εκ­κλη­σι­α. Οι παν­τες ο­φεί­λουν να τη­ρούν τις α­πο­φα­σεις των Συ­νο­δων.

στ΄. Η  Α΄ Οι­κου­με­νι­κη Συ­νο­δος.

Η Α´ Οι­κου­με­νι­κη Συ­νο­δος συγ­κλη­θη­κε α­πο τον αυ­το­κρα­το­ρα Με­γα Κων­σταν­τι­νο, στην Νι­και­α της Βι­θυ­νι­ας, ε­ναν­τι­ον του αι­ρε­σι­αρ­χου Α­ρεί­ου, α­πο τις 20 Μα­ι­ου προ­κα­ταρ­κτι­κα και α­πο τις 14 Ι­ου­νι­ου ε­πι­ση­μα, με πα­ρου­σι­α του Με­γα­λου Κων­σταν­τι­νου, με­χρι τις 25 Αυ­γού­στου του ε­τους 325. Η Συ­νο­δος α­πο­τε­λε­σθη­κε κα­τα μεν την ε­πι­κρα­του­σα πα­ρα­δο­ση α­πο 318 Πα­τε­ρες, κα­τα αλ­λες δε ι­στο­ρι­κες μαρ­τυ­ρι­ες α­πο «εγ­γυς τρι­α­κο­σι­ων», α­πο αυ­τους δε, 5 μο­νον α­πο την Δυ­ση. Κυ­ρι­ος δε σκο­πος αυ­της η­ταν η κα­τα­δι­κη του Α­ρει­α­νι­σμού και η θε­τι­κη δι­α­τυ­πω­ση της ορ­θο­δο­ξου δογ­μα­τι­κης δι­δα­σκα­λι­ας γι­α το δεύ­τε­ρο προ­σω­πο της Α­γι­ας Τρι­α­δος, δι­ο­τι την θε­ο­τη­τα Αυ­του ει­χε αρ­νη­θεί α­πο του ε­τους 318 μ.Χ. ο εν Α­λε­ξαν­δρεί­α πρε­σβυ­τε­ρος Α­ρει­ος.

Το πρω­το λοι­πον και κυ­ρι­ο ερ­γο της Συ­νο­δου η­ταν η κα­τα­δι­κη των αι­ρε­τι­κων πλα­νων και κα­κο­δο­ξι­ων του Α­ρεί­ου και των ο­πα­δων του, κα­θως και η δι­α­κη­ρυ­ξη της «πι­στε­ως» η του «συμ­βο­λου» της Νι­και­ας. Με αυ­τον τον τρο­πο,  η μεν Συ­νο­δος κα­τα­δι­κα­σε και α­να­θε­μα­τι­σε, ο δε Με­γας Κων­σταν­τι­νος ε­ξο­ρι­σε τους αι­ρε­τι­κούς Α­ρει­ο, Σε­κούν­δο Πτο­λε­μα­ι­δος και Θε­ω­να Μαρ­μα­ρι­κης στην Ιλ­λυ­ρι­α, αρ­γο­τε­ρα δε ε­ξο­ρι­σθη­καν στην Γαλ­λι­α και ο Νι­κο­μη­δεί­ας Ευ­σε­βι­ος και ο Νι­και­ας Θε­ο­γνις, επει­δη αρ­νη­θη­καν να α­να­γνω­ρι­σουν την κα­τα­δι­κη του Α­ρεί­ου και δε­χον­ταν τους Α­ρει­α­νούς, αν και ει­χαν α­πο­δε­χθεί το συμ­βο­λο της Νι­και­ας. Στην συ­νε­χει­α, η Συ­νο­δος δι­ευ­θε­τη­σε και αλ­λα τρι­α εκ­κλη­σι­α­στι­κα σχι­σμα­τα, δη­λα­δη, το Νο­βα­τι­α­νο, το Σα­μο­σα­τι­α­νο και το Με­λι­τι­α­νο, κα­θως ε­πι­σης τερ­μα­τι­σε και τις ε­ρι­δες γι­α τον χρο­νο του ε­ορ­τα­σμού του Πα­σχα και ο­ρι­σε ο­πως αυ­το ε­ορ­τα­ζε­ται την πρω­τη Κυ­ρι­α­κη με­τα την πρω­τη παν­σε­λη­νο της ε­α­ρι­νης ι­ση­με­ρι­ας. Ε­πι πλε­ον δε, α­πε­κρου­σε την α­γα­μι­α των κλη­ρι­κων και μα­λι­στα των ε­πι­σκο­πων και στο τε­λος ε­ξε­δω­σε και ει­κο­σι ι­ε­ρούς κα­νο­νες.

Στις δογ­μα­τι­κες α­πο­φα­σεις των Συ­νο­δων α­πο­δι­δει ευ­λο­γως η ᾽Ορ­θο­δο­ξος Κα­θο­λι­κη Εκ­κλη­σι­α αι­ω­νι­ο κυ­ρος, α­πο­λυ­τη α­ξι­α και αυ­θεν­τι­α και κα­θο­λι­κο και υ­πο­χρε­ω­τι­κο χα­ρα­κτη­ρα, θε­ω­ρού­σα αυ­τες ως τα κυ­ρι­ω­τε­ρα γρα­πτα μνη­μεί­α της Ι­ε­ρας Πα­ρα­δο­σε­ως και ως κα­νο­νι­κούς και αυ­θεν­τι­κούς και α­με­τα­κι­νη­τους γνω­μο­νες της ορ­θο­δο­ξου πι­στε­ως. Ως εκ του­του, χρη­σι­μο­ποι­ει μο­νον αυ­τους τους οι­κου­με­νι­κούς δογ­μα­τι­κούς ο­ρους ως κυ­ρι­α και πρω­τεύ­ου­σα πη­γη της δογ­μα­τι­κης δι­δα­σκα­λι­ας της, ι­σο­κυ­ρη και ι­σο­τι­μ­η προς την Α­γι­α Γρα­φη. Η δογ­μα­τι­κη δι­δα­σκα­λι­α πε­ρι­ε­χει την γνη­σι­α Ι­ε­ρα Πα­ρα­δο­ση, η ο­ποί­α μα­ζι με την Α­γι­α Γρα­φη α­πο­τε­λούν τις δυ­ο ι­σο­κυ­ρες και ι­σο­δυ­να­μ­ες και ι­σο­στα­σι­ες πη­γες της Ορ­θο­δο­ξου Πι­στε­ως.

ζ΄. Οι α­πο­φα­σεις της Συ­νο­δου.

Η Συ­νο­δος ει­δι­κω­τε­ρα:

    Ερ­μη­νεύ­ου­σα αυ­θεν­τι­κως την γρα­πτη Πα­ρα­δο­ση της Πα­λαι­ας και της Και­νης Δι­α­θη­κης, δι­ε­κη­ρυ­ξε την Μο­νο­θε­ϊ­α, έτσι ο­πως ο­μο­λο­γεί στο Συμ­βο­λο της Πι­στε­ως, ο­τι οι πι­στοί πι­στεύ­ουν «εις ε­να Θε­ον».
    Δι­ε­κη­ρυ­ξε την Τρι­α­δι­κο­τη­τα του Θε­ου, ή­τοι ο­μο­λο­γού­με και προ­σκυ­νού­με Πα­τε­ρα, Υι­ο και Α­γι­ο Πνεύ­μα, Τρι­α­δα ο­μο­ου­σι­ον και α­χω­ρι­στον.
    Κη­ρυ­ξε ο­τι ο Θε­ος ει­ναι Πα­τε­ρας των αν­θρω­πων, ο­πως δι­δα­ξε ο Ι­δι­ος ο Κυ­ρι­ος, δι­δα­σκον­τας μας να α­πευ­θυ­νο­μα­στε προς τον Θε­ον, α­πο­κα­λων­τας Τον «Πα­τερ η­μων» (Κα­τα Ματ­θαί­ον στ΄, 9-13) και με­τα την Α­να­στα­ση Του προς τους Μα­θη­τες Του «α­να­βα­ι­νω προς τον πα­τε­ρα μου και πα­τε­ρα υ­μων, και Θε­ον μου και Θε­ον υ­μων» (Ι­ω­αν­νου κ΄, 17).
    Ο­μο­λο­γη­σε ότι     Θε­ος ει­ναι δη­μι­ουρ­γος, προ­νο­η­της και κυ­βερ­νη­της του κο­σμου.
    Κη­ρυ­ξε ο­τι ο Θε­ος ει­ναι ο Δη­μι­ουρ­γος παν­των «ο­ρα­των τε και α­ο­ρα­των».
    Ει­ση­γα­γε τον ο­ρο «ο­μο­ου­σι­ος» γι­α το β΄ προ­σω­πο της Αγί­ας Τρι­α­δος, τον Υι­ο του Θε­ου Πα­τε­ρα ερ­μη­νεύ­ον­τας αυ­θεν­τι­κως τους λο­γους του Κυ­ρι­ου, ο Ο­ποί­ος δι­ε­κη­ρυ­ξε ο­τι: «Ε­γω και ο πα­τηρ εν ε­σμεν» (Ι­ω­αν­νου ι΄, 30).
    Δι­ε­κη­ρυ­ξε την προ­αι­ω­νι­α υ­παρ­ξη του Υι­ου του Θε­ου συμ­φω­να με την δι­δα­σκα­λι­α του ευ­αγ­γε­λι­στού Ι­ω­αν­νου: «Εν αρ­χη ην ο Λο­γος, και ο Λο­γος ην προς τον Θε­ον, και Θε­ος ην ο Λο­γος» (Ι­ω­αν­νου α΄, 1).
    Συ­νο­ψι­σε την πι­στη της Εκ­κλη­σι­ας γι­α το μυ­στη­ρι­ο της ε­ναν­θρω­πη­σε­ως του προ­σω­που του Κυ­ρι­ου μας Ι­η­σου Χρι­στού στα ε­πτα πρω­τα αρ­θρα του Συμ­βο­λου της Πι­στε­ως.
    Δη­λω­σε το α­ναλ­λοί­ω­το του προ­σω­που του Ι­η­σου Χρι­στού κα­τα τον λο­γο του Α­πο­στο­λου Παύ­λου «Ο Ι­η­σούς Χρι­στος χθες και ση­με­ρον ο αυ­τος εις τους αι­ω­νας» (Προς Ε­βραί­ους ιγ΄, 8).

Η Εκ­κλη­σι­α, ε­ξαι­τι­ας της ση­μα­σι­ας που ε­χει το Συμ­βο­λο της Πι­στε­ως στην ζω­η των πι­στων, ε­κρι­νε α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πο­θε­ση γι­α την συμ­με­το­χη των πι­στων στα Μυ­στη­ρι­α του Ι­ε­ρού Βα­πτι­σμα­τος και της Θεί­ας Λει­τουρ­γι­ας, την ο­μο­λο­γι­α στην πι­στη της Α΄ Οι­κου­με­νι­κης Συ­νο­δου.

Πα­ραλ­λη­λως, ε­νέτα­ξε το Συμ­βο­λο της Πι­στε­ως στις Ι­ε­ρες Α­κο­λου­θι­ες που τε­λούν­ται στην θεί­α λα­τρεί­α της Εκ­κλη­σι­ας μας.

 

Μετά πατρικών ευχών και αγάπης εν Κυρίω,

† Ο Αθηνών  Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
† Ο Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος
† Ο Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ
† Ο Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης Εφραίμ
† Ο Πειραιώς Σεραφείμ
† Ο Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας, Μήλου, Δήλου και Μυκόνου Δωρόθεος
† Ο Γρεβενών Δαβίδ
† Ο Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς Ιουστίνος
† Ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Στέφανος
† Ο Σισανίου και Σιατίστης Αθανάσιος
† Ο Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου Ιερόθεος
† Ο Θεσσαλονίκης Φιλόθεος

  Ο Αρχιγραμματεύς
Αρχιμ. Ιωάννης Καραμούζης

[1] Νεαρά ρλα´, κεφ. α´, πρβλ. Βασιλικών βιβλ. ε´, τιτλ. Γ´, β´.