Προς
το Χριστεπωνυμο Πληρωμα
της Εκκλησιας της Ελλαδος
Θέμα: «Περί της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου»
Τεκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Την εβδομη Κυριακη απο το Πασχα εορταζουμε και τιμαμε τους Πατερες της Α΄ Οικουμενικης Συνοδου. Κατα το διανυομενο ετος 2025 συμπληρωνονται 1.700 ετη απο το ετος 325 μ.Χ., που συνεκληθη η Α΄ Οικουμενικη Συνοδος στην Νικαια της Βιθυνιας. Μ’ αυτη την ευκαιρια ας θυμηθούμε τις αποφασεις της και ας εμβαθυνουμε στην σημασια που εχει για το πληρωμα της Εκκλησιας.
α΄. Η θεία βούληση εκφραζεται μεσω των Συνοδων.
Η αρχη των Συνοδων αναγεται αρχικα στην Αποστολικη Συνοδο που συγκροτηθηκε στα Ιεροσολυμα το ετος 48 μ.Χ. (Πραξεων 15, 6 και εξης).
Απο την Αποστολικη Συνοδο οι Συνοδοι αποτελούν θεσμο αποστολικο, με θείο κυρος και αποφαίνονται περι πιστεως εν Αγιω Πνεύματι, το οποίο εξεφραζαν οι Πατερες που συμμετείχαν, οπως δηλωνεται με το αποστολικο «εδοξε τω Αγιω Πνεύματι και ημιν». Και κατα τον Μεγα Κωνσταντινο (PG 20, 1080) «Παν γαρ ο,τι δ᾽ αν εν τοις αγιοις των επισκοπων συνεδριοις πραττηται, τουτο προς την θείαν βούλησιν εχει την αναφοραν». Δηλαδη, καθε τι που πραττεται στις αγιες Συνοδους των επισκοπων, αυτο εχει την αναφορα προς την θεία βούληση.
β΄. Το αλαθητον των αποφασεων των Συνοδων.
Το πληρωμα η το ολον η το σωμα της Εκκλησιας, που το συναποτελούν ολοι οι κληρικοί και λαικοί που πιστεύουν ορθοδοξα, λογιζεται στην Ορθοδοξια ως φορεας του αλαθητου της Εκκλησιας, ενω ως φωνη της Εκκλησιας και οργανο εκφρασεως του αλαθητου αυτης ειναι η ανωτατη διοικητικη αρχη της, δηλαδη η Οικουμενικη Συνοδος, στην οποία αντιπροσωπεύεται το πληρωμα της Εκκλησιας με τους επισκοπους του, που δογματιζουν με την επενεργεια και εμπνευση και επιστασια του Αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί λοιπον το εκκλησιαστικο πληρωμα ή τα δυο μεγαλα τμηματα αυτου, των κληρικων η των λαικων ξεχωριστα, η πολυ λιγωτερο καποιο ατομο η καποιος επισκοπος η πατριαρχης η παπας να δογματιζει εγκυρα και αυθεντικα, διοτι αυτο ειναι αποκλειστικο δικαιωμα και εργο μονον των Οικουμενικων Συνοδων και των επισκοπων που μετεχουν σ᾽ αυτες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το πληρωμα της Εκκλησιας και εκφραζουν την πιστη του.
γ΄. Η ομοφωνια στις αποφασεις.
Με αυτον τον τροπο οι Οικουμενικες Συνοδοι διατυπωνουν σε δογματικούς ορους την αρχαιοπαραδοτη ορθοδοξο πιστη του εκκλησιαστικού πληρωματος, το οποίο αποδεχομενο τα δεδογμενα, ως συμφωνα προς την κοινη συνείδηση και πιστη του, αναγνωριζει την οικουμενικοτητα αυτων, η οποία ετσι εξαρταται και απο την συμφωνια, και την – με ομοφωνια και αγάπη – ενοτητα του ολου σωματος της Εκκλησιας η εκ της «consensus Ecclesiae» ολων των χρονων, δηλαδη την συμφωνια της Εκκλησιας. Εννοειται, ομως, οτι αυτη η αναγνωριση εκ μερους του εκκλησιαστικού πληρωματος πρεπει να νοειται μονον ως απλο εξωτερικο γνωρισμα και τεκμηριο και μαρτυρια του αλάθητου των δογματων που αποφασισθηκαν στις Συνοδους και της οικουμενικοτητας αυτων, ενω οι μετεχοντες σε αυτες επίσκοποι διατυπωνουν αλαθητα τα δογματα που απορρεουν απο θεία δικαιοσυνη υπο την εμπνευση του Αγιου Πνεύματος.
δ΄. Η συμμετοχη.
Στις Οικουμενικες Συνοδους μετείχαν με πληρη δικαιωματα λογου και ψηφου μονον οι επισκοποι, ήτοι πατριαρχες, έξαρχοι, μητροπολιτες, απλοί επισκοποι, παλαιοτερα δε και χωρεπισκοποι. Μαζι με αυτους μπορούσαν να μετεχουν με δικαιωμα ψηφου και πρεσβυτεροι και διακονοι, αλλα μονον ως αντιπροσωποι των επισκοπων που κωλυονταν να παραστούν αυτοπροσωπως και να εκπροσωπησουν την περιοχη τους. Επισης αυτοί συμμετείχαν, χωρις δικαιωμα ψηφου, ως γραμματείς η νοταριοι η και σε αλλες βοηθητικες εργασιες των Συνοδων και των επισκοπων, τους οποίους συνοδευαν και υποβοηθούσαν μερικες φορες και στις συνοδικες συζητησεις η τελος, με εντολη των Συνοδων, συμμετείχαν και αυτοί στην συζητηση με τους ετεροδοξους και ανασκεύαζαν τις δοξασιες τους. Τελος, και μοναχοί και λαικοί, ιδιως θεολογοι και φιλοσοφοι, συμμετείχαν στις Συνοδους ως συμβουλοι και ερμηνευτες, βοηθωντας τους με ποικιλους τροπους στο εργο τους.
ε΄. Το κυρος των αποφασεων.
Μετα απο εμπεριστατωμενες συζητησεις οι Οικουμενικες Συνοδοι εξεδιδαν πρωτον μεν συμβολα η ορους η τομους η ομολογιες και εκθεσεις, που αναφερονταν στην δογματικη πιστη, δεύτερον δε κανονες, που αναφερονταν στην διοικηση, την ευταξια, το πολιτευμα και σε ολοκληρο τον βιο της Εκκλησιας, που επαιρναν θεση υποχρεωτικων νομων για τα μελη της Εκκλησιας και για το Κρατος.
Οι αποφασεις των Συνοδων αποτελούν ορο σωτηριας για τους πιστους, κληρικούς και λαικούς.
Ο αυτοκρατορας Ιουστινιανος ο Α´, περιβαλλοντας με το κυρος του νομου τις αποφασεις των Οικουμενικων Συνοδων, ώρισε: «θεσπιζομεν ταξιν νομων επεχειν τους αγιους εκκλησιαστικούς κανονας, τους υπο των αγιων επτα Συνοδων εκτεθεντας η βεβαιωθεντας, των γαρ Συνοδων τα δογματα καθαπερ τας θείας Γραφας δεχομεθα, και τους κανονας ως νομους φυλαττομεν».[1] Βεβαίως, εκτοτε η τηρηση των αποφασεων των Συνοδων εξασφαλιζει την ενταξη στην Εκκλησια. Οι παντες οφείλουν να τηρούν τις αποφασεις των Συνοδων.
στ΄. Η Α΄ Οικουμενικη Συνοδος.
Η Α´ Οικουμενικη Συνοδος συγκληθηκε απο τον αυτοκρατορα Μεγα Κωνσταντινο, στην Νικαια της Βιθυνιας, εναντιον του αιρεσιαρχου Αρείου, απο τις 20 Μαιου προκαταρκτικα και απο τις 14 Ιουνιου επισημα, με παρουσια του Μεγαλου Κωνσταντινου, μεχρι τις 25 Αυγούστου του ετους 325. Η Συνοδος αποτελεσθηκε κατα μεν την επικρατουσα παραδοση απο 318 Πατερες, κατα αλλες δε ιστορικες μαρτυριες απο «εγγυς τριακοσιων», απο αυτους δε, 5 μονον απο την Δυση. Κυριος δε σκοπος αυτης ηταν η καταδικη του Αρειανισμού και η θετικη διατυπωση της ορθοδοξου δογματικης διδασκαλιας για το δεύτερο προσωπο της Αγιας Τριαδος, διοτι την θεοτητα Αυτου ειχε αρνηθεί απο του ετους 318 μ.Χ. ο εν Αλεξανδρεία πρεσβυτερος Αρειος.
Το πρωτο λοιπον και κυριο εργο της Συνοδου ηταν η καταδικη των αιρετικων πλανων και κακοδοξιων του Αρείου και των οπαδων του, καθως και η διακηρυξη της «πιστεως» η του «συμβολου» της Νικαιας. Με αυτον τον τροπο, η μεν Συνοδος καταδικασε και αναθεματισε, ο δε Μεγας Κωνσταντινος εξορισε τους αιρετικούς Αρειο, Σεκούνδο Πτολεμαιδος και Θεωνα Μαρμαρικης στην Ιλλυρια, αργοτερα δε εξορισθηκαν στην Γαλλια και ο Νικομηδείας Ευσεβιος και ο Νικαιας Θεογνις, επειδη αρνηθηκαν να αναγνωρισουν την καταδικη του Αρείου και δεχονταν τους Αρειανούς, αν και ειχαν αποδεχθεί το συμβολο της Νικαιας. Στην συνεχεια, η Συνοδος διευθετησε και αλλα τρια εκκλησιαστικα σχισματα, δηλαδη, το Νοβατιανο, το Σαμοσατιανο και το Μελιτιανο, καθως επισης τερματισε και τις εριδες για τον χρονο του εορτασμού του Πασχα και ορισε οπως αυτο εορταζεται την πρωτη Κυριακη μετα την πρωτη πανσεληνο της εαρινης ισημεριας. Επι πλεον δε, απεκρουσε την αγαμια των κληρικων και μαλιστα των επισκοπων και στο τελος εξεδωσε και εικοσι ιερούς κανονες.
Στις δογματικες αποφασεις των Συνοδων αποδιδει ευλογως η ᾽Ορθοδοξος Καθολικη Εκκλησια αιωνιο κυρος, απολυτη αξια και αυθεντια και καθολικο και υποχρεωτικο χαρακτηρα, θεωρούσα αυτες ως τα κυριωτερα γραπτα μνημεία της Ιερας Παραδοσεως και ως κανονικούς και αυθεντικούς και αμετακινητους γνωμονες της ορθοδοξου πιστεως. Ως εκ τουτου, χρησιμοποιει μονον αυτους τους οικουμενικούς δογματικούς ορους ως κυρια και πρωτεύουσα πηγη της δογματικης διδασκαλιας της, ισοκυρη και ισοτιμη προς την Αγια Γραφη. Η δογματικη διδασκαλια περιεχει την γνησια Ιερα Παραδοση, η οποία μαζι με την Αγια Γραφη αποτελούν τις δυο ισοκυρες και ισοδυναμες και ισοστασιες πηγες της Ορθοδοξου Πιστεως.
ζ΄. Οι αποφασεις της Συνοδου.
Η Συνοδος ειδικωτερα:
Ερμηνεύουσα αυθεντικως την γραπτη Παραδοση της Παλαιας και της Καινης Διαθηκης, διεκηρυξε την Μονοθεϊα, έτσι οπως ομολογεί στο Συμβολο της Πιστεως, οτι οι πιστοί πιστεύουν «εις ενα Θεον».
Διεκηρυξε την Τριαδικοτητα του Θεου, ήτοι ομολογούμε και προσκυνούμε Πατερα, Υιο και Αγιο Πνεύμα, Τριαδα ομοουσιον και αχωριστον.
Κηρυξε οτι ο Θεος ειναι Πατερας των ανθρωπων, οπως διδαξε ο Ιδιος ο Κυριος, διδασκοντας μας να απευθυνομαστε προς τον Θεον, αποκαλωντας Τον «Πατερ ημων» (Κατα Ματθαίον στ΄, 9-13) και μετα την Ανασταση Του προς τους Μαθητες Του «αναβαινω προς τον πατερα μου και πατερα υμων, και Θεον μου και Θεον υμων» (Ιωαννου κ΄, 17).
Ομολογησε ότι Θεος ειναι δημιουργος, προνοητης και κυβερνητης του κοσμου.
Κηρυξε οτι ο Θεος ειναι ο Δημιουργος παντων «ορατων τε και αορατων».
Εισηγαγε τον ορο «ομοουσιος» για το β΄ προσωπο της Αγίας Τριαδος, τον Υιο του Θεου Πατερα ερμηνεύοντας αυθεντικως τους λογους του Κυριου, ο Οποίος διεκηρυξε οτι: «Εγω και ο πατηρ εν εσμεν» (Ιωαννου ι΄, 30).
Διεκηρυξε την προαιωνια υπαρξη του Υιου του Θεου συμφωνα με την διδασκαλια του ευαγγελιστού Ιωαννου: «Εν αρχη ην ο Λογος, και ο Λογος ην προς τον Θεον, και Θεος ην ο Λογος» (Ιωαννου α΄, 1).
Συνοψισε την πιστη της Εκκλησιας για το μυστηριο της ενανθρωπησεως του προσωπου του Κυριου μας Ιησου Χριστού στα επτα πρωτα αρθρα του Συμβολου της Πιστεως.
Δηλωσε το αναλλοίωτο του προσωπου του Ιησου Χριστού κατα τον λογο του Αποστολου Παύλου «Ο Ιησούς Χριστος χθες και σημερον ο αυτος εις τους αιωνας» (Προς Εβραίους ιγ΄, 8).
Η Εκκλησια, εξαιτιας της σημασιας που εχει το Συμβολο της Πιστεως στην ζωη των πιστων, εκρινε απαραίτητη προϋποθεση για την συμμετοχη των πιστων στα Μυστηρια του Ιερού Βαπτισματος και της Θείας Λειτουργιας, την ομολογια στην πιστη της Α΄ Οικουμενικης Συνοδου.
Παραλληλως, ενέταξε το Συμβολο της Πιστεως στις Ιερες Ακολουθιες που τελούνται στην θεία λατρεία της Εκκλησιας μας.
Μετά πατρικών ευχών και αγάπης εν Κυρίω,
† Ο Αθηνών Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
† Ο Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος
† Ο Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ
† Ο Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης Εφραίμ
† Ο Πειραιώς Σεραφείμ
† Ο Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας, Μήλου, Δήλου και Μυκόνου Δωρόθεος
† Ο Γρεβενών Δαβίδ
† Ο Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς Ιουστίνος
† Ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Στέφανος
† Ο Σισανίου και Σιατίστης Αθανάσιος
† Ο Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου Ιερόθεος
† Ο Θεσσαλονίκης Φιλόθεος
Ο Αρχιγραμματεύς
Αρχιμ. Ιωάννης Καραμούζης
[1] Νεαρά ρλα´, κεφ. α´, πρβλ. Βασιλικών βιβλ. ε´, τιτλ. Γ´, β´.