Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος (μοναχός Γεράσιμος Δοχειαρίτης), Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών († 2012)
Το έργο κυρίως των Πατέρων και Διδασκάλων στις καίριες και πρωτότυπες στιγμές τους, συντελέστηκε με ιδιαίτερο φωτισμό του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό η Εκκλησία στις καίριες στιγμές της πατερικής θεολογίας, την οποία γενικά χαρακτηρίζει ιερή Παράδοση, αποδίδει κύρος και σημασία ίση με εκείνη πού αποδίδει στην Αγία Γραφή, προπαντός όταν έχει κυρώσει την Θεολογία αυτή με Σύνοδό της, και μάλιστα Οικουμενική.
Η θεία αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός και το έργο του για την σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος, Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος θεολόγος χαρακτηρίζει «μεταθέσεις βίων» και «σεισμούς». Το τελευταίο στάδιο αρχίζει με την Πεντηκοστή, πού συνεχίζεται στον χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστομος, ΡΟ 50, 454 εξ.). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστική δράση του άγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν «ελπίδος συμπλήρωσις» (Γρηγόριος Θεολόγος, ΡG 36, 456ΑΒ), διότι «θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν» (Χρυσόστομος, ΡG 59, 424). Ό Κύριλλος «Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεται σαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι «ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής» (ΡG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στην συνέχεια ότι το φωτιστικό έργο του Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Η βεβαιότητα των Πατέρων για τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της θεολογίας τους, ως οφειλόμενης στο άγ. Πνεύμα, στηρίζεται στους λόγους του Κυρίου, πού είναι και οι «αποχαιρετιστήριοι» προς τους μαθητές του:
«Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ίωάν. ίο ‘ 25-26).
«Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, άλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι, όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ίωάν. ιστ’ 12-13).
Η τομή πού οι λόγοι αυτοί κάνουν στο πρόβλημα της φανερώσεως της αλήθειας, είναι βαθιά και αποτελεί σταθερό θεμέλιο προς αξιολόγηση της πατερικής προσφοράς σχετικά με την αλήθεια. Σύμφωνα με τους λόγους αυτούς και την ορθή πατερική κατανόηση τους, ο Χριστός είχε και άλλους λόγους να ειπεί και άλλες διδασκαλίες να δώσει στους μαθητές, πού δεν είπε και δεν έδωσε. Ο Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, θα οδηγούσε σ’ ολόκληρη την αλήθεια, θα δίδασκε τα πάντα (όσα είναι αναγκαία).
Το έργο του Παρακλήτου δεν προϋποθέτει ατέλεια στην αποκάλυψη του Κυρίου. Ο Ίδιος άλλωστε είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και είναι η αυτοφανέρωση της αλήθειας. Άρα η αποκάλυψη της αλήθειας στο πρόσωπο του Χριστού είναι και γνήσια και τέλεια. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ο Χριστός, πού είναι η αλήθεια, εξαντλήθηκε; Εξαντλείται η άπειρη αλήθεια; Ασφαλώς όχι. Έτσι, αυτοαποκάλύπτεται ο Θεός εν Χριστώ για τη σωτηρία μας, διδάσκει για το πρόσωπο Του ό,τι εξασφαλίζει την σωτηρία στον άνθρωπο, επιτελείται η επίγεια οικονομία του Χριστού. Όμως, οι συζητήσεις για Τριαδολογία ή Χριστολογία απέδειξαν ότι, ενώ οι πιστοί έχουν την σώζουσα αλήθεια Χριστός, χρειάζονταν βαθύτερη κατανόηση αυτής, ώστε να απαντήσουν στην κακοδοξία λ.χ. του Αρείου, όπως με το φωτισμό του Πνεύματος έπραξε ο Μ. Αθανάσιος κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Αποτελεί ανυπέρβλητο μυστήριο το ότι, ενώ μετέχουμε στον Χριστό, δε γνωρίζομε σε άπειρο βαθμό την άπειρη αλήθεια Χριστός. Μετά από αυτά προσεγγίζουμε καθαρότερα το πνεύμα της υποσχέσεως του Κυρίου σχετικά με την αποστολή του Παρακλήτου να οδηγήσει σ’ ολόκληρη την αλήθεια και να διδάξει τα πάντα. Έτσι εξηγείται και η προοδευτική προβληματική στους κόλπους της Εκκλησίας σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, μολονότι και ο ίδιος ο Χριστός μίλησε περί Εαυτού και οι Απόστολοι έγραψαν εξηγώντας το έργο Του. Πρώτα δημιουργείται το θέμα της τριαδολογίας. Έπειτα συζητείται το είδος της σχέσεως των θείων προσώπων, τότε το αγ. Πνεύμα οδήγησε στην αλήθεια ότι ο Χριστός πού είναι Υιός του Πατρός, είναι ομοούσιος, έχει την αυτή φύση και είναι ισοδύναμος προς τον Πατέρα. Αργότερα θα τεθεί το πρόβλημα της σχέσεως των δύο φύσεων του Χριστού.Και αφού λυθεί και τούτο, θα συζητηθεί η σχέση των ενεργειών των δύο φύσεων του Χριστού.
Την προοδευτικά αυτή μεγαλύτερη κατανόηση της αληθείας πραγματοποιεί το άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ορισμένα μέλη της Εκκλησίας, τα όποια έτσι γίνονται Πατέρες και Διδάσκαλοι.
Μετά απ’ όσα εκθέσαμε, προβάλλει το ερώτημα: τι είναι η θεολογική προσφορά των Πατέρων, ή μάλλον τί είναι η αλήθεια πού εκφράζουν σαν μεγαλύτερη κατανόηση της αλήθειας πού ήδη έχει δηλωθεί στην Γραφή και στην Παράδοση; Κατ’ αρχήν, αφού πρόκειται για περαιτέρω κατανόηση, δεν έχουμε νέα αλήθεια. Αυτό αποκλείεται. Ο άγιος Ειρηναίος, πού μιλάει για το τί μπορεί να προσφέρει επιπλέον («πλείον», «πλέον») ο καλός θεολόγος, σημειώνει εμφαντικά ότι δεν φέρνει νέο Χριστό ή άλλο δημιουργό Θεό, αλλά κατά κάποιο τρόπο εισέρχεται βαθύτερα στις αλήθειες αυτές κι επεξεργάζεται θέματα της Θείας Οικονομίας, δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματα πού γεννιούνται σε όσους ζουν τις παραπάνω αλήθειες. Αφού, επομένως, δεν έχουμε νέα αλήθεια, πρόκειται περί διασαφήσεως ή ερμηνείας της υπάρχουσας.
Στον Β’ Θεολογικό του Λόγο, που αποτελεί θαυμάσια εισαγωγή στο λειτούργημα της θεολογίας, ο αγ. Ερηγόριος ο Θεολόγος προσγράφει στο άγιο Πνεύμα τον ρόλο του «εμπνείν» και στον «Λόγο εις την Πεντηκοστήν» παρακαλεί: «παρέστω μοι το Πνεύμα και διδότω λόγον» (ΡG 36, 436 και 172 ΑΒ. Πρβλ. ΡG 35, 1121C – 1124D) σχετικά με το ότι είναι το ίδιο το άγιο Πνεύμα. Πίστευε δηλ. ότι δεν μπορούσε να θεολογήσει χωρίς να έχει στο ιερό τούτο έργο επίκουρο κατά τρόπο συγκεκριμένο το αγ. Πνεύμα. Εκείνος πού θεολογεί με τις προϋποθέσεις αυτές, δεν πρόκειται βέβαια να λάβει εμπειρία της αληθείας στην απειρία της, δε θα γνωρίσει «το πάν», την αλήθεια σ’ ολόκληρο το βάθος και το εύρος της, αλλά θα επιτύχει απλώς «πλέον», περισσότερο, εκείνου πού πέτυχε «άλλος» στην Παράδοση της «Εκκλησίας (Λόγος Λ, ΡG 36, 125ΒC). Ο θεολόγος δε αυτός, πού πετυχαίνει στο χώρο της αληθείας «το πλέον», καλείται από τον Γρηγόριο «άριστος» και είναι απόλυτα το ιερό πρόσωπο, το όποιο και ή όλη Εκκλησία ονομάζει Πατέρα και Διδάσκαλο.
Άρα η συμβολή του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας είναι προσθήκη εμπειρίας (και άρα γνώσεως) της αληθείας. Η Εκκλησία δηλαδή, προκύπτοντας μέσω του Διδασκάλου της στην χαρισματική γνώση της αληθείας, έχει και ζει κάποτε-κάποτε το φαινόμενο της αυξήσεως όχι της αλήθειας, αλλά της εμπειρίας της αληθείας. Η ίδια η αλήθεια ούτε αυξάνει ούτε μικραίνει, διότι είναι ταυτόσημη με την θεία πραγματικότητα. Εκείνο πού μόνο μπορεί να συμβεί, είναι να ικανωθεί ο άνθρωπος για ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας. Με τον τρόπο αυτό έχουμε, ανάλογα με τα εμφανιζόμενα προβλήματα κατά καιρούς, «συμπλήρωση» της εμπειρίας μας από την αλήθεια. Στήν συνήθη όμως θεολογική ορολογία, αλήθεια ονομάζουμε και την θεία πραγματικότητα καθεαυτήν και την εμπειρία της ή την γνώση της. Τούτο προκαλεί σύγχυση και παρεξηγήσεις. Εμείς θέλουμε να κάνουμε σαφές ότι στους Πατέρες, πού πραγματικά αυξάνουν την διδασκαλία – Παράδοση της Εκκλησίας, έχουμε μόνο προσθήκη εμπειρίας και γνώσεως της αληθείας, σύμφωνα με όσα σχετικά εξήγησε ο Μ. Βασίλειος, αντιμετωπίζοντας την ίδια παρεξήγηση:
Στην Εκκλησία δεν πρέπει να προσθέτουμε αλήθειες, άλλ’ ούτε και δόγματα «εκτός του εκ προκοπής τίνα αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντας κατά την προσθήκην της γνώσεως» (Μ. Βασιλείου, Επιστολή 223,5 Προς Ευστάθιον ΡG 32, 829Β).
Η προκοπή και η αύξηση, για τις όποιες μιλάει εδώ ο Μέγας Βασίλειος, είναι αποτέλεσμα εισόδου στο «απόθετον κάλλος» του γράμματος της Γραφής εξηγεί ο Γρηγόριος θεολόγος, (ΡG 36, 156CD) ή στο «κεκρυμένον» πλούτο της Γραφής (Χρυσόστομος, ΡG 54, 535). Οτιδήποτε όμως αυθεντικό για την θεία αλήθεια είπαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, οφείλεται στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό αποτελεί πίστη μας και φρόνημα μας και ήθος μας.