Ο Δανιήλ διάλεξε για συνεργάτες τρεις σπουδαίους νέους Ισραηλίτες, τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και τους τοποθέτησε σε μεγάλες θέσεις του βασιλείου. Κάποτε, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας έβαλε κι έφτιαξαν ένα τεράστιο άγαλμά του, 40 μέτρα ψηλό και διέταξε: «Όταν σαλπίσουν οι σάλπιγγες, όλοι οι υπήκοοί μου να πέσουν στη γη, να προσκυνήσουν το άγαλμά μου. Όποιος δεν προσκυνήσει, να ριχτεί στο καμίνι και να καεί». Σάλπιζαν οι σαλπιγκτές κι όλος ο λαόςέπεφτε στα γόνατα και προσκυνούσε το χρυσό άγαλμα του βασιλιά. Οι τρεις νέοι όμως, ο Σεδράχ, ο Μισάχ κι ο Αβδεναγώ (των οποίων τα εβραϊκά ονόματα ήταν Ανανίας, Αζαρίας και Μισαήλ), δεν προσκυνούσαν. Αυτοί ήξεραν ότι μόνο τον Θεό τον αληθινό πρέπει να προσκυνούμε.
Κάποιος πρόδωσε στον βασιλιά τους τρεις νέους. Εκείνος τους κάλεσε να παρουσιαστούν μπροστά του:
– Γιατί παραβαίνετε την εντολή του βασιλιά σας και δεν προσκυνάτε το χρυσό άγαλμά μου; Δε σέβεστε τη διαταγή μου;
– Βασιλιά, και σε σεβόμαστε και σε υπηρετούμε πιστά. Η πίστη μας όμως στον αληθινό Θεό λέει πως δεν πρέπει να προσκυνούμε κανέναν άλλον, παρά μόνον τον Θεό.
– Όσο κι αν σας εκτιμώ, θα διατάξω να σας ρίξουν στη φωτιά. Δεν ξέρετε ότι η απόφασή μου είναι, όποιος δεν προσκυνήσει, να ριχτεί στο καμίνι; Θα πάτε τώρα κιόλας να συναντήσετε τον Θεό σας. Γιατί, τι νομίζετε; Απ΄ το καμίνι ποιος μπορεί να σας σώσει;
– Έχουμε απάντηση, βασιλιά. Εκείνος που έπλασε το σύμπαν, τη γη, τον ήλιο και τ΄ αστέρια, τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους. Εκείνος μπορεί κι απ΄ τη φλόγα του καμινιού να μας σώσει.Θύμωσε ο Ναβουχοδονόσορας. Διέταξε ν΄ αναφτεί το καμίνι επτά φορές περισσότερο. Οι φλόγες του να φτάνουν ψηλά, ως 30 μέτρα και σ΄ αυτό το φοβερό καμίνι να ριχτούν οι τρεις νέοι. Όπως το είπε ο βασιλιάς, έτσι έγινε.
Ο κόσμος που μαζεύτηκε περίμενε να δει να καίγονται στη στιγμή τα τρία παλικάρια. Μα έγινε το θαύμα, όπως το πίστευαν ο Ανανίας, ο Αζαρίας κι ο Μισαήλ: Άγγελος Κυρίου φανερώθηκε μαζί τους στη μέση της φωτιάς. Οι φλόγες παραμέρισαν. Σαν δροσερό αεράκι, σαν τη δροσιά που πέφτει από τον ουρανό τα ξημερώματα, έτσι ήταν το κέντρο του καμινιού.
Τρέξαν οι άνθρωποι του βασιλιά να πουν το θαύμα: «Τρεις βάλαμε μέσα στο καμίνι, τώρα τέσσερις είναι. Όχι μόνο δεν καίγονται, αλλά τριγυρίζουν μέσα στις φλόγες χαρούμενοι και ψάλλουν».
Όλοι το είδαν το θαύμα. Οι τρεις νέοι, στη μέση της καμίνου με τις μεγάλες φλόγες, σώοι και χαρωποί έψαλλαν: «Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον. Τόν Κύριον ὑμνοῦμεν καί ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰώνας».
Σ.Γ.Α.