Παντελής Πάσχος, Καθηγητής Αγιολογίας-Υμνολογίας – Ποιητής – Θεολόγος
ΜΕΣΑ στις ποικιλώνυμες πορείες των σημερινων ανθρώπων που γίνονται για την ειρήνη, για τις φυλετικές διακρίσεις, για τα ίσα δικαιώματα, για τις διάφορες «ελευθερίες» κ.λ.π., ο εμπνευσμένος υμνογράφος της Εκκλησίας μας προσκαλεί αυτές τις μέρες τον ορθόδοξο κόσμο σε μια καινούργια πορεία: στη μυστική πορεία που μας φέρνει σ’ένα σκοτεινό και άσημο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Κι ακούγεται ο ψάλτης μέσα στα χαράματα του όρθρου, να ψέλνει κατανυκτικά το προσκλητήριο αυτό, για την ευλογημένη μας πορεία:
Δεύτε ίδωμεν,πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός·
ακολουθήσωμεν λοιπόν, ένθα οδεύει ο αστήρ,
μετά των Μάγων Ανατολής των Βασιλέων.
Άγγελoι υμνούσιν, ακαταπαύστως εκεί.
Ποιμένες αγραυλούσιν, ωδήν επάξιον·
Δόξα εν υψίστοις λέγοντες,
τω σήμερον εν Σπηλαίω τεχθέντι,
εκ της Παρθένου και Θεοτόκου,
εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Η πορεία για τη Βηθλεέμ έχει μιαν ανυπολόγιστη σημασία για τον άνθρωπο και δεν συγκρίνεται με καμμιάν από όσες οργανώνονται για το καλό τάχατες του ανθρώπου. Γιατί η πορεία προς το ταπεινό σπήλαιο είναι πνευματική· και το αστέρι που θα φέγγει την πορεία μας, μέσα στις κρύες νύχτες δίχως φως και δίχως ζεστασιά, είναι το γλυκό αστέρι της Αγάπης, που είναι σα να το βαστάει το ίδιο το χέρι του Θεού, εκεί καταμεσίς στον πνευματικό ουρανό μας, και φέγγει όλους τους ανθρώπους που πορεύονται με ταπεινή και καθαρή καρδιά προς το φτωχικό σπήλαιο της Βηθλεέμ. Κι αv κάποιοι άνθρωποι σημερινοί -δίχως ποίηση, δίχως αγάπη, δίχως ταπείνωση- μας πουν, πως ταξιδεύοντας στον ουρανό με δορυφόρους δεν συνάντησαν ούτε το Θεό ούτε τους Αγγέλους του, ούτε το Αστέρι της Βηθλεέμ, εμείς πρέπει να ιδούμε ποιος τους δασκάλεψε να πουν αυτές τις μωρές πεζότητες, που δείχνουν πως δεν έχουν μέσα τους κανέναν ουρανό, κ’ επομένως δεν πρόκειται, με τέτοιους τρόπους εγωϊστικούς και επηρμένους, να ιδούνε το Θεό ή τους Αγγέλους ή τ’ Αστέρι, που μας φέρνει και μας οδηγεί με ασφάλεια στο θείο Σωτήρα, στο Χριστό.
Αυτές τις μέρες γινόμαστε -εξωτερικά, αλίμονο, τις περισσότερες φορές- πιο φιλέορτοι και πιο φιλόχριστοι. Θυμούμαστε τα παιδικά μας χρόνια και την εκκλησιά του χωριού μας, oι ξενητεμένοι, και δακρύζουμε. Όλοι σχεδόν αποφασίζουμε ν’αφήσουμε τις φροντίδες και τις καθημερινές βιοτικές μέριμνες και να «γιορτάσουμε» τα Χριστούγεννα. Σ’αυτό θα μας βοηθήσουνε πολλοί παράγοντες -να γιορτάσουμε δηλ.με όση κοσμικότητα επιβάλλεται απ’ τα έθιμα ή τον καινούργιο θεό του τουρισμού, που ξεσηκώνει την oικoγένεια και τη σκορπίζει στους πέντε ανέμους, για να γιορτάσουν «γραφικώτερα» τα Χριστούγεννα. Βέβαια δεν θα λείψουν απ’ την ατμόσφαιρα της γιορτής κ’ oι πανηγυρισταί των, εφημερίδων. Εκείνοι που ως τα χτες, όλον τον χρόνο, βουτούσαν την πέννα τους στις μεγαλύτερες βρωμιές, από κάθε άποψη και κλίμα, και μας έδιναν τα πιο άνοστα και τα πιο ακαλαίσθητα πορνογραφήματα και βαναυσουργήματα, θά’ρθουν τώρα κοντά στο στασίδι που ψέλνει με σεμνότητα ο Παπαδιαμάντης κι ο Μωραϊτίδης τα χριστουγεννιάτικα, και θ’ αρχίσουν κι αυτοί να μιμούνται το ψάλσιμό τους. Κι αν τυχόν καταλάβουν τήν παραφωνία τους και σιωπήσουν, θά παραλάβουν -όπως κάθε χρόνο δα μας έχουν συνηθίσει- τους δυο Σκιαθίτες, και, λέγοντας τις χιλιοειπωμένες αναμνήσεις με κοινότοπα αναμασήματα, θα παραστήσουν τους πνευματικούς ανθρώπους που συμμετέχουν στο μεγάλον εορτασμό των Χριστουγέννων, δίχως μια λέξη να μας πουν για το υπερφυές, το «ξένον και παράδοξον μυστήριον» της ενσαρκώσεως του θείου Λόγου. Το να μιλάς, όμως, για τον Παπαδιαμάντη και το Μωραϊτίδη τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, επειδή το καλεί η περίσταση και η επικαιρότητα, δίχως να συγγενεύεις πνευματικά με τον κόσμο τους και δίχως να προσπαθείς να μιμηθείς τον ενάρετο βίο τους ή ό,τι τέλος πάντων καλό τους αναγνωρίζεις πως είχαν κατορθώσει, δείχνει πως η πορεία σου για τη Βηθλεέμ δεν είναι σωστή, ή δεν έγινε καθόλου αυτή η πορεία, κι ούτε την αισθάνεσαι σαν ανάγκη. Είσαι ένας βολεμένος ανθρωπάκος, που δεν ξέρεις τι σου λείπει, όταν ζεις δίχως το ζεστό εκείνο αστέρι και δίχως τη γέννηση τής Βηθλεέμ. Και στη θέση αυτών των λογοτεχνών ή δημοσιογράφων, που χριστιανίζουν αυτές τις μέρες δίχως να νιώθονν τίποτε βαθύτερο, έξω από μια νοσταλγία των παιδικών τους χρόνων με τ’ απαραίτητα χριστουγεννιάτικα αναπολήματα, βρίσκονται και πολλοί άλλοι χριστιανοί, που γιορτάζουν επιφανειακά, κοσμικά και μ’ έναν τρόπο σαρκικό τα Χριστούγεννα. Μα όσοι επιθυμούν να αισθανθούν κάτι πνευματικώτερο, κάτι βαθύτερο και συγκλονιστικώτερο για τη ζωη της ταλαιπωρημένης μας ψυχής, δεν φτάνει να διαβάσουν την επίκαιρη φιλολογία που προσφέρουν οι κάθε λογής φυλλάδες. Πρέπει να ξεκινήσουν -ήδη πρέπει νάχουν ξεκινήσει από μέρες τώρα- για τη μακρινή πολίχνη, της Ιουδαίας, τη φτωχική Βηθλεέμ. Να περπατήσουν πολύ, με οδηγό το λαμπερό αστέρι της αγάπης και της ταπεινώσεως, για να βρουν τη φάτνη. Κι αφού προσκυνήσουν το θείο Βρέφος, να κοινωνήσουν το «ξένον και παράδοξον μυστήριον». Δίχως αυτή την κοινωνία του Μυστηρίου, η Γέννηοη του Χριστού είναι ένα γεγονός, που περνά έξω από την ψυχή μας, ένα γεγονός αδιάφορο. Αν ο Χριστός δεν γεννηθεί μυστικά στη μέσα μας Βηθλεέμ, και δεν κοινωνήσουμε προσωπικά την ενανθρώπησή του, η σκοτεινή σπηλιά της καρδιάς μας ποτέ δεν πρόκειται να γίνει ουρανός, όπως έγινε τότε, πριν δυο χιλιάδες χρόνια, όταν «ο αχώρητος παντί, εν τη γαστρί της Παρθένου εχωρήθη» και γεννήθηκε στο ταπεινό σπήλαιο.
Το «ξένον και παράδοξον μυστήριον» της ενσαρκώσεως πρέπει να το πλησιάσουμε με ταπείνωση και με καθαρότητα σαρκός και πνεύματος. Όσοι δουλεύουμε ασταμάτητα στην ηδονή τη σαρκική, πολύ λίγες ελπίδες έχουμε να προσεγγίσουμε την άχραντη Γέννηση του Κυρίου. Kαι είναι, βέβαια, αδύνατο, όταν ζούμε μέσα στην αμαρτία, ν’αξιωθούμε το μέγα αγαθό, να αισθανθούμε δηλαδή πνευματικά να γίνεται μέσα μας η θεία Γέννηση κ’ η ενανθρώπηση του Χριστού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει κάπου το λόγο του Πλάτωνος, πως ο μη καθαρός δεν είναι δυνατό, δεν επιτρέπεται να προσεγγίσει τον καθαρό: «μη καθαρώ, καθαρού εφάπτεσθαι ου θεμιτόν». Καί συμπληρώνει: «καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τώ καθαρώ προσομιλητέον». Μπορεί και χθες και σήμερα να ζήσει -αφού ο Χριστός «χθες και σήμερον ο αυτός» -o χριστιανός το μυστήριον της ενανθρωπήσεως, αφού καθαρίσει με το θείο λουτρό της Εκκλησίας το σπήλαιο της μέσα του Βηθλεέμ. Ο φιλάνθρωπος Θεός έρχεται να γεννηθεί και σήμερα μέσα μας, αρκεί να το θελήσουμε. Μας το βεβαιώνει ο θείος Μάξιμος, λέγοντας στα «θεολογικά» του κεφάλαια: «o του Θεού Λόγος, εφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, αεί γεννάται θέλων κατά πνεύμα τοις θέλουσι και γίνεται βρέφος, εαυτόν εν εκείνοις διαπλάττων ταις αρεταίς». Αυτό το θείο βρέφος, που έρχεται από αγάπη και φιλανθρωπία να γεννηθεί μέσα μας, μεγαλώνει και διαπλάθεται από την αύξηση των αρετών μας. Δίχως τις αρετές ούτε γεννιέται μέσα μας -όσα Χριστούγεννα κι αν γιορτάσουμε- ούτε μεγαλώνει το βρέφος της Βηθλεέμ. Ο Χριστός, με τη θεία του Γέννηση, κατέβασε τον ουρανό στη γη κι ανέβααε τη γη στον ουρανό. Αυτό θα πει, πως έγινε ο Θεός άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό. Πρώτα ο Θεός είχε μεταδώσει απ’ το Πνεύμα τον στον άνθρωπο, για να τον φτιάσει κατ’ εικόνα. Τώρα, στη δεύτερη αυτή κοινωνία Θεού και ανθρώπου, ο Θεός για να σώσει και τη φθαρμένη σάρκα του ανθρώπου, παίρνει σάρκα. απ’ την πάναγνη Μαρία, για να θεοποιήσει την ανθρώπινη φύση μας. «Δευτέραν κοινωνεί κοινωνίαν -λέγει ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος- πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν, όσω, τότε μεν του κρείττονος μετέδωκε, νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος». Κι αυτό είναι, που δείχνει και στον πιο δυσκολόπιστον άνθρωπο, το μέγεθος της αγάπης του Θεού, ότι «δι’ ημάς κατέβη μέχρι του χείρονος· σάρκα γάρ είναι ψυχής ευτελέστερον, πας των ευ φρονούντων ομολογήσει» (Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Αυτό το βάθος της συγκαταβάσεως και της ταπεινώσεως που έδειξε ο Χριστός με την θεία κένωσή του και την ενανθρώπησή του, βεβαιώνει και πόσο μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην ένωση με το Θεό. Αυτού κρύβεται ένα βαθύ μυστήριο. Και χρειάζεται μεγάλη πίστη ο άνθρωπος, δίχως αμφιβολίες και χωρίς δυστροπίες του ορθού λόγου -που βασανίζεται για τα υψηλά, αλλά, μη μπορώντας να γαντζωθεί απ’ τον ουρανό στέρεα, γλιστράει και πέφτει πάλι στη γη -για να ιδεί την ενανθρώπηση του Θεού «τοσούτον Θεόν ποιούσαν τον άνθρωπον, όσον αυτός γέγονεν άνθρωπος. Ο γαρ χωρίς αμαρτίας γενόμενος άνθρωπος, δήλον ότι χωρίς της εις θεότητα μεταβολής την φύσιν θεοποιήσει και τοσούτον αναβιβάσει δι’ εαυτόν, όσον αυτός διά τον άνθρωπον έαυτόν κατεβίβασεν» (Μάξιμος). Πρέπει εδώ, να ιδούμε το βάθος της θεολογικής θέσεως του αγ. Μαξίμου, που μας φανερώνει πόσο μακριά είναι η Αγάπη και ο τρόπος ενεργείας του Χριστού, απ’ τις διαλεκτικές και τις θεραπευτικές συνήθειες του κόσμου. Στο μυστήριο της θείας οικονομίας, βλέπουμε τις στερήσεις του Χριστού, να γιατρεύουν τις δικές μας στερήσεις και να μας δίνουν τις «έξεις», δηλ.τα διχαιώματα προς τη θέωση, και την παντοτινή μας ζωή με το Θεό. Η σάρκωση του Λόγου, έγινε η θέωσή μας. Η θεία του κένωση, έγινε η δική μας πλήρωση. Η συγκατάβασή του, έγινε δική μας ύψωση. Το πάθος του, δική μας απάθεια. Κι ο θάνατός του, μας έδωκε την ζωή την αιώνια. Έτσι ο Χριστός δεν ακολουθεί την ταχτική των γιατρών, που θεραπεύουν με τ’ αντίθετα φάρμακα ενα ανθρώπινο πάθος. Αλλά με το όμοιο γιατρεύει το όμοιο. Η «πτωχεία» του Θεού-Λόγου, γιατρεύει τη δική μας φτώχεια. Το πάθος, γιατρεύει τα πάθη μας. Ο θάνατός του, το δικό μας θάνατο. Η φθορά του, θεραπεύει τη δική μας φθορά. Kαι ο πόνος του, γενικά, γιατρεύει τον κάθε πόνο μας.
Η Γέννηση του Χριστού.θα παραμένει πάντοτε γιά τον άνθρωπο ένα μυστήριο «ξένον και παράδοξον». Γιατί ο Χριστός, κι όταν ακόμη γεννηθεί πνευματικά μέσα μας, δεν φανερώνεται παρά «όσov χωρείν επίστασαι τον δεχόμενον». Έτσι «αεί και φαινόμενος ο του Θεού Λόγος τοις τρόποις των μετοχών, αεί διαμένει κατα την υπερβολήν του μυστηρίου, τοις πάσιν αθέατος» (Μάξιμος). Όσο και να προσπαθήσει ο άνθρωπος με τη λογική του να εξιχνιάσει το μυστήριο της θείας ενάνθρωπήσεως, είναι αδύνατο να το κατορθώσει. Εκείνο που πρέπει να κάνει κανείς είναι να δοξάσει «απεριέργως» τον «ευδοκήσαντα τούτο γενέσθαι δι’ ημάς». Γιατί, πραγματικά, ποιος μπορεί με το λογικό του ν’ αποδείξει και να μας πει «πώς Θεού Λόγου γίνεται σύλληψις; πώς γένεσις σαρκός άνευ σποράς; Πώς γέννησις άνευ φθοράς; Πώς μήτηρ, η μετά τον τόκον διαμείνασα Παρθένος; Πώς ο υπερτελής, καθ’ ηλικίαν προέκοπτε; Πώς ο καθαρός εβαπτίζετο; Πώς διέτρεφεν ο πεινών; Πώς ο κοπιών εχαρίζετο δύναμιν; Πώς ο πάσχων εδίδου ιάματα; Πώς ο θνήσκων εζωοποίει; Και ίνα το πρώτον και τελευταίον είπω, πώς ο Θεός άνθρωπος γίνεται; Kαι το δη πλέον μυστηριωδέστερον, πως ουσιωδώς εν σαρκί καθ’ υπόστασιν ο Λόγος, ο κατ’ ουσίαν υποστατικώς όλος υπάρχων εν τω Πατρί; Πώς ο αυτός, και όλος εστί Θεδς κατά φύσιν, και όλος γέγονε κατά φύσιν άνθρωπος;… Ταύτα πίστις μόνη χωρεί τα μυστήρια, των υπέρ νουν και λόγον υπάρχουσα πραγμάτων υπόστασις», λέγει ο άγ. Μάξιμος.
Ειδικά για το θέμα της Παναγίας, που γέννησε τον Χριστό «άνευ σποράς και άνευ φθοράς», δηλ. έμεινε Παρθένος και μετά τη γέννηση του Χριστού, έχουμε συχνά προφητικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη, όπως στη φράση «αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπέρματος της γυναικός», στη βάτο την καιομένη και μη καταφλεγομένη, και σε πολλά άλλα σημεία. Αυτή την καιομένη βάτο σχολιάζει ποιητικά και ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος σ’ ένα εξαίρετο, στην απλότητά του, τετράστιχο:
Πυρ εν βάτω και -θαύμα!- ταύτην ου φλέγει.
Ου πυρ το πυρ·ου βατος εστίν η βάτος.
Και πυρ το πυρ, και βάτος εστίν η βάτος,
αλλ’ εικονίζει τον τόκον της Παρθένου.
Ωστόσο, πρέπει να πιστεύουμε, πως εκείνο που έγινε στην Παναγία Θεοτόκο «σωματικώς», να κατοικήσει δηλ. όλο το πλήρωμα της εν τω Χριστώ Θεότητος μέσα στη Θεοτόκο και να γεννηθεί απ’ τα παρθένα σπλάγχνα της, αυτό το ίδιο ακριβώς μπορεί να γίνει πνευματικά σε κάθε παρθενεύουσα ψυχή! Και τότε πια η παρουσία του Κυρίου δεν θα είναι σωματική αλλά πνευματική, του Χριστού «πνευματικώς εισοικιζομένου και τον Πατέρα εαυτού συνεισάγοντος», κατά την έκφραση του αγ.Γρηγορίου Νύσσης. Σ’ αυτό πάνω, ένας μεγάλος μυστικός της Ορθοδοξίας, ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, σημειώνει αυτά τα βαθιά σε νοήματα λόγια: «καλότυχος είναι εκείνος, οπού ιδεί το φως του κόσμου, ήγουν τον Χριστόν, πως εμορφώθη μέσα του· ότι αυτός θέλει νομισθή Μήτηρ Χριστού, έχοντας τον Χριστόν μέσα του, ωσάν βρέφος, καθώς ο αψευδέστατος υπεσχέθη μόνος του: «Μήτηρ μου και αδελφοί μου και φίλοι μου ούτοι εισίν, oι ακούοντες τον λόγον του Θεού και ποιούντες αυτόν»». Αυτό το «ποιούντες», στις μέρες των Χριστουγέννων, που είναι μέρες χαράς και πανηγύρεως, ίσως να φαίνεται κάπως αυστηρό. Αλλά οι αρετές δεν κατορθώνονται δίχως στερήσεις και θυσίες. Για τον ορθόδοξο χριστιανό, ο εορτασμός και πανηγυρισμός των Χριστουγέννων είναι πνευματικος. «Ας τιμήσωμεν», λέγει ένας παλαιός εκκλησιαστικός συγγραφέας, «την ημέραν την δεσποτικήν, ας δοξάσωμεν τον Χριστόν, όχι με χορούς, μέθαις και αργολογίαις· όχι με παιγνίδια και τραγούδια, και όσα χαίρεται ο δαίμονας όταν τα κάμνομεν· όχι με έξοδαις κακαίς και πολυφαγίαις, αλλά με ευχαριστίαις, με δοξολογίαις, με καθαράν καρδίαν, με όσα χαίρεται και δοξάζεται ο Θεός. Μη στολιζώμεσθεν, άνδρες τε και γυναίκες, ότι γη και χώμα θέλομεν γένει· μην υπερηφανευώμεσθεν εις ρούχα και στολίδια και φορεσίαις, ότι ο θάνατος μας απαντεχαίνει· μην πορνεύωμεν και μιαινώμεσθεν, ότι το πυρ το αιώνιον και η γέεννα του πυρός ετοιμάζεται διά τους τοιούτους· μη μεθύωμεν και πολυτρώγωμεν, ότι αύριον πάλιν θέλομεν πεινάσει, ωσάν να μην είχαμεν φάγει· τι κερδαίνομεν από την μέθην; τι αυγατίζομεν καλόν της ψυχής μας εάν πολυφάγωμεν και εξοδιάσωμεν; πόσοι επέρασαν τέτοιαις ημέραις, με παιγνίδια, με χορούς, μεθυσμένοι, εξοδιασμένοι! αλλά τώρα είναι χώμα μοναχόv εις την γην, και καλότυχοι εάν έκαμαν καλόν διά την ψυχήν τους. Τους πτωχούς, αδελφοί μου, ας θρέψωμεν, τους γυμνούς ας ενδύσωμεν, τους πεινασμένους ας χορτάσωμεν, τους διψασμένους ας ποτίσωμεν, τους ασθενείς ας κοιτάξωμεν, τους φυλακωμένους ας επισκεφθώμεν, τους ξένους ας φιλοξενήσωμεν, τους αμαρτωλούς ας κλαύσωμεν, τους αγίους ας επαινέσωμεν… τότε να ειπούμεν ότι εορτάσαμεν και επανηγυρίσαμεν: τότε να δεχθή και ο Θεός την εορτήν μας· τότε να χαρούσιν οι άγγελοι». Τότε να έρθει, για να κατοικήσει με την αγάπη του μέσα μας, το ξένον και παράδοξον Μυστήριον!
Από: Π.Β.Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1987.