Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Ιωαννίδης
Οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων μας έχουν παραδοθεί με πολλές ονομασίες, τις οποίες συναντούμε κυρίως στα έργα των Καππαδοκών Πατέρων. Οι κυριότερες είναι «η γενέθλιος ημέρα», «τα θεοφάνεια», «τα Επιφάνεια» και «τα Φώτα» (1).
Οι εκφράσεις γενέθλιος ημέρα ή τα γενέθλια αό τους αρχαίους χρόνους είχαν την έννοια ενός επετειακού εορτασμού κάποιου γεγονότος, όπως της γεννήσεως ένός προσώπου ή τα εγκαίνια κάποιου ιερού κτηρίου -συνήθως ιερού ναού-, ή γενικά κάποια επέτειο που έχει σχέση με μια ιερή φανέρωση και ως εκ τούτου λάμβανε θρησκευτική χροιά (2). Ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού την ονομάζει « γενέθλιον ημέραν » (3) και ο Αστέριος Αμασείας αναφερόμενος στην ίδια εορτή λέγει « γενέθλιον εορτάζομεν » (4). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για να δηλώσει την ημέρα της φανερώσεως του Θεού στους ανθρώπους « δια γεννήσεως », χρησιμοποιεί τη λέξη γενέθλια ως όρο τεχνικό: « η πανήγυρις είτουν Γενέθλια… εφάνη γαρ Θεός ανθρώποις δια γεννήσεως » (5). Εδώ βλέπουμε ότι ο Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη λέξη ως νεοεισαχθείσα ονομασία για τη συγκεκριμένη εορτή, αισθάνεται την ανάγκη να την εξηγήσει, προφανώς για να μπορέσει να καθιερωθεί στο λειτουργικό λεξιλόγιο, πράγμα που όπως φαίνεται συνέβη πολύ σύντομα, αφού ο Αμφιλόχιος Ικονίου χρησιμοποιεί την ίδια ονομασία χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση: « Η σήμερον των αγίων Χριστού του αληθινού θεού ημών γενεθλίων εστίν εορτή » (6).
Η λέξη θεοφάνεια χρησιμοποιείτο ήδη στις ελληνιστικές λατρείες, ιδιαίτερα του Διονύσου και του Ασκληπιού, με την έννοια κάποιας θεϊκής φανερώσεως (7). Οι χριστιανοί του Δ’ αιώνα θεωρούσαν ως θεοφάνεια τα ευαγγελικά γεγονότα, τις πράξεις των μαρτύρων που συναντούμε στα μαρτυρολογία και γενικότερα τη φανέρωση της θεότητας στους ανθρώπους (8), όπως για παράδειγμα τη θεία φανέρωση στο Μωυσή επάνω στο όρος Σινά (9), ή στον Παύλο κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό (10), αλλά προ πάντων την Ενανθρώπηση του Σωτήρα Χριστού.
Από τους Καππαδόκες Πατέρες ο Μέγας Βασίλειος δίνει με μεγαλύτερη σαφήνεια την ονομασία Θεοφάνεια στην εορτή των Χριστουγέννων εξηγώντας ταυτόχρονα και τη σημασία του περιεχομένου της : « όνομα θώμεθα τη εορτή ημών θεοφάνεια· εορτάσωμεν τα σωτήρια του κόσμου, την γενέθλιον ημέραν της α νθρωπότητος. Σήμερον ελύθη η καταδίκη του Αδάμ » (11). Η φράση όμως που ο ιερός Πατήρ χρησιμοποιεί, « τη εορτή ημών », δεν μας βοηθά να αντιληφθούμε αν με τη λέξη θεοφάνεια χαρακτηρίζει την πανήγυρη της 25ns Δεκεμβρίου ή της 6ns Ι ανουαρίου.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επίσης με την ίδια σαφήνεια εξηγεί το περιεχόμενο της λέξεως θεοφάνεια για την εορτή των Χριστουγέννων, που εορταζόταν όμως στις 25 Δεκεμβρίου: « Τα δε νυν θεοφάνεια η πανήγυρις… Εφάνη γαρ Θεός ανθρώποις δια γεννήσεως· το μεν ων, και αεί ων εκ του αεί όντος, υ πέρ αιτίαν και λόγον… το δε, δι’ ημάς γενόμενο ύστερον, ιν’ ο το είναι δους , και το ευ είναι χαρίσηται… Όνομα δε τω φανήναι, θεοφάνεια » (12) 100 . Αλλά και ο Ευσέβιος Καισαρείας πολύ νωρίτερα μιλώντας για το σπήλαιο της Γεννήσεως αναφέρει «τω της πρώτης Θεοφανείας άντρω» (13).
Ο ιερός Χρυσόστομος σε αντίθεση προς τους Κ αππαδόκες αποφεύγει να ονομάσει την εορτή των Χριστουγέννων θεοφάνεια, αλλά χαρακτηρίζει θεοφάνεια την εορτή της Βαπτίσεως, την οποία θεωρεί εξαρτώμενη από την εορτή της Γεννήσεως: « Η κατά σάρκα του Χριστού γέννησις. Από γαρ ταύτης τα θεοφάνεια και το Πάσχα το ιερόν και η Ανάληψή και η Πεντηκοστή την αρχήν και την υπόθεσιν έλαβον. Ει γαρ μη ετέχθη κατά σάρκα ο X ριστός, ουκ αν εβαπτίσθη, όπερ εστί τα θεοφάνεια » (14).
Η ονομασία τα Επιφάνεια σημαίνει γενικώς κάποια έμφάνιση, φανέρωση. Στην Παλαιά Διαθήκη συναντούμε τη λέξη αυτή με την έννοια της εμφάνισης του Θεού και της θ αυμαστής επέμβασής του στον κόσμο (15). Στην Καινή Διαθήκη σημαίνει είτε τη φανέρωση του Κυρίου, είτε την παρουσία του (16). Κατά τον Δ’ αιώνα ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγοντας « της ενσάρκου του Σωτήρος ημών επιφανείας » υποδηλώνει την Ενανθρώπηση του Σωτήρος Χριστού (17). Οι Καππαδόκες χρησιμοποιούν διαφόρους τύπους της λέξεως, είτε με τη γενική έννοια είτε με τη συγκεκριμένη των θείων εμφανίσεων ή φανερώσεων. Ο Γρηγόριος Νύσσης κάνει συχνή χρήση του ρήματος « επιφαίνομα ι» με την έννοια της επί γης θείας επιφανείας (18), ο δε Αστέριος Αμασείας αναφέρει ότι « ο Θεός επεφάνη τω καρτερώ… » (19). Ο Μέγας Βασίλειος για τη Γέννηση του Χριστού λέγει « τη επιφανεία του Κυρίου » (20) και για το Πάσχα « την μεγάλην ημέραν της επιφανείας αυτού (=του Κυρίου)» (21). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για την εορτή της Επιφανείας -πρόκειται, όπως έξηγήσαμε παραπάνω, για την εορτή της Γεννήσεως- αναφέρει « ην δε ημέρα των Επιφανειών » (22) και για την Πεντηκοστή « του Πνεύματος τιμήσαι την επιφάνειαν » (23).
Απ’ όσα άναφέραμε, δεν φαίνεται οι Καππαδόκες να χρησιμοποιούν την ονομασία Επιφάνεια για μία μόνο συγκεκριμένη εορτή, αλλά μάλλον ως ένδειξη της φανερώσεως και επιφανείας του Κυρίου, σε όποια εορτή και αν άρμοζε. Η πρώτη μαρτυρία που αναφέρει τα Επιφάνεια ως αποκλειστικά εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου είναι του ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος περί το 386 αναφέρει « ουχί η ημέρα καθ’ ην ετέχθη, αλλ’ η ημέρα καθ’ ην εβαπτίσθη, επιφάνεια λέγεται. Αυτή γαρ έστιν η ημέρα καθ’ ην εβαπτίσατο, και την των υδάτων ηγίασε φύσιν » (24). Τέλος η ονομασία τα Φώτα αποδίδει το θέμα της φανερώσεως της δόξης του Θεού «εν φωτί» και είναι άμεσα συνδεδεμένη εξ απόψεως εννοιολογικής με τα θεοφάνεια (25) , χαρακτηρίζει όμως παραδοσιακά την εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει: « Η αγία των Φώτων ημέρα, εις ην αφίγμεθα, και ην εορτάζειν ηξιώμεθα σήμερον… τιμήσωμεν το Χριστού βάπτισμα σήμερον » (26) και θέλει ασφαλώς να δείξει όχι γενικώς την εικόνα της Βαπτίσεως, αλλά αυτό που συμβολίζει το Βάπτισμα του Κυρίου. Λέγει χαρακτηριστικά: « Η γαρ αγία των Φώτων ημέρα… αρχήν μεν το του Χριστού βάπτισμα λαμβάνει, του αληθινού φωτός, του φωτίζοντος πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον· ενεργεί δε την εμήν κάθαρσιν και βοηθεί τω φωτί, ο παρ’ αυτού λαβόντες άνωθεν απ’ αρχής, εκ της αμαρτίας εζοφώσαμέν τε και συνεχέαμεν » (27) 5 . Ο βαπτισθείς Κύριος δηλαδή, το αληθινό φως, παρουσιάζεται ως λυτρωτής και φωτοδότης του κόσμου, που μας αξιώνει, όπως αλλού αναφέρει, να γινόμαστε και εμείς φώτα που θα φωτίζουν τον κόσμο και τους συνανθρώπους μας: « ως φωστήρες εν κόσμω ζωτική τοις άλλοις ανθρώποις δύναμις » (28).
Γενικότερα ο άγιος Γρηγόριος με αφορμή την ημέρα των Φώτων μας δίνει το θεολογικό συμβολισμό του φωτός, αρχίζοντας από το « φως το ακρότατον και απρόσιτον, και άρρητον », δηλαδή τον Θεό, και φθάνοντας μέχρι το « φως του βαπτίσματος » (29). Συνεπώς η εορτή των Φώτων, αν και σαφώς συνδεδεμένη με το βαπτισματικό χαρακτήρα της ημέρας, δεν οφείλει την ονομασία της στο Βάπτισμα, αλλά στο περιεχόμενό του, που είναι ο φωτισμός του ανθρώπου και ολόκληρης της κτίσεως. Γι αυτό και οι Καππαδόκες Πατέρες επιμένουν στο μυστικό συμβολισμό της εορτής, που ασφαλώς είναι οι σωτήριες για τον άνθρωπο θεολογικές αλήθειες. Ο Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά: «… άγων και περιφέρων ο χρόνος μνήμην αγίων μυστηρίων, καθαιρόντων τον άνθρωπον, α και την δυσέκνιπτον αμαρτίαν απορρύπτει της ψυχής και του σώματος- επανάγει δε προς το εξ αρχής κάλλος, όπερ ο αριστοτέχνης Θεός εφ’ ημίν διεπλάσατο » (30).
Ο συμβολισμός αυτός γίνεται σαφέστερος από τον Αστέριο Αμασείας, ο οποίος δηλώνει συγχρόνως και το περιεχόμενο της ε ορτής: « Φώτα πανήγυριν άγομεν, επειδή τη των αμαρτημάτων άφεσει, οίον εκ σκοτεινού τιν ος δεσμωτηρίου του προτέρου βίου, προς το φωτεινόν και ανεύθυνον αναγόμεθα » (31).
Συμπερασματικώς ως προς την ονομασία των εορτών μας, σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι σε γενικές γραμμές, μετά το διαχωρισμό των δύο εορτών, τα Χριστούγεννα λαμβάνουν την ονομασία τα Γενέθλια ή τα θεοφάνεια, ενώ η εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου λαμβάνει την ονομασία τα Επιφανεια ή τα Φώτα. Οι ονομασίες αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα με εξαίρεση τα Θεοφάνεια, που δηλώνει συνήθως την εορτή της Βαπτίσεως, και την προσθήκη της ονομασίας Χριστούγεννα για την εορτή της Γεννήσεως.