Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιερομόναχος Μακάριος στη διαθήκη του για τον τόπο εκείνο ότι «ην παντελώς ερημωμένος τη τε βάσει και λόχμη των δέντρων εκ πολλού έτους κεχερσωμένος, τοις θηρσί μόνοις προς κατοίκησιν πρόσφορος»[4]. Την περίοδο εκείνη ο τόπος ήταν έρημος, καθώς η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων κτίστηκε το 1740. Με πολύ κόπο, λοιπόν, γέροντας και υποτακτικός τον άγριο εκείνο τόπο «προς ημερότητα ήγαγον»[5] και έκτισαν κελλιά καθώς και τον ναΐσκο της Υπαπαντής του Κυρίου[6]. Μάλιστα σύμφωνα με την παράδοση η αγιογράφησή του έγινε από τον ίδιο τον Άγιο Νείλο, όπως αναφέραμε και παραπάνω. Ο τόπος εκείνος ωνομάσθηκε «Αγία Πέτρα»[7], επειδή ήταν τόπος ασκήσεως του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου και επειδή ο τόπος καταγωγής των δύο οσίων ήταν η κωμόπολη Άγιος Πέτρος της Κυνουρίας. Ως ορθόδοξοι μοναχοί «έδιδον πολλά τη θεωρία» αλλά επιδίδονταν και στο εργόχειρο, «ίνα μη εσθίωσιν άρτον αργόν», καθώς το ανθρώπινο πνεύμα δεν αντέχει στην ένταση της αδιαλείπτου «θεωρίας» [8].
Κύριο και πρωταρχικό τους όμως μέλημα και έργο αποτελούσε η νοερά προσευχή και ο νηπτικός βίος. Ο Όσιος Νείλος και ο θείος του, Μακάριος, υποβλήθηκαν σε αυστηρή άσκηση, νηστεία και αδιάλλειπτη προσευχή και απέφευγαν κάθε επικοινωνία με πρόσωπα. Την τροφή τους και οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν τα δέχονταν από μοναχό που επισκεπτόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα το σπήλαιο, ενώ σε κανέναν άλλο δεν ανακοίνωσαν την διαμονή τους εκεί. Η ζωή τους μακριά από τον θόρυβο του κόσμου και τις κοινωνικές συναναστροφές δεν τους στέρησε τις δωρεές της Θείας Χάριτος. Καθημερινά τελούσαν στο Παρεκκλήσιό τους την Θεία Μυσταγωγία «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας» μεταλαμβάνοντας των «θείων, αγίων, αχράντων, αθανάτων, επουρανίων και ζωοποιών, φρικτών του Χριστού μυστηρίων» καθώς και τις υπόλοιπες ακολουθίες του νυχθημέρου. Στο ναΐσκο της Υπαπαντής οι δύο Όσιοι διαρκώς εβίωναν την προσωπική τους Υπαπαντή δηλαδή την προσωπική συνάντησή τους με τον Κύριο. Σε κάθε δε Θεία Λειτουργία την στιγμή της Θείας Κοινωνίας δεν δέχονταν απλώς τον Χριστό στην αγκαλιά τους, όπως ο θεοδόχος Συμεών, αλλά μέσα τους. Σε τελική ανάλυση, όλος ο βίος τους ήταν μία «Αεί Υπαπαντή» [9].
[1] Για περισσότερα για τον Ὀσιο Πέτρο τον Ἀθωνίτη βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τὸν Ὅσιον Πέτρον τὸν Ἀθωνίτην, P.G. 150, 995-1040, Μωυσέως Ἁγιορείτου, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, 123-126.
[2] Χρυσοστόμου Επισκόπου Ροδοστόλου, Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2001, 298-299.
[3] Ιερά Μονή Παρακλήτου-Ιερόν Κελλίον Αγίου Νείλου, Άγιος Νείλος ο Μυροβλύτης, Άγιον Όρος 2011, σελ. 7-8.
[4] Ἀνυσίας [Μοναχής], Βίος και Ακολουθία του Οσίου Νείλου του Μυροβλύτου και Θαυματουργού, εκδ. Ι. Μονής Παναγίας Μαλεβή, Άγιος Πέτρος Κυνουρίας [χ.χ.], σελ. 21.
[5] Ἀνυσίας [Μοναχής], Βίος και Ακολουθία του Οσίου Νείλου του Μυροβλύτου και Θαυματουργού, εκδ. Ι. Μονής Παναγίας Μαλεβή, Άγιος Πέτρος Κυνουρίας [χ.χ.], σελ. 21.
[6] Το ναΐσκο της Υπαπαντής του Κυρίου, μας τον περιγράφει ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Ροδοστόλου, Χρυσόστομος: «Τρία επί δύο το εκκλησίδιο της Υπαπαντής του Κυρίου, ο άγιος τούτος χώρος του «παππού». Ένα υποτυπώδες τέμπλο ξεχώριζε το ιερό του βήμα, που χωρούσε μόνο εκείνον. Χωνευτές στον αγιογραφημένο απ’ τον ίδιο (δηλαδή τον Άγιο Νείλο) ανατολικό τοίχο, η πολύ μικρή αγία τράπεζα και η κογχούλα, που μόλις χωρούσε το άγιο δισκοπότηρο και του φωτισμού την λουσέρνα. Μικρούλικα και συνεχόμενα τα δωματιάκια των μοναχών της ολιγάριθμης συνοδείας, που συναγωνίζονταν στις αρετές και μετελάμβαναν απ’ τα άγια χέρια του των Αχράντων Μυστηρίων.», βλ. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου, Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2001, σελ. 297.
[7] Γεωργίου Απέργη, [Πρωτοπρεσβυτέρου], Βίος και Ακολουθία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Νείλου του Μυροβλύτου και Θαυματουργού, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1957, σελ. 12.
[8] Χρυσοστόμου Επισκόπου Ροδοστόλου, Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2001, σελ. 72-73.
[9] Ιερεμία Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, «Περίληψη κηρύγματος στην Υπαπαντή του Κυρίου», Απλή Κατήχηση 14(2008), σελ. 2.