Έτσι, μία ημέρα, έπρεπε να βρεθή στο χωριό, κοντά στο σπίτι των πνευματικών του τέκνων και τους ενημέρωσε ότι θα περνούσε, γιά να τους επισκεφθή. Επήρε, λοιπόν, ο γέροντας το γαϊδουράκι του, «Μάρκο» το εφώναζε, και κατέβηκε γιά το χωριό.
Εκεί τον επερίμεναν με χαρά τα πνευματικά του παιδιά.
Είχαν, μάλιστα, ετοιμάσει αρκετά λιτά και νήστιμα φαγητά.
Ο γέροντας όμως ήταν εγκρατής και έτρωγε λίγο. Ωστόσο ο οικοδεσπότης τον πίεζε να φάει, λέγοντάς του:
«Κάνε αγάπη γέροντα! Κάνε υπακοή και φάε και από αυτό, φάε και από εκείνο…».
Το αποτέλεσμα ήταν να δοκιμάσει ο γέροντας από όλα, που σημαίνει ότι, γιά τα δικά του δεδομένα, έφαγε λίγο περισσότερο. Όταν τελείωσαν το γεύμα, ο γέροντας τους ευχαρίστησε και επήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Στο δρόμο σταματήσανε σε έναν ποταμό, γιά να πιεί νερό ο "Μάρκος". Όταν το ζώο ήπιε, όσο ήθελε, ο γέροντας απευθυνόμενος στον γάϊδαρο του λέει:
«"Μάρκο", πιές λίγο νεράκι! "Μάρκο" κάνε υπακοή, δείξε αγάπη και πιές ακόμα λίγο νεράκι…».
Τίποτε… Ο "Μάρκος", «ανυπάκουος»…
Βλέποντας ο γέροντας, ότι ο γάϊδαρος δεν πίνει άλλο νερό, του λέει:
«Αχ "Μάρκο", εσύ έπρεπε να πας στο γεύμα και όχι εγώ…»!!