Η αγιότοκος Μικρά
Ασία καυχάται για την πλειάδα αγίων, ανδρών και γυναικών, των οποίων η βιοτή τη
λαμπρύνει και κοσμεί μέχρι σήμερα . Άσχετα αν λόγω του Ξεριζωμού, ουσιαστικά
δεν υφίστανται οι Μικρασιάτικες Εκκλησίες παρά μόνο οι τίτλοι των πάλαι ποτέ
διαλαμψασών μητροπόλεων και επισκοπών, αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου . Έτσι
ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες και Διδασκάλους του Δ΄ αιώνα μ.Χ. ο οποίος έζησε και
διακόνησε την Εκκλησία ως επίσκοπος, στη Μικρασία, κυρίως στη περιοχή της
Καισάρειας του Πόντου, είναι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης . Είναι ένας από τους πλέον
πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, κυρίως νηπτικών έργων, βαθύτατος
γνώστης των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και συνεχιστής
της διδασκαλίας του .
Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε
στο διάστημα μεταξύ 335 και 341 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ήταν το τέταρτο
παιδί του αγίου Βασιλείου του πρεσβύτερου και της αγίας Εμμελείας . Μέσα σ’
αυτό το κλίμα αρετής και πίστης, ανατράφηκε και έλαβε τα πρώτα μαθήματα
εγκύκλιας παιδείας από τον γηραιότερο αδελφό του, Βασίλειο . Την ιδιαίτερα
σπουδαία θεολογική και φιλοσοφική παιδεία που έλαβε, την οφείλει επίσης στις
επίμονες παραινέσεις και παροτρύνσεις του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποίο πάντα ο
άγιος Γρηγόριος τον αναγνώριζε σαν πνευματικό του πατέρα . Παρόλα αυτά δε
σπούδασε όπως ο αδελφός του σε κάποιο από τα μεγάλα μορφωτικά κέντρα της εποχής
. Βαπτίσθηκε σε νεαρή ηλικία και χειροθετήθηκε αναγνώστης . Δεν σκόπευε να
γίνει ιερέας και για αυτό το λόγο εντρύφησε ιδιαίτερα στις σπουδές ρητορικής με
σκοπό να γίνει ρητοροδιδάσκαλος και συνήγορος . Παντρεύτηκε μια ευσεβή και
σεμνή γυναίκα, την Θεοσέβεια με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κυνήγιο.
Για κάποιο διάστημα
έζησε στο ασκητήριο του αδελφού του, στις όχθες του Ίρι ποταμού, όπου επιδόθηκε
στη μελέτη των Γραφών και των δογμάτων της πίστης, καθώς και στην αδιάλειπτη
προσευχή . Εκεί ο αδελφός του, Βασίλειος, τον παρότρυνε να γράψει το πρώτο έργο
του, την πραγματεία «Περί Παρθενίας» . Σ’ αυτό το έργο ο άγιος Γρηγόριος
επαινεί την παρθενία με την οποία η ψυχή καθίσταται «Νύμφη Χριστού» και δηλώνει
τη λύπη του που ο ίδιος ως έγγαμος δεν μπορεί να βιώσει τα αγαθά του νηπτικού
βίου της παρθενίας .
Γύρω στο 372 μ.Χ. καλείται
από την Εκκλησία, στο πρόσωπο του αδελφού του, Βασιλείου, αρχιεπισκόπου
Καισαρείας, στο επισκοπικό λειτούργημα και κυρίως να βοηθήσει τους ορθοδόξους
στον αγώνα τους εναντίον των οπαδών του Αρείου . Έτσι, παρά τις όποιες
αντιρρήσεις που είχε, χειροτονείται το Πάσχα του 372 επίσκοπος Νύσσης, μιας
ασήμαντης πολίχνης της Καππαδοκίας . Δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς, καθώς
έτρεφε μεγάλο σεβασμό στον αδελφό του, τον οποίο ένοιωθε ως πνευματικό του
πατέρα . Ο άγιος Γρηγόριος όμως, σε καμία περίπτωση δεν διέθετε τις διοικητικές
ικανότητες του αδελφού του και την ευστροφία που χρειαζόταν ένας εκκλησιαστικός
ηγέτης για να αντιμετωπίσει τα φλέγοντα ζητήματα εκείνης της εποχής . Οι
αδέξιοι χειρισμοί του σ’ ορισμένα θέματα δυσκόλευαν περισσότερο το έργο του
αρχιεπισκόπου Καισαρείας, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που η αγαθότητα του τον
εμπόδισε ν’ αντιληφθεί τις ραδιουργίες των αρειανοφρόνων αντιπάλων του .
Δεν ήταν λίγες και
ευκαταφρόνητες οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του . Κατηγορήθηκε από
τους αρειανούς στις κρατικές αρχές, και πιο συγκεκριμένα στον έπαρχο του
Πόντου, Δημοσθένη, ότι δεν είχε εκλεχθεί σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, για
κατάχρηση και κακοδιαχείριση των οικονομικών της Εκκλησίας, καθώς και για
πληθώρα άλλων αντικανονικών πράξεων . Στο δρόμο του για να λογοδοτήσει στον
έπαρχο αρρώστησε άσχημα και παρέμεινε για δύο χρόνια κρυμμένος μακριά από την
επισκοπή του . Καταδικάσθηκε ερήμην από σύνοδο και αποφασίσθηκε η καθαίρεση του
και από τις αρχές η εξορία . Με τον θάνατο του Ουάλη, τον Αύγουστο του 378,
επέστρεψε στην Νύσσα, όπου έγινε δεκτός με πανηγυρικό τρόπο από το ποίμνιο του
.
Λίγο καιρό, όμως,
μετά, ο θάνατος του αδελφού του, Βασιλείου, την 1η Ιανουαρίου του
379, τον καθιστά κληρονόμο του πνευματικού έργου του και πλέον έχει τη ευθύνη
για τη συνέχιση του θεολογικού αγώνα εναντίον των κακοδόξων . Έτσι το φθινόπωρο
του 379 λαμβάνει μέρος στη σύνοδο της Αντιοχείας – προπαρασκευαστική σύνοδο
ουσιαστικά, της επερχόμενης Β΄ Οικουμενικής Συνόδου – η οποία σκοπό είχε την
επίλυση του Αντιοχειανού σχίσματος . Επίσης, σ’ αυτή τη σύνοδο υιοθετείται η
βασιλειανή θεολογία . Ο άγιος Γρηγόριος με την ευφράδεια, την ρητορική
δεινότητα, την βαθιά φιλοσοφική κατάρτιση, την νηπτική και ασκητική εμπειρία
της οποίας ήταν αυθεντικός εκφραστής και κυρίως την ορθόδοξη θεολογία με την
οποία πολέμησε τον Ευνόμιο Κυζίκου και τον Απολινάριο, αρχίζει να αποκτά κύρος
στις συνειδήσεις των ορθοδόξων και να θεωρείται διάδοχος και συνεχιστής του
Μεγάλου Βασιλείου .
Έτσι επιδόθηκε σε
μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης της εκκλησίας του Πόντου και χειροτόνησε τον
αδελφό του, Πέτρο, επίσκοπο Σεβάστειας, παρά το γεγονός ότι πιέστηκε έντονα να
αναλάβει ο ίδιος αυτή την επισκοπική έδρα . Στο διάστημα της παραμονής του στην
Σεβάστεια, όπως ο ίδιος γράφει γνώρισε πολλές στεναχώριες . Συμμετείχε στη Β΄
Οικουμενική Σύνοδο, το 381, στην Κωνσταντινούπολη και ως γνήσιος εκφραστής της
ορθόδοξης θεολογίας στα τριαδολογικά και πνευματολογικά ζητήματα που είχαν
ανακύψει, ανέτρεψε τα επιχειρήματα των αρειανών και των πνευματομάχων .
Αναγνωρίσθηκε από τους πατέρες που συμμετείχαν στη Σύνοδο ως «Στύλος της
Ορθοδοξίας» και του ανατέθηκε να εκφωνήσει τον επιτάφιο στον κοιμηθέντα κατά
την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, πρόεδρο της, Μελέτιο Αντιοχείας . Επίσης,
του ανατέθηκε η επίλυση της διαμάχης μεταξύ των επισκόπων Βαγαδίου και Αγαπίου
για την επισκοπή Βόστρων της Αραβίας . Έλαβε μέρος και σε άλλες αποστολές στην
περιοχή των Ιεροσολύμων και της Αραβίας .
Η θεολογική του
συμβολή στην επίλυση των δογματικών προβλημάτων τον κατέστησε θεολογική μορφή
της εποχής, ώστε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος με διάταγμα του τον ανακήρυξε ως τύπο
της Ορθοδοξίας στον Πόντο, ενώ ταυτόχρονα τον έκανε πνευματικό του σύμβουλο . Επίσης,
η μεγάλη ρητορική του δεινότητα, τον κατέστησε πρώτο ρήτορα του Ρωμαϊκού
imperium και έτσι εξεφώνησε τους επικήδειους λόγους στην κόρη του αυτοκράτορα,
Πουλχερία και αργότερα στην αυτοκράτειρα Πλακίλλα, το 385 . Το 386 πέθανε η
σύζυγός του, Θεοσέβεια . Μετά την αποχώρηση του αυτοκράτορα από το Βυζάντιο για
το Μεδιόλανο, φαίνεται ότι και ο άγιος Γρηγόριος αναχωρεί από την πρωτεύουσα
για την επισκοπή του στη Νύσσα . Πλέον αφιερώνεται στην ησυχία, στην προσευχή
και στη συγγραφή ασκητικονηπτικών και θεολογικών συγγραμμάτων . Τελευταία
πληροφορία που έχουμε είναι η συμμετοχή του σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το
394 και όλες οι πληροφορίες τείνουν στο ότι το ίδιο έτος κοιμήθηκε .
Ο άγιος Γρηγόριος,
όπως προαναφέραμε, είχε συμβάλλει στην επίλυση των θεολογικών προβλημάτων της
εποχής του . Ήταν άριστος γνώστης της
αρχαίας φιλοσοφίας και αυτό φανερώνεται από την ευρεία χρήση φιλοσοφικών όρων
στα θεολογικά συγγράμματα του . Σε καμία περίπτωση όμως δεν υπερτιμά τη
φιλοσοφία και κάνει εκλεκτική χρήση της . Από θεολογική συμβολή, θεμελίωσε τον
άνθρωπο ως εικόνα και ομοίωση του Θεού . Με την πτώση του ο άνθρωπος περιβάλλεται
τους «δερμάτινους χιτώνες» των παθών, της φθοράς και του θανάτου . Με την
είσοδο του, μέσω του βαπτίσματος, στην Εκκλησία, δηλαδή στο Σώμα του Χριστού, ο
άνθρωπος έχει τη δυνατότητα επανασύνδεσης με τον Θεό . Ο Γρηγόριος βλέπει τον
άνθρωπο ως «μεθόριο» μεταξύ υλικού και νοερού κόσμου . Η μόνη δυνατότητα που
έχει ο άνθρωπος για επανακοινωνία με τον Θεό είναι ο Χριστός . Ο άνθρωπος, δια
μέσου των Μυστηρίων, προοδεύει και αυξάνεται πνευματικά, ενώνεται ασύγχυτα με
τον άπειρο Θεό και γίνεται ιερέας της Κτίσεως, μεταμορφώνοντας την σε Εκκλησία.
Επίσης ο άγιος
Γρηγόριος, αντέκρουσε τις κακόδοξες απόψεις του Απολιναρίου, σύμφωνα με τις
οποίες ο Θείος Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα και όχι σάρκα και πνεύμα, όπως σωστά
δογματίζει η Εκκλησία . Η κακόδοξη θέση αυτή οφείλεται στη λανθασμένη ερμηνεία
που έκανε ο Απολινάριος στο Ιωάν. 1,14 . Ο άγιος Γρηγόριος αποδεικνύει το ότι,
αν δεν προσλάμβανε ο Λόγος ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, τότε δε θα θεραπευόταν
και δε θα ελευθερωνόταν από τα δεσμά του θανάτου και της αμαρτίας. «Το
απρόσληπτον και αθεράπευτον» όπως είχε διατυπώσει νωρίτερα ο μέγας Αθανάσιος .
Συνέχισε τον αγώνα του αδελφού του, εναντίον του εισηγητή του νεοαρειανισμού,
Ευνομίου . Ο Ευνόμιος συνέχεε ουσία και υποστάσεις, ταύτιζε τα ιδιώματα των
θείων προσώπων με την ουσία τους . Ο Μέγας Βασίλειος είχε κάνει διάκριση φύσεως
και υποστάσεων καθώς και το ότι η θεία ουσία είναι παντελώς απρόσιτη στον
άνθρωπο σε αντίθεση με το ιδίωμα της κάθε υπόστασης που είναι γνωστό στον
άνθρωπο .
Ο άγιος Γρηγόριος
διευρύνει την θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου και δείχνει ότι οποιοδήποτε όνομα
– χαρακτηρισμός του Θεού – απευθύνεται στο είναι του Θεού και σε καμία
περίπτωση στην απρόσιτη φύση Του . Κατά τον Ευνόμιο, τα ονόματα του Θεού,
διδάχθηκαν στον άνθρωπο από τον ίδιο τον Θεό και φανερώνουν την ουσία Του .
Σύμφωνα μ’ αυτόν τον συλλογισμό, όροι όπως «αγέννητος», αποτελούν γνώση της
θείας ουσίας . Ο άγιος Γρηγόριος αποδεικνύει το άτοπο της θέσης του Ευνομίου,
καθώς πέρα από το ότι είναι απρόσιτη η θεία ουσία, οι όροι επινοούνται από τον
άνθρωπο, ο οποίος καθοδηγείται από τις ενέργειες του Θεού στον κόσμο .
Άλλα σημεία, εξίσου
σημαντικά, της θεολογίας του είναι το ότι μίλησε για τον τρόπο υπάρξεως των
θείων προσώπων, στήριξε την ομοουσιότητα των τριών θείων προσώπων στη απόλυτη
ενότητα των ενεργειών τους, ενώ μίλησε με μεγαλύτερη σαφήνεια για τον τρόπο
προελεύσεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος . Ιδιαίτερα μίλησε για το θέμα της
εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, άλλωστε τα κείμενά του βρέθηκαν στο επίκεντρο
των συζητήσεων Ορθοδόξων και Λατίνων θεολόγων κατά τα ύστερα βυζαντινά χρόνια .
Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό μέσω των θείων
ενεργειών, οι οποίες είναι άκτιστες . Μάλιστα τα συγκεκριμένα συγγράμματα του,
χρησιμοποιήθηκαν τον ΙΔ΄ αιώνα μ.Χ. κατά την διάρκεια των ησυχαστικών ερίδων
και των συζητήσεων για την ακτιστότητα των θείων ενεργειών . Εισηγήθηκε τους
όρους «ασύγχυτος», «άτρεπτος» και «αδιαίρετος» οι οποίοι περιγράφουν την
υποστατική ένωση θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού . Οι
συγκεκριμένοι όροι χρησιμοποιήθηκαν από τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 451 στην
Χαλκηδόνα .
Ο άγιος Γρηγόριος
υπήρξε ένας από τους πλέον πολυγραφότερους πατέρες της Εκκλησίας, καθώς
ασχολήθηκε με διάφορα θέματα στα έργα του . Τα έργα του χωρίζονται σε
δογματικά, ερμηνευτικά και ασκητικά-πρακτικά . Σώζονται λόγοι και επιστολές .
Τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής :
- Περί κατασκευής του ανθρώπου : ερμηνευτικό έργο πάνω στο χωρίο της Γενέσεως 1,25 . Με αυτό συμπληρώνει τις ομιλίες του αδελφού του, Βασιλείου, στην Εξαήμερο .
- Απολογητικός περί της Εξαημέρου : στο σύγγραμμα αυτό διευκρινίζει κυρίως παρανοημένες απόψεις του έργου του αδελφού του .
- Εξήγησις ακριβής εις τα Άσματα των ασμάτων : σε 15 ομιλίες ερμηνεύει τα κεφάλαια 1,1-6,8 του συγκεκριμένου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης και επιδιώκει να παραστήσει την ανοδική πορεία της ψυχής στην ένωσή της με τον Θεό .
- Προς Ευνόμιον αντιρρητικοί λόγοι Α΄ και Β΄ : με το παρόν πόνημα απαντά στο απολογητικό βιβλίο του Ευνομίου και υπερασπίζεται τις θεολογικές θέσεις του αδελφού του, Μ. Βασιλείου .
- Αντιρρητικός προς τα Απολιναρίου : σ’ αυτό το έργο, απαντά στις αιρετικές πεποιθήσεις του Απολιναρίου και τις ανατρέπει .
- Περί του Αγίου Πνεύματος κατά Μακεδονιανών των Πνευματομάχων : αποδεικνύει την θεότητα του Αγίου Πνεύματος και ανατρέπει τις κακόδοξες θέσεις των πνευματομάχων .
- Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας : είναι το σπουδαιότερο δογματικό έργο του, μέσα σε 3 βιβλία, αναπτύσσει βασικά θέματα της χριστιανικής πίστης . Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πρώιμη προσπάθεια συγγραφής συστηματικού δογματικού έργου .
- Περί Παρθενίας .
- Εις τους μακαρισμούς : πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα νηπτικά έργα του, το οποίο αποτελείται από 8 ομιλίες . Αναλύουν την κλίμακα του νηπτικού βίου ο οποίος οδηγεί στην μακαριότητα και την θέωση .
- Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειο : η επικήδειος ομιλία στον αδελφό του .
- Κατά ειμαρμένης : είναι αποτέλεσμα συζήτησης του με κάποιον εθνικό φιλόσοφο, στην Κωνσταντινούπολη και υποστηρίζει την ελευθερία της βουλήσεως του .
Επίσης, σώζονται πολλοί λόγοι, καθώς
και 30 επιστολές με ποικίλο περιεχόμενο .
Τα συγγράμματά του χρησιμοποιήθηκαν σε πολλά θεολογικά προβλήματα, για
αυτό το λόγο η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος τον ανακήρυξε «πατέρα πατέρων» . Δεν
θεωρείται άδικα θεωρητικός του νηπτικού βίου . Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του
στις 10 Ιανουαρίου .
π. Δ. Μ.