Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Δεν ημπορώ να συγκρατήσω την χαράν μου...

Около 1497 г., Кирилло-Белозерский музей-заповедник

Αγίου  Γρηγορίου του Θεολόγου

Με την γέννησιν λοιπόν έχομεν προεορτάσει τα πρέποντα και εγώ ο οποίος προεξάρχω εις την εορτήν και σείς και όλα τα εγκόσμια και τα υπερκόσμια όντα. Έχομεν τρέξει μαζί με τον αστέρα και έχομεν προσκυνήσει μαζί με τους μάγους, (Ματθ. 2, 10), έχομεν φωτισθή μαζί με τους ποιμένας (Λουκ. 2, 7) και έχομεν δοξάσει μαζί με τους αγγέλους, τον έχομεν δεχθή εις τας αγκάλας μας μαζί με τον Συμεών (Λουκ. 2, 13 ε). Και τον έχομεν δοξολογήσει μαζί με την αξιοσέβαστον και σώφρονα εκείνην Άννα (Λουκά. 2, 36 ε ). Και οφείλεται ευγνωμοσύνη εις εκείνον ο οποίος ήλθε κατά τρόπον ξένον προς την φύσιν του εις τον ιδικόν του τόπον, διότι εδόξασε τον ξένον. Τώρα δε πρόκειται δι' άλλην πράξιν του Χριστού και δι' άλλο μυστήριον.

Δεν ημπορώ να συγκρατήσω την χαράν μου. Νιώθω να γεμίζω από Θεόν. Λίγο ακόμη και θα αρχίσω να κηρύσσω την ευχάριστον αγγελίαν, όπως ο Ιωάννης, έστω και αν δεν είμαι πρόδρομος, πάντως θα το κάμω από την ερημίαν. Ο Χριστός φωτίζεται, ας φωτισθώμεν μαζί του.

 Ο Χριστός βαπτίζεται, ας κατέβωμεν μαζί του (εις τον ποταμόν) διά να ανέβωμεν και μαζί του. Ο Ιησούς βαπτίζεται. Θα πρέπει να προσέξωμεν μόνον το βάπτισμα ή και όλα τα άλλα; Δηλαδή ποίος ήτο, από ποίον εβαπτίσθη και πότε εβαπτίσθη; Ότι ήτο καθαρός, ότι εβαπτίσθη από τον Ιωάννην και ότι μετά ήρχισε τα θαύματα; Διά να μάθωμεν τι και διά να διαπαιδαγωγηθώμεν εις τι; Ότι α) πρέπει να καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) να είμεθα ταπεινόφρονες και γ) να κηρύσσωμεν μόνον όταν είμεθα ολοκληρωμένοι κατά την πνευματικήν και σωματικήν ηλικίαν. Το πρώτον (πρέπει να το είπωμεν) προς εκείνους οι οποίοι σκοπεύουν να βαπτισθούν, ενώ δεν έχουν προηγουμένως προετοιμασθή και ενώ δεν παρέχουν εγγυήσεις με την συνήθειάν των να πράττουν το καλόν, ότι η λύτρωσίς των θα παραμείνη σταθερά. Διότι εάν το χάρισμα (διότι πράγματι είναι χάρισμα) παρέχει άφεσιν των παρελθόντων, τότε είναι περισσότερον ταιριαστόν προς την ευσέβειαν το να μην ξαναγυρίσωμεν εις εκείνα τα οποία έχομεν εμέσει. Το δεύτερον αναφέρεται εις εκείνους οι οποίοι υπερηφανεύονται έναντι των ιερέων, αν είναι κάπως ανώτεροι από αυτούς. Το τρίτον δε προς εκείνους οι οποίοι βασίζονται εις τον νεανικόν των ενθουσιασμόν και νομίζουν ότι η κάθε περίστασις είναι κατάλληλος διά διδασκαλίαν ή κατάληψιν της πρωτοκαθεδρίας.

Ο Ιησούς υποβάλλεται εις κάθαρσιν και συ την περιφρονείς; (Καθαρίζεται) υπό του Ιωάννου, και συ επαναστατείς εναντίον του κήρυκός σου; Καθαρίζεται όταν είναι ήδη τριάκοντα ετών, και συ προτού καν βγάλης γένεια διδάσκεις τους γέροντας ή τουλάχιστον νομίζεις ότι τους διδάσκεις, ενώ ούτε η ηλικία ούτε και, ενδεχομένως, η συμπεριφορά σου σε κάνουν άξιον σεβασμού; Εις την περίπτωσιν αυτήν δε έρχονται εις την γλώσσαν τα παραδείγματα του Δανιήλ και των άλλων νέων κριτών, επειδή καθένας ο οποίος αδικεί, εύκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δεν αποτελεί όμως νόμον της Εκκλησίας εκείνο το οποίον είναι κάτι σπάνιον, όπως την άνοιξιν δεν την φέρει ένα μόνον χελιδόνι, όπως δεν κάνει και μία μόνον γραμμή τον γεωμέτρην, ή ένα μόνον ταξίδι τον ναυτικόν.
Ο Ιωάννης όμως βαπτίζει και έρχεται να βαπτισθή ο Ιησούς, διά να αγιάση μεν ενδεχομένως και τον βαπτιστήν, όπως είναι δε καταφανές, διά να θάψη μέσα εις το ύδωρ όλον τον παλαιόν Αδάμ και να αγιάση πριν απ' αυτούς και χάριν αυτών τον Ιορδάνην. Όπως δε ο ίδιος ήταν πνεύμα και σαρξ, έτσι δίδει την πνευματικήν ολοκλήρωσιν με Πνεύμα και ύδωρ. Ο βαπτιστής δεν δέχεται και ο Ιησούς αγωνίζεται (να τον πείση). «Εγώ έχω ανάγκην να βαπτισθώ από σένα» λέγει ο λύχνος εις τον Ήλιον, η φωνή εις τον Λόγον, ο φίλος εις τον Νυμφίον, ο ανώτερος από κάθε άλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11) εις τον Πρωτότοκον ολοκλήρου της δημιουργίας (Κολ. 1, 15), εκείνος ο οποίος εσκίρτησεν ενώ ευρίσκετο μέσα εις την κοιλίαν εις εκείνον ο οποίος επροσκυνήθη μέσα εις την κοιλίαν, εκείνος ο οποίος προέτρεξε και ο οποίος θα προτρέξη εις εκείνον ο οποίος εφάνη και θα φανή. «Εγώ έχω ανάγκην να βαπτισθώ από σένα» – πρόσθεσε και «δι' εσέ» (διότι εγνώριζεν ότι επρόκειτο να βαπτισθή με το μαρτύριον) ή, όπως ο Πέτρος, το ότι θα καθαρίσης όχι μόνον τους πόδας – «και συ έρχεσαι προς εμέ; » (Ματθ. 3, 14). Και τούτο είναι προφητικόν. Διότι εγνώριζεν ότι όπως μετά τον Ηρώδην επρόκειτο να καταληφθή από μανίαν ο Πιλάτος, έτσι και μετά απ' αυτόν, ο οποίος θα έφευγε προηγουμένως, θα ακολουθούσε ο Ιησούς. Τι δε λέγει ο Ιησούς; «Άφησε τώρα τας αντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αυτό απαιτούσε το θείον σχέδιον. Διότι εγνώριζεν ότι μετ' ολίγον επρόκειτο να βαπτίση αυτός τον βαπτιστήν. Τι δε είναι το φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Η κάθαρσις. Τι είναι δε το πυρ (Ματθ. 3, 10); Το κάψιμον κάθε ανοήτου πράγματος και η αναζωπύρωσις του πνεύματος. Τι είναι δε η αξίνη; Το κόψιμον της ψυχής, η οποία, αφού έχει γεμίσει με ακαθαρσίας, έχει καταστή αθεράπευτος. 

Τι είναι δε η μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Η τομή την οποίαν κάνει ο Λόγος και η οποία ξεχωρίζει το κακόν από το καλόν και τον πιστόν από τον άπιστον και η οποία κάνει τον υιόν και την θυγατέρα και την νύμφην να επαναστατούν κατά του πατρός και της μητρός και της πενθεράς (Ματθ. 10, 35), και τα νέα και πρόσφατα (να επαναστατούν) κατά των παλαιών τα οποία είναι σκιώδη. Τι είναι δε το κορδόνι του υποδήματος (Ματθ. 3, 11), το οποίον δεν ημπορείς να λύσης συ ο οποίος βαπτίζεις τον Ιησούν, ο οποίος έζησες εις την ερημίαν με νηστείαν, ο νέος Ηλίας, ο οποίος είσαι κάτι ανώτερον και από προφήτην (Ματθ. 11, 9), εφόσον είδες και εκείνον τον οποίον είχες προφητεύσει και ο οποίος συνδέεις την Παλαιάν με την Καινήν Διαθήκην; Τι είναι τούτο; Ενδεχομένως ο λόγος περί της ελεύσεως εις την γην και περί της σαρκός, του οποίου και το ελάχιστον ακόμη τμήμα είναι αδύνατον να γίνη κατανοητόν, όχι μόνον εις εκείνους οι οποίοι έχουν ακόμη σαρκικόν φρόνημα και είναι ακόμη νήπια εις τον Χριστιανισμόν, αλλά και εις εκείνους οι οποίοι διαθέτουν το Πνεύμα του Ιωάννου.
Αλλά και ανεβαίνει από το ύδωρ ο Ιησούς. Ανεβάζει δε μαζί του και τον κόσμον και βλέπει να σχίζωνται οι ουρανοί, τους οποίους ο Αδάμ είχε κλείσει διά τον εαυτόν του και διά τους απογόνους του, όπως είχε κλείσει και με την μάχαιραν του πυρός τον Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Και το Πνεύμα μαρτυρεί την Θεότητα (διότι το όμοιον σπεύδει προς το όμοιον) και η φωνή από τους ουρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι απ' εκεί προερχόταν εκείνος διά τον οποίον εδίδετο η μαρτυρία). Εμφανίζεται δε ωσάν περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμά το σώμα, αφού και αυτό γίνεται Θεός με την θέωσιν, όταν αυτή θεωρήται από την πλευράν του σώματος) και λόγω του ότι είναι από πολύ παλαιά συνηθισμένο να φέρη την ευχάριστον αγγελίαν της παύσεως του κατακλυσμού το περιστέρι (Γεν. 8, 10 ε). Εάν δε κρίνης την θεότητα με όγκους και με σταθμά, και διά τον λόγον αυτόν σου φαίνεται μικρόν το Πνεύμα, επειδή παρουσιάζεται με μορφήν περιστεριού, ω ανόητε και μικρόψυχε διά τα πιο μεγάλα, είναι καιρός να δυσφημίσης και την βασιλείαν των ουρανών, επειδή παρομοιάζεται με ένα σπειρί από σινάπι (Ματθ. 13, 31 ε), και να υπερυψώνης τον διάβολον πιο πολύ από την μεγαλειότητα του Ιησού, επειδή αυτός μεν ονομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) και Λεβιάθαν και βασιλεύς όσων ευρίσκονται εις τα ύδατα ενώ ο Ιησούς ονομάζεται αρνίον (Ιω. 1, 29) και μαργαρίτης (Ματθ. 13, 46) και σταγών και άλλα παρόμοια.
Επειδή δε σήμερα πανηγυρίζομεν το βάπτισμα και πρέπει να κακοπαθήσωμεν ολίγον προς χάριν εκείνου ο οποίος προς χάριν μας έγινεν όπως εμείς και εβαπτίσθη και εσταυρώθη, ας εξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν με την διαφοράν των βαπτισμάτων, διά να φύγωμεν απ' εδώ καθαρισμένοι. Ο Μωϋσής εβάπτισεν εις το ύδωρ και πριν απ' αυτό εις την νεφέλην και εις την θάλασσαν (Εξ. 14, 23). Αυτό δε αποτελούσε σύμβολον, όπως πιστεύει και ο Παύλος. Η θάλασσα του νερού, η νεφέλη του Πνεύματος, το μάννα του άρτου της ζωής, και το ύδωρ, το οποίον έπιναν, του ουρανίου ποτού (Α´ Κορ. 10, 1 ε). Και ο Ιωάννης εβάπτισεν, αλλά όχι τελείως ιουδαικά, επειδή δεν εβάπτισεν μόνον εις το ύδωρ αλλά και εις την μετάνοιαν. Όχι όμως και ολότελα πνευματικά, επειδή δεν προσθέτει και το «εις το Πνεύμα». Βαπτίζει και ο Ιησούς, αλλά εις το Πνεύμα. Αυτό είναι η τελειότης. Και πως δεν είναι Θεός, διά να γίνω και λίγο παράτολμος, εκείνος από τον οποίον θα γίνης και συ Θεός; Γνωρίζω και τέταρτον βάπτισμα, το βάπτισμα του μαρτυρίου και του αίματος, εις το οποίον εβαπτίσθη και ο ίδιος ο Χριστός, και το οποίον είναι πολύ πιο αξιοσέβαστον από τα άλλα, καθόσον δεν μολύνεται από μεταγενέστερα αμαρτήματα. Γνωρίζω και πέμπτον ακόμη, το βάπτισμα των δακρύων, το οποίον είναι ακόμη πιο επίπονον, όπως «εκείνος ο οποίος βρέχει κάθε νύκτα το κρεββάτι και τα στρώματά του με δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), του οποίου «αι πληγαί της κακίας μυρίζουν άσχημα και έχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ο οποίος «πενθεί και βαδίζει με σκυμμένο κεφάλι» (Αυτόθι 7) και ο οποίος μιμείται την επιστροφήν του Μανασσή και την ταπείνωσιν των κατοίκων της Νινευί, η οποία τους εξησφάλισε την συγχώρησιν ( Ιων. 3, 5), ο οποίος, ακόμη, λέγει αυτά τα οποία είπεν ο τελώνης εις τον ναόν και εκέρδισε την συγχώρησιν αντί διά τον καυχησιάρην φαρισαίον (Λουκ. 18, 13 ε), και ο οποίος σκύβει με ταπείνωσιν, όπως η Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ε), και ζητεί να τον ευσπλαχνισθούν και να του δώσουν ως τροφήν ψίχουλα, την τροφήν δηλαδή την οποίαν τρώγει ο σκύλος όταν είναι πολύ πεινασμένος.
Εγώ μεν λοιπόν (επειδή ομολογώ ότι ο άνθρωπος είναι ζώον ευμετάβλητον και μεταβλητής φύσεως) και τούτο το δέχομαι με προθυμίαν, και προσκυνώ εκείνον ο οποίος το έδωσε, και το δίδω και εις τους άλλους, και προσφέρω φιλανθρωπίαν έναντι της φιλανθρωπίας η οποία μου προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ότι και εγώ είμαι άνθρωπος αδύνατος, και ότι με όποιο μέτρο θα κρίνω με το ίδιο θα κριθώ (Ματθ. 7, 2). Συ δε τι λέγεις και τι νόμους βγάζεις, ω νέε φαρισαίε, ο οποίος είσαι καθαρός μεν ως προς το όνομα αλλά όχι και ως προς την ψυχικήν διάθεσιν, και ο οποίος, ενώ είσαι το ίδιο αδύνατος με τους άλλους, διακηρύσσεις με έπαρσιν τας δοξασίας του Νοβάτου; Δεν δέχεσαι την μετάνοιαν; Δεν συγκινείσαι με τους οδυρμούς; Δεν χύνεις ούτε ένα δάκρυ; Μακάρι να μην συναντήσης ούτε συ τέτοιον κριτήν. Δεν σέβεσαι την φιλανθρωπίαν του Ιησού, ο οποίος πήρε τας αδυναμίας μας και εσήκωσε τας ασθενείας μας (Πρβλ. Ησ. 53, 4), ο οποίος ήλθε όχι διά τους δικαίους, αλλά διά να μετανοήσουν οι αμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ο οποίος «θέλει την ευσπλαγνίαν περισσότερον από την θυσίαν» (Ωσ. 6, 6), ο οποίος συγχωρεί τα αμαρτήματα εβδομήντα επτά φοράς (Ματθ. 18, 22); Πόσο αξιομακάριστη θα ήταν η υψηλοφροσύνη σου, αν ήταν καθαρότης και όχι ανόητη κενοδοξία, η οποία θέτει νόμους ανωτέρους από τας δυνάμεις του ανθρώπου και αντικαθιστά την μετάνοιαν με την απόγνωσιν. Διότι το ίδιο κακά είναι και η χωρίς σωφροσύνην συγχώρησις και η χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, επειδή η μεν πρώτη αφήνει τελείως ελεύθερα τα χαλινάρια ενώ η δευτέρα προκαλεί απόγνωσιν με την σκληρότητά της. Δείξέ μου την καθαρότητά σου, και τότε θα δεχθώ να υπερηφανεύεσαι. Τώρα όμως φοβούμαι μήπως, ενώ είσαι γεμάτος από πληγάς, βάλης μέσα εκείνο το οποίον παραμένει αθεράπευτον. Ούτε δέχεσαι μετανοημένον τον Δαβίδ, ο οποίος με την μετάνοιάν του διετήρησε το προφητικόν του χάρισμα; Ούτε τον Πέτρον τον μεγάλον, ο οποίος έπαθε κάτι ανθρώπινον κατά την διάρκειαν του σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ο Ιησούς δε τον εδέχθη και με την τριπλήν ερώτησιν και την τριπλήν ομολογίαν εθεράπευσε την τριπλήν άρνησιν (Ιω. 21, 15-17). Ή δεν δέχεσαι ούτε εκείνον ο οποίος ετελειοποιήθη με το αίμα του; Και αυτό αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της σκληρότητός σου. Ούτε εκείνον ο οποίος παρενόμησεν εις την Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ο Παύλος δε υπέδειξεν ως ποινήν την αγάπην, επειδή είδε την διόρθωσιν και το αίτιον της διορθώσεως, «διά να μην χαθή εκείνος ο οποίος είχεν αμαρτήσει από την υπερβολικήν επιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7). Ούτε επιτρέπεις εις τας νέας χήρας να υπανδρεύωνται, επειδή η ηλικία των είναι εύκολον να παρεκκλίνη προς την αμαρτίαν; Αυτό όμως το ετόλμησεν ο Παύλος (Α´ Τιμ. 5, 14), του οποίου συ γίνεσαι διδάσκαλος, ωσάν να είχες αναβή μέχρι τον τέταρτον ουρανόν και εις άλλον Παράδεισον, ωσάν να είχες ακούσει πιο απόρρητα πράγματα, και να είχες οδηγήσει εις το Ευαγγέλιον μεγαλύτερον αριθμόν ανθρώπων.
Αλλά αυτά δεν γίνονται μετά το βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία είναι η απόδειξις διά τούτο; Ή παρουσίαζε αποδείξεις, ή μην κατακρίνης. Εάν δε το πράγμα είναι αμφίβολον, ας υπερισχύη η αγάπη προς τον άνθρωπον. Αλλά ο Νοβάτος, λέγει, δεν εδέχθη εκείνους οι οποίοι είχαν πέσει κατά την διάρκειαν του διωγμού. Και τι είναι αυτό; Εάν μεν δεν είχαν μετανοήσει, τότε είχε δίκαιον, διότι ούτε εγώ δέχομαι εκείνους οι οποίοι δεν μετανοούν, ή δεν μετανοούν όσο πρέπει, και δεν παρουσιάζουν ως αντάλλαγμα διά το κακόν την διόρθωσιν, και όταν τους δεχθώ, τους τοποθετώ εις την ανάλογον θέσιν. Αν όμως δεν δέχεται εκείνους οι οποίοι έχουν λυώσει από τα δάκρυα, δεν θα τον μιμηθώ. Και διατί θα πρέπει να αποτελέση νόμον δι' εμέ η μισανθρωπία του Νοβάτου, ο οποίος την μεν πλεονεξίαν, η οποία αποτελεί δευτέραν ειδωλολατρίαν (Εφ. 5, 5), δεν την κατεδίκασε, ενώ κατεδίκασε τόσον σκληρά την πορνεία, ωσάν να ήτο άσαρκος και ασώματος; Τι λέγετε; Σας πείθομεν με τους λόγους αυτούς; Εμπρός, ελάτε μαζί με μας, τους ανθρώπους! Ας δοξολογήσωμεν μαζί τον Κύριον. Ας μην τολμήση κανείς από σας να είπη, έστω και αν έχη πολύ μεγάλην εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν του· «μη με αγγίσης διότι είμαι καθαρός» (Ησ. 65, 5), ή «και ποίος είναι όπως είμαι εγώ; ». Δώστε και σε μας από την λαμπρότητά σας. Αλλά δεν σας πείθομεν; Τότε θα κλάψωμεν προς χάριν σας. Αυτοί μεν λοιπόν, αν μεν θέλουν, ας ακολουθήσουν τον δρόμον μας και τον δρόμον του Χριστού, αν δε δεν θέλουν, τότε ας ακολουθήσουν τον δρόμον των. Ίσως εις εκείνον να βαπτισθούν από την φωτίαν, το τελευταίον βάπτισμα και το πιο επίπονον και πιο μακροχρόνιον, το οποίον κατακαίει την ύλην, ωσάν χόρτον, και εξαφανίζει την ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.
Εμείς δε ας τιμήσωμεν σήμερα το βάπτισμα του Χριστού και ας το εορτάσωμεν σωστά με το να ευφραινώμεθα πνευματικά και όχι να περιποιούμεθα την κοιλίαν μας. Θα ευφρανθούμεν δε με ποίον τρόπον; «Λουσθήτε διά να καθαρισθήτε» (Ησ. 1, 16). Αν μεν είσθε κόκκινοι από την αμαρτίαν και ολιγώτερον κόκκινοι από το αίμα, τότε να γίνετε λευκοί όπως το χιόνι. Αν δε είσθε κόκκινοι και άνθρωποι γεμάτοι από αίματα, τότε ας φθάσετε έστω και την λευκότητα του μαλλιού. 

Πάντως καθαρισθήτε και φροντίζετε να καθαρίζεσθε, επειδή με τίποτε άλλο δεν χαίρεται τόσον πολύ ο Θεός, όσο με την διόρθωσιν και την σωτηρίαν του ανθρώπου, χάριν του οποίου έχουν λεχθή τα πάντα και έχουν δοθή όλα τα μυστήρια, διά να γίνετε φωτεινά αστέρια διά τον κόσμον (Φιλιπ. 2, 15) και δύναμις ζωτική διά τους άλλους ανθρώπους. Διά να παρουσιασθήτε ωσάν τέλεια φώτα εις το μεγάλο φως, και να μυηθήτε εις την φωταγωγίαν η οποία πηγάζει από εκεί, παίρνοντες φως καθαρώτερον και δυνατότερον από την Τριάδα, της οποίας σήμερα έχετε υποδεχθή την μίαν αυγήν από την Θεότητα, εις το πρόσωπον του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

πηγή