Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Οι απαγχονισθέντες ήρωες του Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ανδρέας Παναγίδης και Στέλιος Μαυρομμάτης


MSc Ζήνα Λυσάνδρου-Παναγίδη, Φιλόλογος

«Αύριο που θα’ ρθουν οι φωτεινές μέρες

Θα πρέπει να αναρτήσουμε -οι ζωντανοί-

απ’ το λαιμό μας στολίδι

δίπλα από το χρυσό σταυρό μας

ένα μικρό ομοίωμα κρεμάλας.

Θα’ ναι χρυσό κι αυτό.

Και θα’ χει μια κλωστή θηλιά στην άκρη.

Θα το προσκυνάμε κι αυτό.

Κι όταν ξανακινδυνέψουν τα χώματά μας

θα προσκυνήσουμε το ομοίωμα

και δρασκελώντας την όχθη του φόβου

θα ρίξουμε γροθιά

στα μούτρα του Μήδου».

Ανάμεσα στους απαγχονισθέντες ήρωες της θρυλικής ΕΟΚΑ, είναι και ο Ανδρέας Παναγίδης, για τον οποίο σεμνύνομαι ότι είμαι η μόνη Ελληνίδα που έχω τον πεθερό μου στα Φυλακισμένα Μνήματα, σ’ αυτόν τον ιερό περίβολο ψυχικής ανάτασης, συντριβής αλλά και εθνικού μεγαλείου!

Αναντίρρητα, ήταν οι σκληροί καιροί. Οι Έλληνες της Κύπρου, παρόλον ότι οι Άγγλοι μάζευαν σύνεργα για να αλλάξουν τις ψυχές τους, κοιμόντουσαν κι έβλεπαν όνειρο τη λευτεριά τους και την ένωση με τη Μάνα Ελλάδα! Είναι τότε που γέμισαν οι τοίχοι με το δίστιχο:

«Την Ελλάδα θέλομεν

κι ας τρώγωμεν πέτρες»

Πόσο όμορφα το τραγούδησε ο ποιητής μας Δημήτρης Λιπέρτης:

«Δώστε μας πκιον στην Μάναν μας

τζ’ αν ένιτζιαι γραμμένον

Να τρώμεν το ψουμίν ξερόν

ας εν τζιαικριθθαρένον». (2)

(Τίτλος του ποιήματος: «Για την Πεντηκονταετηρίδαν»).

Κι έτσι, δεν άργησε να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι. Ένας νέος αέρας άρχισε να φυσά και να ξεσηκώνει τις καρδιές των ανθρώπων. Μπροστάρηδες οι νέοι «που ζώστηκαν την πανοπλία του ενθουσιασμού τους» (3) («Πορτοκαλόκηπος, Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη) και ενσάρκωσαν τη χάλκινη εποχή της επανάστασης.

Ανάμεσά τους και οι εννέα απαγχονισθέντες οι οποίοι κατά σειρά είναι οι εξής: Μιχαήλ Καραολής, Ανδρέας Δημητρίου, Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος, Χαρίλαος Μιχαήλ, Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ανδρέας Παναγίδης, Στέλιος Μαυρομμάτης, και τελευταίος, ο βάρδος της λευτεριάς, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης!

Αυτοί οι λεβεντονιοί του νησιού μας κίνησαν για ν’ ανταμώσουν την αθανασία. Ένα φως τούς παρέσυρε τόσο γλυκά, με μια ακατάβλητη έλξη σ’ αυτό το ταξίδι τους που γυρισμό δεν έχει. Μπροστά τους μόνο η αγχόνη και το ολόδροσο δέντρο της λευτεριάς που άνθιζε και θέριευε. Γι’ αυτούς είχε αξία ο θάνατος, γιατί πέθαιναν για την Ελλάδα. Κι ο δυνάστης το’ ξερε καλά, γι’ αυτό έστησε τις αγχόνες, νομίζοντας πως θ’ αλυσοδέσει τον ήλιο, πως θα κλείσει το στόμα τους που τραγουδούσε για λευτεριά κι Ελλάδα!

Κι όμως, ξέχασε πως τούτη η γη είναι ελληνική και οι Έλληνες ακούνε την καρδιά πιότερο από το μυαλό. Για τούτο και τ’ αμούστακα παιδιά γίνανε ήρωες, αφού τους χάραξαν τον λαιμό με το σκοινί της αγχόνης. Στην πρώτη άνοιξη της νιότης τους, πάγωσε το χαμόγελό τους.

Γλυκιά η ζωή, κι όμως ενσυνείδητα, κάνοντας τη μελέτη του θανάτου, βγαίνοντας από τους λαβυρίνθους του διλήμματος, διάλεξαν το «ευ ζην», πιστεύοντας στην αφθαρσία και την αθανασία της ψυχής. Ήταν η κορυφαία πράξη της ζωής τους. Είναι μια απόφαση θυσίας προς τους άλλους και ύψιστη έκφραση αξιοπρέπειας. Κατανικώντας τον πειρασμό της ζωής, νίκησαν και το έμφυτο δέος του θανάτου.

Και πραγματικά, για να θυμηθούμε και τον Ρίτσο στο ποίημα «Αποχαιρετισμός»,

«Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας

είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος,

 όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, κι εσύ τον διαλέγεις

σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου.

Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το

Θάνατο. Το’ μαθα».

Η αιωνιότητα τούς υποδέχτηκε, καθώς δρασκέλιζαν την όχτη της ζωής. Κείνη τη νύχτα την αξημέρωτη που ζύγιζαν τα χρόνια τους με τις χαρές που ζήσανε, μας μακάριζαν, γιατί μας σκέφτονταν μπροστάρηδες κατάματα στον ήλιο στο μεγάλο πανηγύρι της λευτεριάς. Κι ο ποιητής Κώστας Μόντης σιγοψιθυρίζει:

«Αδελφέ της αγχόνης

Τι μας έκανε αυτή η νύκτα

Τι μας πήρε και τι μας έδωσε!»

Όλοι οι απαγχονισθέντες έμεναν στις κεντρικές φυλακές στα διαμερίσματα Εφτά και Οχτώ. Εδώ οι κρατούμενοι βρίσκονταν μέρα και νύχτα υπό αυστηρότατη επιτήρηση, όπως αναφέρει ο εξαίρετος πνευματικός άνθρωπος του νησιού μας που θαυμάζω, ο μ. Μιχαλάκης Μαραθεύτης. (4) (Μιχ. Μαραθεύτης «Η Φυλάκιση της Ελευθερίας- Χρονικό»).

Ήταν συνεχώς κλεισμένοι στα κελιά τους, χωρίς ζώνη και παπούτσια, τα οποία τους ανάγκαζαν να βγάζουν και να τα τοποθετούν έξω από το κελί τους. Από τα κελιά τους έβγαιναν μόνο μία ώρα το πρωί και μία το απόγευμα για υποχρεωτικό περίπατο στην κοινή αυλή των διαμερισμάτων Εφτά και Οχτώ υπό τη σκιά της αγχόνης.

Αλλά, κι αυτός ο περίπατος δεν γινόταν ελεύθερα. Κατάδικοι και υπόδικοι ήταν δεμένοι με χειροπέδες, είτε μόνοι είτε ανά δύο, και υποχρεώνονταν να περπατούν κυκλικά μέσα στη μικρή αυλή με ρυθμό βηματισμού που τους έδινε ο δεσμοφύλακας. Μεταξύ των αγωνιστών που έμεναν σ’ αυτά τα δύο διαμερίσματα υπήρχε ένας ιδιαίτερος δεσμός, γι’ αυτό την ώρα του περιπάτου σκόπιμα πλησίαζαν οι μεν στο διαμέρισμα των δε και αντάλλασσαν χαιρετισμό.

Τελικά, από όλους τους καταδίκους, καταδικάστηκαν σε θάνατο τριάντα εννιά(39), αλλά μόνο οι εννιά απαγχονίστηκαν.

Κάποια στιγμή, οι αποικιοκράτες αποφάσισαν να ανεγείρουν κοιμητήριο στις φυλακές, για να μην επαναληφθεί αυτό που έγινε στην κηδεία του Χαράλαμπου Μούσκου στο Μερσινάκι, κοντά στους Σόλους, στις 15 Δεκεμβρίου του 1955, όπου επενέβη ο στρατός για να διαλύσει το πλήθος, με αποτέλεσμα να προκληθούν αιματηρές συγκρούσεις.

Τις τελευταίες βδομάδες της ζωής τους οι μελλοθάνατοι τις περνούσαν, ψάλλοντας, τραγουδώντας, διαβάζοντας και γράφοντας τις τελευταίες επιστολές τους, ενώ παράλληλα δέχονταν και επισκέψεις στενών συγγενικών τους προσώπων οι οποίοι τους είδαν ψύχραιμους και ήρεμους, μάλιστα προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τους δικούς τους.

Κάθε φορά που θα γινόντουσαν απαγχονισμοί, είχαμε διαδηλώσεις των μαθητών στην Κύπρο, αλλά και διαδηλώσεις πολιτών στην Ελλάδα, όπου σε μια ογκώδη διαδήλωση στην Αθήνα τραυματίστηκαν γύρω στα 300 άτομα, επτά από τα οποία υπέκυψαν αργότερα στα τραύματά τους. Κάθε φορά, η αντίδραση του κυβερνήτη Σερ Τζων Χάρντιγκ ήταν ότι ο νόμος θα ακολουθήσει την πορεία του.

Θα ήθελα να σας αναφέρω και τις πληροφορίες που δίνει ο ιερέας των φυλακών, ο ΠαπαντώνιοςΕρωτοκρίτου για τις τελευταίες ώρες των απαγχονισθέντων αγωνιστών. Ο ιερέας εξομολογούσε και κοινωνούσε τους μελλοθανάτους, και μετά περίμενε σε μια παράγκα μέχρι να τον μεταφέρουν στον χώρο μπροστά από το κοιμητήριο.

Στο μεταξύ, οι δεσμοφύλακες έδιναν στους μελλοθανάτους τα δικά τους ρούχα, αφού σύμφωνα με την αγγλική παράδοση οι απαγχονιζόμενοι έπρεπε να φορούν τα δικά τους ρούχα και όχι εκείνα της φυλακής. Τους έδεναν στη συνέχεια τα χέρια πισθάγκωνα με χειροπέδες, και έτσι τους οδηγούσαν στην αγχόνη. Ακριβώς εκείνη την ώρα οι πολιτικοί κατάδικοι που ήταν κλεισμένοι από το πρωί στα κελιά τους, βρίσκονταν σε μια υπερένταση.

Φώναζαν τα ονόματα των μελλοθανάτων, επαναλάμβαναν συνθήματα για την Ε.Ο.Κ.Α. και τους αρχηγούς του Αγώνα και τραγουδούσαν εθνικά θούρια. Οι φωνές τους ακούγονταν πολύ έξω από τις φυλακές. Μετά τα μεσάνυκτα ακουγόταν η φωνή:

-Έρκουνται να τους πάρουν.

Κι ύστερα από λίγη ώρα:

-Παίρνουν τους. Ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο.

Ο βαρύς γδούπος από το πέσιμο της πόρτας της καταπακτής σήμανε το πέρασμα των μελλοθανάτων προς την αθανασία.

Οι κατάδικοι στέκονταν προσοχή κι έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο.

 Τα μεσάνυκτα της 20ης προς την 21η Σεπτεμβρίου 1956 απαγχονίστηκαν οι Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ανδρέας Παναγίδης, Στέλιος Μαυρομμάτης.

 «Γιατί μαυρίζει ο ουρανός κι ας είναι  καλοκαίρι

λες κι η αυγή κατάμαυρο χαπάρι θα μας φέρει.

Και να! Χτυπούνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνες

κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί των κι όλη η γη.

Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε

Λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη αυγή.

Ποτέ δεν θα πεθάνουνε όσοι πεθάναν σήμερα.

Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα

και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα

στο ελληνικό νησί».

Έτσι τραγούδησε ο έφηβος ποιητής Ευαγόρας Παλληκαρίδης τη θυσία των τριών παλληκαριών, ενώ σε λίγους μήνες ακολούθησε και ο ίδιος την ίδια πορεία.

Η αδελφή του Ανδρέα Παναγίδη αναφέρει ότι σε κάποια επίσκεψή της στις φυλακές, ο αδελφός της τής είπε ότι οι Άγγλοι, λίγο πριν, του πρόσφεραν λεφτά για να προδώσει την οργάνωση και να γλυτώσει τον θάνατο. Του έδειξαν μια βαλίτσα γεμάτη με χαρτονομίσματα. Την άνοιξαν μπροστά του και του θύμισαν ότι έχει γυναίκα και παιδιά, και με αυτά τα λεφτά θα ζούσε πλούσιος με την οικογένειά του στην Αγγλία, όπου θα τον φυγάδευαν. Φυσικά, ο Παναγίδης απέρριψε διαρρήδην την προσφορά τους.

 Απορούμε εμείς οι νεότεροι, οι «καλοθρεμμένοι υπήκοοι της Κίρκης», πώς αυτά τα μειλίχια, λιγομίλητα αγροτόπαιδα, που κοκκίνιζαν στο «συνόμπλασμαν της κορασιάς», μεταμορφώθηκαν σε ατρόμητους πολεμιστές που τα’ βαλαν με μια ολάκερη αυτοκρατορία.

Όταν οι δικηγόροι των Κουτσόφτα, Παναγίδη, Μαυρομμάτη πήγαν για να τους ανακοινώσουν την απόφαση του Χάρντιγκ, είπαν: «Πήγαμε για να τους δώσουμε θάρρος, και μας έδιναν θάρρος αυτοί».

 Οι δυο φίλοι Κουτσόφτας και Παναγίδης καταδικάστηκαν σε θάνατο, γιατί συμμετείχαν στις 16 Μαίου του 1956 σε επιχείρηση στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στην οποία σκοτώθηκε ένας Άγγλος στρατιώτης. Ο Ανδρέας Παναγίδης ήταν ο μόνος από τους ήρωες της αγχόνης που είχε παιδιά, τον Αριστείδη, τεσσάρων ετών, τη Δέσποινα, δύο και την Αυγή ενός έτους. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς τον Άγγλο κυβερνήτη και τη βασίλισσα της Αγγλίας για απονομή χάριτος, οι Άγγλοι ανάλγητοι, προχώρησαν στο απαίσιο έργο τους.

Ο Στέλιος Μαυρομμάτης από το Λάρνακα της Λαπήθου, ξάδελφος του Ευαγόρα Παλληκαρίδη,φοίτησε στην Εμπορική Σχολή Σαμουήλ και ανέπτυξε πολυσχιδή δράση μέχρι τη σύλληψή του στις 15 Μαρτίου του 1956, όταν μαζί με δυο συναγωνιστές του πυροβόλησαν δυο Άγγλους στρατιώτες στην οδό Αγίου Παύλου στη Λευκωσία.

Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι οι επιστολές των μελλοθανάτων προς τις οικογένειές τους, που αποτελούν μνημεία εθνικής έξαρσης και βαθιάς πίστης στο Θεό. Ο Στέλιος Μαυρομμάτης σ’ ένα γράμμα του προς τον αδελφό του Κώστα, που βρισκόταν στα κρατητήρια, στον τελευταίο του αποχαιρετισμό, τονίζει :

«Θέλω να ξέρεις πως ο αδελφός σου πεθαίνει με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί ο Θεός τον αξίωσε να φθάσει μέχρι τέλους, χωρίς ποτέ να καμφθεί ή να λιποψυχήσει.Γι’ αυτό πρέπει να’σαι κι εσύ περήφανος για μένα».

Ο άλλος ήρωας που μαζί με τον Μαυρομμάτη και τον Παναγίδη απαγχονίστηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956, ο Μιχαήλ Κουτσόφτας, γράφει στον αδελφό του:

«Έχομε μονάχα τις ελπίδες μας στον Μεγάλο Θεό μας. Κι εσείς, αδελφέ, έχετε θάρρος και ψυχραιμία.Αν είναι να πεθάνουμε για την πατρίδα, Θεία είναι η δάφνη. Μια φορά κανείς πεθαίνει».

Σε γράμμα του προς τη μητέρα του, ο Κουτσόφτας γράφει και τα ακόλουθα :

«Οι μόνες λέξεις που μπορούν ν’ ακούσουν απ’ τα χείλη μας οι δυνάστες είναι αυτές: Ελευθερία ή Θάνατος. Αυτές τις λέξεις τις μάθαν και αυτοί οι τοίχοι των φυλακών. Και αυτές ακόμη οι πέτρες των φυλακών το γνωρίζουν ότι είναι άδικο να κλειδώνονται αθώοι μέσα στα σίδερα με μόνη την κατηγορία ότι είναι Έλληνες της Κύπρου».

Στην τελευταία επιστολή του Ανδρέα Παναγίδη προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ανεκτίμητη κληρονομιά γι’ αυτούς, αναφέρει και τα πιο κάτω :

«Λατρευτά μου παιδιά. Σας αφήνω για πάντα στην τόσην νεαρήν μου ηλικίαν. Στα 22 μου χρόνια, πεθαίνω, για χάριν μιας μεγάλης ιδέας. Κάποτε η Μάνα σας και οι θείοι σας θα σας αναπτύξουν γιατί εκτελέσθηκα. Σας εύχομαι,

αγαπημένα μου παιδιά, να γίνετε καλοί άνθρωποι και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα το δρόμο της Αρετής….Αλλά σας αφήνω ένα μεγάλο και τιμημένο όνομα».

 Αυτά τα παλληκάρια ήταν φλογεροί πατριώτες. Θαυμάζουμε την αυταπάρνηση, το ψυχικό μεγαλείο και τον ηρωισμό τους. Στεκόμαστε με δέος, συγκίνηση και θαυμασμό σε αυτή την ηρωική γενιά, μετροφυλλώντας τις μνήμες.

Είναι αυτοί που μέθυσαν τις καρδιές μας με το γλυκό νέκταρ της ψυχής τους. Τα παλληκάρια αυτά με το χριστιανικό ήθος, γαλουχημένα με την ελληνική παράδοσή μας, έμειναν άκαμπτα και απροσκύνητα. Τα λόγια και οι επιστολές τους είναι μνημεία θάρρους, αλτρουισμού, και απέραντης αγάπης για την Ελλάδα και την Κύπρο μας.

Αναντίρρητα, δεν υπάρχει χειρότερος θάνατος από την αγχόνη. Δεν μπορείς να αντιδράσεις, να τρέξεις να σωθείς, να πολεμήσεις. Είσαι ένα άθυρμα στα χέρια των εκτελεστών. Είναι  ένα συγκλονιστικό συναίσθημα, ένας πόνος άφατος, μια στιγμή σοκαριστική. Ακαριαίος θάνατος.

Η μόνη τους μελαγχολική σκέψις, όπως τονίζει στους δικηγόρους του ο Στέλιος Μαυρομμάτης, «είναι το μέλλον της οικογενείας μου και ιδιαιτέρως των δύο ανύπαντρων αδελφών, πολύ περισσότερο μάλιστα που ο πατήρ μου είναι ήδη ηλικιωμένος. Λυπούμαι, όταν σκέπτομαι ότι ούτος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά εις τα γηρατειά του».

Παρόμοια λύπη είχε και ο μόνος ήρωας που είχε παιδιά, ο Αντρέας Παναγίδης, ο οποίος έγραψε στη γυναίκα του: «Το μόνο πράγμα που με λυπεί είναι γιατί είμαστε φτωχοί και σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα μεγαλώσεις τα παιδιά μας. Οι δικοί μου είναι καλοί και θα σε βοηθήσουν. Και οι χωριανοί μας είναι καλοί. Θα σε βοηθήσουν να μεγαλώσεις τα παιδιά μας. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο πολύ τα’ αγαπώ. Άλλοι αφήνουν πλούτη και περιουσίες στα παιδιά τους. Εγώ τους αφήνω ένα όνομα».

Πόσο οιχτρά διαψεύστηκε ο μακαριστός Αντρέας Παναγίδης; Αυτά τα παιδιά όλα με την αγνή ψυχή δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν το μεγάλο φαγοπότι που ακολούθησε τον Αγώνα. Την αλλοτρίωση των ανθρώπων, την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης, το κυνήγι του χρήματος. Κανένας δεν νοιάστηκε γι’ αυτά τα παιδιά, όπως και για τα παιδιά των άλλων ηρώων, όπως μας παρήγγειλε ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Σοφοκλή. Δεν σκέφτηκε κανείς από τους καρεκλοκένταυρους ότι τους παχυλούς μισθούς τους τούς οφείλουν στη θυσία αυτών των ηρώων.

Ποιο ήταν το αμάρτημα αυτών των παιδιών, ώστε να τους κόψουν το νήμα της ζωής στην πρώτη άνοιξη της νιότης τους; Απλώς αγάπησαν τούτη τη γη και ήθελαν και αυτοί και τα παιδιά τους να έχουν λεύτερο τον πλατύ ουρανό τους, λεύτερο το χώμα τους, σαν αφέντες να το δρασκελούν. Κι ακόμα πιότερο, σεριάνιζαν τα όνειρά τους στη γαλάζια μάνα μας, την Ελλάδα μας, που είναι όραμα και πάθος, μεγαλείο και λεβεντιά.

Σας εξομολογούμαι ότι στέκω με δέος μπροστά στα γραπτά κείμενα αυτών των παιδιών. Αφουγκράζομαι τους κραδασμούς της ψυχής τους. Ψυχανεμίζομαι την πάλη που γίνεται μέσα τους, τον πόνο, τον σπαραγμό, που είναι τόσο ανθρώπινος, κι όμως αυτοί είναι ψύχραιμοι, γαλήνιοι, με μια ουράνια μακαριότητα. Προσεύχονται και αντλούν δύναμη από τον Θεό, τη μόνη πηγή παραμυθίας τους, και προτρέπουν και τους γύρω τους να βρουν παρηγοριά στην προσευχή.

Για τούτο και έγιναν και ήρωες. Γιατί είχαν δύο αγάπες μεγάλες, τον Θεό και την Ελλάδα, που τους βοήθησαν να αψηφήσουν τον θάνατο, και να νικήσουν τους πειρασμούς και τις χαρές της ζωής.

Έτσι έζησαν αυτοί οι ήρωες κι έτσι πέθαναν. Για μια Κύπρο ελεύθερη, για μια Κύπρο Ελληνική!

Οι ευγενείς Άγγλοι δεν συγκινήθηκαν ούτε από τα αθώα παιδικά βλέμματα των παιδιών του Παναγίδη. Η αγγλική δικαιοσύνη έπρεπε να ολοκληρώσει το θεάρεστο έργο της με βάση τον νόμο. «Άκρα δικαιοσύνη, ίσον άκρα αδικία», έλεγαν οι Ρωμαίοι.

Όμως, «έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά». Και όσο μακρύς κι αν ήταν ο δρόμος του, ο μαντατοφόρος έτρεξε και έφερε το μήνυμα σε κείνους που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας:

Νήσος τις έστιν!

Αναντίλεκτα, εκείνα ήταν χρόνια περήφανα, χρόνια δόξας και ηρωισμού. Σήμερα είναι χρόνια δίσεκτα. Πατημένα τα χώματά μας. Λεηλατημένα τα ιερά και τα όσιά μας. Μα τη μέρα τούτη της μνήμης, ας αντλήσουμε θάρρος. Από τους τάφους τους οι ηρωικοί νεκροί μας μάς βροντοφωνάζουν: σταθείτε ορθοί, σταθείτε αδελφωμένοι, γιομίστε την ψυχή σας με το πνεύμα της θυσίας μας, γιατί τούτη η γη είναι δική μας, είναι δική σας, είναι των παιδιών σας, που περιμένει δικαίωση, που περιμένει τη λευτεριά».

 Κι εμείς, ας ακούσουμε και τον ποιητή που μας καλεί:

«Ελάτε ν’ αναπνεύσουμε λευτεριά

εκεί που άφησαν την τελευταία τους πνοή.

Ελάτε ν’ ακουμπήσουμε τη ματιά μας

στο γαλάζιο κομμάτι τα’ ουρανού

που προβάλλει απ’ το σιδηρόφρακτο παράθυρο,

εκεί που ακουμπήσανε το τελευταίο τους βλέμμα

κι αφήσανε τόσο φως

να πλημμυρίζει τον ουρανό μας».

Αιωνία η μνήμη τους!

πηγή