Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Ο Όσιος Αμφιλόχιος Μακρής ως εξομολόγος


 Ὁ ἉΓΙΟΣ ἉΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΩΣ ΞΟΜΟΛΟΓΟΣ

(ομιλία η οποία έγινε στον Ιερό Ναό Αγίου Νείλου Πειραιώς το Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024)

Τοῦ πρώην Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου Πάτμου Ἄρχιμ. Ἀντίπα Νικηταρά,

Δρ. Θεολογίας

v Εἰσαγωγή

Στὸν Ὅσιο Εἰρηνοποιὸ Γέροντα Ἀμφιλόχιο:

 

Ἡ μάνα μου μὲ ὁδήγησε σιμὰ Σοῦ τότε

κι ἐσὺ μὲ πῆρες στὰ φτερὰ Σοῦ χαριτωμένε ἀσκητή!

 

Πέταξες ἀητὲ σὲ οὐρανοὺς δικούς Σου

δὲν εἶχαν ὀξυγόνο εἶχαν ἀγάπη καὶ χαρά

 

Ἡ παιδικὴ καρδιά μου δὲν ἄντεχε ἐκεῖνο τὸ γιορτάσι

κι ἄρχισε γρήγορα νὰ κτυπᾶ πλημμυρισμένη ἀπὸ εἰρήνη.

 

Σὰν εἶδε ὁ Ὅσιος τὴ δύναμιν τῆς ψυχῆς μου

μετρίασε τὸ ὕψος ὅσο ν' ἀντέχει τὸ παιδικὸ κουράγιο.

 

Πέταξες προσευχόμενος σὲ ὕψη δυσανάβατα

τόσο ψηλὰ ποὺ ἔβλεπαν τὸ μέλλον

 

Μὲ μάτια ὁλόλαμπρα μὲ πρόσωπο γλυκὸ ἄρχισε

Χωρὶς φόβο νὰ προφητεύει γιατί ἄκουγε

«ναὶ ἔρχομαι ταχύ!»

 

Τότε πλησίασαν τὰ ἄγρια πουλιά

γιὰ ν' ἀπολαύσουν τὴ γαλήνη.

Μέσα στὴν παιδικὴ τότε ψυχή μου

σμιλεύτηκε ἡ εἰρηνικὴ αἰώνια μορφή Σου.

 

Ἡ μητέρα μου γνωρίζοντας βιωματικά, ἄρα καὶ οὐσιαστικά, τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν δίψα τῆς παιδικῆς μου ψυχῆς νὰ ἐπικοινωνήσει καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀκέραια πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ μορφὴ τοῦ Ὁσίου, μὲ ὁδήγησε στὸν Γέροντα Ἀμφιλόχιο, τὸν ἀνδρεῖον Ἀσκητὴν τῆς μακρᾶς παράδοσης τῆς Ἱερᾶς Νήσου Πάτμου, ἀλλὰ καὶ τὸ πνευματικὸ σέμνυμα καὶ ἐγκαύχημα τῆς Γεραρᾶς καὶ παλαιφάτου Μονῆς τοῦ Ἠγαπημένου Μαθητοῦ.

Ἀπὸ τὸ ἔτος 1968 ποὺ ἐπιστρέφουμε ἀπὸ τὴν Αὐστραλία στὴν Ἱερὰ Νῆσο, ἕως καὶ τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1970 ποὺ εἶναι καὶ ἡ τελευταία μου πνευματικὴ ἐπαφὴ μαζί του, ἐπισκεπτόμουν τακτικὰ τὸν Γέροντα μὲ τὴν μητέρα μου. Ἡ μητέρα μου, πνευματικὸ παιδὶ τοῦ Γέροντος ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας, ἦταν ὑποτασσομένη πὰσῃ φύσει ἀνθρωπὶνῃ διὰ τὸν Κύριον, μετὰ πάσης εὐλαβείας ὑποκλινομένη τοῖς ἐπισκόποις καὶ τοῖς ἁγίοις, σεβοῦσα τὸ πρεσβυτέριον, τιμῶσα τὸν κλῆρον, αἰδουμένη τὴν ἄσκησιν καὶ ἀριθμεῖ στὴν τάξη τῶν κατηχουμένων, ἐκ τῆς παρουσίας καὶ βιωτῆς τοῦ Γέροντος, πνευματικῶν γυναικῶν της Πάτμου. Εἶναι ἡ μαγιὰ ποὺ ἄφησε καὶ ἐνυπάρχει μέχρι σήμερα, ἡ παρακαταθήκη ἀλλὰ καὶ ἡ ζῶσα συνέχεια τοῦ ἔργου του.  Γιατί στὰ ἁπλὰ καὶ ταπεινὰ παιδιὰ τῆς Νήσου, στὶς κόρες καὶ τοὺς υἱούς του, στήριξε τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα της.

v Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου 

         Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος γεννήθηκε στὴν Πάτμο στὶς 13 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1889 ἀπὸ εὐλαβεστάτους γονεῖς, τὸν Ἐμμανουὴλ Μακρὴ ἀπὸ τοὺς Λειψοὺς καὶ τὴν Εἰρήνη Γαλάνη ἀπὸ τὴν Πάτμο.

Κατὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ θείου Βαπτίσματος ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος ἀπὸ τὸν ἀνάδοχό του καὶ θεῖο του, Μητροπολίτη πρώην Πηλουσίου Ἀμφιλόχιο Κάππο. Ἀπὸ βρεφικὴ ἡλικία ὁ Θεὸς κατέστησε αὐτὸν σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ σύμφωνα μὲ τὶς διηγήσεις τῆς μητέρας του, βρέφος, ἀλλὰ καὶ νήπιο, ἀρνιόταν νὰ λάβει τροφὴ τὴν ἡμέρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς.

Ἀπόφοιτος τοῦ Σχολαρχείου, φοιτᾶ ἕνα ἔτος στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως, διότι οἱ Τουρκικὲς Ἀρχὲς διακόπτουν τὴν λειτουργία τοῦ ἐκπαιδευτηρίου. Τὸ ἔτος 1906 σπρωγμένος ἀπὸ θεῖο πόθο καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο, σὲ ἡλικία μόλις 17 ἐτῶν, εἰσέρχεται δόκιμος στὴν (καθ' ἡμᾶς) Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Διακρίνεται γιὰ τὸν ζῆλο καὶ τὴν κατὰ Θεὸν προκοπὴ καὶ τὸ αὐτὸ ἔτος κείρεται ρασοφόρος μοναχὸς μετονομαζόμενος Ἀμφιλόχιος, πρὸς τιμὴ τοῦ ἀναδόχου του.

Πρὸς πνευματική του ὠφέλεια ἐπιδιώκει τακτικὴ ἐπικοινωνία μὲ ἐνάρετους ἡσυχαστὲς ποὺ ἐγκαταβιοῦν στὴν Πάτμο, ὅπως ὁ ἀσκητὴς Θεόκτιστος καὶ ὁ πνευματικὸς Μακάριος Ἀντωνιάδης ἀπὸ τὸν ὁποῖο κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν στὸ κάθισμα τοῦ Ἀπολλώ.

Τὸ 1914 ἀσθενεῖ καὶ μεταβαίνει στὴν Ἀθήνα καὶ ἀπὸ κεῖ στὴν Αἴγινα, ὅπου συνδέεται πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο ἀπὸ τὸν ὁποῖο μυεῖται βαθύτερα στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ τὴν νοερὰ προσευχή.

Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν χειροτονεῖται διάκονος στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου Κῶ ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Κώου Ἀγαθάγγελο, στὴν συνέχεια πρεσβύτερος στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὸ Βαθὺ Σάμου, ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Σάμου καὶ Ἰκαρίας Κωνσταντῖνο Βαντζαλίδη, ἐνῷ λαμβάνει τὸ Ἱερὸ ὑπούργημα τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός. Τὸ στερρὸ μοναχικό του φρόνημα καὶ ὁ Ἱεραποστολικός του ζῆλος τὸν βοηθοῦν νὰ ἀναπτύξει Ἱεραποστολικὴ καὶ ποιμαντικὴ δράση στὰ πέριξ νησιά.

Κατὰ τὰ ἔτη 1926-1932 ὁρίζεται προϊστάμενός του Ἱεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου ἐκτελεῖ ἐπισκευὲς στὸ ναὸ κι ἐπιμελεῖται την ἁγιογράφησή του. Τὴν 14η Νοεμβρίου τοῦ 1935 ἐκλέγεται ἡγούμενος γιὰ δύο ἔτη στὴν κρίσιμη περίοδο τῆς Ἰταλοκρατίας, ἐνῷ παράλληλα ἱδρύει τὴν γυναικεία μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν ἡγουμένη Εὐστοχία μοναχή, ἡ ἵδρυση τῆς μονῆς ἦταν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντα ὅπως «ἐκ τοῦ κέντρου αὐτοῦ μὲ ἐφόδια πνευματικὰ νὰ ἐργασθοῦν αἱ κατάλληλοι ἐκ τῶν μοναχῶν ἐν τῇ κοινωνίᾳ διὰ τὴν διάδοση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ τὴν ἐξάσκηση τῆς φιλανθρωπίας». Ἡ ἐκλογή του δὲν ἦταν ἀρεστὴ στοὺς Ἰταλοὺς κατακτητές, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸν ἐξορίζουν στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, διαλύουν τὴν γυναικεία Ἱερὰ μονὴ καὶ τὸν ἀντικαθιστοῦν μὲ κάποιον ἔμπιστό τους.

         Ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα ἀναπτύσσει ἄοκνο ἱεραποστολικὴ καὶ πνευματικὴ δράση, περιοδεύων πνευματικῶς σὲ Ἰωάννινα, Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα, Σαντορίνη καὶ Κρήτη. Στὴν Κρήτη διορίζεται ἀπὸ τὸν τότε μητροπολίτη Τιμόθεον Βενέρη ὡς πνευματικὸς ὅλης τῆς Κρήτης. Τελικῶς ἀνακαλεῖται ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ὑπηρετεῖ τὴν μονὴ τῆς μετάνοιας τοῦ ὡς πνευματικὸς καὶ Ἠγουμενοσύμβουλος. Ἀναδιοργανώνει τὴν γυναικεία μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐργάζεται γιὰ τὴν θρησκευτικὴ ἀνόρθωση τῆς Δωδεκανήσου ποὺ βάλλεται ἀπὸ τὸν καθολικισμὸ καὶ τὴν Οὐνία. Ἰδιαίτερη σχέση ἀναπτύσσει ὁ Γέροντας μὲ τοὺς μαθητὲς τῆς Πατμιάδος ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς ὅπου τελεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἐξαγιασμένης προσωπικότητας τοῦ ἀσκεῖ εὐεργετικὴ ἐπίδραση στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν. Δημιουργεῖ ἔτσι ἕνα ἀκόμη πνευματικὸ φυτώριο ἀπὸ νέους σπουδαστὲς ποὺ ἔχουν τὴν ἔφεση τῆς ἀφιέρωσης στὸν Κύριο. Ταυτοχρόνως, μεριμνᾶ γιὰ τὶς θεολογικὲς σπουδὲς τῶν βλαστῶν τοῦ φυτωρίου τοῦ σὲ διάφορα πνευματικὰ κέντρα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ τῆς ἀλλοδαπῆς. Σήμερα, οἱ ἄλλοτε αὐτοὶ εἶναι σημαντικοὶ διάκονοι τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας.

Ὁ πλοῦτος τῆς ἀγάπης του ὅμως δὲν ἐκδηλώνεται μόνο στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἰδιαίτερη εἶναι ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ δένδρα καὶ μὲ δική του πρωτοβουλία δενδροφύτευσης πεύκων καὶ κυπαρισσιῶν, ἡ νῆσος Πάτμος εἶναι σήμερα ἀπὸ τὶς πιὸ κατάφυτες περιοχές. Προσπάθησε νὰ φυτέψει καὶ κέδρους, ἀλλὰ δὲν ἀναπτύσσονταν ὅπως τὰ ἄλλα δέντρα. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ δέντρα, κατὰ τὴν παράδοση, ἔγινε καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ.

Ἡ ἐποποιία τῆς ζωῆς του τελειώνει, ὁ ἴδιος λαμβάνει μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀναχώρησή του καὶ ὡς τὴν τελευταία στιγμὴ εὐλογεῖ τὰ τέκνα του καὶ παραγγέλνει τὴν ἀνάγκη καλλιέργειας τῆς νοερᾶς προσευχῆς: «Παιδιά μου καλλιεργήσετε τὴν εὐχήν. Αὐτὴ ἐγέμισεν τὸν Παράδεισον ἀπὸ τόσον Ἁγίους ἀνθρώπους. Παρακάλεσα τὸν Κύριον νὰ σᾶς δώση τὸ χάρισμα τῆς εὐχῆς. Δὲν ἔχω ἄλλο δῶρον νὰ σᾶς δώσω. Θέλω αὐτό, ποὺ τὸ θεωρῶ ὡς πιὸ πολύτιμον, νὰ σᾶς τὸ παραδώσω».

Τὴν 16ην Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1970 κατόπιν ὀλιγοήμερης ἀσθένειας ἀλλὰ συνεπεία χρονίων νοσημάτων ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατατρυχόταν ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ σὲ ἡλικία 81 ἐτῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του ἐνταφιάστηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Μετὰ παρελεύσεως 10 ἐτῶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, στὶς 19/09/1980, ἔγινε καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν τιμίων λειψάνων του καὶ ἡ ἐναπόθεσή τους σὲ ξύλινη λάρνακα στὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἡ εὐωδία καὶ ἡ θαυματουργία τους δίνουν ἔκδηλα σημεῖα ἁγιότητος. Στὶς 29/8/2018 ἁγιοκατατάχθηκε ἐπισήμως ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

v Τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως

Ἡ ὑποστατικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν ἁγιαστικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ξεκινᾶ μὲ τὴν προσωπικὴ μετάνοια. Ἡ προσωπικὴ μετάνοια ἐπισφραγίζεται ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ πράξη τῆς Ἐξομολόγησης ποὺ ὁρίζει τὴν ἀποκατάσταση, τὴν ἐπανακοινωνία, τὴν συνάντηση μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Τὸ Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως εἶναι πράξη ποὺ καταγράφεται ἤδη ἀπὸ Παλαιὰ Διαθήκη [1] ὅπου καὶ τελεῖται καὶ τελειοῦται μὲ τὸ βάπτισμα Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη [2] ποὺ ἑδραιώνεται μὲ τοὺς Ἀποστόλους.

Τὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ἐξελίσσεται διαχρονικὰ ἀπὸ δημόσια, συνακτικὴ πράξη στὶς πρωτοχριστιανικὲς κοινωνίες σὲ κατὰ πρόσωπον κοινωνία, σὲ ὑποστατικὴ ἕνωση θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, σὲ ἐπανακοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ Χριστοῦ [3], μὲ διάμεσο τὸν Λειτουργό, τὸν ἱερέα ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὶς ἐνέργειες τῆς χάριτος [4]. Δυστυχῶς κάτω ἀπὸ τὴν πολλαπλῆ ἐπίδραση καὶ ἐπιρροὴ τῆς δυτικῆς μηχανιστικῆς, γραμμικῆς καὶ ἀπόλυτης νόησης, τὸ ratio ποὺ στρεβλώνει τὸν ἀρχαιοελληνικὸ Λόγο καὶ τὸν εὐτελίζει σὲ μέσο ἐπικυριαρχίας, τὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως χτυπήθηκε σφοδρὰ καὶ κατέληξε κάποιες φορὲς νὰ μὴν ὑφίσταται.

Αἰτία ἦταν ἡ ἐπέλαση τῆς δυτικῆς, ἀκραία νομοκανονικιστικής, Βιβλικῆς καὶ τελικὰ αὐτοδιακαιωτικὴς καὶ αὐτοσωτήριας σκέψης καὶ πράξης ποὺ εἰσέβαλε στὴν Ἑλληνορθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν ταλάνιζε διαχρονικά, ὅπως ταλάνιζε ὁριζόντια καὶ κάθετα τὴν Ἀνατολικὴ καὶ ζῶσα Ὀρθόδοξο Παράδοση διαστρέφοντας μὲ τὴν προτεσταντικὴ ἠθικολογία τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα. Αὐτὸ τὸ κλίμα ἐπικρατοῦσε καὶ τὴν Ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου μας, τοῦ νέου Κολλυβὰ Πατέρα Ἀμφιλοχίου.

v Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου

Ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἅγιος μᾶς ἀρχίζει καὶ πραγματώνει τὴν ἀναγέννηση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ παράλληλα τὴν ἀνασύσταση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ κυρίως τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως, ὡς νέος Κολλυβὰς Πατέρας εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ στυγνοῦ καὶ χείριστου προτεσταντικοῦ εὐσεβισμοῦ.

Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ δυτικὸς τρόπος ζωῆς συχνὰ ἀντιτίθεται στὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἀρχές, ὅπως ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλληλεγγύη καὶ ἡ ἀγάπη, δημιουργῶντας ἐντάσεις μὲ τὴν παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία. Οἱ θεολογικὲς σπουδὲς ὀργανώνονται κατὰ τὰ γερμανικὰ προτεσταντικὰ πρότυπα, ἡ θεολογικὴ παιδεία καὶ ἡ Ἐκκλησία κρατικοποιοῦνται καὶ ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση τοῦ ἠθικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τοῦ θεολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ.[5]

Ἡ πίστη γίνεται διανοητικὴ, εὐρωπαϊκὴ ὑπόθεση. Ἡ Θεολογία ἀποκόβεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ οἱ ἀπόφοιτοι ἱερεῖς μεταδίδουν στὶς ἐνορίες τους θεολογικὴ γνώση χωρὶς ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, ἁγιοπατερικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ βίωμα καὶ πίστη.[6]

Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου εἶναι μιὰ ἐποχὴ ποὺ βάλλονται τὰ μοναστήρια, μὲ πολιτικὴ παρέμβαση, ἀπομακρύνονται κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκπαίδευση, βάλλεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση καὶ ζωὴ καὶ γίνεται προσπάθεια ἀποϊεροποίησης τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο στὴν ἰταλοκρατούμενη Δωδεκάνησο, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ ὄχι μόνο.

Εἶναι μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἁγία Γρὰφὴ θεωρεῖται τὸ μοναδικὸ κριτήριο ἀξιολόγησης καὶ ἐξομβελίζεται ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀτομικῆς πίστης καὶ ἰδιωτικῆς σχέσης μὲ τὸ Θεό. Στὸ ἀποκορύφωμα τῆς πλάνης ἑδραιώνεται στὸν πιστὸ ἡ ἀντίληψη ὅτι χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς πὸὺ χάρη τοῦ ἀτομικοῦ τοῦ συμφέροντος ἐργάζεται, ἀποκτᾶ χρήματα, τοκίζει, κερδίζει καὶ δὲν καταναλώνει καὶ ἀποταμιεύει γιὰ νὰ ἐπενδύσει.

Στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο τὸ πνεῦμα αὐτὸ ἐπεκράτησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα καὶ κυριάρχησε σὲ ὅλες τὶς ἑπόμενες δεκαετίες. Ὡς ἀντίστιξη καὶ ἀντίσταση, ὡς ἀντίφωνο σὲ ἔσχατες καὶ χαλεπὲς μέρες θὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Πύργος τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀμφιλόχιος, ὁ Ἅγιος.

v Ὁ Γέροντας ὡς Πνευματικὸς Πατέρας καὶ ἐξομολόγος

Τὸ ἔτος 2010 ἡ ἔκδοση τοῦ ἐορτολόγιου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἦταν ἀφιερωμένη στὸ μακαριστὸ προηγούμενο τῆς καθ' ἡμᾶς Ἱερᾶς Μονῆς Ἅγιο Ἀμφιλόχιο. Στὸν τότε πρόλογο σημείωνε ἕνα ἀγωνιζόμενο πνευματικὰ τέκνο του, ὁ τότε Δημήτριος Ἀρχωντώνης καὶ ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ποὺ συνεδέθει μὲ τὸν Ὅσιο Γέροντα ὅταν ἦταν φοιτητής της Χάλκης:

«Ο Κύριος ποτέ δεν είναι φειδωλός  ακένωτες (ανεξάντλητες) δωρεές του. Κι ο Όσιος Γέρων Αμφιλόχιος δια της ασκητικής ανδρείας, της αδιαλείπτου προσευχής και συνόλου της ευεκτικής εργασίας ετόλμησεν, εζήτησεν και επέτυχεν του χαρίσματος. Εντός αυτού θαλερώς επενεργούσε  η δροσοβόλος καύσις της νοεράς προσευχής. Εξ ων έπαθεν, έμαθεν, εδίδαξεν, ενέπνευσεν και παρέδωκεν τοις μετ' αυτού και τοις επιγενομένοις δια λόγου και έργων αγάπης  άρτον ζωοποιών, βρώσιν άφθαρτον, ύδωρ ζών, θησαύρισμα αγαλλιάσεως... Συνελόντ' ειπείν ούτος «ο μηδέν έχων» κατείχε τα πάντα, εφόσον ήτο αφοσιωμένος εις την νήψιν, την προσευχήν, την άσκησιν, την ποδηγεσίαν ψυχών. …Εξαιρέτως δε η Χριστοειδής αυτού αγάπη συνέθλιβε τας προσωπικάς ανάγκας αυτού και των μετ' αυτού ενώπιον των ακανθωδών προβλημάτων του λιμώττοντος πληρώματος της εκκλησίας και των εις αυτών καταφευγόντων πιστών.»

         Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε ἄνδρας ἀσκητικῆς ἀνδρείας, ἐμποτισμένος μὲ πίστη ἀκλόνητη καὶ μὲ σταθερὰ προσήλωση στὶς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ στερρὸ θεμέλιο τοῦ ἦταν ἡ δροσοβόλος καύση τῆς νοερᾶς προσευχῆς τὴν ὁποία καὶ ἀσκοῦσε νυχθημερὸν καὶ τὴν ὁποία εἶχε διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο [7], ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόλυτη ἐναρμόνιση μὲ τὸ βαθὺ πνευματικὸ κλίμα τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, καθὼς ἐντρύφησε σὲ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀναστροφὴ τοῦ μὲ τὸν Κολλυβὰ ἀσκητὴ Μακάριο Ἀντωνιάδη στὸ Κάθισμα τοῦ Ἀπολλώ.

Ἡ ὑψοποιὸς ταπείνωση, ἡ διφυὴς ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἡ ἀγωνιστικὴ ὀρθόδοξος βιωτή Του, ἡ ἑκούσια σταύρωση καὶ ἡ ἀπόλυτη νέκρωση τοῦ ἑαυτοῦ του χαράσσονται σὲ ὅλη τὴν πανίερη Βιωτή Του. Ἡ θεία Χάρις ἀλλοιώνει ἐσωτερικὰ κι ἐξωτερικὰ τὴν φυσικὰ εὐειδῆ μορφή του καὶ τὴν κάνει ἀγαπητὴ καὶ προσηνῆ σὲ ὅλους. Κυρίως ὅμως ἀλλοιώνει τὴν καρδιά του. Γίνεται ἔτσι ὄργανο τοῦ Ἅγιου Πνεύματος, μεσίτης καὶ πρεσβευτὴς εἰς τύπον Χριστοῦ ὁδηγῶντας τις ἐμπεπιστευμένες ψυχὲς ἀπὸ τὰ πάθη στὴν ἀπάθεια καὶ στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερίᾳ. Μία εἶναι ἡ ἀποστολή του, ἡ διακονία τοῦ μετανοημένου ἁμαρτωλοῦ καὶ ἡ ἐπανένωσή Του μὲ τὸν Χριστό. Μιμεῖται τὸν καλὸ Ποιμένα. Μὲ χαρακτηριστικὰ τὴν ἀγάπη, τὴν στοργή, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν αὐτοθυσία, ἐξέρχεται κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικὰ πρὸς ἀναζήτηση τοῦ πλανηθέντος προβάτου. Διατρέχει ξηρά, διαπλέει θάλασσα.

«Ἦταν Κυριακὴ μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὁ Γέροντας εἶχε ἕνα κάθισμα σεζλὸνγκ καὶ σὲ αὐτὸ ἦταν ἀνακεκλιμένος μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία (ἀπὸ ἄσκηση, γιὰ νὰ μὴν ξαπλώσει στὸ κρεβάτι), προσηλωμένος στὴν καλλιέργεια τῆς εὐχῆς. Ἀκούει τότε καθαρά: «Πήγαινε στὴν Ἰκαρία νὰ σώσεις τὴν Ἑλένη». Δὲν ἔδωσε σημασία στὴ φωνὴ γιατί τὸ θεώρησε πειρασμικό. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὴν φωνὴ καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά, χωρὶς ἀναβολὴ σηκώνεται. Παίρνει τὸ πρῶτο πλοῖο γιὰ Ἰκαρία καὶ κατευθύνεται στὸ λιμάνι. Ἐκεῖ βλέπει μιὰ γυναῖκα νὰ τρέχει. Φωνάζει τὴν ἄγνωστη γυναῖκα μὲ τὸ ὄνομά της «Παιδί μου, Ἑλένη, στάσου!» Ἡ γυναῖκα στρέφεται στὸν Ἱερωμένο «Συγχώρεσέ με Πάτερ. Μὲ προλάβατε, θὰ αὐτοκτονοῦσα, ἤμουν ἀπελπισμένη γιατί πέθανε ὁ ἄντρας μου». «Παιδί μου, δὲν θέλω νὰ ἀπελπίζεσαι. Ἐγὼ θὰ εἶμαι κοντά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ πνευματικός σου πατέρας».

Ἡ πολύωρη καὶ πολυήμερη ἡ ἐπίπονη προσφορὰ στὸν ἄνθρωπο καταγράφεται στὴν Ἐπιστολὴ πρὸς τὴ δασκάλα Καλλιόπη Γούναρη, μετέπειτα Ἡγουμένη Εὐστοχία: «Ἀπὸ τὴ Λέρο ἕως τὴν Πάτμο μὴ ρώτᾷς. Φουρτούνα καὶ βροχή. Εἰς τὰς 10 τῆς νὺκτὸς εὑρισκόμεθα εἰς τὸν λιμένα. Βρὸχὴ ἀπελπιστική. Μετὰ κόπου ἐξῆλθον καὶ ἐβρεχόμην ἀνερχόμενος πὲζὸς ἕως τὴν μονήν. Ὅλὰ τὰ φορέματά μου ἦσαν ὡσὰν νὰ τὰ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν θάλασσαν.» Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ τὰ παιδιά του δὲν τὸν ἀφήνει ἤσυχο: «Τίποτα δὲ σκέφτομαι παρὰ τὸν Χρὶστὸν καὶ τὴν πνευματικὴ μου οἰκογένεια. Τ’ ἀγαπῶ τὰ παιδιὰ μοῦ μὲ μὶὰ ἀγάπη ἀνώτερη τοῦ σαρκικοῦ πατέρα... Γράφουν ὅμως ψέματα ὅτι ἐγὼ τὰ τρέφω. Εἶμαι πτὼχὸς καὶ πάντοτε πεινασμένα τὰ ἔχω, ἀλλὰ εἶναι πολὺ κὰλὰ παιδιὰ καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἀγαποῦν χὼρὶς νὰ ἔχουν τίποτε ἀπὸ ἐμένα. Τίποτε ἄλλο παρὰ μόνo μὶὰ «τρὲλὴ» ἀγάπη ἔχω γι’ αὐτὰ καὶ φαίνεται αὕτη τὰ θερμαίνει.»

Ὁ Γέροντας ἀγαπητικὰ ἐπιδένει τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ τὶς ἠθικὲς πληγὲς μὲ στοργή, εὐσπλαχνία, κατάνυξη γιὰ σωφρονισμὸ κατὰ Θεόν. Γίνεται περιάκουστος καὶ περιζήτητος ἐξομολόγος. Ὁ Γέροντας Παῦλος Νικηταράς , ὁ πρωτόκλητος καὶ πιστὸς υἱός του καταγράφει στὸ βιβλίο τοῦ «Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρὴς» τὴν ἰδιαίτερη κλίση τοῦ Γέροντα ὡς ἐξομολόγου σὲ μιὰ περίοδο ποὺ οὔτε πνευματικοὶ πατέρες μὲ τὸ χάρισμα ἐξομολόγησης ὑπῆρχαν, ἀλλὰ οὔτε ἐτελεῖτο κἂν τὸ Ἱερὸ Μυστήριο: «Ἡ ὅλη πολιτεία τοῦ Γέροντα ἀφήνει νὰ καταφανεῖ πόσο πολὺ ὁ ἀείμνηστος ποθοῦσε τὴν σωτηρίαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Θὰ σκιαγραφήσουμε τὸν τρόπο τῆς ἐπαφῆς τοῦ Γέροντα μὲ τὸν ἐξομολογούμενο, ὅπως τὴν μαρτυροῦν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία τὸ πνευματικά του τέκνα. Πρῶτα-πρῶτα ἀποσκοποῦσε στὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσήρχετο στὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Στὰ μάτια τοῦ ἐξομολογουμένου ὁ πνευματικὸς πατέρας ἐφαίνετο πραγματικὸς μύστης καὶ λειτουργὸς τοῦ Ἱεροῦ τούτου μυστηρίου. Εἶχε τὸ διορατικὸ χάρισμα μαζὶ μὲ τὴν πατερικὴ ἀρετὴ τῆς διακρίσεως, ὥστε ἔκανε τὸ χριστιανὸ νὰ μπορεῖ ν' ἀποκαλύπτει τὰ ψυχικά του τραύματα καὶ νὰ ποθεῖ τὴ θεραπεία ἀπὸ τὸ μικρόβιο τῆς ἁμαρτίας. Ἀγαποῦσε τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ ἀγάπη ὁμοίωμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀγαποῦσε τοὺς μεγάλους ἁμαρτωλούς, γιατί ἤξερε ὅτι ἦταν πολὺ δύσκολο κατόρθωμα νὰ μετανοήσουν αὐτοὶ ποὺ εἶχαν χρόνια ψυχικὰ πάθη, ἀπὸ τοὺς ὀλιγώτερο πληγωμένους ἀπὸ τὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας. Ἀκολούθησε στὴν περίπτωση αὐτὴ τοὺς διακριτικοὺς «γέροντας» πού, ὅπως λέει ὁ Ντοστογέφσκι, «βάζουν στὴν καρδιὰ τοὺς ἐκεῖνον ἀκριβῶς ποὺ εἶναι πιὸ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀγαπᾶνε περισσότερο ἀπ' ὅλους ἐκεῖνον ποὺ ἁμάρτησε περισσότερο».[8]

Ἔκλαιε μετὰ κλαιόντων καὶ ἔχαιρε μετὰ τῶν χαιρόντων. Αὐτὸ ἦταν ποὺ δημιουργοῦσε στενὸ σύνδεσμο μὲ τὰ πνευματικά του τέκνα. Ὁ κάθε ἕνας ἐσκέπτετο πῶς δὲ θὰ πλήγωνε ξανὰ τὴν καρδιὰ τοῦ Γέροντα καὶ ἐπρόσεχε στὴν καθημερινή του ζωὴ νὰ ἀποφεύγει τὶς κακοτοπιές. Ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε συχνὰ ὁ Γέροντας στὸν ἁμαρτωλό: «ξέχασε τὶς ἁμαρτίες σου, ὁ Χριστός μας τὶς διέγραψε ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς», ἔδινε ἀφάνταστο θάρρος στὸν ἐξομολογούμενο, ἑδραίωνε τὴν πίστη του στὸ σωτῆρα Χριστὸ καὶ ἔκανε ἀμετακίνητο τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς.»

Ἡ ἀδελφότητος θεολόγων "Ζωή", ζητῶντας τὴν συνεργασία μαζί του, ἀπευθύνεται στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς: «Παρακαλῶ ὅπως παράσχητε εἰς τὸν εἰρημένον Πατέρα Ἀμφιλόχιον ἄδειαν ἀπουσίας ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς εἰ δυνατὸν τρίμηνον ὅπως χρησιμοποιήσωμεν αὐτὸν διὰ τὸν Ἱερόν της ἐξομοληγήσεως ἔργον. Διότι ἔχομεν τὴν ἐλπίδα, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, οὐχὶ μικρὰ προκύψει ὠφέλεια». Καὶ ἄλλη χριστιανικὴ ἀδελφότης ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα «ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς» ἐκφράζει εὐχαριστίες γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἀμφιλοχίου ὡς ἐξομολόγου. Ἱεραποστολικὲς ἀδελφότητες, εὐσχήμονες μητροπολῖτες, διαπρεπεῖς ἱερεῖς, διαπρέποντες στὴν ποιμαντορικὴ καὶ ἱερατικὴ διακονία, θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν παρουσία του ὡς ἐξομολόγου. Ὁ μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων ποὺ ἀνεδείχθη κατόπιν ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὁ μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος, ὁ μετέπειτα Τρίκκης καὶ Σταγών, ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, ὁ διευθυντὴς τῆς Πατμιάδος ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς ἀρχιμανδρίτης Μελέτιος Γαλανόπουλος καὶ μετέπειτα μητροπολίτης Κυθήρων, ἐξομολογοῦνταν στὸν Γέροντα Ἀμφιλόχιο.[9]

Μιὰ ἄλλη πνευματικὴ μορφὴ τῆς Ἑλλάδος, ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, Λογγοβάρδας Πάρου, ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ἐξομολογοῦνταν καὶ γράφει γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρὸς Ἀμφιλοχίου Μακρὴ τὰ ἑξῆς: «Εὐχαριστῶ τὸν πανυπεράγιον καὶ πανάγαθον Θεὸν καὶ Πατέρα ἡμῶν τὸν ἕν οὐρανοῖς ὅστις ἐπλήρωσε τὸν πόθον μου καὶ τὴν ἐπιθυμίαν μου, ἢν εἶχον νὰ τὸν ἔβλεπον προσωπικῶς πρὶν ἀπέλθωμεν ἀμφότεροι τῶν προσκαίρων. Πρὸ εἰκοσαμήνου πληροφορηθεῖς ὅτι ἠσθένει... ἔσπευσα ἀεροπορικῶς καὶ ἔφθασα εἰς Ρόδον. Ἡ χαρὰ κι ἀγαλίασις ὅτε εἴδομεν ἀλλήλους ἦτο ἀπερίγραπτος, ἀλλὰ καὶ ἡ πνευματική μας ὠφέλεια διὰ τῆς ἐξομολογήσεως ἦτο μεγίστη, διότι ἀμφότεροι ἐξομολογήθημεν. Ἐπειδὴ καὶ ἡμεῖς ὡς ἄνθρωποι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, μόνος γὰρ ἀναμάρτητος ἐστὶ ὁ Θεός» [10].

Ὁ ὅσιος Γέροντας εἶναι ἡ τύπωση αὐτῶν τῶν χαρισμάτων καὶ τῶν ἀρετῶν, ἰδιαιτέρως στὴ συμπεριφορὰ ποὺ καταδεικνύει στὰ πνευματικά του παιδιά. Κάποτε εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ρόδον καὶ διακονούμενος τὴν ἐξομολόγησιν λαμβάνει νοερὰ μήνυμα ἀπὸ πνευματική του θυγατέρα ποὺ σπουδάζει στὴν Ἀθήνα ὅτι αὐτὴ πολεμεῖται ἀπὸ λογισμούς. Ἀμέσως δὲ χάνει καιρό, μὲ τὸ πρῶτο ἀεροπλάνο τῆς γραμμῆς ταξιδεύει εἰς Ἀθήνας μεταφέροντας μαζί του καὶ Ἱερὰ λείψανα γιὰ νὰ σώσει μία ψυχὴ ποὺ ὅπως καὶ κάθε ἄλλης ψυχῆς δὲν εἶναι ἀντάξιος ὅλος ὁ κόσμος «ὑπὲρ ᾖς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε».

Στὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ ἀοράτου πολέμου θεωροῦσε ἀπαραίτητη τὴν τακτικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο. «Ἡ νίκη θὰ εἶναι πάντοτε κοντά σου διότι θέλεις νὰ ἀκολουθήσεις τὸ Βασιλέα Χριστό. Ἕνα μόνο θέλω, τακτικὴ ἐπικοινωνία μ' Αὐτὸν μέσῳ τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ θὰ μᾶς φέρει πολὺ πλησίον Του. Τότε κάθε ἐπίθεσις τοῦ διαβόλου θὰ εἶναι μικρᾶς διαρκείας, διότι φοβεῖται ὁ ἐχθρὸς τὴν μεγάλην προστασίαν τοῦ Κυρίου. Ἡ προσευχὴ συνοδευομένη ἀπὸ τὴν προσοχὴν ἀποτελεῖ τὰς δύο πτέρυγας τῆς ψυχῆς.[11] Γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὶς χαρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πρέπει νὰ καλλιεργήσεις μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς σου τὴν προσευχή, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν σιωπή. Χωρὶς τὴν προσευχὴ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὑπομένεις, οὔτε νὰ σιωπᾶς. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ ἐφάρμοσα στὴ ζωή μου. Μᾶς βοηθοῦν νὰ ἔχουμε τὸν Χριστὸ κάτοικο στὴν καρδιά μας. Πρώτιστον καθῆκον στὸν Θεὸν εἶναι ἡ γλυκύτατη συνομιλία μ' αὐτὸ τὸ παντοδύναμο ὅπλο τῆς προσευχῆς, ἡ ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς», γράφει σὲ Ἐπιστολὴ Τοῦ σὲ πνευματικὸ Τοῦ τέκνο.

Κατὰ τὶς ἀρχὲς τὶς δεκαετίας τοῦ 1960, ὁ ἅγιος ἐξομολογοῦσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Θεοδῶρας Θέσ/νίκης. Μέχρι σήμερα θυμᾶται ἡ ἀδελφὴ Ἀρσενία (Μικροκάστρου) τὴν ἐξομολόγηση τῆς ὡς φοιτήτρια. Ὁ ἅγιος Γέροντας καθιστὸς ὀρθός, ἀναπαυόμενος, συνομιλῶντας, ἐξομολογῶντας, συμβουλεύοντας, μετουσιώνει σὲ πράξη τὸ θεόπνευστο παράγγελμα τοῦ οὐρανοβάμωνος ἀποστόλου Παύλου, ἀδιαλείπτως προσεύχεται. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ στήριγμα τῆς ψυχῆς μας λέει, ἀνοίγει ὁδοὺς μετανοίας.[12]  Ἡ προσευχὴ κινεῖ τὸ Μυστήριο, τὴν ἐπανακοινωνία μὲ τὸν Κύριο καὶ τὸν πνευματικὸ Πατέρα . 

«Κρατῆστε ψηλὰ τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ ἔχετε πάντα τὸ τηλέφωνο τοῦ Γέροντά σας, ὅπου καὶ ἂν εἶστε. Ἡ διάθεση ἡ δικιά σας μοῦ ἀνάβει φωτιά. Εἶναι σὰν νὰ μοῦ ρίχνετε κάρβουνα σ’ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μου. Θέλω παιδί μου, νὰ ζεὶς γιὰ τὸ Χριστό, ὁλόκληρος νὰ δοθεῖς σ’ αὐτόν. Θέλω ὅταν τύχει ν’ ἀνοίξει κανεὶς τὴν καρδιά σου τίποτε ἄλλο νὰ μὴ βρεῖ, μόνο τὸ Χριστό».[13] «Γίνεστε παιδιὰ ποὺ κατοικεῖ ὁ Θεὸς στὴν καρδιά σας. Ἡ προσευχὴ ὅλα τὰ τακτοποιεῖ. Τὴ θάλασσα μπορεῖ νὰ τὴν περπατᾶς. Ἐκμηδενίζει τὶς ἀποστάσεις. Τὶς βουλήσεις τῶν ἀνθρώπων μεταβάλλει. Δίνει θάρρος, πίστη καὶ ὑπομονὴ στὴ ζωή μας πάντοτε».[14]

         Ἡ μεγάλη πνευματικὴ μορφὴ τῆς Πάτμου καὶ ἰδιαίτερα ἀγαπητὸ πνευματικό του τέκνο, ὁ Γέροντας Παῦλος Νικηταράς, καταγράφει μὲ σπαραγμὸ ἀπώλειας τὴν ἐναγώνια ἀναζήτηση καὶ διάσωση τοῦ πεπλανημένου ἁμαρτωλοῦ στὸν ἐπικήδειο λόγο του.

«Ἐπὶ ἥμισυ αἰῶνα ὑπηρέτησεν εὐόρκως τὸν Κύριον καὶ δὲν ἐφείδετο οὔτε κόπων, οὔτε θυσιῶν, προκειμένου νὰ ἀναζητᾶ τὸ ἀπολωλὸς εἰς τὰ ὄρη, εἰς τὰς χαράδρας, εἰς τὰς νήσους, εἰς τὰς ἐπαρχίας. Πότε εἰς Λέρον, πότε εἰς Κάλυμνον, πότε εἰς Κων καὶ Ρόδον καὶ Νίσυρον καὶ Κάρπαθον καὶ Σύμην.

Ὁ Ἱεραποστολικός του βίος ὁδήγησε αὐτὸν καὶ ἐκτὸς τῆς Δωδεκανήσου. Εἰς Ἀθήνας, εἰς Κρήτην, εἰς Θέσ/νίκην, εἰς Σαντορίνην, εἰς Κων/νπολιν, εἰς Ἰωάννινα. Πόσα πνευματικὰ τέκνα του δὲν ἐδρόσισαν τὶς ψυχές των ἀπὸ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς του διδασκαλίας καὶ δὲν ἐχόρτασαν ἀπὸ τὸν οὐράνιο ἄρτον, τὸν ὁποῖον μὲ τόσην ἁπλότητα καὶ ὁλόφωτον σκέψιν ὡς ἄλλος παπουλάκος παρεῖχεν ὁ εὐλαβεῖς ἱερομόναχος Ἀμφιλόχιος... Ἔζησεν ὁσιακὸν βίον καὶ εἶχεν ὀσιάκήν τελευτήν. Ἐκδημήσας πρὸς Κύριον ἀφήνει δυσαναπλήρωτον κενὸν εἰς τὰ πνευματικά του τέκνα, ἀλλὰ καὶ παράδειγμα φωτεινὸν καὶ ἀείζωον εἰς τὰς ἐπερχόμενας γεννεάς[15].

Μιὰ ἐξομολόγηση κατὰ τὸ τέλος τοῦ 1953 στὰ Χανιὰ τῆς κ. Μαρίκας Κουφάκη καὶ τοῦ συζύγου τῆς Στεφάνου ἦταν ἡ ἀπαρχὴ γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ τὸ Ἵδρυμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Χανίων, Κρήτης. Ἐξομολογήθηκε ἡ κ. Μαρίκα τὸν καημό της ὅτι δὲν εἶχε παιδιὰ καὶ ὁ ἅγιος τῆς ἀπαντᾶ ἀμέσως: "Εὐλογημένη ὁ Θεὸς θέλει κάτι ἄλλο ἀπὸ σένα." "Τί θέλει Γέροντα;" "Νὰ πάρεις δύο ὀρφανά." Σιγά-σιγὰ ἔγιναν δεκάδες, καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της, τὸ 2015, πάντρεψε μὲ προῖκα περίπου 300 κορίτσια!

Ὁ Ἅγιος ἐξῆρε ἰδιαίτερα τὴ δύναμη τῆς μετάνοιας καὶ τῆς μεταστροφῆς, τῆς ἐνδάκρυος ἐξομολογήσεως. Ὅμως τόνιζε ὅτι ἡ παραμονὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ θανάσιμη ἁμαρτία,η ἀναγωγή της σὲ συνήθεια ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. «Παιδιά μου προσέχετε μὴν ἁμαρτήσετε θανάσιμα ἔλεγε γιατί ἡ μετάνοια δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη καρδιακὴ κατάσταση. Θημηθεῖτε τοὺς πειρασμοὺς τῆς μεγάλης Ἀσκήτριας Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ποὺ ἐπὶ δεκαεπτὰ χρόνια πολεμοῦσε μὲ τὶς ἐνθυμήσεις τοῦ πρότερου βίου της. Τότε ἔπεφτε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ δὲν ἐγείρετο ἂν δὲν τὴν ἔλουζε το φῶς τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου καὶ μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε γιὰ τὴ λήθη τῆς ζωῆς τῆς ἁμαρτίας. Τὸ ἀληθινὸ δάκρυ τῆς μετανοίας καὶ ἕνας κόμπος νὰ εἶναι εἶναι τόσο καυτερὸ ποὺ αὐλακώνει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου . Αὐτὴ ἡ αὐλακιὰ μένει σὲ ὅλη του τὴ ζωή». Αὐτὰ τὰ πνευματικὰ λόγια μετέφερε τὸ ἐξαίρετο πνευματικό του τέκνο, ὁ μακαριστὸς Προηγούμενος Γρηγόριος Δοχειαρίτης.[16]

Ἡ διορατικότητά του ὡς πνευματικοῦ κατέστη πολλὲς φορὲς πρόδηλη. Γιὰ παράδειγμα, ἔλεγε κάποτε σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν νὰ ἐξομολογηθοῦν νὰ ἔλθουν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, γιατί καταλάβαινε ὅτι δὲν εἶχαν μετανοήσει. Προσευχόταν γι’ αὐτούς, ἑτοιμαζόταν ἡ ψυχή τους καὶ ἔπειτα γινόταν δεκτικὴ τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς συγχώρεσης ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο. Ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκαν δυὸ ἀδελφὲς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, δέχτηκε μόνο τὴ μία στὴν ἐξομολόγηση. Στὴ δεύτερη ὅμως ἐπίσκεψή τους στὴν Πάτμο ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια ἐξομολογήθηκε καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή. Ἀφοῦ τῆς διάβασε τὴ συγχωρητικὴ εὐχή, τὸν ρώτησε:

-       Γέροντα, γιατι δὲν μὲ δέχτηκες πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια;

-       Νὰ μὲ συγχωρεῖς, παιδί μου. Δὲν εἶχες τότε μετάνοια. Δὲν ἤσουν καθόλου ἕτοιμη γιὰ ἐξομολόγηση. Τώρα ἡ μετάνοιά σου εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Κύριο.

Ἐπίσης, ἕνας ἀπόφοιτος τῆς Πατμιάδας, ποὺ ὅσα χρόνια φοιτοῦσε στὴ σχολὴ εἶχε πνευματικὸ τὸν Ἅγιο, ἐπισκέφτηκε ξανὰ τὴν Πάτμο, γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἀφοῦ ἐξαγορεύτηκε τὶς ἁμαρτίες του, ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε:

-       Μήπως, παιδί μου, ξέχασες κάτι ποὺ σοῦ συνέβη;

Καὶ τότε του διηγήθηκε τὸ συμβὰν λεπτομερῶς μὲ τόση παραστατικότητα, σὰν νὰ τὸ εἶχε ζήσει ὁ ἴδιος.

Μεγάλη ἦταν ἡ ἔκπληξη τοῦ πνευματικοῦ του παιδιοῦ, γιατί ἦταν ἀνθρωπίνως ἀδύνατο νὰ ἔχει μάθει ἀπὸ κάποιον τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ θαύμασε τὸ χάρισμα τοῦ πνευματικοῦ τοῦ πατέρα[17].

 Ὁ Ἅγιος εἶχε τὸ χάρισμα νὰ γίνεται ἄμεσα ἀγαπητὸς ἀπὸ ὅλους ἀλλὰ καὶ νὰ μεταφέρει σὲ κάθε πνευματικὸ Τοῦ τέκνο τὴ μοναδικότητα καὶ τὸ ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς πατρικῆς του ἀγάπης σὲ σημεῖο ποὺ νὰ νομίζει ὅτι τὸ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπ’ τὰ ἄλλα. Εἶχε ἐνσυναίσθηση, ἀπόλυτη ταύτιση, σωματικὴ καὶ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ μὲ τὸν ἐξομολογούμενο. Συνέπασχε, συμμετεῖχε στὴ θλίψη του

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος ἔλεγε ὅτι «ἦταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ποὺ συγκινοῦσε καὶ γοήτευε». Σὰν μὲ ἀόρατα νήματα κρατοῦσε κοντά του τὶς καρδιές. Μὲ τὴν εὐγένειά του ἔφερνε σὲ φιλότιμο τὰ παιδιά του ποὺ σκεπτόταν πὼς νὰ μὴν πληγώσουν τὴν εὐαίσθητη καρδιά Του. Ἐπικοινωνοῦσε μὲ ὅλες τὶς ἡλικίες, μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς. «Στὴν ἐξομολόγηση ξεκουραζόσουν, ἀκόμα καὶ πρὶν ἐπιχειρήσεις ν’ ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου στὸν Γέροντα, γιατί σοῦ τὴν ἄνοιγε πιὸ μπροστὰ ἐκεῖνος μὲ τὸ πλατὺ πατρικό του χαμόγελο καὶ τὶς ἁπλὲς ἐρωτήσεις του, ποὺ ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον», μαρτυρεῖ ὁ μητροπολίτης Γάνου καὶ Χώρας Ἀμφιλόχιος. [18]

Μὲ ἐξασκημένη την διόραση, τὴν πνευματικὴ ὅραση γνώριζε ὅλες στὶς ἁμαρτίες του ἐξομολογούμενου καὶ τὶς ἐκμαίευε μὲ λεπτότητα, σεβασμὸ καὶ πατρικὴ ἀγάπη. Σὲ ἐξομολογούμενους ποὺ προσέγγιζαν τὸ μυστήριο κοσμικά, μὲ ἄγνοια καὶ πολλὲς φορὲς μὲ θράσος καὶ ἀναίδεια ἀντέτεινε τὸν χαρισματικὸ λόγο, τὴν χαρισματικὴ σιωπή, τὴν ἁπλότητα, τὴν ἀθωότητα, τὴν ἀληθινὴ στοργὴ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα.

Ἐφάρμοζε τὴν ἁγιοπατερικὴ παιδαγωγία τῆς ἐρήμου, τὴν ἀσκητικὴ τῶν νηπτικῶν Πατέρων, τὴν μετατροπὴ τῶν ψυχικῶν δυνάμεων σὲ πνευματικές, τὴ στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ καλό. Σὲ πνευματικά του τέκνα ποὺ εἶχαν προχωρήσει πολὺ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ζητοῦσε ταπεινὰ τὴν γνώμη τους γιὰ θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσαν. Μάρτυς αὐτῶν τῶν περιστατικῶν ἦταν ἡ ἴδια ἡ μητέρα μου ποὺ τὴν ρωτοῦσε: «Εἰρήνη τί νὰ κάνω στὸ τάδε θέμα;»

Ἐνῷ γιὰ τὰ παραστρατημένα τέκνα του περίμενε τὴν ἐπιστροφή. «Δυστυχῶς, ἔλεγε, δυὸ (μοναχὲς) ἔχουν χάσει τὸν δρόμον. Δὲν παύω νὰ εὔχομαι γι’ αὐτὰ τὰ δύο πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τόσον καλά, γρήγορα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν μάνδρα Του. Ἐγὼ σὲ κάθε κτύπο ποὺ ἀκούω τρέχω μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ εἶναι ἐκεῖνες. Ὁ Θεὸς ἂς βοηθήσει νὰ γνωρίσουν τί εἶναι τὸ συμφέρον τῶν ψυχῶν τους», ἔγραφε.

Ὁ Ἅγιος ἔγινε ἐξομολόγος πολλῶν ἱεροσπουδαστῶν καὶ μετέπειτα ἀρχιερέων. Ὁ μητροπολίτης Ἰταλίας Γεννάδιος θυμόταν: «Κατὰ τὰς ἐξομολογητικὰς ἱερὰς συναντήσεις μὲ τὸν Γέροντα ἀμέσως μόλις μετετρέποντο εἰς δύναμιν καὶ καθαρὰν διάθεσιν, τὴν καρδίαν μου ἤγγιζεν ἀληθινὰ ἡ χάρις καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἐγενόμην ἄλλος ἄνθρωπος, ἠσθανόμην τὸν ἑαυτόν μου ἀσφαλῆ, ἔμπιστον καὶ ἕτοιμον νὰ διακονήσει καὶ νὰ θυσιασθεῖ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν ἄνθρωπον. Ποτὲ δὲν μὲ κατεδίκασεν, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ἁμαρτίαν κατεδίωξεν. Ἦτο ἀληθινὸς πατέρας καὶ μὲ συγκινοῦσε κάθε φορὰ ἡ ἀπέραντος καλωσύνη του. Ἡ ἀγάπη του καὶ ὁ παραμυθητικὸς στοργικὸς λόγος τοῦ μὲ ἀνέπαυαν μὲ ἀνέσταινον, μεεπλούτισαν κι μὲ ἰσχυροποίησαν εἰς τὰ ἐφηβικὰ καὶ ἀνδρικά μου χρόνια. Μὲ καθοδήγησεν εἰς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ μὲ ἔμαθε τὴν ἀγγελικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἐξομολόγου πρὸς τὸν ἄνθρωπο».[19]

v Τά Ἐπιτίμια

Τὰ ἐπιτίμια στὴν ἐξομολόγηση ποὺ ἐφάρμοζε ὁ Ἅγιος ἦταν παιδαγωγικὰ μέτρα. Ἦσαν εὐπρόσδεκτα ἀπὸ ὅλους, οὐδεμία ἀντίρρηση δὲν ἐπρόβαλε κανένας. Αὐτὸ φυσικὰ ὀφείλετο στὴ διορατικότητα τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Δὲν ἔβαζε φορτία δυσβάστακτα στοὺς ὤμους τῶν ἀδυνάτων ἀνθρώπων. Ἐπρόσεχε προπαντὸς τὴν διάθεση καὶ τὸ ποιόν τοῦ προσερχόμενου χριστιανοῦ. Ἐγνώριζε νὰ ἀνοίγη διάλογο τόσο μὲ τοὺς μορφωμένους ὅσο καὶ μὲ τοὺς ἀμόρφωτους. Ἐνίοτε παρατηροῦσε ὁ πρωτόκλητος Υἱός Του, Ὁ γέροντας Παῦλος Νικηταρὰς ὅτι δὲν ἐδέχετο ὁρισμένους στὴν ἐξομολόγηση καὶ τοὺς ἔλεγε νὰ ἔλθουν ἄλλη ἡμέρα [20]. Ὁ Ἅγιος κατανοεῖ σὲ βάθος τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν καὶ βοηθᾶ στὴ θεραπεία.

Γι’ αὐτὸ ἡ γερόντισσα Εὐστοχία μετὰ τὴν κοίμησή του ἀπευθυνόμενη

στὶς ἀδελφὲς ἔλεγε: «Μᾶς ἤγάπά ὅλους, ἀλλὰ ὡς ἄριστος πνευματικὸς ἰατρὸς ἐγνώριζε νὰ παραμυθῆται τὰς ὀλιγοψύχους, νὰ τονώνει τὰς ἀδυνάτους νὰ συγκρατεῖ τὰς ἐχούσας αὐθορμησίαν, νὰ διεγείρει τὰς ραθυμούσας, νὰ ἀνακαλεῖ τὰς παρουσιάζουσας ἀνηκοϊαν, νὰ βοηθεῖ τὰς ἐμπίπτουσας εἰς πειρασμὸν ὡς γνώστης ἄλλωστε βαθὺς τῆς τακτικῆς τοῦ ἀοράτου πολέμου. Καὶ γενικῶς εἶχε τὸ μέγα χάρισμα νὰ ἀναπαύει ἑκάστην ἐξ ἡμῶν εἰς πᾶσαν περίπτωσιν».

v Γενικὰ Ἐπιτίμια

Τὰ Γενικὰ ἐπιτίμια ποὺ ἐφάρμοζε ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ἦταν:

·      Ὡς ἐπιτίμιον ὁ ἅγιος προέτρεπε νὰ φυτεύουν δένδρα ἀνάλογα μὲ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἐξομολογουμένου.

·      Θεωροῦσε παιδαγωγικὸ μέσον τὴν νηστείαν, γι' αὐτὸ ἔβαζε ἀνάλογο ἐπιτίμιον.

·      Τὶς μετάνοιες, ἐπίσης, ἀναλόγως μὲ τὰ ἁμαρτήματα, τὴν διάθεση καὶ τὴν κατανόηση τοῦ ἐξομολογουμένου.

·      Ἐπιτίμιον στὶς ἀδελφὲς νὰ βάζουν ἕναν σάκο καὶ νὰ στέκονται κάτω ἀπὸ τὸν πολυέλαιον.

·      Ἐξάσκηση τῆς σιωπῆς κατὰ τὶς νηστίσιμες ἡμέρες.

·      Ἐπιτίμιον σὲ ἐξομολογουμένη πλούσια ποὺ ἔκανε ἄμβλωση νὰ μεταμφιεστεῖ καὶ νὰ ζητιανεύει στὴν Ὁμόνοια καὶ τὰ ἔσοδα νὰ τὰ δίδει σὲ πολύτεκνη οἰκογένεια.

·      Σὲ ἄλλη ἐξομολογουμένη συνιστοῦσε νὰ πείσει δύο κοπέλες νὰ μὴν κάνουν ἄμβλωση.

·      Σὲ ἄλλον ἐξομολογούμενο προέτρεπε νὰ ὁδηγήσει δυὸ ἄλλους νέους σὲ ἐξομολόγηση.

·      Ἐπιτίμιον νὰ μὴν κοινωνήσει ἡ ἐξομολογούμενη, ἐὰν στὸν τοκετὸ ἔχανε τὸ παιδὶ ἀκουσίως κάποια. Ἐφάρμοζε τὸν κανόνα.

·      Ἐὰν ὁ ὑποψήφιος κληρικὸς εἶχε κώλυμα τοῦ ἔλεγε: "καλύτερα λαϊκὸς καὶ στὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου παρὰ μὲ τὸ πετραχήλι καὶ στὴν Κόλαση’’. Καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ γίνει κληρικός.

·      Πρὸς τιμωρίαν ὁρισμένες φορὲς δὲν ἔδινε τὸ χέρι του γιὰ εὐλογία.

·      Ἐπιτίμια καὶ παρατηρήσεις ἔδινε κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λατρείας. Ἐκεῖ μόνον ἦταν αὐστηρὸς πολύ. Γενικὰ ἦταν ἐπιεικὴς στὰ Ἔπιτιμια, δὲν ἐβαζε ποτε δυσβασταχτα φορτία. Ἔκανε προσευχὴ θερμη γιὰ τὸν ἁμαρτάνοντα.

v Μαρτυρίες

Ὡς τεκμήριο θεοφιλοῦς καὶ ἀγαπητικῆς παρουσίας τοῦ Ὁσίου Πατέρα μας ὡς πνευματοφόρου Ποιμένα καὶ ἐξομολόγου παραθέτουμε μαρτυρίες πνευματικῶν του τέκνων:

Γεώργιος Παπαζάχος, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν: Ἐπρόκειτο πραγματικὰ γιὰ ἕναν ἅγιο Γέροντα. Τὸν συναντοῦσα στὴν Πάτμο, ὅπου μόναζε, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀθήνα μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε ἔρθει, εἶχα τὴν εὐλογία νὰ τὸν φιλοξενήσω στὸ σπίτι μου. Ἦταν γαλήνιος, ἤπιος, χαιρόσουν καὶ μόνο νὰ τὸν βλέπεις. Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὸν συνάντησα στὴν Πάτμο, μόλις μὲ εἶδε ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζει, ἄνοιξε τὰ χέρια του καὶ μοῦ φώναξε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος». Μ' ἀγκάλιασε ὕστερα καὶ μὲ φίλησε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν Γερόντων, σ' ἀγκαλιάζουν καὶ ζεσταίνουν πραγματικὰ τὴν ψυχή σου. Μετὰ μὲ πῆρε καὶ μοῦ εἶπε: "Ἔλα νὰ καθίσουμε ἔξω στὸν πρωτογιό μου". "Ποιό πρωτογιό σας;" "Αὐτό, ποὺ βλέπεις ἐδῶ πέρα, εἶναι ὁ πρωτογιός μου. Αὐτὸ τὸ πεῦκο". Ἦταν ἕνα πεῦκο, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε βάλει ἕνα μακρόστενο τραπέζι, ὅπου ἔτρωγε μὲ διάφορους ἀνθρώπους, ποὺ πήγαιναν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν. Καὶ συνέχισε: "Βλέπεις; Ἐπάνω στὸν κορμό του ἔχω καρφώσει αὐτὸ τὸ σιδερένιο σταυρό. Τὸ πεῦκο λοιπὸν αὐτό, εἶναι ὁ πρωτογιός μου καὶ τὸν ἔχω κάνει καὶ μεγαλόσχημο. Ἔλα τώρα νὰ κάνουμε τὸ ἑξῆς. Νὰ μὴ μιλήσεις καθόλου καὶ ν' ἀκούσεις πῶς ὁ πρωτογιὸς μοῦ μιλᾶ μὲ τὴ θάλασσα". Πραγματικά, φυσοῦσε ὁ ἀέρας μέσα ἀπὸ τὰ κλαδιὰ τοῦ πεύκου, ἀκουγόταν τὸ θρόϊσμα τῶν πευκοβελόνων κι ἀπὸ κάτω ἀκουγόταν τὸ κῦμα τῆς θάλασσας. Ἦταν μιὰ σκηνὴ ἀπερίγραπτης εὐδαιμονίας νὰ κάθομαι κοντὰ σ' ἕνα τέτοιο ἅγιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν μιλοῦσε, ἀλλὰ προσευχόταν, ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸ Θεό. Κάποια στιγμή μου εἶπε: "Αὐτὴ ἡ πλαγιά, ποὺ τώρα εἶναι γεμάτη πεῦκα, ἦταν ἐντελῶς ξερή. Ὅποιος, λοιπόν, ἐρχόταν κοντά μου γιὰ ἐξομολόγηση, τοῦ ἔβαζα μετὰ «κανόνα» νὰ φυτέψει δέντρα".

Ὁ Ἀμφιλόχιος ἦταν ἁπλός. Πράγματι, ἦταν τόσο ἁπλός, ποὺ σ' ἔβγαζε ἀμέσως ἀπὸ τὴ δύσκολη θέση κι ἔμπαινε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μέσα στὴν καρδιά σου. Ἦταν τόσο ἐξαγιασμένος ἄνθρωπος, ποὺ προσωπικὰ δὲν ἔχω ἀμφιβολία ὅτι ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία θὰ τὸν ἀνακηρύξει καὶ ἐπίσημα ἅγιο.

Νίτσα Μουκταρούδη, θεολόγος: Ἦταν τὸ 1968. Ἤμαστε στὴν Ἀθήνα καὶ κάποιος φίλος μας, ὁ ὁποῖος γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ Γέροντα, μᾶς σύστησε νὰ πᾶμε στὴν Πάτμο νὰ τὸν δοῦμε προτοῦ κοιμηθεῖ, διότι ἦταν ἤδη ἀρκετὰ ἡλικιωμένος. Πήγαμε πράγματι στὴν Πάτμο. Ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος εἶχε ἱδρύσει ἐκεῖ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ ποὺ τότε εἶχε ἑξῆντα περίπου μοναχές. Ὁ ἅγιος αὐτὸς Γέρων εἶχε συγκεντρώσει πολὺ κόσμο γύρω του, γιατί ἦταν μιὰ μεγάλη Γεροντικὴ μορφὴ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς διαδόχους τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ πατὴρ Ἀμφιλόχιος ἦταν, ὅπως εἶναι γνωστό, πνευματικὸ τέκνο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη του. Μοῦ ἔκανε πολὺ μεγάλη ἐντύπωση ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο συμπεριφερόταν στὶς μοναχὲς καὶ στὴν Ἡγουμένη, ἦταν ὅπως ἕνας στοργικὸς πατέρας, δίνοντας ταυτοχρόνως μαθήματα σ' ὅλους μὲ τὴ συμπεριφορά του. Τὸ κελλί, στὸ ὁποῖο ἔμενε, τὸ ὀνόμαζε «Ὁ Χριστός». Γιὰ νὰ σᾶς πῶ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, ὅταν πήγαμε μας εἶπε νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε καὶ «στὸ Χριστό». Ἡ Ἡγουμένη εἶπε σὲ μιὰ μοναχὴ νὰ μᾶς ὁδηγήσει ἐκεῖ. Ἡ μοναχὴ ἐκείνη, ἦταν ἀρχάρια καὶ δὲν εἶχε μπεῖ ἀκόμη στὸ μοναχικὸ πνεῦμα. Καὶ χωρὶς νὰ ξέρει, φαίνεται, ἀρκετὰ περὶ ὑπακοῆς, ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς συνοδεύσει ἐκείνη τὴν ὥρα, διότι κάτι ἑτοίμαζε. Ἡ Ἡγουμένη τῆς ἐξήγησε ὅτι δὲν ἦταν σωστὸ ποὺ ἀπάντησε ἔτσι κι ὅτι, ἐφόσον εἶχε πάρει ἐντολή, ἔπρεπε νὰ τὴν ἐφαρμόσει. Εἴχαμε τότε τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουμε κι ἐμεῖς τὴν ἄκρα ταπείνωση κι ἁπλότητα τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ δὲν μποροῦσε καλὰ καλὰ νὰ σύρει τὰ βήματα του, εἶπε: "Δὲν πειράζει, παιδί μου. Πηγαίνω ἐγὼ νὰ τοὺς συνοδεύσω".

Ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος δεχόταν μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ τοὺς Ὀρθόδοξους καὶ τοὺς ἑτερόδοξους, χωρὶς αὐτό, φυσικά, νὰ σημαίνει ὅτι ἔκαμνε ὁποιαδήποτε ὑποχώρηση ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ παράδοση. Οἱ ἑτερόδοξοι μπροστά του ἔκλιναν τὸ γόνυ καὶ ἀρκετοὶ μεταστράφηκαν στὴν Ὀρθοδοξία. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα. Ὅταν τὸ 1969 εἴχαμε πάει πάλι στὴν Πάτμο, ἦταν ἐκεῖ μιὰ Ἀγγλίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει προηγουμένως τὸν Γέροντα καί, χάρη σ' αὐτόν, ἔγινε Ὀρθόδοξη. Ὅταν τὴν ρωτήσαμε τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τὴν ἔκανε νὰ ἔρθει στὴν Ὀρθοδοξία, μᾶς ἀπάντησε ἐπὶ λέξει: «Δύσκολη ἡ ἐρώτηση σας. Ἄν, ὅμως ἐπιμένετε νὰ σᾶς τὴν ἀπαντήσω, σᾶς λέω ὅτι γιὰ μένα Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτὸς ὁ Γέροντας». Ὁ Ἐπίσκοπος Διοκλείας κ. Κάλλιστος Γουέαρ, Καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης καὶ γνωστὸς συγγραφέας, γράφοντας σ' ἕνα βιβλίο του γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὴν Ἑλλάδα, λέει ὅτι ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος πνευματικὸς τῆς Ἑλλάδας τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα.

Προηγούμενος ἀρχ. Ἀμφιλόχιος Καμίτσης: Ἡ ἐξομολόγηση ἦταν μιὰ ἱεροτελεστία, ξεκινοῦσε μὲ τὸ εὐλογητός, ἀκολουθοῦσε τὸ Βασιλεῦ οὐράνιε Παράκλητε, κατόπιν συζήτηση, στὴ συνέχεια ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν καὶ ἡ εὐχὴ ἡ συγχωρητική. Ὡς ἔφηβος ὁ πατὴρ Ἀμφιλόχιος Καμίτσης ἄκουγε τοὺς μεγαλυτέρους νὰ λένε ὅτι ἔχουν λογισμοὺς ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ γεροντικοῦ. Ὁ Γέροντας ἀφοῦ μειδίασε τοῦ εἶπε: «Θὰ ἔρθουν στὴν ὥρα τους οἱ λογισμοί, τώρα δὲν ἔχεις». Ὅταν ἐξομολογοῦσε στὴν Πατμιάδα ἐκκλησιαστικὴ σχολή, τὸν ρωτοῦσε τί κουβεντιάζουν στὴ σχολὴ οἱ συμμαθητές του ἐνῷ τὸν προέτρεπε γιὰ ὑπομονὴ καὶ ὑπακοή. Ἐντύπωση τοῦ ἔκανε ὅτι ποτὲ ὁ ὅσιος Γέροντας δὲ μίλησε ἐναντίον κανενὸς γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο. Ἐπιτίμιο στὴν ἐξομολόγηση ποτὲ δὲ τοῦ ἔβαλε.

κ. Φωτεινὴ Παπαδέλια ἀπὸ τοὺς Λειψούς: Θυμᾶται κατὰ τὰ παιδικά της χρόνια τὴν πρώτη της ἐξομολόγηση στὸν ὅσιο Γέροντα τὸ 1948. Ὁ Γέροντας τὴν ρωτοῦσε μήπως πειράζει κι ἐνοχλεῖ ἄλλα παιδιά, μήπως ἔπαιρνε ἀντικείμενα ἀπὸ τοὺς συμμαθητές της ἐνῷ τὴν προέτρεπε νὰ γίνει καλὸ παιδὶ σὰν τὶς θεῖες της ποὺ ἦταν μοναχές, τὴν Κυπριανὴ καὶ τὴν Παισία. Ἔδινε μεγάλη σημασία στὴν παρακολούθηση τῶν ἱερῶν λόγων στὶς ἀκολουθίες καὶ τὴν προέτρεπε νὰ μελετᾶ γιὰ νὰ καταλαβαίνει τοὺς λόγους. Ἐπίσης τῆς ἔφερνε παραδείγματα καὶ πρότυπα προκομμένες καὶ πνευματικὲς γυναῖκες μὲ ἀσκητικὸ φρόνημα ὅπως τὴ γιαγιά της Εὐδοκία καὶ τὴ θεία της.

Ἔμεινε ἀνεξίτηλη στὴ μνήμη της ἡ θεία καὶ ἁγία μορφή του. Τὴν ἐντυπωσίαζε ὁ τρόπος ποὺ μιλοῦσε, ποὺ ἦταν ὁ τρόπος τῆς εὐγένειας, τῆς πραότητας καὶ δήλωνε γαλήνη καὶ ταπείνωση. Τὴν συμβούλευε νὰ εἶναι ἕνα ἤρεμο καὶ φρόνιμο παιδὶ καὶ ἔδινε μεγάλη σημασία στὴ νηστεία. Ὁ ὅσιος Γέροντας ἐξομολογοῦσε καὶ στὰ σπίτια.

κ. Σοφία Καμίτση: Στὶς παιδικὲς ἐξομολογήσεις της, τῆς ἔλεγε ὁ Γέροντας νὰ εἶναι ἐγκρατὴς καὶ ὄχι λαίμαργη, τὴν ρωτοῦσε: «μήπως ἔφαγες τὸ γλυκὸ τῆς μητέρας σου»; Ὡς παντρεμένη γυναῖκα τὴν συμβούλευε νὰ τιμᾶ τὸ γάμο καὶ τὸ στεφάνι της, ἐνῷ ὁ κανόνας γιὰ ἀποβολὴ ἦταν 3 χρόνια.

κ. Νικόλαος Καμίτσης: Ἐξομολογήθηκε γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του γιὰ νὰ δώσει συμμαρτυρία ὁ Γέροντας. Τὸν ἀπέτρεψε νὰ γίνει ἱερέας μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «καλύτερα πολίτης στὸν παράδεισο παρὰ μὲ πετραχείλι στὴν κόλαση».

κ. Χαράλαμπος Κυπραῖος τοῦ Ἀποστόλου (ἀπὸ Κύπρο μέσῳ Μικρᾶς Ἀσίας), γεννηθεῖς 1-8-1926, κάτοικος Ἀγαθονησίου: Εξομολογήθηκε τὸ 1948 στὸ ἱερὸ σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὁ Γέροντας τὸν ρωτοῦσε διερευνητικὰ γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἦταν κατάλληλος γιὰ ἱερέας πόσο χρονῶν εἶναι, ἂν ἔχει κάνει κοσμικὴ ζωή, ἂν ἔχει παρέες καὶ ποιές, ἂν γλεντοῦσε κι ἂν ἔπεφτε σὲ ἁμαρτήματα ὅταν γλεντοῦσε, ἐνῷ τὸν ρωτοῦσε γιὰ τὸ ἑορτολόγιο, τοὺς βίους τῶν περισσοτέρων ἁγίων, πότε γιορτάζει ὁ ἅγιος Νικόλαος, τὰ ἀπολυτίκιά τους, τοὺς ψαλμοὺς κ.ο.κ. Ἦταν μιὰ λεπτομερὴς ἐξέταση.

κ. Εἰρήνη Ἡσύχου σύζυγος Νικολάου: Στὰ 19 της, ὡς ἀρραβωνιασμένη, ἐξομολογήθηκε στὸν Γέροντα Ἀμφιλόχιο. Τὴν προέτρεψε νὰ ἐξομολογηθεῖ ἡ θετὴ γιαγιά της, Μαριάκη. Ἦταν ξαδέλφη τοῦ Γέροντα Ἀμφιλόχιου καὶ μεγάλωσε καὶ ἀνέθρεψε 8 ὀρφανά.

-  Ρηνάκι νὰ πᾶς νὰ πάρεις τὴ εὐχὴ τοῦ Γέροντα.

Πῆγε λοιπὸν στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὅπου θυμᾶται γενικὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες ἐξομολογήσεις της τὰ ἑξῆς: Στὴν ἀρχὴ τὴν προέτρεπε νὰ μιλήσει: «ἔλα νὰ μοῦ πεῖς τί ἔχεις». Ὡς ἀρραβωνιασμένη τῆς ἀπαγόρευε νὰ ἔχει σχέσεις πρὶν ἀπ' τὸ γάμο, ἐνῷ ἂν ἔκανε κάποιος σχέσεις ἐκτὸς γάμου ἔβαζε ἐπιτίμιο ἀκοινωνησίας 3 χρόνια, ἀπαγόρευε τὶς σχέσεις μὲ μάγισσες, μαγεῖες, χαρτορίχτρες, φλυτζάνια κ.ο.κ. Οἱ κανόνες καὶ τὰ ἐπιτίμια τοῦ Γέροντα στὴν ἴδια ἦταν νηστεία καὶ προσευχή, νὰ μάθει τὸ Πάτερ ἡμῶν, τὸ Πιστεύω, τὸ Ἄξιον ἐστί, ἐνῷ μὲ τὸ Θεοτόκε Παρθένε της ἔλεγε ὅτι ξεσηκώνεται ἡ Παναγία. Προέτρεπε γιὰ ἐλεημοσύνη στὸ φτωχό, στὸ τραπέζι πρέπει νὰ κάθεται μαζί σας ὁ φτωχὸς καὶ νὰ τρώει γιατί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, προέτρεπε νὰ μιλάει μὲ καλοσύνη καὶ ἀγάπη γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μὴν κακολογεῖ κανένα. Τῆς ἔλεγε ἰδιαίτερα νὰ ἐλεεῖ καὶ νὰ φροντίζει τὰ ὀρφανά: «ὅταν κοιτάζεις ἕνα ὀρφανὸ εἶναι σὰ νὰ κτίζεις μιὰ ἐκκλησία».

Ὡς ζευγάρι παντρεμένο τοὺς προέτρεπε νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς τὴν Τετάρτη, τὴν Παρασκευή, τὸ Σάββατο, στὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ νὰ νηστεύουν. Νὰ μὴ κάνουν κακὲς παρέες. Νὰ ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους: «ἕνας καλὸς λόγος σώζει τὸ ἀνδρόγυνο» ἔλεγε.

Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς Μητροπολίτης Μαυροβουνίου καὶ Παραθαλάσσιας: Ὅταν πρωτοπῆγα στὴν Ἑλλάδα, πῆγα τὸ 1966-67 στὴν Πάτμο καὶ συνάντησα τὸ Γέροντα Ἀμφιλόχιο. Αὐτὸ ἦταν μιὰ ἄλλη μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ σ' ἐμένα. Μάλιστα αὐτὸς ἔγινε ἡ ἀφορμή, ὥστε ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς νὰ μοῦ δώσει κι ἐμένα τὸ ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Ἔτσι μᾶς συνδέει κι αὐτὸ τὸ γεγονός. Ἦταν ψηλός, τὸ πρόσωπο τοῦ εἶχε μιὰ ὡραία ὄψη, ἦταν μειλίχιος, μὲ πολλὴ ἀγάπη, πάρα πολλὴ ἀγάπη, αὐτὸ ἦταν τὸ κύριο χαρακτηριστικό του. Ἐξομολογήθηκα. Θὰ μοῦ μείνει ἀλησμόνητη ἐκείνη ἡ ἐξομολόγηση. Εἶχα πάει κοντά του μὲ πολλὲς φοβερὲς πληγὲς ἀπὸ τὸν κόσμο. Εἶχα ἤδη στραφεῖ πρὸς τὸν μοναχισμό, ἀλλὰ δὲν εἶχα πάρει ἀκόμη τὴν τελική μου ἀπόφαση κι εἶχα ἀνάγκη ἀκριβῶς ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὲ τονώσει. Πῆγα κοντά του μὲ κάποια διστακτικότητα. Ἄλλωστε, δὲν γνώριζα ἀκόμη καλὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.

Κι ὅμως, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐξομολόγησης αἰσθάνθηκα ὅτι μποροῦσα νὰ πῶ τὰ πάντα σ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ παρουσία του κι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο μὲ ἀντιμετώπισε, διέλυσαν ὅλους τοὺς δισταγμούς μου. Ὅταν τοῦ εἶπα ὅλα ὅσα εἶχα νὰ πῶ, κι ἐνῷ περίμενα νὰ μοῦ βάλει κάποιο ἐπιτίμιο, ἐκεῖνος μ' ἀγκάλιασε, μὲ προσφώνησε μὲ τὸ βαπτιστικό μου ὄνομα καὶ μοῦ εἶπε: "Ἀδελφὲ Χρῆστο, νὰ κοινωνήσουμε αὔριο;" Περίμενα χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα καὶ τὸ μόνο, ποὺ δὲν περίμενα, ἦταν αὐτό. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶχε μέσα του. Μ' ἀγκάλιασε μὲ τὴν ἀγάπη του, ἐμένα, τὸν ἐρχόμενο πρὸς αὐτόν. Μὲ τὴν ἀγάπη του αὐτὴ καταλάβαινες τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πραγματικὴ πατρότητα. Ἐγώ, ἕνας ξένος, ἕνας ἄγνωστος, νὰ πηγαίνω σ' ἕναν ἄγνωστο τόπο, σ' ἕναν ἄγνωστο ἄνθρωπο καὶ νὰ αἰσθάνομαι ὡσὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ μὲ γνώριζε ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία καὶ νὰ μὲ ἀγαποῦσε ὡσὰν νὰ μὲ εἶχε γεννήσει ὁ ἴδιος.

Ἄρχισε νὰ ἐξομολογεῖται σ' ἐμένα, ποὺ καὶ νέος ἤμουν τότε καὶ λαϊκός. Καὶ μοῦ εἶπε: Τί λὲς ἐσύ, ἀδελφέ, Χρῆστο; Ἔχω κάτι. Τί λὲς ἐσύ; Πάθος εἶναι αὐτό, τί εἶναι; Ἔχω πολλὴ ἀγάπη γιὰ τὰ δέντρα. Εἶχα φυτέψει γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι κυπαρίσσια. Καὶ μιὰ μέρα ἦρθαν νὰ κτίσουν μιὰ νέα πτέρυγα τῆς Μονῆς καὶ χρειάστηκε νὰ κόψουν μερικὰ κυπαρίσσια. Ἐγὼ πόνεσα. Ὅταν ἄρχισαν νὰ τὰ κόβουν, ἦταν σὰν νὰ ἔκοβαν κομμάτια ἀπὸ τὴ σάρκα μου. Τί λὲς ἐσύ, ἀδελφέ, Χρῆστο; Μήπως αὐτὸ εἶναι μιὰ ἐμπαθὴς προσκόλληση; Διότι τότε θὰ ἦταν ἁμαρτία αὐτό. Σκέφτηκα τότε ἐγώ: «Νὰ ἦταν κι οἱ δικές μου ἁμαρτίες, ὅπως αὐτὴ ἡ δική του».

v Ἐπίλογος – ἡ ἀέναη ἐξομολόγηση

Τὴ μεγάλη σημασία, τὴ βαρύτητα ποὺ προσέδιδε καὶ προσδίδει ὁ Ἅγιος στὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καταδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς μετά την κοιμήσεώς Του ἐμφανίσεως σὲ πιστοὺς μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ βοηθήσει πνευματικά.

Ἔτσι, ἡ συγκλονισμένη Σερβίδα προσκυνήτρια μᾶς λέει τὰ ἑξῆς:

Ἦρθα γιὰ προσκύνημα στὴν Μονὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος. Στὴν Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς ἱερᾶς νήσου Πάτμου. Ἦταν ὅμως μεγάλη ἡ ἀνάγκη μου γιὰ ἐξομολόγηση. Παρακαλοῦσα τὸν Κύριο ἐκείνη τὴν ἱερὴ ὥρα τοῦ προσκυνήματος στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, νὰ μοῦ στείλει ἕναν Πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθῶ τὶς ἁμαρτίες μου. Ζήτησα τότε ἀπὸ τὶς μοναχὲς νὰ ἐξομολογηθῶ ἀλλὰ μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Γεροντάς τους εἶναι στὸ Ἡσυχαστήριο Κουβάρι.

Τότε εἶδα νὰ κατέρχεται ἕνας ἱερέας. Ψηλός, εὐθυτενής, γλυκὺς στὴν ὄψη. Ἀφοῦ τοῦ ἔβαλα μετάνοια τὸν ρώτησα ἂν μπορῶ νὰ ἐξομολογηθῶ. Δέχτηκε. Ἐγὼ ὅμως στὴν ἀρχὴ σκανδαλίστηκα. Εἶναι δυνατὸν ἱερέας νὰ φοράει τόσο ἔντονο ἄρωμα σκέφτηκα; Ἡ ἐξομολόγηση ἔρρεε χωρὶς προσκόμματα καὶ δυσκολίες. Τὰ εἶπα ὅλα. Ἂν καὶ τὰ περισσότερα τὰ γνώριζε ὅπως καταλάβαινα ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ μοῦ ἔκανε. Ἔνιωσα τὴ δύναμη τοῦ Μυστηρίου καὶ πῆρα ἄφεση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Τὴν ὥρα ποὺ βαθιὰ μετανοημένη ἔσκυψα τὸ κεφάλι μου στὴ γῆ καὶ τὸ σήκωσα, ὁ ἄγνωστος ἱερέας εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Τὸν ἀναζήτησα παντοῦ. Τότε πῆγα σὲ μιὰ μοναχὴ καὶ τῆς εἶπα: Ὁ πνευματικός, ὁ ἱερέας ποὺ μὲ ἐξομολόγησε πρὶν λίγο ποὺ εἶναι; Δὲν ὑπάρχει πνευματικὸς ἢ ἄλλος ἱερέας στὸ μοναστήρι μας μοῦ ἀπάντησε. Ὁ Γέροντάς μας ἀπουσιάζει εἶναι σὲ κάποιο ἄλλο μέρος τώρα, εἶναι στὸ Κουβάρι. Τότε ἡ ἀδελφὴ κατάλαβε καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν φωτογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου. Μήπως εἶναι Αὐτός μου εἶπε; Ναὶ ἀπάντησα. Αὐτὸς εἶναι...

Αὐτὸς ἦταν. Ὁ Ἅγιος. Ὁ Ἅγιος τῆς Ἀγάπης, τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ποὺ διέτρεχε καὶ διατρέχει στεριὲς καὶ θάλασσες γιὰ νὰ διασώσει, νὰ σώσει καὶ νὰ διασκεδάσει, δηλαδὴ νὰ σκορπίσει ἀπελπισίες, μαῦρες σκέψεις, ἔγνοιες τοῦ βίου, τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἀποστασίας.

Ποὺ αἴρεται ἀπὸ τὴν θέση τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεως, ζώνεται τὸ ζωστικό, βάζει τὸ καλυμμαύχι καὶ μὲ τὸ Πετραχήλι τῆς Πανταχοῦ Παρούσας Πατρότητος διαλύει τὴν ἁμαρτία. Ὁ Μακάριος, ὁ Ὅσιος Ἀμφιλόχιος ποὺ γιὰ νὰ συντρέξει τὸν ἁμαρτωλό, παίρνει τὴν θέση Λειτουργοῦ καὶ Ἐξομολόγου ὁρατοῦ καὶ ἔνσαρκου, ὅταν ἡ Ἐκκλησία το χρειάζεται καὶ ὅταν τὸ πλήρωμά Της τὸ ζητᾶ καρδιακὰ καὶ ἔμπονα.

Βιβλιογραφικὲς ἀναφορές

-        Ἀπ. Β. Νικολαΐδης. (2013). Κοινωνικὸς Χριστιανισμός. Ἀθήνα.

-        Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς. (2019). Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου. Ἱερὰ Πάτμος.

-        Γρηγορίου μοναχοῦ Κουβαρίτου. (2014). Πνευματικὴ Συμπόρευσις. Ἅγιον Ὄρος.

-        Χ. Γιανναρᾶς, (2021). Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα

-        Ιεροῦ Χρυσοστόμου. (χ.χ.). Πὲρὶ Ἱερωσύνης. Λόγος γ’ 5.

-       Λευϊτ. ε’ 5-6. Ἀρίθμ. ε’ 5-7. Παροιμ. κὴ’ 13.

-       Μάτθ. γ’ 5-6. Μάρκ. α’ 4-5.

-        Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης. (2021). Ἱερὰ Μὸνὴ Εὐαγγελισμοῦ Πάτμου.

-        Ὁδηγὸς Λουκακίων, Ἀναφορὰ στὸν τιμώμενο Ἅγιο, ὑπὸ ἔκδοση

-        Π. Χρήστου. (1982). Ὁ Ἄνθρωπος στὸ Ἄπειρο τῆς Αἰδιότητος. Ἐποπτεία, 67.



[1] Λευϊτ. ε’ 5-6. Αριθμ. ε 5-7. Παροιμ. κη’ 13

[2] Ματθ . γ’ 5-6. Μαρκ. α’ 4-5.

[3] Παναγιώτης Χρήστου, Ὁ Ἄνθρωπος στὸ Ἄπειρο τῆς Ἀϊδιότητος, πέρ. Ἐποπτεία 67, Ἀθήνα 1982 , σελ. 369-93

[4] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Περὶ Ἱερωσύνης. Λόγος γ’ 5.

[5] Ἀπ. Β. Νικολαΐδης, Κοινωνικὸς Χριστιανισμός, Ἀθήνα 2013, σ. 36 κ.ἑξ., Χρ. Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, σ. 110 κ.ἑξ.

[6] Χ. Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 2021, σ. 303 κ.ἑξ.

[7] Ὁδηγὸς Λουκακίων, Ἀναφορὰ στὸν τιμώμενο Ἅγιο, ὑπὸ ἔκδοση

[8] Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς, Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου , ἱερὰ Πάτμος 2019,σσ. 80-86

[9] Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς, Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου , ἱερὰ Πάτμος 2019, σσ. 85-86

[10] Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς, Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου , ἱερὰ Πάτμος 2019, σελ. 86

[11] Ἐπιστολὴ πρὸς πνευματικὸν τέκνον - Πάτμος 16-3-1957, Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς, Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, ἱερὰ Πάτμος 2019 σελ. 80-81

[12]Ἐπιστολὴ εἰς πνευματικὸν τέκνο. 27.7. 1958, Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς, Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, ἱερὰ Πάτμος 2019, σελ. 222

[13] Ἐπιστολὴ πρὸς πνευματικὸν τέκνον, Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς, Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, ἱερὰ Πάτμος 2019, σελ. 203-205

[14] Ἄρχιμ. Π. Νικηταράς, Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, ἱερὰ Πάτμος 2019, σελ. 203

[15] πέρ. Ἀναγέννησις, ἔ.1970

[16] Γρηγορίου μοναχοῦ Κουβαρίτου, Πνευματικὴ Συμπόρευσις, Ἅγιον ὅρος 2014, σέλ.130 -132

[17] Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης, Ἱερὰ μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Πάτμος 2021, σσ.168-169

[18] Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης, Ἱερὰ μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Πάτμος 2021, σσ.165-174

[19] Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης, Ἱερὰ μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Πάτμος 2021, σσ.165-174

[20] Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης, Ἱερὰ μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Πάτμος 2021, σσ.165-174