Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Το Παράκλητο Πνεύμα ως «βιαία πνοή» είχε καθαρίσει ολοκληρωτικά τον Γέροντα Γαβριήλ από τα νεανικά του χρόνια από την αμαρτία και ως ισάγγελος είχε ξεκινήσει το ταξίδι του προς την αφθαρσία, προς την αιωνιότητα, προς την Βασιλεία των ουρανών. Γι’ αυτό αξιώθηκε να δεί αγαθά και περιστατικά «α οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α΄ Κορ. β΄ 9).
Στα δυσχείμερα χρόνια της επιδρομής στην Κύπρο μας του βάρβαρου Αττίλα ο Γέροντας βρισκόταν στο Άγιον Όρος και από μακριά πονούσε περισσότερο, γιατί ζούσε την αγωνία της πατρίδος, την αγωνία του Μοναστηριού του, την αγωνία των δικών του. Προσευχόταν συνεχώς, αλλά ανθρωπίνως υπέφερε. Έπασχε για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει όλος ο ελληνισμός.
-Για τις αμαρτίες μας, έλεγε, και την αποστασία μας από το θείο θέλημα, επέτρεψε ο Θεός αυτή την δοκιμασία μας!
Παρά την βαθιά και αδιάπτωτη πίστη του στον δικαιοκρίτη και ελευθερωτή μας Ιησού, τα γεγονότα επηρέασαν βαθύτατα την ευαίσθητη καρδιά του, που δεν άργησε να παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα και να νοσηλευθεί κατ’ επανάληψη στο Νοσοκομείο ΝΙΚΕ των Ιερέων. Η φιλόστοργη μητέρα του, η σεβασμία Χαραλαμπού, εγκατέλειψε τους πρόσφυγες τότε δικούς της και ήλθε στην Αθήνα, για να του συμπαρασταθεί, και έκτοτε παρέμεινε στο πλευρό του.
Όταν αργότερα σταθεροποιήθηκε η υγεία του, απεστάλη από το Γέροντα Ακάκιο των Παχωμαίων, για να υπηρετήσει ως Λειτουργός του Θεού του Υψίστου στην στερουμένη τότε Ιερέως γυναικεία Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου Καρακαλά στο Ναύπλιο. Για το Μοναστήρι αυτό η έλευση του Γέροντος ήταν ευλογία μεγάλη και περίπτωση ιδανική, αφού εκείνος δεν είχε άλλες υποχρεώσεις. Ο Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος έδωσε την συγκατάθεση και ο Γέροντας εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι, όπου και παρέμεινε για επτά χρόνια έχοντας μαζί την μητέρα και αργότερα την αδελφή του και αναπαύοντας πολλές άλλες ψυχές από τα γύρω μέρη στο πετραχήλι του. Δεν παρέμεινε, όμως, μόνο στα πνευματικά· Ασχολούνταν και με την αγιογραφία, ώστε να μην επιβαρύνει το Μοναστήρι με την συντήρησή του, αλλά και να μπορεί να επαναλαμβάνει τα λόγια του Παύλου: «Ότι ταίς χρείαις μου και τοις ούσιν μετ' εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πραξ. κ΄ 34).
Στο Μοναστήρι του Καρακαλά οι μοναχές και οι δικοί του δίπλα στον Γέροντα έζησαν μοναδικές στιγμές. Έζησαν θαύματα! Ένα πρωΐ η μητέρα του, όταν ο Γέροντας με φόβο Θεού εμπρός από την Αγια Τράπεζα έλεγε με κατάνυξη, «Μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων» αξιώθηκε να δεί τον Γέροντα να βαστάζει στα τίμια χέρια του τον Κύριο σφαζόμενο και αυτά να είναι βουτηγμένα στο αίμα. Κατόπιν το είδε και άλλες φορές, μέχρι που μια φορά δεν άντεξε και αρπάζοντας το χέρι της κόρης της Γρηγορούς, που βρισκόταν δίπλα της της λέει:
- Κόρη μου, ο γιός μου κρατάει τον Χριστό στα χέρια του και είναι γεμάτος αίματα!
Ο Γέροντας, όταν του το ανάφερε, δεν μίλησε καθόλου. Ποιος ξέρει πόσες ουράνιες καταστάσεις είχε ζήσει και πόσες αποκαλύψεις είχε νιώσει στην ιερατική του σταδιοδρομία!.. Ζούσε διαρκώς μέσα στην νεφέλη των θαυμασίων του Θεού ως επίγειος άγγελος, ως ουρανοπολίτης.
-Για τις αμαρτίες μας, έλεγε, και την αποστασία μας από το θείο θέλημα, επέτρεψε ο Θεός αυτή την δοκιμασία μας!
Παρά την βαθιά και αδιάπτωτη πίστη του στον δικαιοκρίτη και ελευθερωτή μας Ιησού, τα γεγονότα επηρέασαν βαθύτατα την ευαίσθητη καρδιά του, που δεν άργησε να παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα και να νοσηλευθεί κατ’ επανάληψη στο Νοσοκομείο ΝΙΚΕ των Ιερέων. Η φιλόστοργη μητέρα του, η σεβασμία Χαραλαμπού, εγκατέλειψε τους πρόσφυγες τότε δικούς της και ήλθε στην Αθήνα, για να του συμπαρασταθεί, και έκτοτε παρέμεινε στο πλευρό του.
Όταν αργότερα σταθεροποιήθηκε η υγεία του, απεστάλη από το Γέροντα Ακάκιο των Παχωμαίων, για να υπηρετήσει ως Λειτουργός του Θεού του Υψίστου στην στερουμένη τότε Ιερέως γυναικεία Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου Καρακαλά στο Ναύπλιο. Για το Μοναστήρι αυτό η έλευση του Γέροντος ήταν ευλογία μεγάλη και περίπτωση ιδανική, αφού εκείνος δεν είχε άλλες υποχρεώσεις. Ο Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος έδωσε την συγκατάθεση και ο Γέροντας εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι, όπου και παρέμεινε για επτά χρόνια έχοντας μαζί την μητέρα και αργότερα την αδελφή του και αναπαύοντας πολλές άλλες ψυχές από τα γύρω μέρη στο πετραχήλι του. Δεν παρέμεινε, όμως, μόνο στα πνευματικά· Ασχολούνταν και με την αγιογραφία, ώστε να μην επιβαρύνει το Μοναστήρι με την συντήρησή του, αλλά και να μπορεί να επαναλαμβάνει τα λόγια του Παύλου: «Ότι ταίς χρείαις μου και τοις ούσιν μετ' εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πραξ. κ΄ 34).
Στο Μοναστήρι του Καρακαλά οι μοναχές και οι δικοί του δίπλα στον Γέροντα έζησαν μοναδικές στιγμές. Έζησαν θαύματα! Ένα πρωΐ η μητέρα του, όταν ο Γέροντας με φόβο Θεού εμπρός από την Αγια Τράπεζα έλεγε με κατάνυξη, «Μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων» αξιώθηκε να δεί τον Γέροντα να βαστάζει στα τίμια χέρια του τον Κύριο σφαζόμενο και αυτά να είναι βουτηγμένα στο αίμα. Κατόπιν το είδε και άλλες φορές, μέχρι που μια φορά δεν άντεξε και αρπάζοντας το χέρι της κόρης της Γρηγορούς, που βρισκόταν δίπλα της της λέει:
- Κόρη μου, ο γιός μου κρατάει τον Χριστό στα χέρια του και είναι γεμάτος αίματα!
Ο Γέροντας, όταν του το ανάφερε, δεν μίλησε καθόλου. Ποιος ξέρει πόσες ουράνιες καταστάσεις είχε ζήσει και πόσες αποκαλύψεις είχε νιώσει στην ιερατική του σταδιοδρομία!.. Ζούσε διαρκώς μέσα στην νεφέλη των θαυμασίων του Θεού ως επίγειος άγγελος, ως ουρανοπολίτης.