Όπως αναφέρουν πολλές γραπτές μαρτυρίες της Ιεράς, σεβάσμιας και
αυτοκρατορικής Μονής του Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ακόμα δε και Θηραϊκό
έγγραφο του έτους 1830, κατά το μήνα Ιούνιο του 1820 εστάλησαν στη Κρήτη
για τη διάσωσή της, από την επιδημία πανώλης, ιερά λείψανα, ανάμεσα
στα οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, τμήμα του Τιμίου Ξύλου, εντός
Τιμίου Σταύρου και η κάρα του αγίου Ανδρέα, επισκόπου Κρήτης του
Ιεροσολυμίτου, με τη συνοδεία των ιερομόναχων Νεοφύτου και Αμβροσίου,
του ιεροδιακόνου Παρθενίου και των μοναχών Διονυσίου και Δωροθέου.
Λόγω των ανελέητων σφαγών των Τούρκων, οι μεν δύο ιερομόναχοι και ο
μοναχός Διονύσιος θανατώθηκαν, ο δε ιεροδιάκονος και ο μοναχός Δωρόθεος,
στη προσπάθειά τους να διαφυλάξουν τα άγια λείψανα, κατέφυγαν στο
Αγγλικό προξενείο. Όμως και σε αυτό ο κίνδυνος σφαγής ήταν ορατός.
Φύλαξαν, λοιπόν, την Τιμία Ζώνη στο τζεπχανέ (αποθήκη), μαζί με όλα τα
αφιερώματα των χριστιανών και τη νύχτα από τα παράθυρα του προξενείου
τους κατέβασαν στο λιμάνι του Ηρακλείου, όπου τους περίμενε πλοίο
έτοιμο για να τους μεταφέρει στο Άγιον Όρος .
Και οι πρόξενοι απειλούμενοι από τους άγριους Οθωμανούς, άρχισαν ν’
αναχωρούν ο ένας μετά τον άλλον για την Ευρώπη, για λόγους ασφάλειας.
Το πλοίο, όμως, του Άγγλου προξένου Δομίνικου Σανταντωνίου, στο οποίο
είχε επιβιβαστεί με την οικογένειά του και που είχε μαζί της τα ιερά
λείψανα, λόγω του αντίθετου ανέμου και απειλούμενο από τα πλοία του
Τούρκικου στόλου, προσέγγισε στο λιμάνι της Σαντορίνης στις αρχές του
1821, όπου και παρέμεινε . Από τον όρμο Αθηνιός του νησιού, ο πρόξενος
ανέβηκε στα Φυρά, κρατώντας κρυμμένα τα άγια λείψανα ακόμα και από τους
Βατοπαιδινούς μοναχούς. Παραδόξως, όμως, εκεί συνάντησε αρκετούς
Κρήτες πρόσφυγες, γνωστούς στη οικογένειά του.
Λόγω δε των πολεμικών επιχειρήσεων της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο
πρόξενος αποφάσισε να παραμείνει στη Σαντορίνη, όπου του πρόσφεραν
άριστη φιλοξενία οι Καθολικοί του τόπου προς τους οποίους πρόσφερε και ο
ίδιος αρκετές υπηρεσίες, ως χειρουργός γιατρός. Για δέκα χρόνια τα
αναφερόμενα λείψανα τα είχε με επιμέλεια κρυμμένα, με σκοπό στο μέλλον
να τα μεταφέρει σε πόλεις της Ευρώπης και να τα πουλήσει.
Μετά από λίγο καιρό όμως, οι Κρήτες πρόσφυγες του νησιού αποκάλυψαν το
μυστικό, ότι δηλαδή ο Άγγλος πρόξενος κατέχει την Τιμία Ζώνη και τα άλλα
άγια λείψανα.
Όταν η είδηση διαδόθηκε μέχρι το Άγιον Όρος, ήλθαν να τα παραλάβουν
δύο Βατοπαιδινοί μοναχοί, ο Διονύσιος και ο Στέφανος, έχοντας μαζί τους
και τα επίσημα μοναστηριακά Γράμματα για την κυριότητα των λειψάνων, οι
οποίοι και πληροφόρησαν σχετικά τον επίσκοπο Σαντορίνης Ζαχαρία.
Αμέσως ο ζηλωτής εκείνος ποιμένας επισκέφτηκε με τον αρχιδιάκονό του
Σεραφείμ Καΐρη και τον Αστυνόμο Αντώνιο Ν. Σιγαλά στην οικία του τον
Άγγλο πρόξενο, τον οποίο και παρακάλεσαν, να τους παραδώσει τα Άγια
λείψανα. Εκείνος, όμως, αρνιόταν να το κάνει , δικαιολογούμενος ότι
πιέζεται «υπό του δαίμονος της γυναικός του Στεφανίας», συμφώνα με το
θηραϊκό έγγραφο. Τότε ο αστυνόμος μάζεψε όλους τους ορθόδοξους
χριστιανούς, κλήρο και λαό, έξω από το σπίτι του προξένου, στα Φυρά, με
τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν
χαρμόσυνα.
Εξαιτίας όλων αυτών, ο πρόξενος Δομίνικος φοβήθηκε το λαό των ορθοδόξων,
που παρέμεινε αμετακίνητος όλη τη νύκτα της 9ης προς τη 10η Οκτωβρίου
1830 έξω από το σπίτι του, και αφού άφησε για λίγο μόνους τους
επισκέπτες, πήγε στο εσωτερικό του σπιτιού του και επανήλθε σε λίγο
έχοντας την έκφραση του προσώπου του αλλοιωμένη.
Αφού δε ετοίμασε τραπέζι, ξαναέφυγε, γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα.
Όταν δε γύρισε ανακοίνωσε ότι πήγε στο μοναστήρι των Φράγκων και πήρε
το κιβώτιο με τα άγια λείψανα. Αμέσως άναψε στο τραπέζι είκοσι κηροπήγια
και αφού θυμίασε το σπίτι του, τους παρευρισκομένους επισκέπτες και
τους δύο Βατοπαιδινούς πατέρες, οι οποίοι έφθασαν εν τω μεταξύ, έλαβε με
ιεροπρεπή κίνηση τα άγια λείψανα, τα ανύψωσε κλαίγοντας και τα
παρέδωσε στα χέρια του αγίου αρχιερέως Σαντορίνης, ο οποίος «κλίνας γόνυ
ψυχής και σώματος» τα προσκύνησε με ιερή συγκίνηση και ανέκφραστη χαρά.
Η Θεοτόκος έδειξε και πάλι το θαύμα Της!
Μετά την Ακολουθία του αγιασμού, ο μεν επίσκοπος σήκωσε το χρυσό κιβώτιο
με την Τιμία Ζώνη, οι δε αγιορείτες μοναχοί τα άλλα δύο ιερά λείψανα
και συνοδευόμενοι από τον ιερό κλήρο και το λαό, έφθασαν με πομπή στον
Μητροπολιτικό ναό της πόλεως των Φυρών, όπου έγινε ευχαριστήρια
δοξολογία προς τον πανάγαθο Θεό. Όχι δε μόνον οι ορθόδοξοι, αλλά και
αυτοί οι Φράγκοι ήρθαν «συν γυναιξί και τέκνοις» και προσκύνησαν με
πολλή ευλάβεια, ενώ πολλοί από πάθη θεραπεύτηκαν και όσοι είχαν δαιμόνια
φώναζαν ότι φεύγουν για την δύναμη της Τιμίας Ζώνης!
Στη συνέχεια οι Βατοπαιδινοί πατέρες τη μετέφεραν για αγιασμό στα
υπόλοιπα χωριά του νησιού, όπου «ο λαός ως σμήνος μελισσών» ερχόταν ,
να προσκυνήσει το άγιο Θεομητορικό λείψανο, το οποίον «ευωδίαζε άρρητον
ευωδία», κατά την ακριβή διατύπωση του Θηραϊκού εγγράφου.
Μετά τρείς μήνες, από τήν ημέρα της ευρέσεως, οι μοναχοί συνοδευόμενοι
από πολλούς κατοίκους των Θυρών, που έφεραν συνεισφορές των χριστιανών,
αφιερώματα και δωρεές – μεταξύ των οποίων πεντάφωτη χρυσή λυχνία με το
όνομα «ΘΗΡΑ» – έφεραν τα ιερά λείψανα στη Μονή Βατοπαιδίου, και όλοι
οι μοναχοί με πνευματική χαρά, έκαναν «παννύχιο αγρυπνία» την ήμερα
εκείνη. Επίσης έκριναν σωστό, όπως ο εορτασμός της ευρέσεως και
φανερώσεως της Τιμίας Ζώνης γίνεται κάθε χρόνο τη δεκάτη Οκτωβρίου,
εις τιμήν και μνήμη της Ύπεραγίας Θεοτόκου, γεγονός το οποίο συνεχίζεται
ως σήμερα.