(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Εν μια των ημερών [ο άγιος Αβέρκιος] εκάθητο εις τον συνήθη τόπον διδάσκων, οι δε Πρεσβύτεροι, οι Διάκονοι και πας ο λαός ιστάμενοι ηκροάζοντο τα γλυκύτατα αυτού λόγια.
Τότε έφεραν μίαν ευγενεστάτην γυναίκα
τυφλήν, Φρύγγελλαν ονόματι, ήτις ήτο μήτηρ ενός μεγάλου άρχοντος και
πρώτου της πόλεως, ονομαζομένου Ποπλίωνος, η οποία ακούουσα την διδαχήν
του Αγίου, χειραγωγουμένη έπεσεν εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων
τοιαύτα λέγουσα·
«Λυπήσου με, τιμιώτατε πάντων ανθρώπων και φίλε του μόνου αληθινού Θεού,
και μη με παρίδης την τάλαιναν· παραμύθησόν μου την συμφοράν και δος
μοι το παμπόθητον φως των οφθαλμών μου, να βλέπω τον γλυκύτατον ήλιον·
δυσωπήθητι διά το μεγαλείον της περιφανούς συγγενείας μου, διότι ο
Ποπλίων είναι υιός μου, όστις έχει μεγάλην παρρησίαν προς τον βασιλέα.
Έχω πράγματα πολλά και δούλους και χρήματα· ποίον όμως το όφελος, να
εξουσιάζω τοσούτον πλούτον και να μη βλέπω, να τον διακρίνω ως βούλομαι
[όπως θέλω], αλλά να έχω χειραγωγόν [κάποιον να με οδηγεί] ως οι
πένητες· κάλλιον να είχα το φως μου μόνον και ουχί άλλην τινά περιουσίαν
ουδαμώς. Δέομαι λοιπόν της φιλανθρώπου ψυχής σου και πολλά σε παρακαλώ η
τάλαινα [κακομοίρα], φώτισόν μου τους οφθαλμούς με την παρρησίαν, την
οποίαν έχεις προς τον αληθινόν Θεόν».
Ο δε είπε προς αυτήν·
«Και εγώ, γύναι, αμαρτωλός είμαι, δεόμενος της φιλανθρωπίας του αγαθού
Θεού· αλλά εάν πιστεύης και συ εις αυτόν τον Παντοδύναμον Κύριον,
δύναται να σου χαρίση το φως, καθώς τον γεννηθέντα τυφλόν εφώτισεν».
Η δε απεκρίνατο·
«Πιστεύω εις τον αληθινόν Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν και έγγισον εις τους οφθαλμούς μου την ιεράν δεξιάν σου να φωτισθώσι».
Ταύτα έλεγεν η γυνή όχι με λόγια απλά,
αλλά με ήθος ελεεινόν [αξιολύπητο] και με δάκρυα· όθεν ευσπλαγχνισθείς ο
Άγιος, ητένισεν εις τον ουρανόν λέγων·
«Ελθέ, Κύριε Ιησού Χριστέ, το αληθινόν φως, και ταύτης τους οφθαλμούς διάνοιξον».
Έπειτα εγγίζων εις τους οφθαλμούς της τυφλής, είπεν·
«Εάν αληθώς επίστευσεν εις Χριστόν, ας αναβλέψη η Φρύγγελλα».
Ταύτα λέγοντος του Αγίου, ευθύς η αβλεψία [η τύφλωση] ελύθη και η προς Χριστόν πίστις εδείχθη αληθής, διότι η ανάβλεψις των οφθαλμών του σώματος εφανέρωσεν, ότι εφωτίσθησαν και οι οφθαλμοί της ψυχής αυτής.
Όθεν και ευγνώμων περί την δωρεάν εγνωρίζετο, λέγουσα·
«Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι το φως μου διπλασίως εχάρισας
και ήνοιξας τους σωματικούς οφθαλμούς και τους της καρδίας μου· όθεν
αρμόζει να ψάλω ταύτα χαρμονικώς [με χαρά] μετά του Προφήτου σου·
«Ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου, και τους πόδας μου εξ ολισθήματος»
(Ψαλμ. νε’ 14)· ελύτρωσες και τους οφθαλμούς μου από δακρύων, διότι
αληθώς ελυτρώθην από τα σωματικά σκοντάμματα και ψυχικά διαβήματα».
Έπειτα λέγει προς τον Άγιον με θερμότατον έρωτα·
«Ιδού, Πάτερ, υπόσχομαι έμπροσθεν των πολλών τούτων μαρτύρων να διαμοιράσω εις τους πτωχούς τα ήμισυ των υπαρχόντων μου».
Τούτο το θαυμάσιον βλέποντες οι περιεστώτες, καταπλαγέντες εβόησαν·
«Μέγας είσαι ο Θεός των Χριστιανών και μεγάλων Χαρίτων θέλουσιν απολαύσει οι το όνομά σου επικαλούμενοι».
Ο δε Άγιος είπε προς την Φρύγγελλαν·
«Ιδού λοιπόν ότι εγνώρισας πως ο Δεσπότης μου ανταμείβει και ευεργετεί
φιλοτίμως όσους ελπίζουσιν εις αυτόν· ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην και
πρόσεχε να μη γίνης προς τον ευεργέτην αχάριστος».
Η δε γυνή, ευχαριστήσασα κατά το πρέπον, απήλθεν. Αλλά πάλιν επέστρεψεν ως ευγνώμων και δεν ηδύνατο να τον αποχωρισθή τελείως.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Οκτώβριος, τόμος 10ος.