![]() |
| Αγιογραφία του Αγίου Μελετίου Πηγά στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Αμφιλοχίου του εν Πάτμω της ενορίας μας. |
Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου - Καθηγητού
Στους χαλεπούς χρόνους της οθωμανικής δουλείας η Θεία Πρόνοια ευδόκησε να αναδειχθούν μεγάλες πνευματικές μορφές, οι οποίες διακόνησαν, λάμπρυναν, στήριξαν την Εκκλησία του Χριστού και προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στο υπόδουλο Γένος μας.
Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Μελέτιος Πηγάς, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, μια σπουδαία μορφή του 16ου αιώνα.
Γεννήθηκε στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης το 1549 από ευσεβείς, εναρέτους και εύπορους γονείς, οι οποίοι ενστάλαξαν στη ψυχή του βαθιά ευσέβεια και ενάρετη ζωή.
Από μικρός έδειξε μεγάλη έφεση στα γράμματα και γι’ αυτό οι γονείς του φρόντισαν να πάρει την καλλίτερη δυνατή παιδεία, κοντά στους σπουδαιότερους δασκάλους της εποχής του, μεταξύ των οποίων υπήρξε ο φημισμένος ιερομόναχος Μελέτιος Βλαστός.
Κοντά του
διδάχτηκε την ελληνική και λατινική γλώσσα, γραμματική, φιλοσοφία και
ρητορική. Επίσης κοντά στον σπουδαίο αυτό δάσκαλο διδάχτηκε τον ενάρετο
και ηθικό βίο, ο οποίος τον ακολούθησε σε ολόκληρη την ζωή του.
Μετά
τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κρήτη, και σε ηλικία δεκαοκτώ ετών,
μετέβη στην Ιταλία, στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, για να
ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία, ιατρική και νομική. Αλλά το πνευματικό κλίμα εκεί ήταν άκρως εχθρικό προς τους ορθοδόξους σπουδαστές, οι οποίοι δέχονταν ισχυρές πιέσεις να αποδεχτούν τις δυτικές κακόδοξες αρχές και δυστυχώς πολλοί υπέκυπταν, ερχόμενοι κατόπιν στην Ελλάδα έκαναν προσηλυτισμό υπέρ του Παπισμού.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του ο Μελέτιος και τις αφόρητες πιέσεις των παπικών, παρέμεινε αμετακίνητος στην ορθόδοξη πίστη, δεν διανοήθηκε να ενδώσει στις κακοδοξίες τους.
Επίσης είχε να αντιμετωπίσει και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Τα παπικά πανεπιστήμια, προκειμένου να χορηγήσουν τους τίτλους σπουδών στους αποφοίτους, απαιτούσαν ορκωμοσία υποταγής στον “Πάπα”!
Ο Μελέτιος βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα, αλλά εν τέλει δεν υπέκυψε στον εκβιασμό, αρνούμενος να δηλώσει υποταγή στον “Πάπα” και πίστη στα παπικά κακόδοξα δόγματα. Απέρριψε με οργή κάθε βέβηλη σκέψη να αρνηθεί την Ορθοδοξία και να ασπασθεί τον Παπισμό. Προτίμησε να στερηθεί τις πανεπιστημιακές περγαμηνές, παρά τον θησαυρό της ορθοδόξου πίστεως, της μόνης σώζουσας, πίστεως! Ήταν η πρώτη μεγάλη ομολογητική ηρωική του πράξη, η οποία σημάδεψε την κατοπινή του πολυτάραχη πορεία.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η ρήση του Γ. Βαλέτα: «Αυτή η παλληκαριά του, αυτή η σκληρή δοκιμασία της συνείδησής του, εθνικής και θρησκευτικής, άνοιξε μπροστά στα μάτια του νεαρού σπουδαστή όλο το σκοτεινό βάθος του παπισμού και τον έκανε να βάλει σαν πρώτιστο σκοπό της ζωής του την καταπολέμησή του και την απολύτρωση της πατρίδος από την καταστροφική επιρροή του.
Τότε διατυπώνει ένα πρόγραμμα ζωής• να ντυθή το ράσο και να γίνη στρατιώτης της Ορθοδοξίας να σώση το νησί του και την Ελλάδα και όλη την ορθόδοξη Ανατολή απ’ τον κίνδυνο του εκλατινισμού, που προκαλούσε τότε στους μορφωμένους έλληνες χειρότερη ανησυχία και φόβο από τον τουρκικό ζυγό…» (Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή, Αθήναι 1958 σ. 28).
Μετά από οκτώ χρόνια σπουδών στην Ιταλία επέστρεψε στην γενέτηρά του την Κρήτη και ασπάστηκε τον μοναχικό βίο, σε ηλικία 25 ετών. Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου ηγούμενος ήταν ο Σίλβεστρος, μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Ενωρίς έδειξε αξιόλογο ζήλο για την μοναχική ζωή και ενάρετο βίο. Παράλληλα αποφάσισε να αξιοποιήσει, προς χάριν των υπόδουλων συμπατριωτών του, τις γνώσεις και τα προτερήματά του.
Με την ευλογία του ηγουμένου εξερχόταν της Μονής και περιόδευε τις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης, εμψυχώνοντας τους κατατρεγμένους Ρωμηούς, διδάσκοντας την ορθόδοξη πίστη και αγωνιζόμενος σθεναρά, αποκρούοντας με ισχυρά επιχειρήματα, την ασφυκτική προπαγάνδα, που ασκούσαν οι αδίστακτοι παπικοί Ιησουίτες μισιονάριοι (ιεραπόστολοι), οι οποίοι αλώνιζαν κυριολεκτικά το νησί και προσηλύτιζαν σωρηδόν με αθέμιτα μέσα, ακόμα και με τη βία, ορθοδόξους στον αιρετικό Παπισμό.
Βασικός άξονας της διδασκαλίας του ήταν η ακράδαντη πίστη στο Χριστό, απαλλαγμένη από τις δυτικές κακοδοξίες, η προσήλωση στην Ορθοδοξία, την μόνη αληθινή Εκκλησία και η ελληνικότητα. Για το λόγο αυτό κατέστη στόχος των φανατικών παπιστών, οι οποίοι επιδίωκαν την φίμωσή, του, αλλά και αυτή την φυσική του εξόντωση!
Μετά την εκλογή του ηγουμένου του, Σίλβεστρου ως Πατριάρχη Αλεξανδρείας, μεταξύ των ετών 1565 και 1569, τον ακολούθησε και ο Μελέτιος και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Σινά, όπου χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Αλλά ο Πατριάρχης Σίλβεστρος, εκτιμώντας τον ζήλο του υπέρ της Ορθοδοξίας, την μόρφωσή του και τα λοιπά προσόντα του, τον κάλεσε κοντά στο Πατριαρχείο, να εργαστεί ιεραποστολικά και να οργανώσει τον κλήρο και τον μοναχισμό. Και πράγματι ανταποκρίθηκε με επιτυχία στη διακονία που του ανατέθηκε.
Ο Μελέτιος, ανήσυχο πνεύμα και διακατεχόμενος από θερμό ζήλο για την ενότητα του κατακερματισμένου χριστιανικού κόσμου, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να πείσει τους αιρετικούς δυτικούς να αποβάλλουν τις πλάνες τους και να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία. Επικεντρώθηκε και απευθύνθηκε κυρίως στους Προτεστάντες, οι οποίοι είχαν αποσκιρτήσει πρόσφατα (1519) από την παπική “εκκλησία”, διαμαρτυρόμενοι για τις παπικές τερατουργίες, εγκαταλείποντας τους παπικούς, θεωρώντας μάταιη οποιαδήποτε συζήτηση μαζί τους.
Άνοιξε
αλληλογραφία με τους θεολόγους του Πανεπιστημίου της Τιβίγγης, οι
οποίοι, όπως είναι γνωστό, είχαν ανοίξει επικοινωνία με επιφανείς
ορθοδόξους και αντήλλασσαν επιστολές. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μελέτιος, ο
οποίος στις επιστολές του προσπαθούσε να τους πείσει ότι η αλήθεια
βρίσκεται στην Ορθοδοξία. Αλλά δυστυχώς, όπως είναι γνωστό, οι επαφές
αυτές δεν τελεσφόρησαν.
Φυσικά
η ζωή του δεν ήταν ρόδινη στην αιγυπτιακή μεγαλούπολη. Παπικοί,
Προτεστάντες, Κόπτες και άλλοι αιρετικοί του δημιουργούσαν σοβαρά
προβλήματα, για την αντιαιρετική του δράση. Αλλά ο Μελέτιος έμεινε
εδραίος στο έργο του, αδιαφορώντας και αντιμετωπίζοντας με υπομονή και
σθένος τα εμπόδια και τα προβλήματα που του δημιουργούσαν
Στα 1582 ο Πατριάρχης Σίλβεστρος τον τοποθέτησε επίτροπο (αντιπρόσωπό του) στο Κάιρο, για να εργαστεί ιεραποστολικά και να οργανώσει τις εκεί ενορίες. Ο Μελέτιος δέχτηκε την νέα του διακονία με προθυμία, επιτελώντας και εκεί ο αξιόλογο ποιμαντικό και ιεραποστολικό έργο.
Η φήμη της προσωπικότητάς του και της δράσεώς του έφτασε μακριά, και ως την Ρωσία, όπου ο αυτοκράτορας τον κάλεσε στη Μόσχα, να συγκροτήσει την Ρωσική Εκκλησία. Ο Μελέτιος αποδέχτηκε την πρόταση, αλλά πορευόμενος προς την Ρωσία, πέρασε από την Κωνσταντινούπολη, όπου διαπίστωσε την τραγικότητα που βίωναν οι εκεί ορθόδοξοι από την τουρκική καταπίεση. Παρακλήθηκε να παραμείνει και να εργαστεί για την χειμαζόμενη Εκκλησία. Υπάκουσε, παραμένοντας για τρία χρόνια εργαζόμενος με ασυνήθιστο ζήλο για την ανακούφιση των καταπιεσμένων και κατατρεγμένων Ρωμηών.
Στα 1590, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σίλβεστρου, κλήθηκε να αναλάβει τον χειρεύοντα πατριαρχικό θρόνο, με την σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού και τις τις επιδοκιμασίες όλων των πιστών. Αποδείχτηκε άξιος της εκλογής του. Με μετριοφροσύνη και σύνεση εξακολούθησε να εργάζεται στο νέο του πόστο. Με τους κατάλληλους και λεπτούς χειρισμούς κατόρθωσε, να αποσπάσει του Σουλτάνου, να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα δυσβάστακτα χρέη και με εράνους, κυρίως στην Κρήτη, ενίσχυσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου.
Το 1593 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη να πάρει μέρος στην Ενδημούσα Σύνοδο επί πατριαρχίας Ιερεμία Β΄ (1536-1594). Σε αυτή ο Μελέτιος εισηγήθηκε την διακήρυξη στην εμμονή των Ορθοδόξων στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στην ανά έτος σύγκληση Ενδημούσας συνόδου. Τότε απεστάλη ο Συνοδικός Τόμος αναγνώρισης του Πατριαρχείου Μόσχας. Με την εμμονή του αυτή ο μεγάλος αυτός εκκλησιαστικός άνδρας περιχαράκωσε την ορθόδοξη πίστη, σε μια εποχή τρομακτικών πνευματικών ζυμώσεων και προκλήσεων από την δράση των δυτικών στον ορθόδοξο χώρο της Ανατολής.
Την ίδια εποχή έχουμε και την εμφάνιση της Ουνίας στην Ανατολική Ευρώπη και κύρια στην Πολωνία, η οποία, με ανείπωτους διωγμούς, σφαγές και βία μετέστεφε πλήθος ορθοδόξων στον Παπισμό. Ο Μελέτιος, όταν πληροφορήθηκε το εκεί σοβαρό πρόβλημα έστειλε ως Πατριαρχικό Έξαρχο τον ανεψιό του Κύριλλο Λούκαρη, ο οποίος συνεργάσθηκε με τον έξαρχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση της Ουνίας και του Παπισμού.
Αλλά το 1597 ο Λούκαρης αναγκάζεται να αποδράσει από την Πολωνία για να διαφύγει τη φυλάκιση και τη θανάτωσή του από τους φανατισμένους ουνίτες παπικούς. Το έτος 1599 ο Πατριάρχης Μελέτιος στέλνει και πάλι στην Πολωνία τον Λούκαρη όπου παρέμεινε ως τις αρχές του 1601, ενώ κατόπιν μετέβη στη Μολδοβλαχία για να στηρίξει τους εκεί χειμαζομένους από τους Λατίνους Ορθοδόξους.
Από την μέριμνά του ο Μελέτιος δεν παράλειψε και τους αιρετικούς Κόπτες της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας, προσπαθώντας να τους επαναφέρει στην ορθόδοξη πίστη και να τους εντάξει στην αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς δυστυχώς θεαματικά αποτελέσματα.
Το 1594 κοιμήθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ και ο Μελέτιος δέχτηκε προτάσεις να αναλάβει τον Οικουμενικό Θρόνο. Όμως ο ταπεινός ετούτος εκκλησιαστικός ηγέτης αρνήθηκε, προτιμώντας να παραμείνει στον δευτερόθρονο Θρόνο της Αλεξάνδρειας. Διετέλεσε μόνο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου μεταξύ των ετών 1597 και 1598.
Κοιμήθηκε το έτος 1601 σε ηλικία 52 ετών και η Εκκλησία εκτιμώντας την αγιότητά του και το τεράστιο έργο του, τον κατέταξε στους αγιολογικούς της δέλτους, ορίζοντας την μνήμη του στις 13 Σεπτεμβρίου.
Ο άγιος Μελέτιος συγκαταλέγεται στους ομολογητές Πατριάρχες, ο οποίος ανάλωσε τη ζωή του στην στερέωση της ορθοδόξου πίστεως.
Ο ζήλος του για την ενότητα του κατακερματισμένου χριστιανικού κόσμου και οι προσπάθειές του για την μεταστροφή των αιρετικών στην Εκκλησία, ώθησε κάποιους συγχρόνους του να τον θεωρούν ως «φιλοδυτικό», κάτι που δε ισχύει.
Ως βαθύς γνώστης των παπικών και προτεσταντικών κακοδοξιών, κατέστη σφοδρός επικριτής τους. Αυτό μαρτυρεί σωζόμενη επιστολή του, γραμμένη στα 1538 προς το φίλο του λόγιο επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο Μαργούνιο (1549-1602), στην οποία αναπτύσσει ανθενωτική επιχειρηματολογία. Αντιστάθηκε ιδιαιτέρως, με σθένος, απέναντι στην Ουνία, η οποία είναι ως γνωστόν, ο «δούρειος ίππος» του Παπισμού, για την άλωση της Ορθοδοξίας.
Επίσης ανέπτυξε και πλούσιο συγγραφικό έργο, όπως: «Περὶ των Αχράντων Μυστηρίων», «Περί Πάπα Κατήχησις», «Ορθόδοξος Διδασκαλία», «Στρωματείς», «Κατά Λουθήρου και Καλβίνου λόγος», «Χρυσοπηγὴ» κ.α. τα οποία αποπνέουν άρωμα Ορθοδοξίας και έχουν ομολογητικό χαρακτήρα.
Είναι ακόμα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, ενώ στα γραπτά του χρησιμοποιούσε λόγια γλώσσα, στα κηρύγματά του, χρησιμοποιούσε την δημώδη, για να τον κατανοούν οι ακροατές του.
Γενικά θεωρείται ως μια σπάνια προσωπικότητα, ένα σκεύος εκλογής, για την υπηρεσία της Εκκλησίας και του Γένους στα δύστηνα εκείνα χρόνια. Κάποιοι τον θεωρούν ως έναν από τους σπουδαιότερους και αξιοθαύμαστους εκκλησιαστικούς άνδρες μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453).
