Φώτη Κόντογλου
Μελετήματα για τον πεζογράφο και τον καλλιτέχνη,
εκδ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, εκδ. των «Κριτικών Φύλλων»,
Αθήνα 1975, σελ. 57-60.
Η Αθήνα και πριν Χριστού και μετά Χριστόν είτανε θρησκευτική πολιτεία. Τον καιρό που ήρθε ο Παύλος εδώ πέρα από τη Βέροια, είδε πως η πολιτεία είτανε γεμάτη είδωλα, « κατείδωλος », και στο κήρυγμα που έκανε στον ’ρειο Πάγο, είπε πως είχε τους Αθηναίους για πολύ θρήσκους: «άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ». Θρήσκοι σταθήκανε και στην καινούρια θρησκεία του Χρίστου, που σπάρθηκε από τον Παύλο, και τα πρώτα χρυσά στάχια που έβγαλε η Αθήνα είτανε ο άγιος Ιερόθεος, ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μία γυναίκα που τη λέγανε Δάμαρη. Ο άγιος Ιερόθεος είναι μυστηριώδης άγιος, κρυφός μυσταγωγός· ο άγιος Διονύσιος τον λέγει δάσκαλό του, και « ουχί μόνον μαθόντα, αλλά παθόντα τα θεία». Στην Αθήνα δεν υπήρχε εκκλησιά ούτε στόνομα του αγίου Ιεροθέου, ούτε στόνομα του αγίου Διονυσίου. Τα τελευταία χρόνια χτίσθηκε η μεγάλη εκκλησία του πολιούχου Αρεοπαγίτου και ζωγραφίσθηκε χάρη στον ακαταπόνητο Κώστα Κοτζιά, που είτανε τότε υπουργός. Του αγίου Ιεροθέου βρίσκεται μονάχα ένα γυναικείο μοναστηράκι κοντά στα Μέγαρα. Οι Αθηναίοι δεν γνωρίζουνε καν τόνομά του. ’λλος αρχαίος άγιος γεννημένος στην Αθήνα είναι ο άγιος Μάρκος ο Αθηναίος ο αναχωρητής, που πήγε και ασκήτεψε τον καιρό των διωγμών «εν τω όρει της Θράκης εις την έρημον την ούσαν, επέκεινα των Χετταίων». Αυτό το βουνό λεγότανε μεν της Θράκης, μα βρισκότανε στην Αφρική. Ο άγιος Μάρκος είναι ένας από τους πλέον φοβερούς αναχωρητές, γιατί ασκήτεψε στην πιο μακρυνή και στην πιο άσπλαχνη έρημο, ενενήντα χρονών ημέρες, χωρίς να δει άνθρωπο, και κοιμήθηκε εκατό δέκα χρονών. Κι' αυτόν δεν τον έχουνε ακουστά οι Αθηναίοι.
Η Αθήνα έβγαλε πλήθος άλλους άγιους. Ανάμεσα τους είναι ο άγιος Μηνάς ο Καλλικέλαδος, η αγία Φιλοθέη και ο Μιχαήλ ο Κηπουρός ο λεγόμενος Μπακνανάς, που αποκεφαλίσθηκε για την πίστη του Χριστού. Απ' αυτούς τους τρεις μονάχα η αγία Φιλοθέη έχει μίαν εκκλησιά έξω απ' την Αθήνα, οι άλλοι δυό δεν έχουνε.
Κατά τα χρόνια που βαστούσανε την Αθήνα οι Τούρκοι, η Αθήνα είτανε γεμάτη εκκλησιές. Μ' όλο που οι πιο πολλές γκρεμνισθήκανε, πάλι σώζουνται κάμποσες, προπάντων στους μαχαλάδες της παληάς πολιτείας. Αλλά κι' ο ελιώνας που την περιτριγύριζε, και τα βουνά και τα μικρά ψηλώματα είτανε γεμάτα έξωκκλησια. Στον ελιώνα θα σώζουνται ως τη σημερινή τη μέρα καμμιά πενηνταριά απ' αυτές οι πιο καλές είναι ο άγιος Δημήτρης ο Καβαλλάρης, ο άγιος Νικόλαος ο Χωστός, η Παλιοπαναγιά, ο άγιος Νικόλαος ο Φτωχός, η Παναγιά η Μουσταπίδαινα, κι' άλλες.
Μέσα στην Αθήνα η πιο παλιά εκκλησιά είναι η σημερινή Ρούσικη, που τη λέγανε στα παλιά Σωτήρα Λυκοδήμου. Κι' αυτή δεν θα γλύτωνε, αν δεν τη στερεώνανε και δεν τη διατηρούσανε. Η αγιογραφία της είναι καινούρια, καμωμένη από τον Γερμανό ζωγράφο Θείροτο. Μέσα στο ιερό σώζονται δυό τρεις άγιοι από την παλιά ιστορία που τη στόλιζε. Παλιές είναι κι' άλλες τρεις εκκλησιές μέσα στην Αθήνα, χτισμένες πριν να την πάρουνε οι Τούρκοι: η Καπνικαρέα, οι άγιοι Θεόδωροι κι' ο άγιος Ελευθέριος. Από μέσα είναι ζωγραφισμένες με τωρινές αγιογραφίες που καλά θα κάνανε να τις ξύσουνε για να μη χαλάνε τα όμορφα αυτά χτίρια. Μονάχα στην Καπνικαρέα έχω ζωγραφίσει στον φρέσκον ασβέστη, κατά το αρχαίο σύστημα, τη χυβάδα του Ιερού με την Πλατυτέρα, το «Λάβετε φάγετε» και τέσσερις ιεράρχες. Αυτές οι παλιές εκκλησιές έπρεπε να ζωγραφισθούνε με βυζαντινή αγιογραφία, ώστε να κατασταθούνε αληθινά μνημεία βυζαντινής τέχνης για την Αθήνα, που δεν έχει τίποτα τέτοιο να δει κανένας. Μα εμάς ο νους μας είναι σε άλλα. Οι καινούριες εκκλησιές της Αθήνας είναι μουσεία φριχτής κακοτεχνίας, η δε Μητρόπολη είναι ο κολοφώνας, η χειρότερη στα Μπαλκάνια. Χαίρετε έλληνες που καμαρώνετε για την καλλιτεχνία σας! Και πάλιν έρω : χαίρετε. Λίγο παραέξω από την πολιτεία βρίσκεται το Δαφνί, καταστολισμένο με ψηφία εξαίσια, που δεν υπάρχουνε πουθενά τα όμοιά τους. Από τις άλλες εκκλησιές κι' από τα ρημοκκλήσια που είναι χτισμένα ολόγυρα στην πολιτεία, οι πιο σπουδαίες είναι αυτές που γράφω παρακάτω:
Η Καισαριανή το μοναστήρι, με αγιογραφία άξια να τη δει κανένας, ο άγιος Γιάννης ο Καρέας κι' ο άγιος Γιώργης ο Κουταλέας, δίχως ζωγραφική, κ' οι τρεις στον Υμηττό. Πιο ψηλά απάνω στο βουνό είναι το Αστέρι, μοναστήρι με εκκλησιά ιστορημένη με παλαιά ιστορία. Κοντήτερα βρίσκεται ο άγιος Γιάννης ο Θεολόγος, πέρα από τον Χολαργό, με ωραία αγιογραφία ζωγραφισμένος. Κατά τα βορεινά της Αθήνας, κοντά στη Σαφράμπολη, βρίσκεται μία σπουδαία κι' αρχαία εκκλησιά, που τη λένε κι' Ομορφοκκλησιά, στολισμένη με ζωγραφική παλαιά και πολύ μαστορική. Ξέχασα να γράψω και μίαν άλλη σπουδαία εκκλησία που σώζεται μέσα στην Αθήνα, την εκκλησιά της Μονής Πετράκη, ιστορημένη μέχρι τα θεμέλια από τον αγιογράφο Μάρκο τον Αργείο, πούναι και καλά διατηρημένη.
Αυτά τα ξωκκλήσια της Αθήνας και προπάντων όσα είναι απάνω στον Υμηττό, τ' αγαπώ πολύ, και κείνα με περιμένουνε κάθε τόσο να πάγω να τα προσκυνήσω. Ταπεινά, ξεχασμένα στην ερημιά, είναι σαν καταφύγια σώματος και ψυχής για οποίον φεύγει από την ταραχή της πολιτείας που έχει καταντήσει σήμερα σαν πόρνη Βαβυλώνα. Προ χρόνια πήγαινα κι' ασκήτευα κάθε τόσο, κι' αγνάτευα τον μπουχό που έβγαινε από την Αθήνα, δίχως να φτάνει στ' αυτιά μου η αμαρτωλή βουή της, σαν τον Ιωνά που κύτταζε τη Νινευΐ και περίμενε να τη χαλάσει ο Θεός. Κείνον τον καιρό έγραψα κ' ένα βιβλίο για τα ρημοκκλήσια του Υμηττού, κ' επειδή βρισκόμουνα σε μεγάλη αγιότητα, βάζω τα παρακάτω λίγα λόγια απ' αυτό το βιβλίο, γραμμένα σε μία γλώσσα θρησκευτική:
Μονύδριον Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Το μανύδριον τούτο είναι κτισμένον εις ένα έρημον λόφον, κάτω από τας τελευταίας βορεινάς κορυφάς του Υμηττού. Τριγύρω η περιφέρεια δεν έχει μεγάλα δένδρα, αλλά είναι σκεπασμένη από άγρια μαύρα χαμόδενδρα, πρίνους και σχοίνους, μαζί με θυμάρια, ερείκια, ρήγανιν και άλλα ταπεινά φυτά. Όλα ευωδιάζουν, ακόμα και το κοκκινωπόν χώμα, και τα αγριάκανθα οπού φυτρώνουν ανάμεσα εις τας πέτρας και επάνω εις τους βράχους με μίαν εξαίσιαν ευωδίαν. Η τοποθεσία αυτή με τον μικρόν χείμαρρον ο οποίος έχει σκάψει βαθείαν χαράδραν προς δυσμάς του λόφου, με τα πετρώδη βουνά προς την ανατολήν, και την πεδινήν όπου αναπαύει το όμμα προς τα κάτω, έχει, δεν γνωρίζω, ποίαν πνευματικότητα, ποίαν αγιότητα! Σπανίως φαίνεται άνθρωπος εις τα πέριξ και αυτός θα είναι κάποιος ρακένδυτος απόκληρος, πτωχός, λησμονημένος, φεύγων μακράν της κοινωνίας, με γενειάδα και μαλλιά ακτένιστα, ωσάν βυζαντινός άγιος, απλοϊκός και σιωπηλός. Οδεύει προς το μικρόν κάστρον του Θεολόγου, οπού στέκεται παράμερα και εκείνο, σιωπηλόν, χωρίς σημείον ζωής, με τον στρογγυλόν ερειπωμένον πύργον του, μακράν από τα συχναζόμενα μονοπάτια, άνυδρον, χωρίς σκιαν, χωρίς κανένα θέλγητρον εξωτερικόν.
Και όμως, πόσον συμπαθητικόν είναι αυτό το ερημητήριον, αυτός ο κευθμών, περισσότερον παρά εάν είχε νερά και σκιάν και τα άλλα χαρίσματα των μοναστηριών !...
Συχνά τον χειμώνα, όταν πλησιάζει μακρόθεν η καταιγίς με αστραπάς και βροντάς, και αι κορυφαί του Υμηττού γίνονται μελαναί και φοβεραί, και το ερείπιον του Υμηττού χάνεται από το βλέμμα τυλιγμένον μέσα εις την θύελλαν ή όταν ο χλιαρός άνεμος του νότου σφυρίζει εις τα παράθυρα, και πίπτουν τεμάχια άσβεστου από τα παλαιά κτίρια, συλλογίζομαι τον λησμονημένον ζωγράφον, του οποίου επρόφθασα τα τελευταία ίχνη, πριν να τον θάψει ο χρόνος διαπαντός. Τις οίδε πως ωνομάζετο, εις ποίον τόπον ήτο γεννημένος αυτός ο ταπεινός άνθρωπος, καλόγηρος, ή κοσμικός, με τα μηδαμινά σύνεργά του, τα κονδύλια του καμωμένα με τρίχας «από τον αστράγαλον του βοδιού και από την σιαγόνα του μουλαρίου » με τα χρώματα του οπού τα ετοίμαζε τρίβων εις το τριβίδι χώματα από τα πέριξ, απλοϊκός, πτωχός, τρεφόμενος με ολίγας ελαίας, με χόρτα και με ξηρόν άρτον. Μολαταύτα, αυτός ο απόκληρος, ο σκεπασμένος από την κόνιν της λήθης, ήτο μέγας ζωγράφος: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλά επί τον πράον και ησύχιον !» Νομίζω ότι τον βλέπω να αναπαύεται το εσπέρας από την εργασίαν του, καθισμένος επάνω εις κανένα κιονόκρανον από εκείνα οπού ευρίσκονται ακόμη κοντά εις το ναΰδριον, συλλογισμένος και περίλυπος, λησμονημένος απόγονός της παλαιάς φυλής των αρχαίων Ελλήνων.
Άγνωστοι ερημίται, απεθάνατε χωρίς να ταράξει την γαλήνην σας ο έπαινος των ανθρώπων. Εσείς οι μακάριοι δεν υπηρετήσατε την ματαιοδοξίαν, αλλά ωσάν πτηνά καλλικέλαδα υμνήσατε τον Κύριον. Τον υμνήσατε μαζί με τον ήλιον, με την σελήνην, με την πάχνην, με την χάλαζαν, με τους δράκοντας, με τας κέδρους και πάντα τα ξύλα του δρυμού. Κανένα βιβλίον δεν γράφει δια σας· δεν δίδουν εκατομμύρια οι πλούσιοι, και τα διάφορα μουσεία εις τα Παρίσια και εις την Νέαν Υόρκην δεν μετρούν με τα εκατοστομετρα τα έργα σας. Η δική σας μοίρα είναι η λήθη, και η αράχνη υφαίνει τον ιστόν της αργά επάνω εις τας σκονισμένας τοιχογραφίας σας. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει αδιακοπως, εκατόν, διακόσια, χίλια έτη, χωρίς να εισχωρήσει ούτε μία ακτίνα του μέσα, εις τα σκοτεινά άδυτα, όπου οι Ιεράρχαι, ενδεδυμενοι με τα άμφιά των, λειτουργούν μυστικώς γύρω από την Αγίαν Τράπεζαν, η οποία είναι καμωμένη από μίαν σπασμένην κολόναν του ναού του Απόλλωνος.