Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Πώς άρχισε τη συλλογή και μετάφραση Πατερικών κειμένων από τα ελληνικά

https://i.ytimg.com/vi/xgXxDj_icy8/maxresdefault.jpg

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Σ’ ένα γράμμα του, πολλά χρόνια αργότερα, προς τον αρχιμανδρίτη Θεοδόσιο, στο ερημητήριο Σωφρόνιεφ στη Ρωσία, ο π. Παΐσιος [όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ] εξηγεί με λεπτομέρειες τους λόγους που τον οδήγησαν, ενώ ζούσε στο Άγιο Όρος, να ξεκινήσει την εργώδη προσπάθειά του για τη συλλογή, διόρθωση και μετάφραση των πατερικών κειμένων:

«Όταν ήμουν ακόμα στο Άγιο Όρος του Άθω και ζούσα μ’ ένα μικρό αριθμό μοναχών, συνειδητοποίησα, όπως συνάγεται σαφώς κι από τις διδαχές των αγίων και θεοφόρων πατέρων, πως εκείνος που έχει στην υποταγή του μοναχούς δεν πρέπει να τους καθοδηγεί σύμφωνα με τη δική του γνώση και διάκριση, αλλά σύμφωνα με την αληθινή και ορθή διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όπως έρμηνεύεται απ’ τους θείους πατέρες, διδασκάλους των ανθρώπων και εμπνευστές της μοναχικής ζωής, που ήταν φωτισμένοι απ’ το Άγιο Πνεύμα.

Γνώριζα επίσης τη δική μου ανεπάρκεια και φοβόμουν κι έτρεμα μήπως, λόγω της απειρίας μου, όχι μόνο εγώ κολαστώ, αλλά συμπαρασύρω και κείνους που με ακολουθούν στο λάκκο της απωλείας, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν; ουχί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται;» (Λουκ. στ΄ 39).

Γι’ αυτό έθεσα αρραγές θεμέλιο αληθινής κι απλανούς διδασκαλίας, που δεν αποκλίνει απ’ τον αληθινό δρόμο του Θεού, την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, όπως έχει ερμηνευτεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος απ’ τους θεοφόρους πατέρες μας.

Δηλαδή στηρίχτηκα στις διδαχές των αγίων πατέρων, που είναι οι εκφραστές της μοναχικής ζωής, στις συνόδους και τους κανόνες των αγίων Αποστόλων και στις συνόδους των αγίων πατέρων, τις οποίες η αγία καθολική και αποστολική Ανατολική Εκκλησία αναγνωρίζει. Όλα αυτά, όπως είπα, τα χρησιμοποίησα για μένα πρώτα και στη συνέχεια για την καθοδήγηση των μοναχών, ώστε με τη βοήθεια του Θεού και το φωτισμό της χάρης Του, να μην απομακρυνθούμε απ’ τον ορθό δρόμο και την καθολική σκέψη της αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Πρώτ’ απ’ όλα άρχισα, με τη βοήθεια του Θεού, ν’ αγοράζω με πολλούς κόπους και έξοδα τα πατερικά βιβλία που μιλούν για υπακοή και εγκράτεια, για νήψη και προσευχή. Μερικά απ’ αυτά τα αντέγραψα με τα ίδια μου τα χέρια κι άλλα τα αγόρασα με χρήματα που προέρχονταν απ’ το εργόχειρο που κάναμε για ν’ αντιμετωπίσουμε βιοτικές μας ανάγκες.

Όλοι μας συμφωνούσαμε να υπομένουμε πολλές φορές τη στέρηση του φαγητού και της αμφίεσης, για να μη στερηθούμε τα βιβλία. Έτσι αγοράσαμε μερικά βιβλία γραμμένα στη σλαβονικη γλώσσα και τα θεωρούσαμε σαν ουράνιο θησαυρό που μας δόθηκε δωρεάν απ’ το Θεό.

Αφού όμως τα είχα διαβάσει με επιμέλεια γι’ αρκετά χρόνια, διαπίστωσα ότι σε πάρα πολλά σημεία υπήρχε πολλή ασάφεια και σε άλλα δεν έβγαινε ούτε το νόημα γραμματικώς, παρόλο που τα διάβαζα πολλές φορές και κατέβαλα κάθε προσπάθεια γι’ αυτό το σκοπό. Μόνο ο Θεός γνωρίζει με πόση λύπη γέμισε η ψυχή μου. Μέσα στην αμηχανία μου για το τι πρέπει να κάνω, σκέφτηκα πως ίσως θα μπορούσα να διορθώσω τα σλαβονικά βιβλία των πατέρων, παραβάλλοντάς τα με άλλα σλαβονικά βιβλία.

Έτσι άρχισα ν’ αντιγράφω με τα ίδια μου τα χέρια τα βιβλία του Αγίου Ησυχίου του Πρεσβυτέρου, του αγίου Φιλοθέου του Σιναΐτου, του αγίου Θεοδώρου Εδέσσης. Χρησιμοποιούσα τέσσερα αντίγραφα, ώστε με την παραβολή και των τεσσάρων να μπορώ να βλέπω ποιο απ’ όλα αποδίδει περισσότερο το νόημα.

Όλος αυτός ο κόπος μου όμως πήγε χαμένος. Γιατί και σ’ αυτά τα βιβλία, που γράφηκαν από παραβολή τεσσάρων αντιγράφων, δεν μπόρεσα να βρω το πλήρες νόημά τους.

Μετά, επί έξι εβδομάδες, μέρα και νύχτα ασχολήθηκα με τη διόρθωση του βιβλίου του αγίου Ισαάκ του Σύρου που είχα στη διάθεσή μου από ένα άλλο αντίγραφο, πιστεύοντας στη διαβεβαίωση ενός ανθρώπου πως το αντίγραφο αυτό συμφωνούσε σε όλα με το ελληνικό κείμενο. Κι αυτή η δουλειά όμως πήγε χαμένη, γιατί αργότερα διαπίστωσα πως το μόνο που είχα κάνει, ήταν να καταστρέψω το δικό μου βιβλίο διορθώνοντάς το από ένα χειρότερο.

Μετά από πολλές τέτοιες δοκιμασίες, συνειδητοποίησα ότι κουραζόμουν άδικα στην υποτιθέμενη προσπάθειά μου να διορθώσω σλαβονικά βιβλία, παραβάλλοντάς τα με άλλα σλαβονικά. Τότε άρχισα ν’ αναζητώ τις αιτίες που στα βιβλία αυτά υπήρχε τόση ασάφεια κι έλλειψη νοήματος.

Με το μικρό μου μυαλό ανακάλυψα πως οι αιτίες είναι δύο: πρώτη η απειρία των πρώτων μεταφραστών απ’ την ελληνική στη σλαβονική και δεύτερη η απειρία κι αδιαφορία των άπειρων επίσης αντιγραφέων. Μετά απ’ αυτό απελπίστηκα τελείως.

Πίστεψα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δω στα σλαβονικά πατερικά βιβλία σωστό κι αληθινό νόημα, όπως αυτό που υπάρχει στα αντίστοιχα βιβλία στην ελληνική. Αφού έζησα αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος και έμαθα κατά κάποιο τρόπο να μιλώ την καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα, είχα τη σφοδρή επιθυμία ν’ αναζητήσω με πόνο καρδιάς ελληνικά πατερικά βιβλία, ελπίζοντας πως θα μπορέσω απ’ αυτά να διορθώσω τα σλαβονικά.

Ερεύνησα παντού, αλλά τέτοια βιβλία δεν μπόρεσα να βρω. Τότε πήγα στις σκήτες της Αγίας Άννας και των Καυσοκαλυβίων, που ανήκουν στη Λαύρα, στη σκήτη του Αγίου Δημητρίου, που ανήκει στη μονή Βατοπεδίου και σε άλλες σκήτες και μοναστήρια.

Παντού ρωτούσα τους μορφωμένους ανθρώπους και τους γεροντότερους και πιο έμπειρους εξομολόγους και σεβάσμιους μοναχούς για τα βιβλία που ζητούσα ονομαστικά.
Πουθενά όμως δεν κατάφερα να βρω τέτοια βιβλία, απ’ όλους έπαιρνα την ίδια και σταθερή απάντηση: «όχι μόνο τα βιβλία, αυτά που αναφέρεις δε γνωρίζουμε, αλλά ούτε και τα ονόματα των αγίων αυτών δεν ακούσαμε ποτέ μας».

Μετά από τέτοιες απαντήσεις που πήρα, ο Θεός γνωρίζει σε πόση αμηχανία έπεσα. Σ’ ένα τέτοιο άγιο και ιερό τόπο, διαλεγμένο απ’ το Θεό για ησυχαστικό ενδιαίτημα των μοναχών, όπου έζησαν πολλοί και μεγάλοι άγιοι, δεν μπορούσα όχι μόνο να βρω τα βιβλία που τόσο πολύ επιθυμούσα, αλλά ούτε ν’ ακούσω τα ονόματα των αγίων αυτών.

Η λύπη και η στενοχώρια μου ήταν πολύ μεγάλη. Άφησα όλες μου τις ελπίδες για την απόκτηση των βιβλίων αυτών στο Θεό και παρακάλεσα το ανέκφραστο ελεός Του ώστε Εκείνος, που είναι Παντοδύναμος, να βρει τρόπους για την απόκτησή τους.

Κι ο Πολυεύσπλαχνος Θεός δεν παρείδε τη θερμή μου αυτή επιθυμία και με την ανεξιχνίαστη βουλή Του με βοήθησε να βρω πατερικά βιβλία στην ελληνική γλώσσα και ν’ αποκτήσω μερικά απ’ αυτά με τον ακόλουθο τρόπο:
Βαδίζαμε με δυο αδελφούς απ’ τη μονή της Μεγίστης Λαύρας προς τη σκήτη της Αγίας Άννας και περνούσαμε απ’ το λόφο του Προφήτη Ηλία, του οποίου το υψόμετρο ανέρχεται περίπου στο ένα τρίτο του υψόμετρου που έχει η ψηλότερη κορυφή του Άθωνα.

Κάτω απ’ αυτό το λόφο, σε μια τοποθεσία ψηλή, κατά τη μεριά της θάλασσας, είναι η σκήτη του Αγίου Βασιλείου, που ιδρύθηκε πρόσφατα από μοναχούς που ήρθαν εδώ απ’ την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Βρίσκεται σε μια πολύ απότομη τοποθεσία, δεν έχει νερό τρεχούμενο ή πηγαίο και γι’ αυτό στη σκήτη δεν υπάρχουν ούτε αμπέλια ούτε ελιές ούτε συκιές ούτε κήπος ούτε παρηγοριά άλλη απ’ αυτές που προσφέρει η γη.

Οι ανάγκες των αδελφών για νερό αντιμετωπίζονται μόνο με τη βροχή. Σκεφτήκαμε να επισκεφτούμε τη σκήτη αυτή, μια που δεν είχαμε ξαπανάει εκεί, για να προσκυνήσουμε τους Ιερούς χώρους της και να δούμε την τοποθεσία.

Πήγαμε στη σκήτη και καθίσαμε για λίγο κοντά την εκκλησία. Αφού προσκυνήσαμε τις άγιες εικόνες και βγήκαμε έξω, μας είδε ένας μοναχός με σεβάσμια όψη και μας κάλεσε με ιλαρότητα στο κελλί του.

Μόλις μπήκαμε μέσα εκείνος βγήκε για να μας ετοιμάσει φαγητό και να μας αναπαύσει απ’ τον κόπο της οδοιπορίας. Από μια πρόχειρη ματιά που ρίξαμε σ’ ένα μικρό τραπέζι που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο, είδαμε πάνω του ένα βιβλίο ανοιχτό το οποίο ο μοναχός αυτός, που ήταν επαγγελματίας καλλιγράφος, αντέγραφε.

Κοιτάζοντας από πιο κοντά το βιβλίο, είδα ότι ήταν ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός και δεν μπορώ να περιγράψω τη μεγάλη χαρά που με πλημμύρισε. Νόμισα πως αξιώθηκα να βρω έναν ουράνιο θησαυρό πάνω στη γη.

Όταν ο αδελφός γύρισε στο κελλί, άρχισα να τον ρωτώ με μεγάλη χαρά και κατάπληξη πως, πέρα από κάθε προσδοκία μου, βρέθηκε τέτοιο βιβλίο σ’ αυτόν τον άγιο τόπο. Μου είπε ότι υπήρχε κι άλλο ένα βιβλίο του ίδιου Αγίου με 24 ομιλίες κατ’ αλφαβητική σειρά.

Σε ερώτησή μου αν είχε κι άλλα τέτοια βιβλία, μου απάντησε ότι είχε τα εξής: τον Άγιο Αντώνιο το Μέγα, τον Άγιο Γρηγόριο το Σιναΐτη (όχι ολόκληρο όμως), τον Άγιο Φιλόθεο, τον Άγιο Διάδοχο, τον Άγιο Θαλάσσιο, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου το λόγο περί προσευχής, επίσης ομιλία περί προσευχής του Αγίου Νικηφόρου του Μοναχού, το βιβλίο του Αββά Ησαΐα κι άλλα παρόμοια βιβλία, μόνο 22 κεφάλαια του Αγίου Νικήτα του Στηθάτου – «αλλά δεν έχουμε ολόκληρο το βιβλίο, είπε, αυτό βρίσκεται μόνο στις βιβλιοθήκες των μεγάλων μοναστηριών».

Όταν τον ρώτησα πώς γίνεται να ψάχνω τόσο καιρό με πόνο ψυχής για τέτοια βιβλία και να μη βρίσκω κανένα και πώς ακόμα κι όταν απευθύνθηκα σε σεβαστά κι αξιόλογα πρόσωπα πήρα την απάντηση πως ούτε είχαν ακούσει γι’ αυτά, μου απάντησε: «Κατά τη γνώμη μου αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα βιβλία αυτά είναι γραμμένα σε καθαρά ελληνική γλώσσα, την οποία σήμερα πολλοί λίγοι Έλληνες γνωρίζουν, εκτός απ’ τους μορφωμένους, και μερικοί δεν την καταλαβαίνουν καθόλου. Επομένως τέτοια βιβλία σήμερα τα έχει σκεπάσει η λήθη και γι’ αυτό δεν μπορούσατε να μάθετε τίποτα γι’ αυτά όταν τα ψάχνατε».

Οι μοναχοί που ζούσαν στη σκήτη αυτή όμως είχαν ακούσει πολλά για τέτοιου είδους βιβλία, όταν ζούσαν ακόμα στην πατρίδα τους, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, κι όταν ήρθαν στο Άγιο Όρος απέκτησαν μερικά με πολλούς κόπους και έξοδα, που προέρχονταν απ’ την προσωπική τους εργασία, κι ακόμα πλήρωσαν δασκάλους για να τους μάθουν όχι μόνο την καθομιλούμενη αλλά και την αρχαία ελληνική γλώσσα.

Μετά, με τη βοήθεια του Θεού, βρήκαν τέτοια βιβλία σε μερικά μοναστήρια και τα αντέγραφαν, τα μελετούσαν και, ανάλογα με τη δύναμή τους, πίεζαν τον εαυτό τους να ζήσουν σύμφωνα με το περιεχόμενό τους.

Όταν πληροφορηθήκαμε τα θαυμάσια αυτά νέο πλημμυρίσαμε από χαρά κι άρχισα να τον θερμοπαρακαλώ, για την αγάπη του Θεού, ν’ αντιγράψει μερικά βιβλία και για μένα και του υποσχέθηκα να τον πληρώσω για τον κόπο του όσα μου ζητήσει.

Ο ίδιος όμως είχε ήδη πολλά ν’ αντιγράψει κι αρνήθηκε. Με οδήγησε όμως σ’ έναν άλλο καλλιγράφο που ζούσε στην ίδια σκήτη. Τον θερμοπαρακάλεσα κι αυτόν ν’ αντιγράψει πατερικά βιβλία για μένα και του υποσχέθηκα να του δώσω τριπλάσια αμοιβή για τον κόπο του.

Και κείνος, για την αγάπη του Θεού, δε δέχτηκε τριπλάσια αλλά την κανονική αμοιβή και, παρά το γεγονός ότι είχε κι αυτός πολλά ν’ αντιγράψει, μου υποσχέθηκε ότι θ’ αντιγράψει για μένα ένα μέρος τέτοιων βιβλίων, όσο η δύναμή του επέτρεπε κι ο Θεός τον βοηθούσε.

Έτσι για δυόμιση περίπου χρόνια πριν φύγουμε απ’ το Άγιο Όρος, ο καλλιγράφος αυτός αντέγραψε για λογαριασμό μου ένα μέρος των πολυπόθητων αυτών βιβλίων. Κι αφού τ’ αποκτήσαμε με μεγάλη χαρά, σαν ουρανόσταλτα θεία δώρα, αναχωρήσαμε απ’ το Άγιο Όρος του Αθωνα»*

Η μνήμη του τιμάται στις 15 Νοεμβρίου.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ», μετάφραση, επιμέλεια Πέτρος Μπότσης.

πηγή