
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Άλλην φοράν πάλιν πορευόμενος [ο όσιος Δαυίδ ο Γέροντας] εις το χωρίον Ελευσίς της Αττικής διά ωφέλειαν πολλών ψυχών, εφιλοξενήθη παρ’ ενός ευλαβούς Χριστιανού, όστις θέλων να φιλοφρονήση τον Όσιον, μεταξύ των ετέρων φαγητών, έβαλε και κολοκύνθην τινά εις την τράπεζαν, ως ούσαν νεοφανή προς περισσοτέραν ευχαρίστησιν του μακαρίου ανδρός.
Φαγόντος δε του Οσίου εξ εκείνης της κολοκύνθης, ευρέθη τόσον πικρά, ώστε δεν ήτο δυνατόν να την βάλη τις εις το στόμα.
Και ο μεν οικοκύρης ελυπήθη μεγάλως, ο δε Άγιος γνωρίσας τον λογισμόν του, ενώ εκάθητο ησύχως, εδεήθη του Θεού εις το να μεταβληθή η πικρότης εις γλυκύτητα.
Τότε λέγει προς τον οικοκύρην·
«Τρώγε τώρα, τέκνον μου, ότι είναι γλυκεία η κολοκύνθη»· τούτο ως είδεν ο
Χριστιανός εκείνος, μεγαλοφώνως εδόξασε τον Θεόν, και εις όλον τον
τόπον εκείνον εκήρυξε το γενόμενον θαύμα.
*****
Άλλοτε πάλιν επορεύετο ο Άγιος εις την
χώραν της Λαμίας, Αγαρηνός δε τις έτυχε καθ’ οδόν κρατών εις τας χείρας
του ράβδον και εκτύπησε τον Άγιον εις την ράχιν και ο μεν θείος πατήρ
δεν ωμίλησε τίποτε, η χειρ όμως του Αγαρηνού εξηράνθη γενομένη ακίνητος·
τότε ο Αγαρηνός, μη δυνάμενος να κάμη τι, προστρέχει εις τον Όσιον με
άλλους Αγαρηνούς εις την οικίαν εις την οποίαν εξενίσθη [φιλοξενήθηκε],
και παρακαλεί τον Όσιον κλαίων πικρώς διά να τον θεραπεύση· και αμέσως ο
Άγιος είπεν·
«Ας είναι η χείρ σου ιατρευμένη ως και πρότερον διά της θείας δυνάμεως, και ω του θαύματος! απεκατεστάθη η χείρ του υγιής.
Βλέποντες δε οι ομόπιστοί του το
παράδοξον θαύμα, το εκήρυξαν εις πολλούς ομοπίστους των· και ο μεν
ιαθείς έφερε χρήματα ικανά του Αγίου προς ευχαρίστησιν, ο δε Άγιος του
τα έδωκεν οπίσω, λέγων προς αυτόν·
«Ύπαγε να τα δώσης έλεος των ομοπίστων σου, και εις το εξής ουδέποτε να μη κάμης κακόν».
Τοιουτοτρόπως εδοξάσθη ο Άγιος παρά του αγαθοδότου Θεού ως πιστός δούλος και υπηρέτης άριστος του Δεσπότου Χριστού, θαυματουργών εις τους πιστούς και απίστους εις δόξαν Θεού.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Νοέμβριος, τόμος 11ος.