Ο Άγιος Νεομάρτυς Αναστάσιος καταγόταν από το Ναύπλιο και ζούσε εκεί, ήταν δε πολύ καλός ζωγράφος.
Αρραβωνιάστηκε τη θυγατέρα ενός Χριστιανού αλλά μετά από λίγες ημέρες έμαθε κάποια σφάλματα για την αρραβωνιαστικιά του και διέλυσε τον αρραβώνα. Οι συγγενείς της κοπέλας τότε του έκαναν μάγια, για να την αγαπήσει και να την πάρει. Ύστερα από λίγο καιρό ενήργησαν τα μαγικά και βγήκε ο νέος από τα λογικά του και γύριζε εδώ κι εκεί. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτήν την κατάσταση, άρπαξαν την ευκαιρία και τον εξισλάμισαν.
Όμως ο Θεός τον λυπήθηκε και μετά από λίγες ημέρες του έδωσε την υγεία του. Καθώς συνήλθε, αντελήφθη πως είναι Τούρκος και φορά άσπρο σαρίκι. Παρευθύς το πέταξε καταγής και άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη μπροστά στο πλήθος των Τούρκων:
-Εγώ Χριστιανός ήμουν και Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να είμαι.
Αμέσως οι Τούρκοι όρμησαν επάνω του και,δέρνοντάς τον και σπρώχνοντάς τον, τον έφεραν στον κριτή.
Ο δικαστής προσπάθησε πότε με το καλό πότε με απειλές να τον κρατήσει στο Ισλάμ, πιστεύοντας ότι θα τον κάνει να αρνηθεί, συνειδητά τώρα πια, τον Χριστό. Ο Άγιος όμως, χωρίς να υπολογίζει τίποτε, έμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού και με θάρρος έλεγε:
-Εγώ δεν αρνούμαι τον Κύριό μου, Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό αλλά πιστεύω και προσκυνώ Αυτόν, ως Ποιητή και Σωτήρα μου. Τη δική σας πίστη καθόλου δεν την χρειάζομαι και την αποστρέφομαι και σας και τον προφήτη σας.
Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο δικαστής διέταξε να τον αποκεφαλίσουν.
Το πλήθος όμως των Τούρκων ούτε που τον έλαβε υπ’ όψη του. Μόλις τον έβγαλαν από το δικαστήριο όρμησαν πάνω του,όπως κάποτε οι Ιουδαίοι στον πρωτομάρτυρα Στέφανο και,άλλοι με ξύλα, άλλοι με σπαθιά,άλλοι με μαχαίρια, κατατρυπούσαν το σώμα του μάρτυρος, μέχρις ότου τον κατέκοψαν σε λεπτά κομμάτια.Έτσι ετελειώθη ο ευλογημένος Αναστάσιος και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.