Ο Άγιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης έλεγε, ότι πρέπει να κάνουμε αγόγγυστη ελεημοσύνη και να τι έκανε ο ίδιος:
Όταν ήταν άρρωστος στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών, έρχονταν πολύς κόσμος να Τον δει, να πάρει την ευλογία Του και κάποιοι άφηναν κάτι στον Γέροντα, γιά τις ανάγκες του μέσα στο Νοσοκομείο.
Όταν
του έδιναν κάποιο φακελάκι με χρήματα, δεν το έπαιρνε, αλλά έλεγε:
«Άφησέ το πάτερ Ιλαρίων, μέσα στο κομοδίνο. Εμείς είμαστε καλόγεροι. Να
μην λένε ότι ζητάμε χρήματα και έχουμε φιλαργυρία»!!
Μία μέρα, ένα απόγευμα, μου λέει ο Γέροντας:
«Πάτερ Ιλαρίων, πάμε εδώ δίπλα να δούμε τους ασθενείς, να εφαρμόσουμε και αυτό που λέει το Ευαγγέλιο της Κρίσεως;;».
«Να 'ναι ευλογημένο Γέροντα, πάμε».
«Μόνο πάρε μέσα από το κομοδίνο, που έχει 5-6 φακελάκια, να τα δώσουμε στους ασθενείς, γιατί έχουν ανάγκη, είναι ψυχές φτωχές και πονεμένες»!!
«Γέροντα, όλα ή να κρατήσω ένα ή δύο;;»
«Όλα, Ιλαρίωνά μου. “Ιλαρόν γάρ δότην αγαπά ο Θεός”»!!!
Επήγαμε δίπλα σε δύο θαλάμους, εμίλησε με τους ασθενείς ο Γέροντας, τους εσταύρωσε, ευχήθηκε περαστικά και διακριτικά χωρίς να τον πάρουν είδηση, έβαλε κάτω από τα μαξιλάρια τους τα φακελάκια με τα χρήματα.
Μετά, αφού επιστρέψαμε στον θάλαμο, ήλθε κάποια κυρία και του λέει: «Γέροντα, ευχαριστώ γι’ αυτό που κάνατε».
«Δεν έκανα τίποτα παιδί μου. Απλά μία ευχή και μία δέηση γιά ταχεία ανάρρωση, εδιάβασα»!
«Όχι, Γέροντα, γιά τα χρήματα που μας βάλατε στο μαξιλάρι σας λέω».
Τότε, ο Γέροντας Ιάκωβος, ανασηκώθηκε όπως ήταν στο κρεββάτι, έκανε τον Σταυρό του και λέει: «Άκου, παιδί μου, εγώ δεν έκανα τίποτα. Μπορεί οι νοσοκόμες που καθάριζαν να δώσανε κάτι ή κατά λάθος την ώρα που έβαλαν το μαξιλάρι να έβαλαν και το φακελάκι, εγώ δεν γνωρίζω. Κράτησέ το και αν έλθη και το ζητήσει κάποια, δώσε το πίσω, αν όχι, κράτησέ το. Εγώ είμαι καλόγερος και δεν έχω χρήματα!!» ”
«Πάτερ Ιλαρίων, πάμε εδώ δίπλα να δούμε τους ασθενείς, να εφαρμόσουμε και αυτό που λέει το Ευαγγέλιο της Κρίσεως;;».
«Να 'ναι ευλογημένο Γέροντα, πάμε».
«Μόνο πάρε μέσα από το κομοδίνο, που έχει 5-6 φακελάκια, να τα δώσουμε στους ασθενείς, γιατί έχουν ανάγκη, είναι ψυχές φτωχές και πονεμένες»!!
«Γέροντα, όλα ή να κρατήσω ένα ή δύο;;»
«Όλα, Ιλαρίωνά μου. “Ιλαρόν γάρ δότην αγαπά ο Θεός”»!!!
Επήγαμε δίπλα σε δύο θαλάμους, εμίλησε με τους ασθενείς ο Γέροντας, τους εσταύρωσε, ευχήθηκε περαστικά και διακριτικά χωρίς να τον πάρουν είδηση, έβαλε κάτω από τα μαξιλάρια τους τα φακελάκια με τα χρήματα.
Μετά, αφού επιστρέψαμε στον θάλαμο, ήλθε κάποια κυρία και του λέει: «Γέροντα, ευχαριστώ γι’ αυτό που κάνατε».
«Δεν έκανα τίποτα παιδί μου. Απλά μία ευχή και μία δέηση γιά ταχεία ανάρρωση, εδιάβασα»!
«Όχι, Γέροντα, γιά τα χρήματα που μας βάλατε στο μαξιλάρι σας λέω».
Τότε, ο Γέροντας Ιάκωβος, ανασηκώθηκε όπως ήταν στο κρεββάτι, έκανε τον Σταυρό του και λέει: «Άκου, παιδί μου, εγώ δεν έκανα τίποτα. Μπορεί οι νοσοκόμες που καθάριζαν να δώσανε κάτι ή κατά λάθος την ώρα που έβαλαν το μαξιλάρι να έβαλαν και το φακελάκι, εγώ δεν γνωρίζω. Κράτησέ το και αν έλθη και το ζητήσει κάποια, δώσε το πίσω, αν όχι, κράτησέ το. Εγώ είμαι καλόγερος και δεν έχω χρήματα!!» ”