Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Β':
Ο ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΩΣ ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΛΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (1579-1588)
Φεύγων την λυσσώδη κατ' αυτού μανίαν των λατίνων ο Μελέτιος κατηυθύνθη προς το Σίναιον όρος, καταταγείς ως αδελφός εν τη αυτόθι περιωνύμω αυτοκρατορική μονή της αγίας και πανευφήμου Αικατερίνης. Αληθής της μοναχικής ζωής λάτρης, απεσύρθη μακράν της τύρβης του κόσμου, όχι διά να κρύψη το δοθέν αυτώ υπό του Θεού τάλαντον, αλλά διά να καλλιεργήση εις βάθος τον εαυτόν του, παριστών τούτον «εύχρηστον εις διακονίαν»1.
2. Πρωτοσύγκελλος εν Αλεξανδρεία
Κατά το έτος 1579 απεφασίσθη ή εις Ιεροσόλυμα μετάβασις τού Αρχιεπισκόπου Σιναίον Ευγενίου, προκειμένου ίνα, ως εκπρόσωπος της Σιναϊτικής Αδελφότητος, μετάσχη της εκλογής διαδόχου του ένεκα γήρατος παραιτηθέντος Πατριάρχου Ιεροσολύμων Γερμανού9. Ο Ευγένιος αναχωρών συμπαρέλαβε μεθ' έαυτού τον Μελέτιον, διακρινόμενον ήδη επί παιδεία και κατά Θεόν σοφία, ως συνοδόν και συναντιλήπτορα..
Αλλ' εις Ιεροσόλυμα μετέβη διά τον αυτόν σκοπόν και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος, ο εν τη έν Κρήτη Μονή της Αγκαράθου χρηματίσας Γέρων και Ηγούμενος του Μελετίου10, όστις συναντήσας μετά τόσον χρόνον τον ηγαπημένον αυτού πνευματικόν υιόν, τον υπό πολλών πεπροικισμένων ταλάντων, ήρχισε παρακαλών τούτον μετά φορτικότητος όπως ακολουθήση τούτον εις Αλεξάνδρειαν, μεγάλην εν τοις εκκλησιαστικοίς διερχομένην κρίσιν, προθυμούμενος όπως αναθέση εις αυτόν καθήκοντα Πρωτοσυγκέλλου11. Ο Μελέτιος, μη στέργων εις ανάληψιν διοικητικών καθηκόντων, αλλά τον βίον της ασκήσεως μετά πάθους διώκων, ηρνήθη διαρρήδην την προσφερθείσαν θέσιν. Φαίνεται όμως ότι αι επίμονοι του Σιλβέστρου παρακλήσεις, οv ο Μελέτιος υπερβαλλόντως εσέβετο και εις ον υπήκουεν αφ' ενός, και η πίστις αυτού ότι ουδέν υπάρκει «της πατρικής αξίας αιδεσιμώτερον και υιικής ευπειθείας επιμελέστερον»12 έκαμψαν την αντίστασίν του, ενδόσαντος τελικώς εις τας πιέσεις του πρώην Γέροντος αυτού. Η απόφασις αύτη ελήφθη προς το συμφέρον της Εκκλησίας. Εάν δε ληφθή υπ' όψιν η αυτόχρημα τραγική θέσις, εις ην είχε περιέλθει η Εκκλησία της Αλεξανδρείας, τότε μείζονα προσλαμβάνει αύτη σημασίαν ως υπό του Θεού υπαγορευθείσα διά την περίσωσιν της κληρονομίας αυτού. Εις την περίπτωσιν του Μελετίου είχεν ομιλήσει ο Θεός. Και όταν ο Θεός ομιλη ποίος δύναται να αντιλέγη; Δεν είναι γνωστόν ποία υπήρξεν η αντίδρασις του Ευγενίου, ως ούτος επληροφορήθη την απόφασιν του Μελετίου, Πάντως θα πρέπει να είναι βέβαιον ότι τη συναινέσει και αυτού ελήφθη η απόφασις αύτη, και ότι οι δύο άνδρες απεχωρίσθησαν αλλήλων εν ειρήνη. Προ της εξ Ιεροσολύμων αναχωρήσεως αυτού ο Μελέτιος εχειρο- τονήθη πρεσβύτερος προχειρισθείς και εις Αρχιμανδρίτην13, αφού «της αυτού χειροτονίας φως μέγα επ' αυτόν λάμψαν παρά πάντων εώραται ως επιμαρτυρούν την επί την ιερωσύνην του ανδρός αξιότητα»14. Τοιουτοτρόπως θεόκλητος πλέον κατ' ουσίαν ο Μελέτιος, ανεχώρησε δι' Αλεξάνδρειαν προς ανάληψιν των νέων καθηκόντων αυτού, του Σιλβέστρου παραμείναντος επ' ολίγον εις Ιεροσόλυμα.
Η εν Αλεξανδρεία οικτρά εκκλ.κατάστασις.
Είναι δύσκολον να περιγράψη τις την οίαν εύρεν αθλιεστάτην εν Αλεξανδρεία κατάστασιν ο Μελέτιος. Oι κληρικοί επιλήσμονες της υψηλής αυτών αποστολής γενόμενοι, κατεσκανδάλιζον το ποίμνιον διά των πάσης φύσεως αταξιών των, παρέχοντες την εικόνα «εμβροντήτων της Εκκλησίας εμπόρων χρυσίου και αργυρίου»15. Το ποίμνιον εξ άλλου «απερριμμένον» και παντελώς αποίμαντον, στερούμενον αληθών πνευματικών οδηγών, έζη εν τω σκότει της αγνοίας και αμαθείας εν μέσω αλλογενούς και αλλοπίστου λαού, μηδεμίαν παρέχον ένδειξιν και ικμάδος έστω τινος πνευματικής ζωής, ως θα ανέμενέ τις. «Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας είχεν επτά μόνον ναούς καταμαρτυρούντας -κατά τον Χρυσ. Παπαδόπουλον- την μεγάλην αυτής αφάνειαν»16. «Βδέλυγμα ερημώσεως» ητο η εικών, ην αντίκρυσεν ο Μελέτιος ευθύς ως αφίκετο εις Αλεξάνδρειαν. Οδύνη κατέσχε την ευγενή του ψυχήν. Ασφυκτιών εν μέσω της πνιγηράς ταύτης ατμοσφαίρας, εις μάτην ανεζήτει αναψυχής αφορμήν. Προς τους κληρικούς στρεφόμενος και ως προς αδελφούς μετ' αυτών διαλεγόμενος, απέστρεφε μετ' οδύνης το πρόσωπον «τoυ μη ιδείν ματαιότητα»17. Προς τον χριστώνυμον εξ άλλου λαόν τα βλέμματα ρίπτων, απέσυρε ταύτα περίλυπος διά την επικρατούσαν παντελή αθλιότητα. «Βαρυνόσω καί δυσιάτω ενετύχομεν ποίμνη» -γράφει ο Πρωτοσύγκελλος Μελέτιος προς τον αδελφικόν του φίλον Μάξιμον τον Μαργούνιον, Ηγούμενον της εν Κρήτη Μονής του Μεγ. Αντωνίου Σαββατιανών18 -και απείρως έχοντες προς ιατρικήν και ποιμαντικήν, τούτω κατατρυχόμεθα μη προς τοις ημετέροις και τοις των ετέρων περιπαρώμεν».
Αλλ' ο καλός της Εκκλησίας ποιμήν, ο τόσον μετριοφρόνως αρνούμενος πάσαν ικανότητα προς περιστολήν του κακού, μετά τας πρώτας απογοητεύσεις, λαμβάνει την γενναίαν απόφασιν να αγωνισθή προκινδυνεύων υπέρ της Εκκλησίας και των τέκνων της. H Εκκλησία υπήρξε δι' αυτον μέχρι σήμερον μήτηρ και τροφός. Επέστη ο καιρός πλέον δια την ανταπόδοσιν των οφειλομένων. Όλος διακατέκεται ο Μελέτιος εκ της πίστεως ότι ο κληρικός δεν ανήκει εις τον εαυτόν του, ανήκει εξ ολοκλήρου εις την Εκκλησίαν, είναι στρατιώτης της Εκκλησίας, και ως τοιούτος πρέπει ανά πάσαν στιγμήν να είναι διατεθειμένος και την ζωήν του να θυσιάση χάριν αυτής και των λογικών προβάτων της ποίμνης της. «Ουδέ γαρ εαυτοίς γεννοίμεθα αλλά τη γεγεννηκυία οφείλομεν Εκκλησία τα θρεπτήρια αντιπελαργούντες τη κεκμηκυία»19 γράφει ο ίδιος προς Μάξιμον τον Μαργούνιον. Ω! οπόσην δύναμιν ψυχής δεν υποκρύπτουν oι λόγοι ούτοι γραφόμενοι και προφερόμενοι! Ποίος κληρικός ή πιστός λαϊκός δεν θα δακρύση προ μιας τοσαύτης αφοσιώσεως; Και ποίος δεν θα ελεγχθή μυστικώς, οσάκις ηρνήθη «τα θρεπτήρια... τη κεκμηκυία»;....
Υπό τοιούτων σκέψεων παρωθούμενος ο Πρωτοσύγκελλος Αλεξανδρείας Μελέτιος αρχίζει τον δύσκολον αγώνα της καθάρσεως. Μόνος και ξένος αναλαμβάνει το έργον τούτο υπό ουδενός βοηθούμενος, με μόνην παρηγορίαν την γλυκείαν ελπίδα, ότι νέαι ημέραι του προσεχούς μέλλοντος, ημέραι ευλογίας και μεγαλείου ιερού θα ανατείλουν συντόμως διά την ταλαιπωρημένην Εκκλησίαν του Χριστού. Tο ομολογεί ο ίδιος· «Εμοί γε γράφει η ελπίς πάσα εφηδύνει την του βίου δυσπραγίαν -ή ειπείν το κυριώτερον- πάντα βίον τον δυσπραγή»20. Η προσπάθεια του Μελετίου στρέφεται προς τον λαόν και προς τον κλήρον.
Αναλαμβάνει επειγόντως εκστρατείαν διαφωτίσεως του λαού επί των αληθειών της πίστεως κηρύττων ελληνιστί και αραβιστί21. Θέτει εις την υπηρεσίαν του λαού του Θεού το υπέροχον τάλαντον του λόγου, διά του οποίου καταθέλγει τας καρδίας των ακροατών του. Οι λόγοι του ως δρόσος ριπίζουν τας φλογισμένας ψυχάς των ανθρώπων και ως ευεργετική βροχή ποτίζουν τον ψυχικόν αγρόν των. Μέσα εις το βαθύ σκότος της αγνοίας και αμαθείας, μία υπέροκος φλοξ ανάπτεται και το φως της διαχέεται πανταχού. Και τότε «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα»22. Όσα η πολυτάλαντος γλώσσα του λέγει, τα χαρακτηρίζει η χριστιανική αλήθεια, ευσέβεια και ταπεινότης23. Εξαγγέλλων τας αληθείας του Θεού ο Μελέτιος, με σθένος προφητικόν και ζήλον αποστολικόν, ζη τας πλέον υπερόχους στιγμάς της ζωής του. Διότι το έργον του ιεροκήρυκος τον αιχμαλωτίζει, πληροί την καρδίαν του, δικαιώνει την ύπαρξίν του, τον καθιστά οδοδείκτην της πορείας προς τον ουρανόν. Δια τούτο και δίδεται ολοκληρωτικώς εις το ιερόν και άγιον έργον του ευαγγελισμού του λαού, αναμένων εναγωνίως την διόρθωσιν, η οποία όμως, αλλοίμονον, δεν έρχεται άμεσος. Η διόρθωσις των κακώς κειμένων δεν είναι ζήτημα μιάς ημέρας. Σπείρεται σήμερον δια να καρποφορήση εις το μέλλον. Οι άνθρωποι μετά δυσκολίας πολλής αποβάλλουν κακάς έξεις και ελαττώματα μετά των οποίων έζησαν επί έτη. O πνευματικός αγών του ατομ:κού καταρτισμου είναι επίπονος και κοπιώδης. Και δεν είναι οι πάντες διατεθειμένοι να τον αναλάβουν. Αλλ' ο ζηλωτής Μελέτιος αδημονεί να ίδη τους καρπούς των κόπων του. Και μη βλέπων τούτους επιστέφοντας τας ατρύτους προσπαθείας του, καταλαμβάνεται υπό πικρίας. Πικρίας τόσον γνωρίμου εις τους εργάτας του Ευαγγελίου, τους σπορείς του θείου Λόγου.
Η οικτρά κατάστασις του λαού οδηγεί τον Μελέτιον εις την ανεύρεσιν του αιτίου. Διερωτάται και o ίδιος εν επ:στολή του προς τον εν τη Μονή Χρυσοπηγής Κωνσταντινουπόλεως διατρίβοντα Διονύσιον τον Σκυλόσοφον εις ποίον να αποδώση την ευθύνην. «Ουκ αν τις ράδιον αποφαίνοιτο προς γε την των καθ' ημάς πραγμάτων κατάστασιν (ή μάλλον ακαταστασίαν ) απιδών πότερον ή τω μη έχειν ποιμένας διεσπάρησαν τα πρόβατα ως που, φησίν, ο Θεός, ή ότι πολλοί ποιμένες διέφθειραν τον αμπελώνα Κυρίου και εμόλυναν την κληρονομίαν αυτού. Εγώ δε εκάτερον είποιμ' αν εικότως πολλών μεν βρίθουσαν ορών την Εκκλησίαν ποιμένων, ου μην και ποιμένων οίων λέγεσθαι καλών»24. Η έλλεψις καλών ποιμένων ανησυχεί τον Μελέτιον. Εις αυτήν οφείλεται η αξιοθρήνητος του ποιμνίου κατάστασις. Kαι κλαίει διά του ιερού κλήρου την έκπτωσιν. «Tα δε ωμοφόρια -γράφει- ου πλανωμένων προβάτων επαναγωγή, αλλά σκάνδαλον και σκόλοψ και όλισθος και παγίς και πέταυρον και αυτών γε των στερεωτέρων. Πίπτοντας ορώμεν τους αστέρας εκ του στερεώματος της Εκκλησίας, εκείνους αυτούς ους έδει ως αστέρος λόγον επέχοντας ζωής, φαίνειν τοις λοιποίς και φως είναι των εν σκότει...»25. Η διόρθωσις των κακώς εν τω κλήρω της Αλεξανδρείας κειμένων προσελκύει την προσοχήν του Μελετίου. Αλλά και ενταύθα δεν είναι εύκολος η οδός. Δύσβατος και απότομος ο δρόμος της διορθώσεως. Kαι ο Μελέτιος δοκιμάζει νέας πικρίας, απογοητεύσεις συνεχείς, επιτεινομένας εκ της παρατεινομένης απουσίας του Πατριάρχου Σιλβέστρου εις Ιεροσόλυμα.
Υπό τοιαύτας ψυχολογικάς συνθήκας ευρισκόμενος και σφοδράν δοκιμάζων την απογοήτευσιν, ο Μελέτιος λαμβάνει την απόφασιν της φυγής26. Το απέριττον του μοναχού κελλίον ελκύει την καρδίαν του περισσότερον ή η περίδοξος του Πρωτοσυγκέλλου καθέδρα. Επιθυμεί την γόνιμον ησυχίαν της ερημίας, ίνα δι' αυτής αναχθή εις τας υψηλάς σφαίρας της τελειώσεως, αν και εσωτερικώς θλίβεται διά τον λαόν τον μη έχοντα ποιμένα. Αλλ' ο «βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών» Θεός, εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν θαυμαστώς επεμβαίνει και αναχαιτίζει την προγραμματισθείσαν φυγήν. Ο Μελέτιος λαμβάνει επιστολήν του Σιλβέστρου αγγέλλοντος την λίαν προσεχή άφιξίν του. Περιχαρής εκ της τοιαύτης ειδήσεως αναθεωρεί την απόφασίν του και δοξολογεί από καρδίας τον Θεόν διά την επάνοδον του Ποιμενάρχου, όστις και θα συναγάγη τα εσκορπισμένα και θα μεριμνήση στοργικώς διά τας ψυχάς των προβάτων, περιστέλλων «τας γήθεν αναδιδομένας αναθυμιάσεις τας πονηράς». Παραλλήλως η άφιξις του Πατριάρχου θα μεταβάλη τον εν τη καρδία του Μελετίου ενσκήψαντα «χαλεπόν χειμώνα» εις έαρ επιθυμητόν. Τας τοιαύτας αυτού σκέψεις μεταφέρει επί του χάρτου ο Μελέτιος εις επιστολήν την οποίαν απευθύνει προς τον Σίλβεστρον. Ιδού χαρακτηριστικά τινα αποσπάσματα· «Τας ευχαριστηρίους τω Θεώ άδοντες, τούτο ευχόμεθα και ελπίζομεν έσεσθαι την επιδημίαν της αποδημίας ευδαιμονεστέραν. Συναχθήσονται δε ίσως εις τας ιδίας μάνδρας και κοιτασθήσονται, δίκην θηρίων και σκύμνων, επανατείλαντος του ηλίου, α τη κοινή ελυμαίνετο καταστάσει. Συ δε ο ήλιος της Εκκλησίας, χαλεπού χειμώνος γενού ημίν παραίτιος, τη επιστάσει και συνελεύσει νυν έαρ εισάγων, θάψον τας αρούρας, χλόη και άνθεσι κόσμησον τον αγρόν του Κυρίου, και τας γήθεν αναδιδομένας αναθυμιάσεις τας πονηράς ταις αγαθαίς ακτίσι διασκέδασον, ίνα μήτε τα καλά βλαστήματα της καλής γης καταργώσι μηδέπω απείργουσαι τας αυγάς, οίov αναχαιτίζουσαι και ανακόπτουσαι το σέλας. Τα γαρ μέσον γης και ηλίου φαινόμενα νέφη, αν μεν πυκνά η και οίov αντίτυπα, αμαυροί μεν τον ήλιον, φωτός δε άμοιρον αφίησι την γην αυτά μη φωτιζόμενα»27. Η τόσων ελπίδων πλήρης επιστολή αύτη δεν επρόκειτο, φευ, να δικαιώση τας προσδοκίας του επιστέλλοντος. Και τούτο διότι ο Σίλβεστρος, παρά την αναγγελθείσαν άφιξίν του, συνέχιζε διατρίβων εν Ιερουσαλήμ, ενώ ο Μελέτιος νέας δοκιμάζων εν τη ασκήσει των καθηκόντων του δυσκολίας και υπό ουδενός βοηθούμενος προς αντιμετώπισιν των πολλαπλών της Εκκλησίας προβλημάτων, ηδημόνει ολονέν και περισσότερον διά την σημειουμένην βραδύτητα επιστροφής του Πατριάρχου.
Η αδημονία αύτη, απόρροια του σφοδρού κλύδωνος, ον εδοκίμαζεν η των Αξεξανδρέων Εκκλησία, αλλά και του φιλερημικού πνεύματος του Μελετίου, ήτο δεδικα:ολογημένη. Νέος αυτός την ηλικίαν και την χειροτονίαν, αμύητος εις τους της διοικήσεως πολυπλόκους δαιδάλους, με μόνον εφόδιον την ευσέβειαν και τον ισχυρόν ηγετικόν του χαρακτήρα, είχε ριφθή εις ένα άνισον αγώνα εναντίον των κακώς κειμένων, μόνος αντιπαλαίων προς συρφετόν όλον αναξίων κληρικών και ασεβών λαϊκών, νεμομένων άνευ φόβου Θεού την της Εκκλησίας ποίμνην. Διά τούτο και εξαντλήσας παν απόθεμα υπομονής και αντοχής διά νέας επιστολής του υπό ημερομηνίαν 15 Οκτωβρίου του επομένου έτους 1581 προς τον Σίλβεστρον, εξακολουθούντα να παραμένη εις Ιεροσόλυμα, εδήλου αυτώ απεριφράστως την απόφασίν του όπως παραιτηθή της θέσεως του Πρωτοσυγκέλλου, καταλίπων εις εκείνον πλέον τους οίακας της κατ' Αλεξάνδρειαν Εκκλησίας, παρακαλών συνάμα τον Πατριάρχην όπως μη θελήση να ανακόψη την πραγμάτωσιν της αποφάσεως ταύτης εις την της ψυχής αυτού σωτηρίαν αφορώσης. «Πολλά πολλάκις μογήσαντες Δέσποτα -έγραφε- και πολλούς ήδη πόνους εξηντληκότες... νυν τας περιστάσεις και τας ενέδρας ισχυροτέρας ορώντες, των τήδε απαίρομεν... Έστω τοίνυν τη ση Μακαριότητι τα της κατ' Αλεξάνδρειαν Εκκλησίας δι' επιμελείας· ημείς γαρ α αποφεύγοντες τοις του βίου απεταξάμεθα, ταύτα κανταύθα και πολλά εκείνων χαλεπώτερα πάσχοντες, ίνα μη περιπαρώμεν οις δεδοίαμεν, μίαν και μόνην καταφυγήν την φυγήν εφευρίσκομεν, ης ημάς μη ανακόψοις, ει τι σοι μέλλει, δέσποτά μου, της Μελετίου σωτηρίας, ην κατεργάσασθαι φόβω και τρόμω ελπίζω εν ερημία»28.
Η επιστολή αύτη του Μελετίου κατετάραξε τον Σίλβεστρον, όστις επισπεύσας την εξ Ιεροσολύμων αναχώρησίν του αφίκετο ανήσυχος λίαν εις Αλεξάνδρειαν, επειγόμενος να αναχαιτίση την προς αναχώρησιν απόφασιν του Πρωτοσυγκέλλου αυτού, πράγμα όπερ και επέτυχε. Διότι ο Μελέτιος πεισθείς ανεθεώρησε, διά δευτέραν ήδη φοράν, την ειλημμένην εν καιρώ ψυχικού καμάτου απόφασίν του και νυν, εκ της παρουσίας του Πατριάρχου ενθαρρυνόμενος, ερρίφθη εκ νέου με ανενεωμένας δυνάμεις εις την μάχην διά την αναγέννησιν της Εκκλησίας.
4. 'Ο Μελέτιος επαναλαμβάνει την δράσιν του
Και αυτοί οι μεγάλοι άνδρες δεν είναι απηλλαγμένοι αδυναμιών. Πολλάκις αντιμετωπίζουν περιστάσεις δυσκόλους, αίτινες καθιστώσι προβληματικήν την περαιτέρω αυτών πορείαν. Υπό τοιαύτας περιστάσεις ευρέθη, ως είδομεν, και ο Μελέτιος άμα ως αφίχθη εις Αλεξάνδρειαν. Ως τείχος σινικόν ωρθούντο προ αυτού τα πελώρια της αποδιωργανωμένης Εκκλησίας προβλήματα. Πολλά άλυτα, πολλά δυσεπίλυτα. Και o Πρωτοσύγκελλος άπειρος και, το χειρότερον, μόνος. Υπήρξαν και διά τον Μελέτιον στιγμαί αδυναμίας. Πρόσκαιροι όμως και παροδικαί. Και ιδού ότι και πάλιν, του ηθικού αυτού αναπτερωθέντος, ανέλαβε μετά ζήλου το προς στιγμήν χαλαρωθέν ιεραποστολικόν του έργον μεταξύ των χριστιανών, ομιλών προς τους μεν έλληνας ελληνιστί, προς τους δε άραβας αραβιστί. Ανακηρυχθείς υπό του Πατριάρχου Ιεροκήρυξ29 έδωκε ολόψυχον τον εαυτόν του εις το έργον της ψυχικής σωτηρίας των αδελφών. Αλλά πέρα των λόγων το παράδειγμα της αγίας του ζωής απετέλει το μέγιστον όπλον του διά την επιστροφήν των πεπλανημένων. Οι χριστιανοί, βλέποντες την αγιότητα του βίου του, και συγκρίνοντες αυτήν προς την ηθικήν σήψιν του περιβάλλοντος, μεγάλως ωφελούντο και τας αμαρτωλάς των έξεις και συνηθείας απαρνούμενοι ηκολούθουν τη Εκκλησία, μετ' ευπειθείας και ευσεβείας τα καθήκοντα αυτών επιτελούντες.
Και οι πρώτοι καρποί της προσπαθείας ταύτης ήρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να αναφαίνωνται.
5. Ιδρυτής μοναστικής Αδελφότητος
Εις των κυριωτέρων στόχων του Μελετίου υπήρξεν η αναγέννησις του μοναχικού βίου. Πιστεύων ειλικρινώς εις την δύναμιν του ορθοδόξου μοναχισμού, ούτινος πάντοτε η ακμή συνέπιπτε μετά της ακμής της Εκκλησίας, συνέλαβε το σχέδιον ιδρύσεως προτύπου μοναστικής Αδελφότητος, παραχωρήσας προς στέγασιν αυτής την εν Αλεξανδρεία κατοικίαν του30, υπό μορφήν Κοινοβίου31. Ούτως ήλπιζεν εις την «ανύψωσιν και ενίσχυσιν των ηθικών δυνάμεων του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων»32 διά του ακραιφνούς και γνησίου ορθοδόξου μοναχισμού. Η υπ' αυτού συσταθείσα Αδελφότης απετελείτο εκ 5 σεμνών και εναρέτων μοναχών, κατά την μαρτυρίαν του περιηγητού Λεντούλλου Dordorf επισκεφθέντος αυτήν33. Τοιουτοτρόπως, κατά το πρότυπον των «κελλίων» η μικρά εκείνη και ευλογημένη ομάς διαβιούσα, και δια του συμπνευματισμού και της κοινής εν Χριστώ ζωής εκ των κάτω, των χθαμαλών και γηίνων, προς τα άνω και υψηλά τα μέλη αυτής αίρουσα, απετέλει μίαν όασιν εν αυχμηρά ερήμω και «ανεμίμνησκε τας αρχαίας επ' αρετή των εν αυταίς ενασκουμένων διαβοήτους Λαύρας της Θηβαΐδος ή μάλλον ωμοίαζε προς τας χλοαζούσας και καταφύτους εκείνας οάσεις, αίτινες εν μέσω αμμωδών και πνιγηρών ερήμων κείμεναι, παραμυθούσι και ενισχύουσι τον υπό του καύσωνος και της λειψυδρίας ταλαιπωρούμενον παροδίτην»34.
Κατεθέλγετο η ψυχή του Μελετίου οσάκις μετά «τον καύσωνα της ημέρας» και τας ποικίλας της διοικήσεως πικρίας, μεταβαίνων εις το Κοινόβιον αυτού, απερρόφει το πνευματικόν νέκταρ της μετά των αδελφών «επί το αυτό συναγωγής», αντήλλασσε μετ' αυτών λόγους οικοδομής και παρακλήσεως, και προσφέρων εις τούτους τους αμυθήτους θησαυρούς της πνευματικής ζωής ενισχύετο και αυτός εις την των αντιξοοτήτων υπερνίκησιν. Είχε συλλάβει ο μεγαλόπνους εκείνος ανήρ το νόημα της εν Χριστώ αφιερώσεως εις όλον αυτής το εύρος και μήκος, έχων δε λιπαράν γνώσιν της ιστορίας της Εκκλησίας και των ιδιοτύπων κανόνων της μοναχικής ζωής, εθεώρησε καλόν όπως συντάξη «προς στήριξιν και διδασκαλίαν των μοναχών»36 συμβουλευτικάς τινας οδηγίας ως πρότυπον δια τον αληθή μοναχικόν βίον και διά την σκολιάν και τεθλιμμένην οδόν της των ουρανών βασιλείας. Τούς κανόνας τούτους ο Μελέτιος απέστειλεν ανά πάσαν την Αρχιεπισκοπήν προς ευρυτέραν διάδοσιν αυτών.
Επειδή
όμως εν αυτοίς περιελαμβάνοντο και
τινες γενικαί και αόριστοι εκφράσεις
περί των επιλησμόνων της
κλήσεως αυτών
μοναχών: «υιέ μου μοναχέ,
μη πρόσεχε καλογεροϊερομονάχοις,
δολίοις δαίμοσι, φιλογάστροις...»36
εξηγέρθησαν oι
Σιναΐται πατέρες, οίτινες εκλαβόντες
τους χαρακτηρισμούς τούτους ως
αποδιδομένους εις αυτούς ωργίσθησαν,
μένεα πνέοντες κατά του τολμητίου.
Φαίνεται δε ότι οι Σιναΐται δεν
περιωρίσθησαν εις απλήν αποδοκιμασίαν
των λόγων τούτων του Μελετίου, αλλ'
εξετράπησαν και εις ύβρεις κατ' αυτού,
κατηγορούντες τούτον ως «πλάνον» και «εχθρόν»
και «αντίχριστον». Ταύτα πληροφορηθείς o
Μελέτιος έκρινε σκόπιμον, προς διάλυσιν
της παρεξηγήσεως, να παράσχη εις τους
Σιναΐτας τας δεούσας εξηγήσεις. Διό και
απέστειλε προς αυτούς επιστολήν, εν η
αφού εκφράζει
εν αρχή την απορίαν του διά την τόσον
εύκολον μεταστροφήν των έναντι αυτού
αισθημάτων των τέως
συμμοναστών του
διαμαρτύρεται ηπίως μεν
αλλά και σαφώς διά
την διαγωγήν
των και διά την παρερμηνείαν των λόγων
του. «...Αλλ' είπατε πατέρες πώς ο πριν
διδάσκαλος, άγιος και φίλος και αδελφός,
νυν εξάπινα κατατοξευμένος ως
πλάνος, ως εχθρός, ως αντίχριστος και τα
λοιπά;... Τις υμών
κατηγόρησε...; αλλά τούτο
προς ασφάλειαν
είρηται των
ημετέρων, ου
προς κατηγορίαν
των Σιναϊτών (ει νοείτε το
απροσδιόριστον) ούτε προς άλλων τινών
ειδικώς, αλλ' απλώς κατά παντός αδοκίμου
καλογηροϊερομονάχου, ους τινας ουκ
έγωγε φημί υμάς είναι... ει δε υμείς αφ'
εαυτών, αυτούς φατε, εστέ αυτών
κατήγοροι, ουχί γε εγώ, και πως ουν εμοί
χολάτε;... Απόθεσθε μεταξύ το πάθος
και το σκάνδαλον και μη προ καιρού
κρίνετε, μηδέ φθέγγεσθε
εις το ύψος της αληθείας αδικίαν»37.
Αι εξηγήσεις αύται, υπό ειλικρινούς
υπαγορευθείσαι διαθέσεως καταλλαγής,
ήμβλυναν ως ήτο φυσικόν την οξύτητα και
αποκατέστησαν τας αγαθάς του Μελετίου
σχέσεις μετά των Σιναϊτών.
6. Σφοδρός πολέμιος των λατίνων
Παραλλήλως προς την προσπάθειάν του διά την οργάνωσιν του μοναχικού βίου, ο Μελέτιος ειργάσθη ακαταπόνητος και προς αναστολήν της προόδου της λατινικής προπαγάνδας εν τη Ανατολή38. Γνώστης ο ίδιος των πανούργων μεθόδων του παπικού επεκτατισμού, αλλά και της αδυνάμου θέσεως της Ορθοδοξίας προς απόκρουσιν των λατινικών επιθέσεων, «oυκ έδωκεν ύπνον τοις οφθαλμοίς αυτού και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις αυτού»39 προς αντιμετώπισιν της ολονέν αυξανομένης επί του ορθοδόξου εδάφους, προσηλυτιστικής δραστηριότητος των ιεραποστολικών ταγμάτων της δυτικής Εκκλησίας και δη και των Ιησουιτών, οίτινες είχον κατακλύσει την Αίγυπτον, επιδιδόμενοι εις ευρείας κλίμακος προπαγάνδαν και περιερχόμενοι γην και θάλασσαν ουχί απλώς «ποιήσαι ένα προσήλυτον», αλλ' ει δυνατόν ελκύσαι βιαίως προς την κακοδοξίαν άπαντα τον ορθόδοξον πληθυσμόν τον εν πελάγει περιστάσεων δεινών και συμφορών περιπεσόντα40. Κατέκαιε την φλογεράν του καρδίαν ο πόθος διά την περιθρίγκωσιν των ορθοδόξων δογμάτων και την περιφρούρησιν της καθόλου Ορθοδοξίας ασινούς και ακεραίας από πάσης επιδρομής. Δεν διελάνθανον την προσοχήν του οι λόγοι του Ιερού Χρυσοστόμου «ότι το Ευαγγέλιον ανέτρεψαν οι και μικρόν τι καινοτομούντες» (Ρ.Μ. 61,622 ). Διά τούτο και αγρυπνών επί των επάλξεων του χρέους, δεν ήργησε με το εναργές βλέμμα του να διακρίνη μακρόθεν τον επαπειλούμενον μέγαν κατά της Ορθοδοξίας κίνδυνον, αποφασίσας, όπως δραστηριοποιηθή διά την επιτυχή απόκρουσιν αυτού. Γράφων από Αλεξανδρείας προς τον φίλον του Μάξιμον τον Μαργούνιον (Ανθεστηριώνος πρώτη, 1581 ) περί των κινδύνων τούτων, επεκαλείτο την συναντίληψίν του και την ενεργόν συμμετοχήν του εις τον κατά των αιρετικών αγώνα· «Ευαριθμήτους είναι ουκ αγνοείς τους της αληθείας υπερασπιστάς. Οίδας τας κατά του γένους ημών των ορθοδόξων αμηχάνους ενέδρας και πανουργίας, ώστε ή της παιδείας και της σοφίας είναι αναγκαίον εστερήσθαι ή συν τη σοφία τα της κακοδοξίας απορρύεσθαι και όρκω την πίστιν υποτάττειν της εν Φλωρεντία συμμορίας εκείνης της κακοδαίμονος τη κακοδοξία»41. Δεν ετρόμαζε τον γενναίον της πίστεως αγωνιστήν ή των πολλών αδιαφορία, ο μικρός των αθλητών αριθμός. Δι' αυτόν ήρκει η συνεχής υπόμνησις του χρέους και η προς την αλήθειαν οφειλομένη προσφορά. Διά τούτο και συνεχίζων συνίστα προς τον Μαργούνιον· «έλεγκε ουν και συ το μάταιον, συνηγόρει τω αληθεί καίπερ εν ολίγοις συμμάχοις. Σπάνιον γαρ το αγαθόν, αλλά μάλλον επιπόθητον και μάλλον αναγκαίον»42. Επίστευεν αδιστάκτως ότι πασα προς νόθευσιν του ορθοδόξου δόγματος απόπειρα εκ μέρους των ετεροδόξων, δεν επρόκειτο να θίξη μόνον τον θησαυρον της Ορθοδοξίας και να παραβλάψη τον εκκλησιαστικόν θεσμόν, αλλ' ότι επρόκειτο παραλλήλως να βλάψη και τον Ελληνισμόν, όστις ως εις βάθρον και θεμέλιον απέβλεπε προς την Ορθοδοξίαν. Εάν οι Έλληνες έπαυον να είναι ορθόδοξοι, θα έπαυον μετ' ου πολύ να είναι και Έλληνες. Η μεγάλη αύτη ιστορική αλήθεια, η συνεχώς επιβεβαιουμένη, δεν διέφευγε της προσοχής του οξυδερκούς Μελετίου διά τούτο δε και μετά πάθους αληθούς ηγωνίσθη κατά των αιρετικών, μεταδίδων και εις άλλους την φλόγα του πάθους αυτού.
Ούτω γράφων κατά το 1580 εξ Αλεξανδρείας προς τον εν Κρήτη ιερομόναχον Νικηφόρον, τα εξής συνιστα· «Παρακαλούμεν δε ίνα το γενναίον τη φρονήσει προς την Ορθοδοξίαν άχρι τέλους ακαμπές, ως ελπίζομεν, διαφυλλάττης, της αληθείας μεν υπεραγωνιζόμενος, τοις ορθοδόξοις δε συναγωνιζόμενος»43. Kαι o αγών αυτού ούτος δεν έμεινεν άνευ αποτελέσματος. Οι λόγοι του, αι επιστολαί του, αι επισκέψεις του ανεθέρμαναν τον ζήλον των Ελλήνων προς την ευσέβειαν και εσφυρηλάτηααν εκ νέου τον σύνδεσμόν των προς την Εκκλησίαν εν ταυτώ δε και προς την πατρίδα. Εις το πρόσωπον του Μελετίου εύρον οι πάντες τον θερμόν χριστιανόν και πατριώτην. Διά τούτο δεν είναι άπορον πως οι τότε εκ της Δύσεως ερχόμενοι εις την Ανατολήν «μετά σκαπανών, ως ειπείν, και πτύων ανασκάψοντες τους τάφους ημών, ως πάλαι τεθνεώτων ή και απολαύσοντες ημάς, εύρισκον παρά πάσαν προσδοκίαν και ζωήν λελευκασμένην μεν υπό των αγχιστρόφων μεταβολών, αλλ' ως φοίνικα εν τη ιδία, τέφρα αυξάνουσαν, αρδευομένην υπό της εις Θεόν πίστεως και ελπίδος...»44. Και τότε οι μεν εξ αυτών καλόπιστοι «επανερχόμενοι εις τα ίδια εν τοις κατ' αυτούς οδοιπορικοίς φίλα τε έγραφον υπέρ ημών και παρρησία, εκήρυττον»45 την εκ τάφου λαμπράν των Ελλήνων εξανάστασιν, οι δ' εξ αυτών δόλιοι και πονηροί ελάμβανον γενναία μαθήματα ορθοδοξοπρεπούς και ελληνοπρεπούς διαγωγής.
Επεκτείνων την κατά των λατίνων πολεμικήν του ο Μελέτιος συνέγραψε και περισπουδάστους συγγραφάς προς καταπολέμησιν των παπικών πλανών46. Μεταξύ των άλλων συνέγραψεν ειδικήν μελέτην «περί του πρωτείου του Πάπα», (1583 )47, ετέρας δύο περί Εκκλησίας υπό τον τίτλον «Στρωματείς»48 καθώς και ετέραν «περί ορθοδόξου διδασκαλίας» (1582 ) αποστείλας ταύτην προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Ιερεμίαν Β' ίνα την εγχειρίση «τη παναρέτω Ναβάρρας βασιλίσση»49 Μαργαρίτα. Ωσαύτως ο Μελέτιος απηύθυνε προς Ιωάννην Ράδουλον «αυθέντην Μολδοβλαχίας» απόδειξιν ότι με άρτον και ουχί με άζυμον ετέλεσεν ο Κύριος το Πάσχα50, αντεπεξερχόμενος κατά της γνωστής περί αζύμων λατινικής διδασκαλίας.
Τοιουτοτρόπως ο Πρωτοσύγκελλος Μελέτιος διά παντός μέσου κατεπολέμει τον παπικόν ολοκληρωτισμόν διασώζων από βεβαίας καταστροφής την Εκκλησίαν εν τη ευπαθεί εκείνη της Ανατολής περιοχή. Kαι όχι μόνον ελληνιστί, αλλά και λατινιστί έγραψε «και ρώσσοις και χίοις αγωνιζόμενος απανταχού, κατά Αλλάτιον, εμπεδώσαι μεν τα των γραικών δόγματα, καθελείν δε τας των λατίνων υπολήψεις»51. Αι επιστολαί του γέμουν σφοδρού πλην δεδικαιολογημένου μένους κατά των παπικών. Εν συγγράμμασι δε και άλλαις γραφαίς προσεπάθει να διαφωτίζη εγκαίρως τους εν τέλει ορθοδόξους ή τους εκ των Ελλήνων προκρίτους, ώστε δι' αυτών να περισώση και τον αμαθή λαόν. Τα δε κηρύγματά του, αληθώς χρυσοστομικά, με τον πρακτικόν και εποικοδομητικόν χαρακτήρα, απετέλουν μίαν θαυμασίαν ευκαιρίαν προβολής των θησαυρών της Ορθοδοξίας, και καταπολεμήσεως των ρωμαιοκαθολικών πλανών. Και ο λαός ακούων συχνάκις τοιούτου περιεχομένου κηρύγματα ενισχύετο εις την διακράτησιν των πατρώων, και oι παραλήπται των επιστολών του Μελετίου προυτρέποντο εις αμετακίνητον εμμονήν εις την Ορθοδοξίαν, και oι μελετηταί των αντιαιρετικών και αντιπαπικών συγγραμμάτων του απέκτων σαφή αντίληψιν της υπεροχής της ορθοδόξου διδασκαλίας έναντι της λατινικής, ετοίμως έχοντες διδόναι λόγον «περί της εν αυτοίς ελπίδος» παντί τω αιτούντι. Υπό τοιαύτας συνθήκας δεν ήτο δυνατόν να προοδεύση ανενόχλητος η των Ιησουϊτών εκστρατεία ούτε εν τη τουρκοκρατουμένη Ελλάδι, αλλ' ουδέ εις τας λοιπάς ορθοδόξους χώρας, (Ρωσιαν π.χ. ) ένθα η επιρροή των ήτο οπωσδήποτε ισχυρά.
7. Αι μετά των Προτεσταντών σχέσεις του
Η σφοδρά αδιαλλαξία του Μελετίου έναντι των παπικών, τον ωδήγησεν εις σύναψιν σχέσεων μετά των Διαμαρτυρομένων, τους οποίους έβλεπεν ως συμμάχους του εις τον κατά των καθολικών πόλεμον. Ούτως ενώ λίαν ασυμπαθώς διέκειτο προς τους λατίνους, αντιθέτως μετά των εν Τυβίγγη προτεσταντών ανέπτυξε σχέσεις, ως μαρτυρούν αι αλλεπάλληλοι μετ' αυτών συναντήσεις του και συνομιλίαι, ιδία μετά των θεολόγων Ιακώβoυ Ανδρέου, Μαρτίνου Κρουσίου και Λουκά Οσιάνδρου52.
Μεμετρημένος εις πάντα και λελογισμένος εις τας ενεργείας αυτού, ο Μελέτιος δεν έσπευσε εκ των μετά των διαμαρτυρομένων επαφών αυτού να συναγάγη εσφαλμένα ή βεβιασμένα συμπεράσματα, αλλ' εκτιμών εκάστοτε τας περιστάσεις μετά συνέσεως επολιτεύθη πολλής. Εδέχετο μεν φιλοφρονέστατα τους εκπροσώπους των διαμαρτυρομένων ερχομένους εις επίσκεψιν της Ανατολής. Ουδ' επί στιγμήν όμως απέστη της αληθούς ορθοδόξου διδασκαλίας. Βεβαίως δεν διέφευγε της προσοχής αυτού ότι «λουθηρανοί και παπισταί εξ ίσου εμάχοντο προς αλλήλους περί κατακτήσεως του ορθοδόξου πληρώματος, όπερ εθεώρησαν ως αδέσποτον αγρόν, ον διά πάντων των σατανικών, φαύλων και αντιχριστιανικών μέσων ηγωνίσθησαν . να λάβωσιν εις την κυριότητα αυτών»53. Όμως ούτος ιστάμενος επί ασφαλούς κρηπίδος και την διαφώτισιν μάλλον αυτών επιδιώκων, έστερξεν εις συζητήσεις μετ' αυτών, πολλώ μάλλον όσω ούτοι επεδίωκον να σχετισθούν μετά των λογίων Ελλήνων και κληρικών, επισημάναντες εν Αλεξανδρεία τον Πρωτοσύγκελλον Μελέτιον54.
Ότε επεσκέφθη την Αλεξάνδρειαν ο διαμαρτυρόμενος Σολομών Schweiger (Σιωπικός) κατά το 1581 συνηντήθη μετά του Μελετίου και συνεζήτησαν αμφότεροι «ελληνιστί τε και ρωμαϊστί... πολλά... και περί πολλών»55. Ο Σολομών, όστις μάλιστα εδώρησεν εις τον Μελέτιον την Καινήν Διαθήκην μετεγλωττισμένην εις την γερμανικήν υπό του Λουθήρου56, τας αρίστας περί Μελετίου αποκομίσας εντυπώσεις, πολλά τα εύφημα δι' αυτόν είπεν άμα τη επιστροφή αυτού εις την πατρίδα του57.
Αλλά και έτεροι διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι τας αυτάς απεκόμισαν περί Μελετίου αρίστας εντυπώσεις ανυποκρίτως ομολογήσαντες μετά ταύτα ότι ούτος είναι «ανήρ πολύ πεπαιδευμένος και τας ανθρωπιστικάς επιστήμας και τα ιερά γράμματα τα μάλιστα κομψώς δεδιδαγμένος, λατινιστί ομοίως και ιταλιστί διαλεγόμενος μόνος μεταξύ των σοφών»58. Είναι αξιοπερίεργον ότι ο Μελέτιος μετά δεινότητος διπλωματικής συμπεριεφέρετο προς τους προτεστάντας, εις τρόπον ώστε, χωρίς να αφίσταται ουδέ κατά κεραίαν των ορθοδόξων δογμάτων, να διατηρή εν ταυτώ φιλικάς μετ' αυτών σχέσεις, αποβλέπων ίσως εις την συμμαχίαν αυτών κατά του παπισμού. Εις επιστολήν του προς τον Κρούσιον, φέρουσαν χρονολογίαν 14 Οκτωβρίoυ 1583, ο Μελέτιος γράφει ότι «είναι ακόμη νέος και δεν έχει γνώμη για τον Προτεσταντισμό». Και όπως παρατηρεί ο Γ. Βαλέτας, «αυτό ήταν ένας τρόπος υπεκφυγής που δείχνει την ακλόνητη και από την όλη δράση καί συγγραφή του γνωστή προσήλωση του Πηγά στα δόγματα της Ορθοδοξίας, απ' τη μια, κι' απ' την άλλη την διπλωματικότητά του, που δεν ήθελε νά χάση τη συμμαχία των προτεσταντών κατά του παπισμού και τη συμπαράστασή τους προς την κλυδωνιζόμενη Ορθοδοξία»59. Εν τη αυτή επιστολή του προς τον Κρούσιον ο Μελέτιος συνίστα εις αυτόν την «Περίοδον Ευαγγελικήν», ήτοι ευαγγελικάς επιτομάς (Ευαγγελιάριον) μετά ερμηνείας του ιδίου, προθυμοποιούμενος να στείλη εις αυτόν το βιβλίον τούτο προκειμένου ίνα αναγνωσθή εις τον Αυτοκράτορα Λουδοβίκον ή και να τυπωθή προς ευρυτέραν διάδοσιν60.
Αι μετά των διαμαρτυρομένων θεολόγων σχέσεις του Πηγά, ενώ ουδόλως παρέβλαψαν το ορθόδοξον αυτού φρόνημα, κατέστησαν ευρύτερον γνωστήν την Ορθοδοξίαν και εγένοντο αφορμή διαφωτίσεως αυτών επί ζωτικών θεμάτων. Αργότερον (1593 ) ο Μελέτιος διετύπωσε σαφώς την θέσιν του έναντι του Προτεσταντισμού, συγγράψας ειδικήν μελέτην «περί των Αχράντων Μυστηρίων», ουδενός φεισθείς κόπου και εις ουδεμίαν, υποκύψας σκοπιμότητα, προκειμένου να ελέγξη την προτεσταντικήν κακοδοξίαν και να υποστηρίξη την ορθόδοξον αλήθειαν.
8. Το Ημερολογιακόν
Κατά την εποχήν ταύτην (1583) ανεφύη και το λεγόμενον «ημερολογιακόν» ζήτημα, κατόπιν της υπό του πάπα Γρηγορίου ΙΓ' αναληφθείσης πρωτοβουλίας περί διορθώσεως του μέχρι τότε εν ισχύι Ιουλιανού ημερολογίου. Η τοιαύτη πρωτόβουλος του πάπα ενέργεια εγένετο γνωστή εν Ανατολή δι' επιστολής αυτού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Ιερεμίαν τον Β', κομισθείσαν υπό Ιησουιτών μοναχών, αφικομένων εις την Βασιλεύουσαν «ουχί διά την ηθικοποίησιν των ενταύθα λατίνων, αλλά διά την προσαγωγήν και επιστροφην των πλανηθέντων προβάτων εις τους κόλπους του καθολικικού της Εκκλησίας ποιμένος »61. Μετά της επιστολής εστάλησαν και δώρα προς τον Πατριάρχην, όστις εκαλείτο ίνα συγκατατεθή εις την επελθούσαν αλλαγήν62. Αλλ' ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β' απαντών εδήλου τω Επισκόπω Ρώμης ότι όχι μονον αποστέργει τα καινοτομηθέντα «αλλ' ουδ' εις ψιλήν επίνοιαν εφικέσθαι ταύτα επιτρέπει». Η τοιαύτη όμως αρνητική του Ιερεμίου απάντησις έμελλε να γεννήση σοβαρόν θέμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, όπερ ήδη επισημαίνων εν επιστολή αυτού ο Μελέτιος προς τον μέγαν Καγκελλάριον Ιωάννην Ζαμοσκήνον, εγραφε· «... εξ ου γάρ εξεδόθη το Καλενδάριον το Γρηγοριανόν άλλο οίον μήλον έριδος την Οικουμένην ετάραξε, και χειμών τις αιφνίδιος κατέλαβε την υπ' ουρανόν, φθάσαν και εις Σαυρομάτας το κακόν...»63.
Ο Ιερεμίας ο Β' ανησυχών διά την εξέλιξιν του ζητήματος και διά τας ενδεχομένας επιπτώσεις αυτού επί της κανονικής εν τη Εκκλησία τάξεως, συνεκάλεσεν εν έτει 1583 Σύνοδον εν Κωνσταντινουπόλει, εις ην έλαβε μέρος και ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος. Η Σύνοδος αύτη εξέδωκε Τόμον κατά του Γρηγοριανού Ημερολογίου καταδικάσασα ούτω την παπικήν καινοτομίαν64. Αλλά και ο Μελέτιος, ευκαιρίας δοθείσης, κατεπολέμησε την παπικήν ενέργειαν, συγγράψας, τη προτροπή του Πατριάρχου Σιλβέστρου, ειδικήν μελέτην, επονομάσας ταύτην «έτερον Τόμον Αλεξανδρινόν» κατ' αντιδιαστολήν προς τον διαληφθέντα Τόμον της Κωνσταντινουπόλεως65. Διά της συγγραφής του ταύτης ο Μελέτιος, καταδεικνύων το σφαλερόν της ενεργείας του πάπα, και ελέγχων την τολμηθείσαν μεταβολήν, υπερημύνετο των πατρίων παραδόσεων και των κανονικων επιταγών.
9. Νέαι δυσκολίαι του Μελετίον εκ της απουσίας του Σιλβέστρου
Εν τω μεταξύ ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος, μεταβάς ως γνωστόν εις Κωνσταντινούπολιν ίνα μετάσχη της Συνόδου του 1583, αν δε και αι εργασίαι αυτής προ πολλού είχον λήξει, παρέμενε παρά τω Οικουμενικώ, αναβάλλων την επιστροφήν του εις Αίγυπτον. Η νέα όμως αύτη του Πατριάρχου απουσία, ερχομένη εν συνεχεία της προηγηθείσης πολυμήνου αυτού εν Ιεροσολύμοις διατριβής, εγέννησαν ισχυράν κατακραυγήν του ποιμνίου, το οποίον, όπως πάντοτε, αυστηρώς κρίνον τον Ποιμενάρχην αυτού, κατεμέμφετο της τοιαύτης αυτού τακτικής, ήτις παρίστα τούτον μη βλέποντα «το πονηρόν και άσχημον και ταραχώδες και χαλεπόν και κινδυνώδες των περιστάσεων προς δε και το παράνομον και προς πάσιν απροφάσιστον επί θείου βήματος»66.
Ο Μελέτιος πληροφορούμενος τας εις βάρος του Πατριάρχου λαϊκάς αιτιάσεις, αφού επί μακρόν ανέμεινεν, ηναγκάσθη τελικώς τη 13η Σεπτεμβρίου τού 1583 να απευθύνη επιστολήν προς τον Οικουμενικόν Ιερεμίαν τον Β', εν η την εν Αλεξανδρεία διεκτραγωδών κατάστασιν, θερμώς ικέτευε τον Πατριάρχην όπως παράσχη τω Γέροντι αυτού την άδειαν επιστροφής εις Αλεξάνδρειαν. «Eι γαρ της Καθολικής Εκκλησίας χάριν αποδημεί -έγραφε- εχέτω το Κράτος, οτιούν ο νόμος υπαγορεύει, ει δε του μικρού τούδε ποιμνίου υπερορών ή προς στενοχωρίαν του θρόνου ή και τας των ερίφων μοχθηρίας απειπών αηδώς έχει, μνησθήναι χρή του Σωτήρος ημών, αραμένου μεν τον σταυρόν και τους οικείους επί τούτο προσκαλουμένου... Συ τοίνυν Δέσποτα, παρακαλούμεν τον ημέτερον Αρχιερέα απόδος, μη συγχωρών αλλαχόσε πορεύεσθαι»67.
Η έννοια των τελευταίων λόγων του Μελετίου δεν ήτο παράκλησις προς τον Οικουμενικόν ίνα απομακρύνη εκ της Κων/πόλεως τον Αλεξανδρείας, αλλ' ικεσία όπως αφεθή ούτος ελεύθερος, ίνα επιστρέψη εις το ποίμνιον αυτού και μη κρατήται αυτόθι προς υποβοήθησιν του έργου, όπερ είχεν αναλάβει ο Ιερεμίας. Διότι η εν Κων/πόλει παραμονή του Σιλβέστρου δεν ωφείλετο εις αδράνειαν αυτού ή αδιαφορίαν περί των ιδίων αυτού ζητημάτων. Ωφείλετο εις τας υφ' ας διετέλει περιστάσεις ο Οικουμενικός Θρόνος, ων ένεκα η παρουσία αυτού πλησίον του Ιερεμίου καθίστατο αναγκαία. Ο Ιερεμίας και εξ ιδιοσυγκρασίας ησθάνετο την ανάγκην της αδελφικής συμπαραστάσεως των Αρχιερέων, ιδία δε του Σιλβέστρου, προς αντιμετώπισιν από κοινού των δυσκόλων προβλημάτων του Θρόνου. Κατά τον χρονογράφον ο Ιερεμίας, επανελθών εκ της εξορίας, εύρεν εις ελεεινήν κατάστασιν τον Θρόνον. «Καμμία δικαιοσύνη εκεί μέσα δεν ήτο, μόνον σιμωνιακά, θεοκάπηλοι, αδικίαις, πλεονεξίαις και άλλα μυρια ατοπήματα...»68. Ο Ιερεμίας εξ άλλου είχε συλλάβει το «περιφανές εκείνο σχέδιον της συγκλήσεως των τότε λογίων των διεσπαρμένων πανταχού του κόσμου περί αυτόν, ίνα έχων συμβούλους και συνεργάτας προβή εις το μέγα και φιλογενές αυτό έργον της πνευματικής αναγεννήσεως του Έθνους και της προσδόσεως εις τον Οικουμενικόν Θρόvov εξαιρετικής λαμπηδόνος, καθιστών αυτόν πρυτανείον της σοφίας»69.
Εις την ως άνω επιστολήν του Μελετίου ουδεμία εδόθη υπό του Ιερεμίου απάντησις, είτε διά λόγων είτε διά γραφίδος είτε δι' έργων. Αι ημέραι παρήρχοντο, τα προβλήματα ωξύνοντο εν Αλεξανδρεία και ο Σίλβεστρος ουδαμόθεν εφαίνετο αφικνούμενος. Αι υποθέσεις πάσαι επί των ώμων σωρευθείσαι του Μελετίου, κατέτρωγον απλήστως τας δυνάμεις αυτού. Μόνος ως και πρότερον προσπαλαίων κατά παντός ορθουμένου εμποδίου, αντεπεξήρχετο μεν νικηφόρως, αλλά συνεχώς καμπτόμενος υπό το βάρος της διοικήσεως. Την ψυχικήν και σωματικήν του κόπωσιν αφηγούμενος προς τον φίλον του, τον Φιλαδελφείας Γαβριήλ, έγραφε κατ' Ιούνιον 1583 σχετικώς τα εξής· «αχθοφόροι, νη την ημετέραν αγάπην, αντί ρακοφόρων κατεστάθημεν, ποικίλαις προσπαλαίομεν τηκεδόσι, ταις εκ των οικείων παθών, ταις εκ των της Εκκλησίας καμάτων ταις εκ της των ομαιμόνων φροντίδος, ξενίαις, ανάγκαις, ασεβών ανθρώπων επιφοραίς, μοναχών εμβροντήτων κακομηχανίαις, αγριωτέραις ή καταιγίσι δαιμόνων βαλλόμενοι, οις, και πάσιν ομού και χωρίς εκάστους και το ζην αυτό αφαιρούμεθα»70.
Βλέπων, λοιπόν, τας δυνάμεις αυτού ολονέν εξαντλουμένας, την δε κατά του Σιλβέστρου μήνιν του λαού συνεχώς ογκουμένην, ηναγκάσθη τελικώς ο Μελέτιος, τη 13 Οκτωβρίου 1584 να απευθύνη επιστολήν προς αυτόν τούτον τον Σίλβεστρον, παρακαλών τούτον «θείναι ταις μακραίς και ανηκούσταις πλάναις προσήκον τέλος»71. Αποτέλεσμα της παρακλήσεως ταύτης υπήρξεν η επανάκαμψις του Πατριάρχου εν Αλεξανδρεία κατά το έτος 1585 και η κατασίγασις των κατ' αυτού λαϊκών αντιδράσεων, αφού εν τω μεταξύ τον Ιερεμίαν εξορισθέντα εις Ρόδον διεδέχθη εις τον Οικουμενικόν Θρόνον ο Θεόληπτος72.
10. Άφιξις και ιεραποστολική δράσις του Μελετίου εν Κων/λει
Κατά το έτος τούτο αφίχθη εις Αλεξάνδρειαν o Τρύφων Κορεβεϊνικόφ, απεσταλμένος του Αυτοκράτορος της Ρωσιας Ιωάννου του Φοβερού, αγγέλλων ότι ο Αυτοκράτωρ εζήτει «άνθρωπον ορθόδοξον και επιστήμονα της γλώσσης της λατινικής» διά να μεταφράση το από Ρώμης αποσταλέν αυτώ υπό του Ποτσίου βιβλίον περί της εν Φλωρεντία, Συνόδου73. Η τοιαύτη αποστολή ανετέθη υπό του Σιλβέστρου εις τον Μελέτιον, όστις και ευχαρίστως αναλαβών ταύτην, ανεχώρησε διά Ρωσιαν μέσω Κωνσταντινουπόλεως74.
Αλλ' η εν Κων /λει επικρατούσα αταξία και ταραχή, και οι αφάνταστοι του Θρόνου κλυδωνισμοί από εσωτερικών και εξωτερικών αιτιών, προσέτι δε αι υπερβολικαί και μέχρι πιέσεων εξικνούμεναι παρακλήσεις και ικεσίαι των αυτόθι Αρχιερέων προς τον Μελέτιον, κατέπεισαν τούτον όπως ανακόψη την περαιτέρω πορείαν του και παραμείνη εκεί, προς τον σκοπόν να υποβοηθήση εις την έξοδον της Εκκλησίας εκ των αμέτρων αυτής συμφορών.75
Και πράγματι. Η ζωογόνος πνοή του φλογερού Πρωτοσυγκέλλου η μετά θέρμης και πάθους εμφυσηθείσα εις το ασπαίρον σώμα του Θρόνου, μετ' ου πολύ εδείκνυε σημεία τινά ζωής. Εν αρχή κατώρθωσε να επαναφέρη εκ της εξορίας τον Ιερεμίαν αποκατασταθέντα κανονικώς εις τον Θρόνον του. Ακολούθως «πλην της φροντίδος των Εκκλησιών ανετέθη αυτώ και το φορτίον του να εξομαλύνη τας έριδας των ελλήνων, υφ' ων μονονουχί καθ' ημέρας κατεπνίγετο»76, κατορθώσας και εν τούτω πολλά. Αλλά εκεί όπου υπήρξεν απαράμιλλος ήτο ο ιερός άμβων. Ως άνεμος αναγεννητικός έπνευσεν επί της Εκκλησίας του Μελετίου η φωνή. Οι άμβωνες της Χρυσοπηγής και της Παμμακαρίστου εδονήθησαν εκ νέου από τα φλογερά κηρύγματά του. Απο της εποχής του Θεοφάνους Ελεαβούλκου είχε παύσει να ακούεται ο λόγος του Θεού77. Tηv αναμορφωτικήν εξόρμησιν του Ελεαβούλκου ήρχετο να συνεχίση τώρα ο Πηγάς, ο οποίος διέκρινε να διανοίγεται ενώπιόν του ο στίβος ενός υπερκάλλου αγώνος. Εκεί εις την Κων/λιν ο Ιερεμίας και ο Μελέτιος συνήνωσαν την δράσιν των διά την αναγέννησιν της Εκκλησίας. Εις μίαν εποχήν τελείας απαθλιώσεως, η εμφάνισις του Πηγά ως ιεροκήρυκος έφερε νέαν τάξιν πραγμάτων, εκπηγάζουσαν κυρίως από την πολυδύναμον, πολυσύνθετον, πολυεδρικήν και δημιουργικήν του προσωπικότητα. Τα χρυσοστομικά του εκείνα κηρύγματα, διασωθέντα μέχρι σήμερον78, αποπνέουν το άρωμα της ορθοδόξου πνευματικότητος και της γνησίας ευσεβείας. Με τρόπον απλούν και επαγωγόν διδάσκει τον λαόν του Θεού και τον χειραγωγεί εις την οδόν της σωτηρίας. Δεν περιωρίσθη όμως το ιεραποστολικόν του έργον μόνον εντός της Πόλεως. Ανέλαβεν ευρείας κλίμακος περιοδείας ανά την Θρακικήν και Ασιανήν «καταφρονών και κινδύνους θαλασσών και ληστεύσεις κακούργων, και κακομηχανίας δολοπλόκων και ψυχρότητα ψευδαδέλφων και παγίδας υπερπηδών και παρατάξεις εχθρικάς διαλύων και μηδέν παραλείπων, αλλά τα πάντα τοις πάσι γενόμενος ίνα τους πάντας σώση και τα πεπλανημένα πρόβατα υπό την αυτήν αληθή του Χριστού ποίμνην συναγάγη και επαναγάγη79».
Πλησίον του Ιερεμίου ο Μελέτιος απέβη η δεξιά αυτού χειρ80. Η παραμονή του εν Κων/λει σημειώνει την αφετηρίαν μιας νέας εποχής. Οι Ιησουίται ηναγκάσθησαν να αναδιπλωθούν. Tο κήρυγμά του, λαϊκόν και απλούν, σπείρεται αφειδώς εις τας ψυχάς των ακροατών του. Μαζί του αγωνίζονται ο Νικηφόρος Παράσχης, ο μετέπειτα μαρτυρήσας εν Πολωνία, και ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος. Και οι τρεις μαζί με τον Ιερεμίαν εκπροσωπούν κατά την σκοτεινήν αυτήν περίοδον το πνεύμα της αντιστάσεως, το οποίον αναρριπίζει το εθνικόν φρόνημα των υποδούλων. Καθ' όλον το διάστημα τούτο ο Μελέτιος αναδεικνύεται μία εκπάγλου ωραιότητος προσωπικότης. Ο πολυμέτωπος αγών του προς πάντα επιβουλευόμενον την Ορθοδοξίαν και τον Ελληνισμόν, τον καθιστά αστέρα πρώτου μεγέθους εν τω στερεώματι της Εκκλησίας και της Πατρίδος.
Διά των κηρυγμάτων του επιδιώκει την αφύπνησιν των «ραγιάδων». «Θέλει -όπως παρατηρεί ο Γ.Βαλέτ ας- ν' ανυψώσει το λαό, να του δώσει τόνωση ψυχική, ηθική, εθνική, να του χαρίσει την ελπίδα για το μέλλον, την πίστη στον εαυτό του, την αυτεπίγνωση, να τον ενώσει γύρω στη χόβολη της εθνικής συνείδησης και τον πυρήνα της φυλετικής καταγωγής. Αρχίζει τους λόγους του με την επίκληση: «Άνδρες αδελφοί», άνδρες Ρωμαίοι». Προβάλλει την αρχαιότητα, τη βυζαντινή δόξα. Κάνει τα προοίμια του στην αρχαία γλώσσα. Και προχωρεί στην ερμηνεία των περικοπών και στη διδαχή με τη νέα γλώσσα. Και συναρπάζει τον κόσμο και τον αναταράζει με τη σοφία, την τέχνη, και τη ζωντάνια του λόγου του. Αυτά τα κηρύγματα του Πηγά, ιστορικά κρινόμενα και στη βαθύτερη ουσία τους αναλυόμενα δεν είναι συνηθισμένες διδαχές· είναι θούρια εθνικά, εμβατήρια πατριωτικά, που κτυπούν τη διαφθορά και την εθελοδουλεία και ξυπνούν τήν εθνική συνείδηση. Από τα χρόνια του Δημοσθένη κανείς ρήτορας δεν άγγιξε τόσο βαθειά τη λαϊκή ψυχή, όσο την άγγιξε ο Πηγάς με τα δημοτικά του κηρύγματα»81.
Εις την Κων/λιν παρέμεινεν επί 3ετίαν ο Μελέτιος κηρύσσων, συγγράφων, επιστέλλων, παντοιοτρόπως αγωνιζόμενος και μαχόμενος υπέρ της ποίμνης του Χριστού και της εν τη Εκκλησία ευταξίας. Ήδη διεφαίνετο εις τον ορίζοντα ή περαιτέρω ανοδική του πορεία, η κατά την βουλήν του Θεού προορίζουσα τούτον διά την κατάληψιν ηγετικής επάλξεως εν τη Εκκλησία.
__________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κεφάλαιον
Β'
1. Τιμ. Β', δ', 11
2. Αποκ. στ', 2.
3. Ιωαν. ι', 11.
4. G. Dousae, ένθ' ανωτ. σ. 45.
5. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 33.
6. Εφεσ. ε', 16.
7. Αγαθ. Νινολάκη; ένθ' ανωτ. σ. 38, Ιακώβου Θουάνου Historiα sui temporibus τ. V. σ. 531 Londini 1733.
8. G. Dousae, ενθ' ανωτ. σ. 54.
9. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 33.
10. ένθ' ανωτ.
11. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. ΣΤ' σ. 868.
12. Επιστολή Μελετίου προς τον Φιλόθεον Ηγούμενον Απεζωνών, παρά Αγ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας αλληλογραφία Μελετίου του Πηγά η προσετέθη και το περισπούδαστον έργον αυτού κατά της αρχής του Πάπα. Εν Χανίοις 1908, σ. 26.
13. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος ο Πηγάς... σ. 34
14. G. Dousae, ένθ' ανωτ. σ. 54. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ.ανωτ. σ. 33,71.
15. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 34, Legrand σ. 18 επιστολή 29.
16. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. Γ' σ. 562.
17. Ψαλμ. 118,37.
18. Αγ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ. 21. Η μετά του Μαξίμου τούτου φιλία του Μελετίου εστερεωμένη επί του αρραγούς θεμελίου του Χριστού, διετηρήθη, ει και ουχί ακυμάντως, ισοβίως. «Φίλος πιστός σκέπη κραταιά και ο ευρών αυτόν εύρε θησαυρόν».
19. Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας αλληλογραφία σ. 22.
20. ένθ' άνωτ. σ. 23.
21. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. Γ' σ. 561. Kαι ο Λούκαρις εν τη βιογραφία του Μελετίου άναφερόμενος εις το δίγλωσσον κήρυγμά του γράφει· «οίους υπέστη κόπους ως και νυν ουδέν ήττον κηρύττων το του Χριστού ευαγγέλιον και αραβιστί εν μέση Αιγύπτω» (παρά Γ. Βαλέτα, Μελέτιος Πηγάς Χρυσοπηγή. Ευαγγελικής διδασκαλίας περίοδος Αθήναι σ. 26 ). Εγνώριζε πλην της αραβικής, λατινικής και ιταλικής και την εβραϊκήν και συριακήν.
22. Ματθ. δ', 16.
23. «Verba eius plena Christianae veritatis, pietatis et modestiae» κατά τον G. Dousea, ένθ' ανωτ. σ. 49.
24. Αθηναγόρου Παραμυθίας, Ο Λαρίσσης Διονύσιος ο Σκυλόσοφος εν «Γρηγόριος Παλαμάς» 1935 σ. 56-57.
25. ένθ' ανωτ.
26. Χρυσ. Παπαδοπούλου εν ΜΕΕ τ. Γ' σ. 561. Νινολάκη: Μελέτιος... σ. 35.
27. Legrand, επιστ. 29 σ. 18. Νινολάκη, Ο Μελέτιος... σ. 35 εν υποσ.
28. Legrand, επιστ. 32 σ. 23. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 36.
29. Αγαθ. Νινολάκη, Ο Μελέτιος... ένθ' ανωτ. σ. 38.
30. ενθ'ανωτ. σ. 40.
31. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. Γ' σ. 561.
32. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 40
33. Turcograciae, σ. 234. Πρβλ. και Νινολάκην, ένθ' ανωτ. σ. 48 «εν τη oίκία αυτού έχει 5 μοναχούς».
34. Γερμ. Γρηγορ ά, ένθ' ανωτ. σ. 257.
35. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 40
36. ένθ'ανωτ.
37. Legrand, ένθ' ανωτ. σ. 72.
38. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΜΕ τ. Στ' σ. 868.
39.
Ψαλμ. 131,4.
40. Οι Ιησουίται είχον εγκατασταθή εις
Κωνσταντινούπολιν ήδη από του έτους 1583
επεκτεινόμενοι και εις άλλα μέρη της
Τουρκίας και ασκούντες προσηλυτισμόν
εις βάρος των ορθοδόξων κατ' εφαρμογήν
των αποφάσεων των παπικών Συνόδων του
Λατερανού, της Λυώνος και της Φλωρεντίας.
Πρβλ. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική
Ιστορία σ. 643. Η δράσις των
περιεστρέφετο περί την ίδρυσιν
νοσοκομείων, μονών, σχολείων, και την
προσφοράν υπηρεσιών προς τον υπόδουλον
Ελληνισμόν με αντάλλαγμα την απάρνησιν
της πατρώας πίστεως και την προσχώρησιν
εις τον παπισμόν. Εάν λάβη τις υπ' όψιν
τας όλας συνθήκας, υφ' ας αι ως άνω, εκ
πρώτης όψεως φιλαγαθώταται και
χριστιανικώταται ενέργειαι
των οργάνων της λατινικής Εκκλησίας
ελάμβανον χώραν, δύναται να αναμετρήση
το μέγεθος της δολιότητος, ήτις
λανθανόντως υπεκρύπτετο όπισθεν της
τοιαύτης δραστηριότητος,
υπενθυμιζούσης τους
Δαναούς δώρα φέροντας...
41. Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ. 22.
42. ένθ' ανωτ. σ. 23.
43. ένθ' ανωτ. σ. 27.
44. Γερμανού Γρηγορά, ενθ'ανωτ. σ.257.
45. ένθ' ανωτ.
46. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. Στ' σ. 868.
47. Ταύτην απέστειλε τη 10-6-1583 προς τον Αυτοκράτορα Ρωσίας Θεόδωρον. Πρβλ. Αγ. Νινολάκη, Ο Μελέτιος... σ. 53. Το σύγγραμμα τούτο ο καθηγητής Τωμαδάκης αποδίδει εις τον Ναθαναήλ Λύχαν τον Αθηναίον και ουχί εις τον Μελέτιον. Πρβλ.: Ν. Τωμαδάκη, Ανέκδοτοι επιστολαί Μελετίου Πηγά προς την Ι. Μονήν Γδερνέττου σ. 263 και Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 35.
48. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 257.
49. Αγαθ. Νινολ ά κ η, ένθ' ανωτ. σ. 34. Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 34.
50. Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Κατάλογος των εν τή Ι.Μ.Βατοπεδίου αποκειμένων κωδίκων. Παρίσιοι 1924 σ. 158.
51. Γεωργ. Ιω. Ζαβίρα, Νέα Ελλάς ή Ελλην. Θέατρον Αθήνησι 1872 σ. 429.
52. Αι τοιαύται σχέσεις του Μελετίου δέον να θεωρηθούν εντός του περιγράμματος της εποχής εκείνης, ήτις χαρακτηρίζεται από έντονον δραστηριότητα Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων διά μίαν αμοιβαίαv προσέγγισιν. Ήδη επί Πατριάρχου Κων/λεως Ιωάσαφ είχεν αποσταλή εις την Δύσιν ο διάκονος αυτού Δημήτριος Μυσός, κομίσας κατά την επιστροφήν αυτού επιστολήν του Μελάγχθονος (1559). Καλυτέραν όμως γνώσιν των προτεσταντών έλαβov oι Ορθόδοξοι επί Πατριάρχου Ιερεμίου του Β' (εποχή του Πηγά), όστις πέντε όλας επιστολάς απηύθυνε προς τούτους (1573-1581) προσπαθών να οδηγήση αυτούς προς την Ορθοδοξίαν. (Πρβλ. Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ. σ. 647-648) Ο Χρυσ. Παπαδόπουλος αναφερόμενος εις τας αγαθάς του. Μελετίου σχέσεις μετά των προτεσταντών ως εξής εκφράζεται· «Προς τον προτεσταντισμόν διάκειται ευμενέστατα και κατά μεν το πρώτον στάδιον της δράσεώς του θεωρεί δυνατήν την μετά της ορθοδόξου Εκκλησίας ένωσιν των προτεσταντών, ύστερον όμως προσπαθεί να καλλιεργή μόνον φιλικάς σχέσεις, επικρίνων μόνον σημεία τινά της διδασκαλίας των. Ο Μελέτιος εν συγκρίσει προς τον Γαβριήλ Σεβήρον και τον Μάξιμον Μαργούνιον, ετήρησε την ορθοτέραν στάσιν απέναντι της λατινικής Εκκλησίας» (παρά Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 30).
53. Αριστάρχου Διοκαισαρείας, ένθ' ανωτ. σ. 595.
54. Ως ανταποκριτάς των είχον oι προτεστάνται εις την Κων/λιν τον Θεοδόσιον Ζυγομαλάν και εις την Κρήτην τον Κων/νον Σέρβιον.
55. Legrand, ένθ' ανωτ. σ. 40.
56. ένθ' ανωτ. σ. 48, Αγ. Νινολάκη: Ο Μελέτιος... σ. 46-47, Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 30.
57. Ο Μαρτίνος Κρούσιος αναφερόμενος εις τον Σολομώντα γράφει, μετά την επάνοδον αυτού, τα εξής προς τον Μελέτιον· «Τη 10 του έγγιστα Νοεμβρίου δεύρο ευτυχώς επανήλθεν εξ Ανατολών ο φίλτατός μου κύριος Σολομών ο Σιωπικός, ου τω νόστω λίαν εχάρην έγωγε και μάλιστα ότε περί σου και των αρετών σου... εμοί λέξας έτυχε». Εν Turcograeciα σ. 531.
58. Επιστολή Φ. Βillerbek προς Δαβίδ Χυτραίον, παρά G. Dousae, «Latine pariter et italice loquentem unicum inter datos quos in hac pepegrinatione videre licuit indicaui aptum» σ. 45-46. Εκτός του ανωτέρω Βillerbek συναντήσαντος κατά το 1582 τον Μελέτιον, τούτον κατά το αυτό έτος συνήντησε και ο Ρ. Dondorf, όστις γράφων προς τον Κρούσιον περί Μελετίου εχαρακτήριζε τούτον ως «άνδρα τα μάλιστα πεπαιδευμένον, φιλανθρωπότατον και λίαν ευσεβή· είναι μελανοπώγων και την αναδρομήν του σώματος μικρότερός μου». Πρβλ.Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 30- 31.
59. Γ.Βαλέτα, ένθ' ανωτ. σ. 31.
60. Το βιβλίον τούτο, εκτός μεμονωμένων τινών αποσπασμάτων, δεν εσώθη. Ο Βαλέτας προτείνει να ερευνηθούν τα αρχεία της Τυβίγγης «όπου ευρίσκονται όλα τα κατάλοιπα του Κρουσίου» δια να εξακριβωθή εάν εστάλησαν εκεί oι λόγοι ούτοι του Μελετίου εις τας ευαγγελικάς περικοπάς των Κυριακών. Γ. Βαλέτα, ένθ' ανωτ. σ. 33.
61. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... ένθ' ανωτ. σ. 56.
62. Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ. σ. 653, 703.
63. Χαλκινού χειρόγραφον επιστολή 202. Πρβλ. και Μελετίου Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία. Αθήναι σ. 412. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 56-57.
64. Το Ημερολογιακόν θέμα είναι λίαν οξύ έτι και σήμερον εν τοις κόλποις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχει δε συμπεριληφθή μεταξύ των θεμάτων της μελλούσης να συνέλθη μεγάλης Συνόδου. Ήδη έχει κυκλοφορήσει η επ' αυτού εισήγησις της Εκκλησίας της Ελλάδος. (Το Ημερολογιακόν Ζήτημα. Αθήναι 1971 σ. 56).
65. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 257. Αγ.Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 57. Το έργον εγράφη εις αρχαίαν μεν γλώσσαν υπό τον τίτλον «Περί Καλενδαρίου» και εις νεοελληνικήν υπό τον τίτλον «περί του Πάσχα, πώς ειναι καλόν το παλαιόν, όχι το νέον».
66. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 58-59.
67. Legrand, ένθ' ανωτ. σ. 83 επιστολή 72.
68. Κ. Σάθα, ένθ' ανωτ. σ. Ι89.
69.
Διοκαισαρείας Αριστάρχου, Γαβριήλ
ο Σεβήρος... ένθ'
ανωτ. σ. 529.
70. Legrand, ένθ' ανωτ.
σ. 56.
71. ένθ' ανωτ. σ. 114.
72. Εις την περίοδον ταύτην ανήκουν και τα έργα του Μελετίου, «Κατά Ιουδαίων» και αι δύο «Κατηχήσεις» του υπό διαλογικήν μορφήν. Επίσης εν «δραμάτιον ελληνιστί μετά τινων λατινικών παρεμβολών», έτερον «περί Θεολογίας» και διάφορα στιχουργήματα, χρησμοί, αινίγματα. Το εν λόγω «δραμάτιον» γραμμένον λατινιστί αναφέρεται εις τας αρετάς και τας μούσας. Πρβλ. Ι. Χατζηφώτη, ένα άγνωστο λατινικό δραμάτιο του Πατριάρχη Μελετίου Πηγα εν Χριστ. Συμπόσιον Δ' (1969) σ. 78 επ.
73. Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 62.
74. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. Στ'. σ. 868.
75. «Η παραμονή αυτή του Πηγά στην Πόλη και η διακοπή της αποστολής του ήταν μιά θυσία, τόσο για την ατομική του σταδιοδρομία, όσο και για τον αγώνα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Ο Πηγάς πήγαινε στη Ρωσσία για να μεταφράσει απ' τα λατινικά τον τόμο της Φλωρεντινής Συνόδου, μετάφραση που την ήθελε προσωπικά ο Τσάρος... Tι δρόμους θ' άνοιγε με το δαιμόνιο και την ορμή του ο Πηγάς στή Ρωσσία τόσο για τον εαυτό του που ποτέ δεν τον λογάριασε, όσο κυρίως για την Ορθοδοξία και το γένος, δεν είναι δύσκολο να το φαντασθούμε» Γ. Βαλέτας, ένθ' ανωτ. σ. 20-21.
76. G. Dousae, ένθ' ανωτ. σ. 55.
77. Ο Ελεαβούλκος είχεν εκδιωχθή εκ Κων/λεως «κι' ερημώθηκε η Πόλη και η Ελλάδα όλη από κάθε φωτισμό» Γ.Βαλέτα, ένθ' ανωτ. σ. 20.
78.
Ταύτα εξεδόθησαν επί τη βάσει του
Αθηναϊκού κώδικος, του Θεολογικού
Πανεπιστημιακού Σπουδαστηρίου υπό Γ.
Βαλέτα έν, Μελέτιος
Πηγάς. Χρυσοπηγή. Αθήναι, σ. 440.
79.
Αγ. Νινολάκη, ένθ'
ανωτ. σ. 65-66.
80. Εις τας ικανότητας του Μελετίου οφείλεται η παραμονή του Ιερεμίου εις τον Πατριαρχικόν Θρόνον «γιατί με την αραβομάθεια και τη διπλωματική του δραστηριότητα, με τις σχέσεις και τα διαβήματά του στη Πύλη, κρατούσε άτρωτο τον Ιερεμία» Γ. Βαλέτα, ένθ.ανωτ., σ. 23. Ο ίδιος θα γράψη αργότερον εις τον Ιερεμίαν· «πολλάκις πολλαχόθι λέξαντες και πράξαντες υπέρ σου και παθόντες διά σε» εν Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 64, Γ. Βαλέτα σ. 37.
81. Γ. Βαλέτα, ένθ' ανωτ. σ. 38.