Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Ο ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ ΩΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

 

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ':
Ο ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΩΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (Πατριαρχικός Έξαρχος 1588-1590, Πατριάρχης 1590-1596 -1601)

1. 'Ανάληψις υπό του Μελετίου των καθηκόντων Πατριαρχ. Εξάρχου  

Ήδη του Μελετίου ευρισκομένου εν Κωνσταντινουπόλη1, ο γέρων Αλεξανδρείας Σίλβεστρος, αισθανόμενος τας δυνάμεις αυτού εξασθενιζούσας, απεφάσισεν όπως αποσυρθή εν τω εν Λίνδω της Ρόδου μετοχίω της Μονής Σινά προς ανάπαυσιν, μη παραιτησάμενος του  Θρόνου. Έχων όμως κατά  νουν κατεστρωμένον  το σχέδιον της διαδοχής αυτού2 εκάλεσε δι' επιστολής τον Μελέτιον όπως «θαρραλέως άρη τον Πατριαρχικόν όγκον»3 αναλαμβάνων τούς οίακας του παλαιφάτου  Πατριαρχείου. Εις την πρότασιν ταύτην ο Μελέτιος απήντησεν αρνητικώς, επικαλούμενος τούτο μεν τας υπ' αυτού σχεδιαζομένας αποστολάς εις Αβησσυνίαν, τούτο δε τους εκκλησιαστικούς Κανόνας, καθ' ους «oυ συγκωρείται τοις Επισκόποις ετέρους ανθ' εαυτών εγκαθιστάν»4. Η ρωμαλεότης του φρονήματος και το μέγεθος της προσωπικότητος του Μελετίου  υπηγόρευσαν  ασφαλώς την αρνητικήν ταύτην απάντησιν. Άλλος τις εν τη θέσει αυτού ευρισκόμενος, και προ τοσούτον δελεαστικής προτάσεως ών, θα έσπευδε να αποδεχθή ευγνωμόνως την προσφερομένην τιμήν. Είναι τόσον δύσκολον να λέγη τις όχι, οσάκις πρόκειται να αποφασίση περί αποδοχής αξιωμάτων ενδόξων και θέσεων ζηλευτών! Ο Σίλβεστρος γνωρίζων καλώς τον χαρακτήρα του Μελετίου, επέμεινε και διά δευτέρας επιστολής τα αυτά προτείνων,  πλην  αλλ' όμως  αρνητικήν έλαβε και πάλιν την απάντησιν. «Κατά σκοπόν, όμως, διώκων5» επανήλθεν επί του αιτήματός του και διά τρίτην φοράν μετά δακρύων παρακαλών πλέον τον Μελέτιον όπως έλθη εις Ρόδον προς συνάντησίν του, τάσσων και επιτίμιον διά την περίπτωσιν ανυπακοής. Ούτως επείσθη ο  Μελέτιος και μετ' ολίγον αφίκετο εις  Ρόδον, ένθα ο Σίλβεστρος είχε συγκαλέσει και άλλους Αρχιερείς προς συγκρότησιν Συνόδου δι' εκλογήν Πατριάρχου. 

Τα μεταξύ αυτού και του Γέροντός του διαμειφθέντα και διαδραματισθέντα περιγράφει ο ίδιος εν επιστολή του προς τον Αντιοχείας Ιωακείμ, γράφων μεταξύ άλλων και τα εξής· «Γίνωσκε, Παναγιώτατε Δέσποτα, ότι παραγενομένου του Παναγιωτάτου και Μακαριωτάτου κυρ Σιλβέστρου πρ. Αλεξανδρείας, εις Ρόδον οπως χειροτονήση εκεί Πατριάρχην και προσκαλεσαμένου ημάς από της βασιλευούσης των πόλεων μετά και επιτιμίου (έγραφε γαρ ο μακαρίτης, καν δε μη έλθης ή άλλοι τινές εμποδίσωσιν έξετε το εκ των θείων νόμων επιτίμ:ον) τελείως απεκρούσαμεν τον λογισμόν αυτού και τους αρχιερείς τους εκεί προσκεκλημένους απράκτους πεποιήκαμεν οίκαδε επιστρέψαι. Αλλ' επειδή έκλαιεν ο γέρων· δέξου, λέγων, υιέ μου, το  Πατριαρχείον Αλεξανδρείας και ευ οίδα ίσα Αθανασίοις και Κυρίλλοις δοξάσει σε ο  Θεός. Εγγίζοντος δε ήδη προς τέλος ουκ έγνων παριδείν αυτού  τα  δάκρυα, αλλά χρήσθαι οικονομία τινί συμβαλούση, τή τε εκείνου αξιώσει και τη διανοία τη εμή. Παραγενόμενοι τοίνυν εν Λίνδω της Ρόδου και ταυτά και δι' αυτού και διά πολλών παρακαλούντες ημάς, τέλος έφην εγώ, ει και δέχομαι  το Πατριαρχείον, αλλ' η χειροτονία ανήκει τοις ομόροις των  αρχιερέων  της Ανατολής. Έφη δ' ο γέρων· καλώς, υιέ και γαρ ο Αλεξανδρείας και τον Αντιοχείας και τον Ιεροσολύμων χειροτονεί, και αυτός πάλιν υπ' αυτών χειροτονείται. Πλην πορευθήναί σε εκεί ουκ έσται δίχα δαπάνης πολλής. Έφην εγώ· τον νόμον και τα πάτρια έθη δει σκοπείν, ου μικροψυχείν περί την δαπάνην. Τότε ουν της κλίνης εγερθείς και ευχαριστήσας τω Θεώ ευλόγησεν ημάς εκ καρδίας υπείξαντας αυτώ»6.  

Τοιουτοτρόπως ο Μελέτιος μετά τας αλλεπαλλήλους αρνήσεις, τελικώς «οικονομία τινί συμβαλούση» εδέχθη όπως επωμισθή το βάρος της Πατριαρχείας,τάξας ως απαράβατον όρov την ακριβή τήρησιν της Κανονικής τάξεως ως προς την χειροτονίαν αυτού, ήτις διά τεχνικούς  λόγους  δεν  κατέστη  δυνατόν  να  γίνη  εν Λίνδω. Επειδή δε δεν ήτο εύκολος η συναγωγή των αρχιερέων προς χειροτονίαν αυτού, ο Μελέτιος, αρχιμανδρίτης έτι ών, ανέλαβεν ήδη από του 1588 την διακυβέρνησιν του Πατριαρχείου, ως Πατριαρχικός Έξαρχος, της πληροφορίας καθ' ην δήθεν ο Σίλβεστρος εξέλεξε τούτον Μητροπολίτην Κυρήνης εν Λίνδω ελεγχομένης ως πάντη ανακριβούς7.  

Ως Πατριαρχικός Έξαρχος ο Μελέτιος επέδειξε τας αυτάς ηγετικάς ικανότητας, ας και ως Πρωτοσύγκελλος  είχεν  ήδη προ πολλού επιδείξει. Καίτοι θα προετίμα  το απέριττον τού μοναχού κελλίον και της ερήμου την γόνιμον ησυχίαν, εν τούτοις βιαζόμενος υπό τε ανθρώπων και πραγμάτων ηναγκάσθη να αναδεχθή τας ευθύνας της διοικήσεως του Πατριαρχείου, εις στιγμάς αυτόχρημα τραγικάς δι' αυτό, μη λαβών αφ' εαυτού την τιμήν, αλλά κληθείς υπό του  Θεού, «καθάπερ και ο Ααρών»8. Γράφων προς Μαργούνιον εξωμολογείτο την εσωτέραν του επιθυμίαν όπως αποσυρθή μονάζων, αλλά και την ευπείθειαν αυτού έναντι της προσταγής της Εκκλησίας· «Τούτο γαρ μοι το εφετόν, αυτός ο πόθος και η σπουδή, μη τους εν Χριστώ καμάτους και φροντίδας της Εκκλησίας (Θεός οίδεν) απωθούμενος,  αλλ' οίον την  δοκούσαν  δόξαν·  πώς δε και τεύξομαι της εφέσεως ουκ ευρίσκω. Έστι γαρ ο Δεσπότης μου προς ημάς διάπυρος και του οικείου θρόνου διαδόχους ήδη υπεψηφίσατο, ομοίως δε και πάσαν Εκκλησία, και δη ουδέ ποσώς είκουσιν ημίν δεομένοις την φυγήν...»9: Η μέχρις Αυγούστου 1590 διαρκέσασα περίοδος της Εξαρχίας, υπήρξε πηγή φωτός μέσα εις την ζοφεράν και ασέληνον νύκτα του δούλου  Γένους. Ο Μελέτιος ανεδείχθη άξιος ποιμήν και δεξιός του λαού ποδηγέτης, δικαιώσας τας επ' αυτού στηριχθείσας προσδοκίας του Γέροντός του και των λοιπών εκλεξαμένων αυτόν.

 

2. Η χειροτονία  τoυ  

Επί διετίαν όλην διήρκεσεν η εν τη Εξαρχία, διακονία του Μελετίου, μέχρι δηλονότι της προς Κύριον εκδημίας του Σιλβέστρου, οπότε «της αγίας του Χριστού  Εκκλησίας  των  Αλεξανδρέων  προέστη, πάσης της Εκκλησίας αυτόν βιασαμένης»10.  

Η  χειροτονία  του  εγένετο εν  Αλεξανδρεία  τη 5η Αυγούστου 159011 ημέρα Κυριακή, προεξάρχοντος του Αντιοχείας Ιωακείμ, εν μέσω ατμοσφαίρας λαϊκού ενθουσιασμού και μυχίων ελπίδων επί την αναγέννησιν της Εκκλησίας, ήτις τοιούτον  πλέον  απέκτα Αρχιερέα. Μάλιστα, εις επίρρωσιν και επισφράγισιν των ορθουμένων ελπίδων «περί μέσας νύκτας της ιεράς εκείνης Κυριακής, φως... περιέλαμψεν αθρόως  (τους προστρέξαντας ίνα παραστώσιν εις την χειροτονίαν) ούτω μεν άφθονον, ούτω δε λαμπρόν, ώστε ου τοις εγγύς μόνον αλλά και τοις μακράν δεδηλώσθαι την πανήγυριν»12.  

Αλλ' η επιλογή ως τόπου  χειροτονίας της Αλεξανδρείας, ελύπησε σφόδρα τον Οικουμενικόν Ιερεμίαν τον Β', όστις «επόμενος τη από πολλού εν τω Πατριαρχείω Κων/πόλεως υφισταμένη συνηθεία», είχε προτείνει εις τον Μελέτιον όπως χειροτονηθή εν Κων/λει 

Απαντών ο Μελέτιος ηρνήθη όπως μεταβή επί τω σκοπώ τούτω εις Κων/λιν, προτιμήσας  ίνα εν  μέσω του ποιμνίου αυτού δεχθή το μέγα της Αρχιερωσύνης αξίωμα. Ορθότατα. Θα παρέλθη ικανός χρόνος διά να διαλυθή εν τη καρδία του Ιερεμίου ου μόνον η πικρία αλλά και η κατά του Μελετίου αδικαιολόγητος μήνις, ήτις ετάραξεν επ' ολίγον τας σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών.  

Μετά την χειροτονίαν  ο Μελέτιος,  Πατριάρχης πλέον Αλεξανδρείας, επορεύθη, τη συνοδεία, των λοιπών αρχιερέων, εις την Ι.Μονήν του όρους Σινά, ένθα εποίησαν «ικανάς και λειτουργίας και αγρυπνίας καί ηύξαντο ίνα ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός βοηθή και αύξη και δοξάζη την Εκκλησίαν»13 ως ο ίδιος έγραφε προς τον Θεόδωρον  Αυτοκράτορα  Ρωσιας. Διέβλεπεν ο μεγαλόπνους εκείνος ανήρ τας αναμενούσας αυτόν στενοχωρίας και πικρίας και έσπευδε προς τον άγιον τόπον «εv ω έστησαν oι πόδες Κυρίου»14 διά να αντλήση πνευματικήν δύναμιν και ισχύν. Αλλ' η ιερά αύτη θεωρία είχε και άλλον τινά σκοπόν. Ήτο μία λαμπρά τιμή  προς τον  Μοναχισμόν της Ορθοδόξου Ανατολής. Kαι ο νέος Πατριάρχης από της Μονής του ιερού χώρου, ως από θεϊκού ορμητηρίου, εκκινήσας διά την νέαν περίοδον της εν τη Εκκλησία, διακονίας του, εδήλου εμφαντικώς την βεβαίαν αυτού πίστιν επί την υπεραξίαν του αγίου θεσμού  και την αμετάθετον πεποίθησίν του επί την εξ αυτού πηγάζουσαν δύναμιν.  
   

3. Αι πρώται δυσχέρειαι - Διαρπαγή του Πατριαρχείου  

Και ήδη νέοι διηνοίγοντο ορίζοντες ενώπιον του Μελετίου. Ο λάτρης του μοναχικού κελλίου, ετίθετο νυν επί κεφαλής του δευτέρου Θρόνου της Ορθοδοξίας. Ιδού πώς ο  ίδιος  εχαρακτήριζε το πράγμα· «ημέραν ησυχίας καταλιπόντες τας εν μέσω διατριβάς και ιδιώτην ασπασάμενοι βίον, αντί ιδιώτου εις τούτο το αρχιερωσύνης κατεβιβάσθημεν άκρον»15. Δι' άλλους ενδεχομένως η Πατριαρχία  να ήτο αφορμή ανέσεως και απραξίας. Διά τον Μελέτιον όμως αντιθέτως ήτο αιτία αδιακόπου και καταλυτικής δραστηριότητος. Ως καλός ποιμήν εφρόντιζε διά τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του. Πόσον εθλίβετο διά τας αταξίας των και πόσον έχαιρε διά την πρόοδόν των! «Εμαί εισί -γράφει- αι του λαού παρεκτροπαί και κρίσεις και διαφοραί πάσαι. Εμοί οι της Εκκλησίας κίνδυνοι, αι ανάγκαι, αι των ιερών ναών οικοδομαί, αι υπέρ της Ορθοδοξίας φροντίδες, ας και γράφοντες και λαλούντες και τοις πόρρω και τοις εγγύς, τους μεν ελέγχομεν, τους δε νουθετούμεν, τους  δε  διορθούμεν...  Πυρπολούμενοι, Θεός οίδε, και νουν και καρδίαν· ημέτεραι αι των της Εκκλησίας χρεών επισκοπαί, των πτωχών αι ένδειαι και ταύτα πάντα Θεού χάριτι και βοηθεία, πράττομεν ή  πράττειν επιχειρούμεν, ως αν βέλτιον ή γνωρίζομεν ή δυνάμεθα μόνοι άποροι, μόνοι ασθενείς»16. Αι σκέψεις αύται, δείγμα του γνησίου ποιμαντικού πνεύματός του, υπήρξαν δι'όλης αυτού της σταδιοδρομίας οδηγοί του. Τον συνείχεν η κατάστασις του ποιμνίου του. Αλλά και της Εκκλησίας η φροντίς. Διά την δοξαν της Εκκλησίας ητο έτοιμος και εις θάνατον να παραδοθή. Καθ' ημέραν  ενεβαπτίζετο «ταις της  Εκκλησίας μεγίσταις φροντίσι»17 Την συνεκλόνιζον αι ανάγκαι της Εκκλησίας. Τίποτε δεν ετραυμάτιζε τόσον βαθέως την ψυχήν του «όσov αι της Εκκλησίας ταλαιπωρίαι και τα ανήκουστα αυτής δεινά»18.  Το ωμολόγει o ίδιος εις επιστολήν του προς τον ιερομόναχον Λεόντιο· «...πολλών ημάς και  μεγάλων φροντίδων εσμός επί τη όσαι ημέραι της Εκκλησίας συμφορά τε και καταφορά πολλά και των δεόντων αφαιρείται»19.  Kαι ήσαν τόσον πολλαί αι ταλαιπωρίαι της Εκκλησίας... !.  

Κατ' αρχήν τα υπέρογκα χρέη του Πατριαρχείου. Γράφων προς τον εν Κρήτη γέροντα  Μελέτιον  Βλαστόν,  τω  εγνώριζεν ότι «ασεβέσιν οι προ(ς) ημών τον θρόνον κυβερνήσαντες χρέη πάμπολλα χρεωστούσι κακώς δαπανήσαντες...»20. Kαι βεβαίως δι' ενεργειών του εξεδόθη σουλτανική απόφασις ορίζουσα «τα ξένα χρέη μη απαιτείσθαι»21 παρά του Πατριαρχείου, ως εκδήλωσις της προς το πρόσωπον αυτού τιμής των κρατούντων, ένεκα της οποίας «πάντες ηρεμούσιν ορώντες τους κρατούντας προς αυτόν λίαν αγαπητικώς διακειμένους»22. Όμως η αναγκαστική αύτη των δανειστών ηρεμία δεν ήτο δυνατόν να επαναπαύη τον Μελέτιον. Διέβλεπεν ότι «ενδομυκεί τισιν ο ιός»23 και ότι πολύ συντόμως, ευκαιρίας διδομένης, θα ενεφανίζοντο και πάλιν νέφη εις τον ορίζοντα της Εκκλησίας. Και δεν ηπατήθη. Η ευνοϊκή υπέρ του Πατριαρχείου, εν σχέσει προς τα χρέη, σουλτανική  απόφασις  τελικώς  δεν  εφηρμόσθη «διά το παλίμβουλον της κρίσεως των  μεγιστάνων και την βασιλεύουσαν φιλαργυρίαν, η μόλις αρκέσειε το  πέλαγος το Ατλαντικόν χρυσίον αντί θαλάττης επιρρέον»24. Η τοιαύτη των πραγμάτων τροπή ετραυμάτισεν εις τα καίρια τον  Πατριάρχην, ονειρευόμενον την πνευματικήν αναγέννησιν και την υλικήν ανασυγκρότησιν του Πατριαρχείου. Αλλά δεν απέκαμε. Έχων πάντοτε τας ελπίδας αυτού επιστηρίξει επί την αγαθήν του Θεού Πρόνοιαν, δεν υπέστειλε την σημαίαν, αλλά συνέχιζεν αγωνιζόμενος θαρραλέως υπέρ της αληθείας και των δικαίων της Εκκλησίας, έτοιμος να αντιμετωπίση και νέας δυσκολίας.  

Η άρνησίς του όπως καταβάλη εις τον τούρκον Διοικητήν της Αιγύπτου το ποσόν των 3.000 χρυσών, όσα  εδίδοντο εκάστοτε υπό του νέου  Πατριάρχου, εγένετο η αφορμή διά την ακολουθήσασαν διαρπαγήν του Πατριαρχείου. Περίλυπος ο Μελέτιoς αντιμετώπισε την μανίαν του όχλου, καταλλήλως κατευθυνομένου. Αι προξενηθείσαι ζημίαι υπήρξαν μεγάλαι, αυτός δε ούτος ο Πατριάρχης διέφυγεν ως εκ θαύματος θανάσιμον κίνδυνον. Το πλήγμα υπήρξε μέγα. Και ο Μελέτιος αναγκάζεται να εκζητήση την βοήθειαν των χριστιανών της Κρήτης. Όθεν συντάσσει επιστολήν εξ Αλεξανδρείας τω 1591 «προς κλήρον και λαόν Κυδωνίας και Ρεθύμνου», εν η διεκτραγωδών την απελπιστικήν κατάστασιν επικαλείται την συμπαράστασιν αυτού.«Καταμάθετε-γράφει- αδελφοί οία κατά της του Χριστού Εκκλησίας και τούτου του Αποστολικού θρόνου οι ασεβείς εμηχανήσαντο. Εβουλεύσαντο αφαιρείν το Πατριαρχείον καθάπερ ου προ πολλού εποίησαν εν τη δυστήνω Κωνσταντινουπόλει25 και δη και ώρμησαν και εισήλθον και κατεπάτησαν τον ναόν του Θεού οι κρατούντες τε και άπαν το κατ' αυτούς ασεβές πλήθος το αναρίθμητον, ημών μετά τριών μόνον αδελφών εναπομεινάντων, ίνα συν τη της Εκκλησίας αλώσει σφάγια γενοίμεθα, αλλ'ο των θαυμασίων Θεός της ιδίας φιλανθρωπίας μη επιλαθόμενος ου διά τας ημών ευπραξίας, εξέωσεν αυτούς, ουδ' οίδ' όπως, απράκτους (ω της του Θεού δυναστείας) και διεσώσατο τον θρόνον τούτον τον Αποστολικόν...»26. Εις την συνέχειαν της επιστολής ο Μελέτιος απευθύνει εκκλησιν προς τους συμπατριώτας αυτού ίνα αποστείλωσι βοήθειαν προς αντιμετώπισιν του, όπερ επέπεσε τη Εκκλησία, «χρέους χαλεπού». Το χρέος τούτο προήλθεν εκ της συνάψεως δανείων προς καταβολήν εις τον τούρκον ηγεμόνα της Αιγύπτου του ποσού, όπερ απειλητικώς απήτει.  

Παρομοίαν έκκλησιν απηύθυνεν ο Μελέτιος και προς τον Αυτοκράτορα  της Ρωσίας  Θεόδωρον και προς τον ηγεμόνα της Ιβηρίας Αλέξανδρον, αλλά την υπ' αυτών πεμφθείσαν εις χρήμα βοήθειαν καθυστέρησεν εν Κων/λει ο Ιερεμίας, προφανώς εισέτι μηνίων κατά του Μελετίου, διά το γνωστόν θέμα του τόπου χειροτονίας αυτού. Το γεγονός τούτο ηνάγκασε τον Μελέτιον όπως απευθύνη αυστηράν επιστολήν προς τον Ιερεμίαν, ίνα παρευθύς προωθήση την εις χείρας αυτού ευρισκομένην οικονομικήν ενίσχυσιν εις τον προς ον όρov.  

Εν τώ μεταξύ ενσκήψας εν Αιγύπτω λιμός και μετ' αυτόν λοιμός, ωδήγησαν εις τον τάφον την μητέρα του Μελετίου, την αδελφήν και τον αδελφόν αυτού, οίτινες εμόναζον εν τη εν Καΐρω Μονή του Μ. Γεωργίου27. Ο θάνατος των προσφιλών του μεγάλως ελύπησε τον Πατριάρχην. Η μόνη πλέον απομένουσα αυτώ συγγενής ήτο η μικροτέρα αδελφή του Βενέτα (Ευλογία) η εν τη εν Κρήτη Μονή του Αγ. Ιωάννου του Μεσαμπελίτη καρείσα  μοναχή και μετονομασθείσα εις Ευγενίαν. Ευλογημένη οικογένεια! Όλα τα μέλη αυτής διάκονοι του Χριστού και της Εκκλησίας. Το παράδειγμα της οικογενείας του Πηγά φέρει εις τήν μνήμην ημών την οικογένειαν του Μ. Βασιλείου. Οποία όντως ευλογία Θεού επί τοιούτους αγίους οίκους...!

 

4. Το ρωσικόν θέμα - Η Σύνοδος του 1593.  

Κατ' εκείνον τον καιρόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β', την κανονικήν τάξιν παριδών, ανεκήρυξεν αυτοβούλως εις Πατριαρχείον τον Μητροπολιτικόν θρόνον Μοσκοβίας28.  

Πληροφορηθείς τούτο ο Μελέτιος απηύθυνεν επιστολήν προς τον Πατριάρχην Ιερεμίαν δριμέως ψέγων αυτόν δια την αποτολμηθείσαν παραβίασιν της Κανονικής εν τη Εκκλησία τάξεως. «Oίδα, έγραφε, χαλεπήσας επί τη αναγωγή εις Πατριαρχείον της Μοσκόβoυ Μητροπόλεως, ου γαρ σε διαλανθάνει ουχ ενός είναι τούτο Πατριάρχου (ει μη τη Παλαιά Ρώμη επακολουθείν  έγνωκεν η  Νέα) αλλά  Συνόδου  και  Συνόδου Οικουμενικής (των ορθοδόξων δηλαδή).Τούτον γαρ τρόπον και τα μέχρι σήμερον Πατριαρχεία κατέστη, διά τούτο έδει σου την ιεράν ψυχήν και των λοιπών αδελφών συμπαραλαβείν την ψήφον. Δει γαρ πάντας ειδέναι (ως κατά την Γ' Σύνοδον οι Πατέρες διορίζονται) το πραττόμενον ότι περί κοινού τινος πράγματος εστιν η σκέψις· φανερόν δε ότι θρόνος ουδείς Πατριαρχικός ετέρω υπόκειται, αλλά τη καθολική συνδέεται Εκκλησία»29. Διά της επιστολής ταύτης ετίθετο επί της Κανονικής αυτού βάσεως το θέμα της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου και της ανυψώσεως  Μητροπόλεώς τινος εις την πατριαρχικήν αξίαν, γεγονός ενέχον μεγίστην σημασίαν διά  την πορείαν  της Εκκλησίας30.  

 Η επιστολή αύτη του Μελετίου, καθώς και διάφορα σκάνδαλα εν τη Εκκλησία  Κων/λεως  αναφανέντα, ηνάγκασαν τον Ιερεμίαν να παραθεωρήση την υπαιτιότητι αυτού εκκαυθείσαν έριν μεταξύ αυτού και του Μελετίου, και να προσκαλέση τούτον εις την Βασιλεύουσαν. Ο Μελέτιος, άμα λαβών την πρόσκλησιν, έσπευσε ν' απαντήση ότι αποδέχεται αυτήν. «Ασθενείς ημάς κατέλαβε τα γράμματα της ιεράς σου ψυχής - έγραφε- μηνύοντα τα χαλεπά σκάνδαλα της Εκκλησίας και παρακαλούντα (καθάπερ δη και τα λοιπά των αυτόθι) προς υμάς αφικέσθαι. Ερρώσθην ευθύς πάντων ομού υπερφρονήσας και επί πάσιν εμαυτού, της οδού έχομαι συν Θεώ, τη Μεγάλη Εκκλησία συμμαχήσων»31. Εκτός της επιστολής του Ιερεμίου ο  Μελέτιος είχε λάβει τοιαύτην και παρά του αυτοκράτορος της Ρωσιας Θεοδώρου Ιωάννου σχετικήν προς την ρύθμισιν του  εκκρεμούντος εισέτι  θέματος της παροχής του αυτοκεφάλου τη ρωσική Εκκλησία.  

Του Μελετίου αφικομένου εν Κωνσταντινουπόλει, συνεκροτήθη ενδημούσα Σύνοδος εν τω αυτόθι  ναώ της «υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, της Παμμακαρίστου, της και Παραμυθίας επωνομασμένης»32 τη 12 Φεβρουαρίου  159333, καθ' ην παρήσαν εκτός του Οικουμενικού, οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας Μελέτιος, επέχων και την θέσιν του Αντιοχείας Ιωακείμ34, και Ιεροσολύμων Σωφρόνιος, καθώς και «οι πανιερώτατοι Αρχιερείς εκ πάσης Επαρχίας της Ανατολικής Εκκλησίας των Ορθοδόξων»35. Σκοπός της Συνόδου ταύτης ήτο η ρύθμισις της ρωσικής αυτοκεφαλίας και η επίλυσις σοβαρών τινων ζητημάτων τάξεως και πειθαρχίας. Ευθύς εξ αρχής ο ημέτερος Μελέτιος κατέστη το κύριον και πρώτον πρόσωπον εν τη Συνόδω. Λαβών εν αρχή τον λόγον ανέλυσε την αιτίαν της συγκλήσεως της Συνόδου «της Εκκλησίας των αναγκών χάριν», εισερχόμενος δε  εις την ουσίαν του θέματος ετόνισεν απεριφράστως ότι καθήκον των Ιεραρχών είναι «πάντα νεωτερισμόν των της Εκκλησίας περιβόλων περιορίζειν, ειδότας υπαιτίους γεγονέναι αεί τους νεωτερισμούς της των Εκκλησιών συγχύσεώς τε και διαστάσεως, αλλά τοις όροις έπεσθαι των αγίων Πατέρων τα παρ' αυτών δογματισθέντα  απαράτρεπτα,  δίχα  προσθήκης  ηστινοσούν, και χωρίς αφαιρέσεως ενστερνιζομένους κατά τον α' της οικουμενικής Ζ' Συνόδου κανόνα....»36. Τελευτών ο Μελέτιος επρότεινεν οπως η  Σύνοδος επικυρώση τα «περί του Πατριαρχικού εν Μοσκοβία θρόνου κατεσπευσμένως και μονομερώς πεπραγμένα»37, θεωρήσας δίκαιον.«τον θρόνον της ευσεβεστάτης και ορθοδόξου πόλεως Μοσχόβου είναί τε και λέγεσθαι Πατριαρχείον, διά το βασιλείας αξιωθήναι παρά Θεού την χάριν ταύτην, πάσαν τε Ρωσίαν και τα υπερβόρεια μέρη υποτάττεσθαι τω πατριαρχικώ θρόνω Μοσχόβου και πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών..., ούτω γαρ ομόνοια έσται και δοξασθήσεται ο  Θεός  διά  Kυρίoυ εν Αγίω Πνεύματι...»38.  

Η σώφρων του Μελετίου φωνή, ακουσθείσα μετά περισσής  προσοχής, προέκρινε  των  πραγμάτων  την έκβασιν. Η Σύνοδος, επικυρώσασα το δωροφορηθέν τη ρωσική Εκκλησία, αυτοκέφαλον, και διά πράξεως Συνοδικής την τοιαύτην  αυτης απόφασιν  πέμψασα «τω ευσεβεστάτω βασιλεί Μοσχόβου και τω Μακαριωτάτω Ιώβ, πατριάρχη πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών»39, επέλυσε το γεννηθέν διά της αυθαιρέτου ενεργείας του Πατριάρχου Ιερεμίου ρωσικόν ζήτημα και αποκατέστησε την τρωθείσαν κανονικήν τάξιν. Ακολούθως εξέδωκε κανόνας εις την εκκλησιαστικήν τάξιν αφορώντας, ήτοι περί των καθηκόντων των κληρικών και μοναχών, περι της αμφιέσεως αυτών κλπ. Δι' όλων των αποφάσεων τούτων διήκει το γνωστόν παραδοσιακόν και συντηρητικόν του Μελετίου πνεύμα. Ο όντως «μέγας τον νουν και την καρδίαν»40 Μελέτιος είχε δι' άλλην μίαν φοράν νικήσει.    

5. Ο δεύτερος γάμος των κληρικών

Κατά την αυτήν περίοδον εγεννήθη εν Κρήτη μέγα κανονικόν ζήτημα σχέσιν έχον προς το επιτρεπτόν ή μη του δευτέρου γάμου των κληρικών. Το θέμα εδημιουργήθη μετά το έτος 1588, ότε λόγω της θανατηφόρου πανώλους πολλοί πρεσβύτεροι εχήρευσαν, ωσαύτως  και πολλαί  πρεσβυτέραι. Εξ  αυτών  τινές ενυμφεύθησαν και πάλιν διά την της σαρκός ασθένειαν, γεγονός  όπερ  εγένετο  αφορμή  μεγάλου  σκανδάλου καταταράξαντος τας  συνειδήσεις των πιστών.  Προ της τοιαύτης καταστάσεως η Εκκλησία Κρήτης ανηνέχθη προς τον Οικουμενικόν θρόνον ζητούσα λύσιν του προβλήματος. Ο Ιερεμίας «Συνοδικώς, διά το της φύσεως ασθενές, κρείσσονα ηγήσατο την νόμιμον δευτερογαμίαν της κεκινδυνευμένης αγαμίας ή κεκρυμμένης  ακολασίας και  συνεχώρησε τους  δευτερογαμήσαντας»41.  

Ο εν  Κωνσταντινουπόλει  διατρίβων  Μελέτιος, λαβών γνώσιν του όλου θέματος, και τη επιεικεία χρώμενος, σύμψηφος εγένετο προς την Συνοδικήν ταύτην διαγνώμην, προσθείς μόνον ότι «oι μη εγκρατευόμενοι και δεύτερον γάμον συνάπτοντες ιερείς,  εισί πεπαυμένοι της λειτουργίας»  εφαρμόσας  εν  προκειμένω τον  καιρικόν γ' κανόνα  της εν Τρούλλω  Συνόδου. Διά την θέσιν ταύτην, ην έλαβεν ο Μελέτιος εγένετο στόχος σφοδράς επιθέσεως εκ μέρους του εν  Κρήτη πνευματικού και  ιεροκήρυκος, Ιωσήφ Λαχνή, όστις εγκληθείς διά τούτο προ της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου κατεδικάσθη εις αργίαν και σιωπήν του θείου λόγου. Απολογηθείς όμως εγγράφως έτυχε συγχωρήσεως. Προς διάλυσιν πάσης παρεξηγήσεως ο Πηγάς συνέταξεν επιστολήν εν έτει 1593 εκ Κωνσταντινουπόλεως απευθυνομένην «τοις εν Κάστρω Κρήτης», επεξηγών την ην ετήρησεν επί του θέματος στάσιν, δι' ετέρας δε τοιαύτης «Ιωσήφ Ιερομονάχω τώ Λαχνή» απευθυνομένης,  «ήκιστα κανταύθα  επιτιμά  (αυτώ) σφαλλομένω, αλλ' εις ακριβεστέραν ανακαλείται σκέψιν42. Αι ούτω πως παρασχεθείσαι πληροφορίαι τε και επεξηγήσεις ήμβλυναν τας εσφαλμένως μορφωθείσας εντυπώσεις και συνετέλεσαν εις την άρσιν της παρεξηγήσεως.
Η υπό του Μελετίου δοθείσα λύσις εις το προκείμενον σοβαρόv ζήτημα υπηγορεύετο εκ του πνεύματος της οικονομίας και της επιεικείας, έναντι ανθρώπων «σάρκα φορούντων και τον κόσμον οικούντων», μη εχόντων δε τας προϋποθέσεις διά την τήρησιν της κατά Χριστόν αγαμίας. Υπό το πρίσμα τούτο θεωρουμένη η απόφανσις αυτού, επί πλέον δε διατυπωθείσα είς αντιμετώπισιν τετελεσμένων γεγονότων, συνιστά πράξιν οικτίρμονα μεν καθ' εαυτήν, όλως καιρικόν όμως φέρουσαν χαρακτήρα, ουδαμώς δυναμένη να θεωρηθή ως καθιερούσα γενικώς τινα ισχύουσαν αρχήν, πλην όμως εν ταυτώ ενέχουσαν τα σπέρματα ενδεχομένης βαθμιαίας αποδυναμώσεως  των  οικείων  κανονικών  επιταγών. Και ναι μεν εν τη σκέψει του Πηγά τοιούτο ενδεχόμενον ήτο ου μόνον αδύνατον αλλά και αδιανόητον. Όμως τυχόν εκμετάλλευσις εκ των υστέρων τήη δοθείσης λύσεως προς  καθιέρωσιν  καθεστώτος  διαφόρου  εκείνου το οποίον οι Ιεροί Κανόνες καθιερούσι και επί άλλης γενικωτέρας βάσεως ισταμένου, θα απετέλει δεινήν παρεξήγησιν της ασκηθείσης οικονομίας επί μιας συγκεκριμένης περιπτώσεως.

 

6. Ενέργειαι του  Μελετίου κατά  των εν Πολωνία ουνιτών  

Τον Ιούλιον του 1593, περατώσας ο Μελέτιος την εν Κων/λει αποστολήν αυτού, επανέκαμψεν εις Αλεξάνδρειαν. Αλλά μετ' ου πολύ προσεκλήθη εκ νέου υπό του Ιερεμίου προς από κοινού αντιμετώπισιν σοβαρών του Θρόνου ζητημάτων. Απαντών δι' επιστολής εδήλωσεν ότι ανταποκρινόμενος  εις την πρόσκλησιν θα αναχωρήση. «Tι γαρ και ποιήσειέ τις εν ημέραις ούτω πονηραίς εν αις πράττεται υγιές μηδέν»43. Επειδή όμως τα έξοδα του ταξιδίου ήσαν υπέρογκα παρεκάλει τον Ιερεμίαν όπως αποστείλη αυτώ τα α «οφείλει»44 χρήματα, υπονοών τα χρηματικά ποσά τα εκ Βλαχίας σταλέντα και προς ενίσχυσιν του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας προοριζόμενα υπό του Οικουμενικού όμως παρακρατηθέντα.  Δεν είναι γνωστόν ημίν τι ο Ιερεμίας απήντησε. Γεγονός όμως είναι ότι ο Μελέτιος αφίχθη εις Κων/λιν, ένθα προέβη εις συστάσεις προς τους αυτόθι εκκλησιαστικούς παράγοντας προς οικοδομήν αυτών και διόρθωσιν των κακώς κειμένων, επισημάνας την ανάγκην εντατικωτέρας προσευχής και αγιωτέρου βίου, προς απαλλαγήν εκ «των ενόντων και μελλόντων δεινών»45.  

Κατά την εν Κων/λει παραμονήν του ο Μελέτιος επληροφορήθη τας εν Ρωσία,  και Πολωνία ενταθείσας προσπαθείας των οργάνων της ΡΚ Εκκλησίας «των επαγγελλομένων το όνομα του Ιησού, είτα το του Χριστού ποίμνιον λυμαινομένων»46 και την αγρίαν προσηλυτιστικήν αυτών δραστηριότητα εν μέσω του ορθοδόξου ποιμνίου47, ης ένεκα μεγάλα δεινά υπέφερεν η αυτόθι ορθόδοξος Εκκλησία, αγωνιζομένη να τηρήση αλώβητον και αμόλυντον τον της πίστεως χιτώνα και απαραχάρακτον την παραδοθείσαν αποστολικήν και πατερικήν διδασκαλίαν. Επρόκειτο περί των λεγομένων ουνιτών, οίτινες δολίως δρώντες εν τε τη Νοτίω Ρωσία και τη Πολωνία48 ελυμαίνοντο την ενότητα της Εκκλησίας, πολλήν την ταραχήν επιφέροντες εις το άσπιλον σώμα Αυτής,  αλλά  και ικανήν  ανησυχίαν  εις τάς καρδίας των πονούντων διά τας περιπετείας της. Kαι η εις έπακρον φιλορθόδοξος του Μελετίου καρδία, η διά τον Χριστόν και την Ορθοδοξίαν και μόνον πάλλουσα, δεν ήτο δυνατόν να μη ανησυχήση σφόδρα εκ των πληροφοριών τούτων, δι' ων ενεφανίζετο η Ορθοδοξία κλονιζομένη εν ταις χώραις ταύταις. Θα επεθύμει να μεταβή ο ίδιος εις τας περιοχάς ταύτας, να αντιπαλαίση κατά μέτωπον με τους επιβούλους της εκκλησιαστικής ειρήνης και ασφαλείας, και να επιστηρίξη διά των  δυνάμεών  του  τους  κλονιζομένους  αδελφούς. Μη δυνάμενος όμως, λόγω των πολλαπλών αυτού ασχολιών, να μεταβή ο ίδιος  εις  Ρωσίαν, απεφάσισε να αποστείλη εκεί ως εκπρόσωπον αυτού τον Πρωτοσύγκελλόν του Κύριλλον Λούκαριν μετά  συγγραμμάτων προς στήριξιν της Ορθοδοξίας, και επιστολής προς τον Κνέζην της Μ.Ρωσίας Βασίλειον.  

Ιδού τι εν τη επιστολή ταύτη έγραφεν ο Μελέτιος· «Καταμαθόντες ημείς τους των ορθοδόξων επηρεασμούς υπό των αλλοτρίως φρονούντων εν τοις κλίμασι της καθ' υμάς οικουμένης, εσπεύσαμεν παραγενέσθαι προς υμάς και την υμετέραν ιστορήσαντες θεοσέβειαν και την εκείθεν αναπηγάζουσαν ευφροσύνην καρπωσάμενοι και τοις επηρεάζουσι χείρα ορέξαντες βοηθείας, ώστε οψέποτε γουν βουληθείεν της ευθείας αντιλαβέσθαι. Επειδή δε των καιρών η χαλεπότης εμποδών γέγονε, δεύτερον αναλαβόντες  πλούν, τον ημέτερον Σύγκελλον τον οσιώτατον εν Ιερομονάχοις και πνευματικοίς Κύριλλον εξαποστέλλομεν συν τισι των ημετέρων συγγραμμάτων προς την υμετέραν λαμπρότητα, ην παρακαλούμεν μη συγχωρήσαι το σύνολον νεωρετισμόν τινα, είτε των λεγομένων παπιστών ή των από Λουτήρων, ταις υμετέραις  επαρχίαις  φιλοχωρείν  λυμαινόμενον  των πατρώων πιστεώς τε και παραδόσεως,  το θεόδμητον κάλλος. Εκείνοι γαρ και σοφία διαπρέψαντες και πνεύματι φωτισθέντες αγίω τα προς σωτηρίαν ημών καθηγήσαντο...»49. Η μετά πάθους προσήλωσις του Μελετίου εις «τηv πατρώαν πίστιν και παράδοσιν» δεν ήτο απόρροια ενός στείρου συντηρητισμού. Ήτο γέννημα της βαθείας αυτού ευσεβείας και της ειλικρινούς βιώσεως των αρχών της αμωμήτου ημών πίστεως. Δεν επολέμει τους ετεροδόξους ο Μελέτιος εξ ανεπιτρέπτου ωθούμενος μισαλλοδοξίας, αλλ' επίστευεν ότι η επισήμανσις των κακοδοξιών αυτών, ως λαμπρά εκδήλωσις πραγματικής  και ειλικρινούς προς αυτούς  αγάπης, ήτο δυνατόν να οδηγήση τους εξ αυτών καλοπίστους και αγαθοπροαιρέτους εις την αναζήτησιν και ανεύρεσιν της αληθείας και δι'αυτής της ψυχικής αυτών σωτηρίας, αφού η αίρεσις απεργάζεται την ματαίωσιν της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Υπό το πρίσμα τούτο εκτιμωμένη η στάσις του Μελετίου έναντι των παπικών κατ' ουδέν, υπολειπομένη της αναλόγου στάσεως των μεγάλων της Εκκλησίας Πατέρων, αναβιβάζει τούτον εις ισοϋψή αυτοίς θέσιν και καθιστά τούτον υπέρμαχον της Ορθοδοξίας και θαρραλέον της  πίστεως  ομολογητήν. Ητο σαφής και δεδηλωμένη η έναντι των παπικών θέσις του. «Eισί τινες -έγραφε προς τινα Χίον- oι δήθεν του μακαρίου Πέτρου είναι βουλόμενοι μαθηταί, κατά τούτο και μόνον πετρίζοντες, ότι ηπάτηνται (ει και μη τον αυτόν τρόπον τω μακαρίω Πέτρω...) ανατρέψαι φιλοτιμούμενοι το της  Εκκλησίας  γνήσιον...»50  

Ομούν μετά τουύ Κυρίλλουν ανεχώρησε διά Πολωνίαν, Βλαχίαν και Μολδαυΐαν και ο Νικηφόρος Παράσχης ο Καντακουζηνός. Μετά την εν Βρέστη Σύνοδον (1596 ) και τον εξαπολυθέντα διωγμόν ο μεν Κύριλλος κατώρθωσε να διαφύγη, αλλ' ο Νικηφόρος συνελήφθη κατά διαταγήν του αυτοκράτορος Σιγισμούνδου του Γ' ως δήθεν κατάσκοπος των Τούρκων και ενεκλείσθη εις το φρούριον του Μαριενβούργου, τελευτήσας ως ομολογητής και ιερομάρτυς   υπέρ της , Ορθοδοξίας51.

 

7. Επάνοδος  του  Μελετίου  εις Αλεξάνδρειαν.  

Περατώσας κατά το έτος 1594 ο Μελέτιος την εν Κων/λει αποστολήν του, έλαβε την άγουσαν επιστρέφων εις Αλεξάνδρειαν διά θαλάσσης. Καθ' οδόν εστάθμευσεν εις Καλλιούπολιν, ένθα τον προέλαβεν ο Ιωαννίνων διαμηνύων «την ου σμικράν αθυμίαν του Ιερεμίου επί μάλλον αυξηθείσαν επί τη  αποδημία» αυτού52. Τα πολλά του Οικουμενικού θρόνου προβλήματα και η καθόλου  της  αυτόθι Εκκλησίας  κατάσταοις, «ης έστι πάντα ελεεινά»53 εις μεγίστην είχον περιαγάγει δυσχέρειαν τον Πατριάρχην Ιερεμίαν ως εκ χαρακτήρος αδυνατούντα να επιβάλη ισχυράν  χείρα  επί των τραυμάτων και να επουλώση τας πληγάς, τας υπό του εσμού των αvαξίωv κυρίως κληρικών εις το πανάχραντον της Εκκλησίας σώμα επιφερομένας καθ' ημέραν. Αλλ' ο Μελέτιος, καίπερ μη υποτιμών την σοβαρότητα της καταστάσεως, εν τούτοις εδήλωσε δι' επιστολής αυτού αδυναμίαν προς ανακοπήν του πλου και επιστροφήν οπίσω, διαβεβαιώσας τον Ιερεμίαν περί των αδιαλείπτων δεήσεων αυτού προς τον Θεόν υπέρ άρσεως «της επικειμένης ζάλης». «Eι δυνατόν-έγραφεν- ανέπλεον άν ουδέν όλως μελήσας αυτού τε παραμυθησόμενος την αθυμίαv και την του δήμου παντός· νυνί δε καίπερ απών, τον ενόντα γε τρόπον, ικετεύω την του Θεού φιλανθρωπίαν, ου μόνον παρακαλέσαι τας καρδίας αυτών τεθλιμμένας ούσας, αλλά και την επικειμένην ζάλην επαρκέσαι, την τε δημόσιον και την της Εκκλησίας, ης έστι πάντα ελεεινά. Εγώ δε ούτε εν Καλλιουπόλει, ούτε κατά Σηστόν και Άβυδον, όθεν διέβην, ουδέ κατά Τένεδον... κατ' ουδέν εξευρίσκω την αφθονίαν των κακών μειονεκτούσαν· πανταχου ταραχαί, φόβοι, δάκρυα, στεναγμοί και ουκ οίδα πού λήξει τα κακά ή τίνα έξουσι παραμυθίαν... Διό και την σην παρακαλώ ιεράν ψυχήν σχειν μικρόν τους χαλινούς των εκκλησιαστικών προσώπων· νη γαρ την αλήθειαν πολύς εσμός εκχείται παρά των ημετέρων τουτωνί των αρχιερατευόντων τη Οικουμένη των κακών»54.  

Συνεχίσας λοιπόν την προς Αλεξάνδρειαν πορείαν του ο Μελέτιος αφίκετο εις την έδραν αυτού κατά το 1594 επιδοθείς και πάλιν μετά ζήλου εις την άσκησιν των ποιμαντορικών του καθηκόντων και εις την πνευματικήν προαγωγήν του ποιμνίου του, επαναλαβών το διακοπέν ιεραποστολικόν του έργον.  Τον συνείχε διαρκώς η μέριμνα της Εκκλησίας, ένεκα της οποίας εις πολλάς υπεβάλλετο θυσίας. Βλέπων την συγκεχυμένην των πραγμάτων κατάστασιν, τας αδικίας και τας υπεροψίας των ισχυρώς κρατούντων, και μετ' άλγους καθημέραν διαπιστών «τον αβίωτον βίον του δούλου Γένους, όπερ έζη υπό διηνεκή τρόμον, βλέπον άνωθεν της κεφαλής του αιωρούμενον το αιμοχαρές δαμόκλειον ξίφος του ανηλεούς κατακτητού»55 και την αδυναμίαν της Εκκλησίας να ποιμάνη τον απερριμμένον τούτον λαόν, επάσχιζε να προσφέρη παν το δυνατόν, μετερχόμενος παν κατά την κρίσιν αυτού μέσον διά τον ευαγγελισμόν τού λαού και την διατήρησιν της πίστεώς του. Και ταύτα πάντα, παρά τας συνεχείς του σαρκίου ενοχλήσεις.  Γράφων προς τον ιερομόναχον Λεόντιον και μετ' ειλικρινείας διηγούμενος τα δεινά εις α υπεβάλλετο, υπείκων εις την πιστήν εκτέλεσιν των καθηκόντων του, έγραφε και τα εξής χαρακτηριστικά· «Σιγή παρέρχομαι τας της σαρκός ασθενείας, ουδέ  ακαταφρονήτους  καί  συνεχείς... Αλλ' ημείς μεν, ως έκρινε το θείον,  προσπαλαίομεν τοις  δεινοίς  υπέρ της  δόξης του Θεού επί τη της Εκκλησίας προφυλακή τε καί θεραπεία εν τη εσχατιά ταύτη»56. Έχων πάντοτε προ οφθαλμών  το  έναντι  της Εκκλησίας, εν ποικίλαις συμφοραίς περιπεσούσης, καθήκον του ηδιαφόρει διά την υγείαν του και ως λέων ερρίπτετο εις τον αγώνα προς διάσωσιν αυτής από καταφορών καί δηώσεων, καθώς και του εμψύχου αυτής πληρώματος από των εναντίων δυνάμεων.  

Η σφοδρά του επιθυμία προς διακονίαν της Εκκλησίας τον ωδήγησε μέχρι του σημείου να επεκτείνη την κανονικήν του δικαιοδοσίαν και επί της Εκκλησίας Κρήτης, μεθ' ης τον συνέδεον ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί, αναλαμβάνων εκάστοτε την επίλυσιν ζωτικής φύσεως εκκλησιαστικών αυτής ζητημάτων, προβαίνων και εις κανονικάς εν αυτή ενεργείας ως π.χ. την αναγωγήν εις πνευματικόν του Ηγουμένου Απεζωνών Αρσενίου, την διατήρησιν εν Κρήτη ως ιδίoυ Αρχιερατικού Επιτρόπου, του ιερέως Γεωργίου Μαραφαρά, την επιβολήν τιμωρίας (αργίας ) εις τον ιερέα παπα- Βησσαρίωνα «ατάκτως βιούντα», την απονομήν οφφικίων εις τους μετασχόντας εις την κηδείαν της αδελφής του μοναχής Ευγενίας, την αναίρεσιν αδίκωv αποφάσεων του Οικουμενικού Θρόνου, την επιτίμησιν του Ιωάσαφ Λαχνή κλπ.57.  

Αι τοιαύται του Μελετίου επεμβάσεις εν Κρήτη, υπαγομένη ως γνωστόν εις την δικαιοδοσίαν του Oικουμενικού  Θρόνου, τας οποίας  βαρέως έφερον οι εν Κων/λει, υπηγορεύοντο βεβαίως εκ της ανάγκης ουσιαστικής  διαποιμάνσεως  αυτής,  δεδομένων  των δυσμενών συνθηκών, υφ' ας διετέλει ο Οικουμενικός Θρόνος, και της μεγάλης αποστάσεως αυτού εκ Κρήτης, ων ένεκα η άσκησις της επικυριαρχίας αυτού είχεν αποβή ου μόνον σκιώδης αλλά τούτ' αυτό ανύπαρκτος. Αι διαμαρτυρίαι των εν Κων/λει, εις το στενόν γράμμα των Ι.  Κανόνων όντων προσκεκολλημένων και αγνοούντων  την  το  πραγματικόν  της  Εκκλησίας συμφέρον υπηρετούσαν ουσίαν, δεν διέφυγον της προσοχής του Μελετίου, όστις αναφερόμενος  εις  αυτάς έγραφε περί των εν Κων/λει ασχαλλόντων· «ήκιστα διανοηθέντες την της χώρας κατάστασιν και το των καιρών χαλεπόν εις σχεδόν αδύνατα κατεπείγουσι τους υπηκόους, πεμψάτωσαν, ει  δοκεί, αρχιερέα διατιθέμενον τα κατά την χώραν· ει δε τούτο εκείνοις αδύνατον, πώς ζητούσι το τούτου χαλεπώτερον;»58.  

Εάν κρίνωμεν εκ των στοιχείων τούτων, θα πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι αι κατ' αρχήν αντικανονικαί ενέργειαι του Μελετίου εν Κρήτη δεν ήσαν όλως αδικαιολόγητοι. Ενώπιον της οικτράς καταστάσεως του δούλου Γένους, των εν τη λατινοκρατουμένη  Κρήτη στερουμένη ορθοδόξων αρχιερέων συμβαινόντων, της πραγματικής αδυναμίας του Οικουμενικού Θρόνου όπως ασκήση την επικυριαρχίαν αυτού επί της Εκκλησίας Κρήτης, και των συναισθηματικών του Μελετίου δεσμών προς την γενέτειραν αυτού γην, τότε ασφαλώς θα υπάρξη δικαιολογία τις διά την κατ' oικovoμίαv διοίκησιν της Εκκλησίας Κρήτης υπό του Αλεξανδρείας. Σκοπός αυτής δεν ήτο η εισπήδησις εις ξένην επισκοπήν αλλ' «η ενθάρρυνσις της Ορθοδοξίας εν τη μεγαλονήσω και η αναζωπύρησις του υγιούς θρησκευτικού και μοναχικού πνεύματος»59 καθώς και η ενίσχυσις του εθνικού φρονήματος των υποδούλων εν τη διατηρήσει αλωβήτου της εθνικής κληρονομίας και παρακαταθήκης. Αυστηρώς από κανονικής σκοπιάς κρινόμενος, ο Πηγάς δυνατόν να θεωρηθή εν τω σημείω τούτω παραβάτης των Ι. Κανόνων. Όμως τα συντρέχοντα υπέρ αυτού  ελαφρυντικά  τον  αναδεικνύουν  οξυδερκή  και ικανόν ηγέτην της Εκκλησίας, δυνάμενον να διακρίνη εκάστοτε την υπό των περιστάσεων  επιβαλλομένην προσφορωτέραν λύσιν, εις μόνην αφορώντα την της Εκκλησίας εύκλειαν και προκοπήν.

 

8. Παπικαί προσπάθειαι προσεταιρισμού των Κοπτών. Αντίδρασις Μελετίου.  

Η μετά την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως απροκαλύπτως εκδηλωθείσα εν τη ελληνική γή παπική προπαγάνδα, οσημέραι επεκτεινομένη εις τον χώρον της καθ' ημάς Ανατολής, έφθασεν εις το απώγειον αυτής επί Πάπα Γρηγορίου ΙΓ', τη εντολή του οποίου «κατηρτισμένη φάλαγξ Ιησουϊτών»60 ανέλαβε την διά παντός τρόπου πραγματοποίησιν των παπικών βλέψεων και σχεδίων. Αρχικώς εν Κων/λει και είτα εν ταις λοιπαίς του υποδούλου ελληνισμού πόλεσιν ιδρύθησαν σχολαί, κολλέγια, μοναί, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, υπό την διεύθυνσιν των παπικών τελούντα και αποσκοπούντα τύποις μεν εις την  παροχήν βοηθείας  προς τους πάσχοντας Έλληνας, ουσία όμως εις την εκπόρθησιν του φρουρίου της Ορθοδοξίας. Η Εκκλησία αμυνομένη και τον θησαυρόν της πίστεως διά παντός μέσου μεριμνώσα ίνα περισώση, προσεπάθει να αποσείση τον επικρεμάμενον κίνδυνον δι'όλων των εις την διάθεσιν αυτής, υπό καθεστώς δουλείας, μέσων. Αλλ' η των ετεροδόξων δραστηριότης,  μηδαμινά λογιζομένη και ανάξια λόγου τα παρεμβαλλόμενα εμπόδια, συνέχιζεν ανενδοίαστος  το  έργον  αυτής  εξαπλωθείσα  μέχρις Αλεξανδρείας.  

Εν Αλεξανδρεία η σχετική κίνησις των παπικών, μη περιορισθείσα μόνον μεταξύ των ορθοδόξων, επεξετάθη και προς τους κόπτας, την υποταγήν και αυτών εις  την  ΡΚ Εκκλησίαν  επιδιώκουσα61. Αλλ' ήδη ο  Πατριάρχης Μελέτιος είχεν από καιρού συντόνους καταβάλει προσπαθείας διά την ένωσιν κοπτών και ορθοδόξων, ελθών μάλιστα εις επανειλημμένας μετά των κοπτών ηγετών επαφάς, πολλά πονήσας, κατά Κύριλλον Λούκαριν, διά την επαναφοράν αυτών «εις την οδόν της αληθείας»62. Αι ενέργειαι αύται του Μελετίου ωδήγησαν τούτον εις το να αποστείλη εν έτει 1595 επιστολήν προς τον βασιλέα της Αιθιοπίας Μελέκ Σακάτ παροτρύνων αυτόν όπως ανασυνδέση το νήμα της αβησσυνιακής Εκκλησίας μετά της Ορθοδόξου, δικαιών ούτω τας προσδοκίας των πιστών του, εξ ων ως γράφει, «πολλοί... εστράφησαν  προς  την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και καθ' ημάς πολιτεύονται και μεθ' ημών κηρύττουσι νυν ένα Χριστόν, τουτέστι μίαν υπόστασιν εν δύο φύσεσιν ασυγχύτοις, τον αυτόν Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον... και οι κατ' Αίγυπτον Αιθίοπες φεύγοντες (την πλάνην ) επιποθούσιν ενωθήναι και αυτοί μεθ' ήμών...»63. Καταλήγων δε παρεκάλει τον βασιλέα «ασπασίως δέξασθαι το παρά Θεού τούτο κίνημα και ευδοκήσαι ίνα πάλιν εν ώμεν Ρωμαίοι τε και Αιθίοπες καθώς και πρότερον πριν χωρισθήναι των Κοπτών»64.  

Το αποτέλεσμα των ενεργειών τούτων του Πηγά δεν υπήρξε πλήρως θετικόν. Εκ της τοιαύτης όμως κινήσεως επετεύχθη σοβαρά προσέγγισις μεταξύ των δύο πλευρών, εις ην αναμφιβόλως  μεγάλως συνέβαλε το μέγα του Μελετίου κύρος και η ευρεία. ακτινοβολία της προσωπικότητος αυτού.  Η αλήθεια του ισχυρισμού τούτου επεβεβαιώθη και αργότερον εξ αφορμής της αναφυείσης έριδος μεταξύ των κοπτών, λόγω του Γρηγοριανού ημερολογίου. Τότε οι μεν ετοίμως έχοντες όπως ασπασθούν το υπό του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ' καινοτομηθέν ημερολόγιον ηπείγοντο διά την άμεσον προσχώρησίν των εις αυτό, ενώ άλλοι, συντηρητικώτεροι και φίλοι των παραδόσεων  αυτοί, απέρριπτον την τοιαύτην ιδέαν, μη στέργοντες εις παραδοχήν της «βεβήλου κενοφωνίας». Ο Μελέτιος υπό της σφοδράς παρωθούμενος  επιθυμίας όπως  προστατεύση  τους Κόπτας από της παπικής καινοτομίας και, εκ των μετ' αυτών επαφών αντλών το θάρρος, επενέβη εις τήν μεταξύ αυτών έριν και απηύθυνεν επιστολήν «τοις κατ' Αίγυπτον και άνω Θήβας και των επέκεινα Κόπταις» διά της οποίας συνεβούλευε τούτους όπως μη μάχωνται προς αλλήλους εξ αιτίας της παπικής πρωτοβουλίας, αλλά παραμένουν  ειρηνικοί  και πιστοί εις τα πάτρια. Αι συμβουλαί αύται του Μελετίου απέδωκαν. Διότι εγένοντο η αιτία δια την συμφιλίωσιν των δύο κοπτικών μερίδων.  

Αλλ' αι απόπειραι της Δυτικής Εκκλησίας προς προσεταιρισμόν  των  Κοπτών,  καίπερ συντριβόμεναι εκάστοτε επί του ακλονήτου βράχου των προστατευτικών εγκαίρων επεμβάσεων του Πηγά, δεν εύρισκον τέλος,  συνεχώς  επαναλαμβανόμεναι  υπό  διαφορους συνθήκας και προσχήματα. Το άγρυπνον όμως του Μελετίου  όμμα  συνελάμβανε  πάσας  τας  υπόπτους κινήσεις και διά  του καταλλήλου ελιγμού  απεσόβει την  πραγμάτωσιν  των  τεκταινομένων. Ήδη  από του 1593 ο εν Αλεξανδρεία παπικός λεγάτος Ιωάννης Βαπτίστ, ενεργών εξ ονόματος του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ', είχε κατορθώσει να λάβη παρά του τότε Πατριάρχου των Κοπτών Ιωάννου απαντητικήν επιστολήν προς τον Πάπαν, εις την περί «ενώσεως» πρότασιν αυτού. Η επιστολή αύτη ώδήγησεν εις την κατά τους τελευταίους  μήνας του 1594 μετάβασιν διμελούς κοπτικής αντιπροσωπείας εις Ρώμην,  αποτελουμένης εκ των μοναχών της Ι. Μονής τον Αγ. Mαχαρίoυ, Ιωσήφ και Απτελμεσίχ επί Πατριάρχου Ιωάννου, με σκοπόν την διαπραγμάτευσιν της «ενώσεως»65.  

Οι δύο απεσταλμένοι ενεφανίσθησαν προ του Πάπα την 15ην Ιανουαρίου 1595, ομολογήσαντες εξ ονόματος της Εκκλησίας αυτών τας παπικάς κακοδοξίας, ήτοι το Filioque, το καθαρτήριον, τα εν  Φλωρεντία και Τριδέντω αποφασισθέντα,  υπογράψαντες και σχετικήν ομολογίαν πίστεως. Οι παπικοί εν τε τη Ρώμη και τη Αλεξανδρεία εθριαμβολόγουν διά την αισίαν ολοκλήρωσιν  των  πολυχρονίων  αύτών  προσπαθειών και διά την επιτυχή έκβασίν των. Αλλ' η ψευδοένωσις αύτη, η εν αγνοία του λαού επιχειρηθείσα, ήτο  εκ των προτέρων καταδεδικασμένη εις αποτυχίαν. Πολλαί ανά τους αιώνας τοιαύταs «ενώσεις» της  ΡΚ Εκκλησίας μεθ' ετέρων Εκκλησιών επεχειρήθησαν, επισπευδούσης της ισχυράς παπικής Εκκλησίας, επί καταφρονήσει και καταπατήσει της μόνης ορθής και υγιούς κανονικής βάσεως, ήτις συνίσταται εις την μετ' ειλικρινείας αναζήτησιν της εν Χριστώ αληθείας και την μετά παρρησίας αποκήρυξιν των πεπλανημένων δοξασιών. Αντί ταύτης, όμως, πολλάκις κατά το παρελθόν ηκολουθήθη η σκολιά οδός της «επιστροφής των  πεπλανημένων» εις τους κόλπους της ΡΚ Εκκλησίας, οδός ήτις παν άλλο ή την αρραγή απεργάζεται ένωσιν. Και θα ανέμενέ τις ότι η πικρά του παρελθόντος πείρα θα υπηγόρευε ριζικήν αλλαγήν  τακτικής εκ μέρους της ΡΚ Εκκλησίας  και  θα συνέβαλλεν αποφασιστικώς εις  την  σμίκρυνσιν  του  επί  αιώνας  υφισταμένου χάσματος, εις την λείανσιν των αιχμών και εις την προοδοποίησιν  της  αληθούς  εν  Χριστώ  ενώσεως. Αντί τούτου όμως παρατηρείται έως της σήμερον ζωηρά της Δυτικής Εκκλησίας προσήλωσις εις  την απ' αιώνων εγκαινιασθείσαν και πιστώς ακολουθηθείσαν πολιτικήν της, της από υψηλοτέρας πως σκοπιάς και ως από τρίποδος θεωρήσεως των λοιπών αγίων του Θεού Εκκλησιών, και δη και της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της καθ' ημάς Ορθοδόξου, με αποτέλεσμα την διεύρυνσιν του χάσματος και την μήκυνσιν  της αποστάσεως, ήτις χωρίζει αμφοτέρας.  

Εθριαμβολόγουν λοιπόν οι εν Ρώμη και Αιγύπτω Λατίνοι διά την επιτευχθείσαν  «ένωσιν»  μετά  της κοπτικής  Εκκλησίας.  Αλλ' ο Μελέτιος  την  της Εκκλησίας ιστορίαν εις βάθος γνωρίζων, και τα εξ αυτής  συναγόμενα  συμπεράσματα  μη  καταφρονών, αλλ' ως διδάγματα εν τη πορεία του βίου εφαρμόζων, «είδεν ηδέως προσμειδιών και θαυμάζων την κουφότητα των Λατίνων προπετώς πιστευόντων ή την κακεντρέχειαν  των  Ιησουιτών  τοιαύτα  επινοούντων»66. Εγνώριζεν ο πολύς την κατά Θεόν σοφίαν Πατριάρχης, πόσον αίωλοι και μετέωροι, κούφοι και ανερμάτιστοι είναι  τοιαύται ενέργειαι  μη  επερειδόμεναι  επί της απαρεγκλίτου κανονικής βάσεως. Αλλά και τας δολοπλοκίας των παπικών μή αγνοών και εις ταύτας αποδίδων την τοιαύτην «ένωσιν», εθεώρει την περί αυτής πληροφορίαν ως «καθαρόν  μύθον» οφειλόμενον είτε εις το ότι «ανατολικοί απατεώνες, ίνα χρήματα επαιτήσωσι τους άγαν ευπίστους ηπάτησαν, είτε διότι οι Ιησουίται, oι αρχιτέκτονες  των ψευδών, ίνα τοιουτοτρόπως τους χριστιανούς δελεάσωσι και γλαύκωμα εις τους οφθαλμούς αυτών επιρρίψωσιν ηθέλησαν κακήν χρήσιν να ποιήσωνται του  σκότους τούτου»67.  Και τοιαύτα μεν περί των συνεργησάντων εις την ψευδοένωσιν ταύτην ο Μελέτιος εφρόνει. Αλλά και ο ευσεβής λαός, ο πάντοτε ευαίσθητος εις τα της πίστεως θέματα υπάρχων, και πολλάκις διαψεύδων τας ερήμην αυτού υψουμένας προσδοκίας αναξίων πνευματικών του ηγητόρων, άμα τη εκ Ρώμης επιστροφή της  διμελούς εκείνης κοπτικής ξυνωρίδος;  των πρωτοστατών της αρνήσεως, εκίνησε στάσιν κατά του Κόπτου Πατριάρχου68 και των συμφρονούντων αυτώ απαιτών και αξιών παραχρήμα την ακύρωσιν των  αθέσμων  συμφωνιών και την απαγκίστρωσιν εκ της παπικής αρπάγης.  

Η στάσις προσέλαβε σοβαράς διαστάσεις την δημοσίαν απειλούσας τάξιν, διό και η τουρκική Κυβέρνησις προς περιφρούρησιν της ασφαλείας και προς καταστολήν της έριδος κατέφυγεν εις την βοήθειαν του Μελετίου αναθέσασα  αυτώ την  διαιτησίαν. O Πηγάς ασμένως αποδεξάμενος τον ρόλον του διαιτητού, συνηντήθη μετά τού κόπτου Πατριάρχου και μετά διεξοδικήν επί θεολογικών βάσεων συζήτησιν κατώρθωσε να πείση τούτον, τον πρωτεργάτην του όλου κινήματος υπέρ της ενώσεως, περί τού έσφαλμένου της γενομένης ενεργείας και περί της ακολουθητέας προς διόρθωσιν των κακώς γενομένων οδού. Τοιουτοτρόπως και εις την περίπτωσιν ταύτην η γνώμη του Μελετίου εγένετο όχι μόνον ακουστή αλλά και σεβαστή και ασπαστή ύπδ τών κοπτών, ματαιώσασα την ασυνέτως και βεβιασμένως  τολμηθείσαν  πρωτοβουλίαν  των παπικών, ήτις τελικώς κατέληξεν εΕς βάρος αύτών.

 

9. Επέμβασις του Μελετίου εις τo ζήτημα του Σιναίου Λαυρεντίου  

Η ακραιφνής του Μελετίου προσήλωσις εις την κανονικήν της Εκκλησίας τάξιν και ο υπέρ αυτής θερμουργός ζήλος του, ου μην δ' αλλά και το υπέρ της Ι. Μονής Σινά αμείωτον αυτού ενδιαφέρον, καθώς και το ηυξημένον αυτού κύρος εν τη Εκκλησία, τον ωδήγησαν εις ανάμειξιν εις την υπόθεσιν της αντικανονικής χειροτονίας του αδελφού της Μονής ταύτης Λαυρεντίου ως Αρχιεπισκόπου Σιναίου.  

Μετά τον θάνατον του Σιναίου Ευγενίου και πριν ή αναδειχθή, κατά την κρατούσαν τάξιν, ο κανονικός αυτού διάδοχος, ο Λαυρέντιος, επισπεύδων και εκβιάζων τα πράγματα, διά δωροδοκίας  του Επισκόπου Κύπρου και ετέρου τινός ανήκοντος εις το Πατριαρχείον Αντιοχείας, εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος Σιναίου. Την σιμωνιακήν ταύτην χειροτονίαν πληροφορηθείς  ο Αντιοχείας Ιωακείμ κατήγγειλε ταύτην προς τε τον Oικουμενικόν Πατριάρχην Ιερεμίαν τον Β' και τον Αλεξανδρείας Μελέτιον, ζητών την καθαίρεσιν του τε χειροτονηθέντος και των χειροτονησάντων αυτόν δύο Αρχιερέων. Ο Ιερεμίας λαβών γνώσιν τούτων, εσκέπτετο να προβή προς αποκατάστασιν της κανονικής τάξεως εις την καθαίρεσιν των παραβατών. Ο Μελέτιος όμως, ελπίζων πάντοτε εις  την  αποτελεσματικότητα των ηπίων κατ' αρχήν μέτρων, κατώρθωσε να μεταπείση τον Ιερεμίαν, αμφότεροι δε από κοινού απηύθυναν «αποφασιστικά γράμματα» προς τους εν Σινά μονάζοντας, αξιούντες όπως «μετρήσαντες ταύτα μετά φόβου Θεού φροντίσωσι περί της διορθώσεως των κακώς πεπραγμένων δια την εαυτών σωτηρίαν»69, απειλούντες, εν εναντία περιπτώσει, ότι θα προέβαινον εις την καθαίρεσιν του Λαυρεντίου. Το ύφος της επιστολής των δύο Πατριαρχών ήτο ήπιον, χωρίς όμως και να καταλείπη την παραμικράν αμφιβολίαν ως προς την αποφασιστικότητα των συντακτών της προς επιβολήν της τάξεως εν τη Εκκλησία.  

Παρά ταύτα ο μεν Λαυρέντιος παρέμενεν αμετάπειστος, εξακολουθών να φέρεται ως Αρχιεπίσκοπος Σιναίου, ενώ ο Κύπρου, ο χειροτονήσας αυτόν, καθηρέθη υπό των δύο Πατριαρχών. Εν τω μεταξύ ο Λαυρέντιος, εν τη προσπαθεία αυτού προς περίσωσιν εαυτού, ενεφάνισε τον Ιεροσολύμων, προς οv είχε την αναφοράν του, ως δήθεν συγχωρήσαντα και αναγνωρίσαντα αυτόν. Ο Πηγάς, πληροφορηθείς την είδησιν ταύτην, απηύθυνεν επιστολήν προς τον Ιεροσολύμων, τέλος δε αφού εις μάτην ανέμεινεν επί μακρόν την μεταμέλειαν του Λαυρεντίου και την φιλάδελφον των Σιναϊτών  παρέμβασιν  παρ' αυτώ,  ηναγκάσθη να γράψη προς τον Ιερεμίαν υπό ημερομηνίαν 25 Απριλίου 1595 αποδεσμεύων τούτον της περαιτέρω αναμονής διά την ομαλήν, εκ πρωτοβουλίας του πταίσαντος, λύσιν του προβλήματος και συνιστών την διά Συνοδικής αποφάσεως αποκατάστασιν της κανονικής τάξεως. «Επειδή- έγραφεν- οι Σιναΐται ου προσίενται την εμήν βουλήν ηναγκάσθημεν κρίσιν τοιαύτην ποιείσθαι, ην  και δηλούμεν και τη Ση Παναγιότητι, ότι συνοδικώς αυτόθι λάβη το κύρος είγε και δόξει τη ση συνέσει»70.  

Ατυχώς ο επισυμβάς κατά τα τέλη του 1595 θάνατος του Ιερεμίου ανέστειλε την ενέργειαν των δεόντων προς την κατεύθυνσιν ταύτην, ο δε διαδεχθείς τούτον Ματθαίος ο Β' ο από Ιωαννίνων, λόγω της εικοσαημέρου μόλις πατριαρχείας του71, δεν ηδυνήθη να ασχοληθή με το ζήτημα τούτο. Αλλά και ο τούτου διάδοχος Γαβριήλ ο Α' κατά τους πρώτους εξ μήνας του 1596 πατριαρχεύσας72, παρά τας, επί τη εκλογή αυτού, αδελφικάς του Μελετίου συστάσεις προς ταχείαν διόρθωσιν των κακώς  εν τη Εκκλησία κειμένων73 ουδέν έπραξεν εν σχέσει προς την υπόθεσιν Λαυρεντίου, όστις, εκμεταλλευόμενος την αδυναμίαν των αρμοδίων διά τον κολασμόν αυτού και την βραδύτητα κινήσεως του εκκλησιαστικού  μηχανισμού, εξηκολούθει παρανομών και δεινώς υβρίζων τους Ι. Κανόνας. Και ου μόνον τούτο.  Αλλ'  επειδή  πάντοτε τη παρανομία έπεται και η θρασύτης, εισεπήδησεν όλως και πάλιν αντικανονικώς και άνευ γνώσεως του Μελετίου εις την περιοχήν του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ιεροπράττων ακωλύτως. Ο Μελέτιος, μη δυνάμενος πλέον να ανεχθή την κατάστασιν, κατήγγειλε  τον Λαυρέντιον διά γραμμάτων προς τους λοιπούς Πατριάρχας, οίτινες εκδόντες  Συνοδικόν  γράμμα  κατεδίκασαν  αυτόν74. Αλλ' ο αδίστακτος Λαυρέντιος, τον περι εαυτόν κλοιόν της εκκλ. πειθαρχικής κυρώσεως αισθανόμενος πιεστικόv και ολονέν στενούμενον, αντί άλλης , απαντήσεως προέκρινε την αποστασίαν, πέμψας πρέσβεις εις Ρώμην δι' ων «απέκλινε την Ορθοδοξίαν τω Βάαλ τριακοσίων δηναρίων χάριν»75. Η ενέργεια αύτη του Λαυρεντίου κατεβύθισε τούτον περισσότερον εν τω βορβόρω της κανονικής αταξίας, γεγονός όπερ εκίνησε την αγανάκτησιν του Μελετίου έναντι και αυτού και των υποθαλπόντων  αυτόν  Σιναϊτών,  ους  εν επιστολή  του εμφανίζει ως  αφρόνως  υπολογίζοντας εις  σύντομον εκ του κόσμου τούτου έξοδον αυτού λόγω των κακουχιών και άλλων  στερήσεων  οδηγησασών αυτόν  εις πρόωρον γήρας. «Ουκ οίδασιν οι ασύνετοι   -έγραφε- το πρόωρον ημών τούτο γήρας πολλοίς και μεγάλοις ασκηθέν υπέρ της ευσεβείας αγώσιν, ήδη τε γευόμενον τελευτής ει γε και αώρου, αλλ' ουν ουκ αέλπτου αλλ' αηδούς... τούτο δη φημι το γήρας το πολυπαθές ουκ ίσασι πεφυκός μη δειματούσθαι γεροντοπαιδαρίων απειλαίς ταις υφηγήσεσιν επομένων Λαυρεντίου του ματαιόφρονος;»76.  

Εκ της επιστολής ταύτης συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Σιναΐται μη περιορισθέντες εις απλήν του Λαυρεντίου ανοχήν ή υποστήριξιν, εξετράπησαν και εις απειλάς κατά του Μελετίου, γεγονός όπερ ου μόνον δεν  εκλόνισε  τον  παλαιόν  Σιναΐτην  Πατριάρχην, αλλ' έχαλύβδωσεν επί μάλλον την θέλησιν αυτού προς πάταξιν της παρεκτροπής και παραδειγματικήν τιμωρίαν των ενόχων. Όμως η τροπή, ην μετά ταύτα έλαβον τα  πράγματα, απεσόβησε την χρησιμοποίησιν δυναμικών μέσων. Διότι ο Λαυρέντιος και oι μετ' αυτού, κατόπιν της συμβουλευτικής παρεμβάσεως των Αντιοχείας Ιωακείμ  και Ιεροσολύμων Σωφρονίου, ήλθον εις συναίσθησιν του ολισθήματός των και ητήσαντο δημοσία συγγνώμην77. Την μετάνοιαν τούτων κρίνας ως ειλικρινή και ο Μελέτιος εδέχθη, εκφράσας δι' επιστολής την ελπίδα του ότι ο Λαυρέντιος θα πολιτευθή εν τω μέλλοντι «μετά πλείονος ασφαλείας και προσοχής και συστολής αφ' ων ου δει». «Επειδή ο ρηθείς κυρ Λαυρέντιος καί oι μετ' αυτού επεγνωκότες τα εαυτών πλημμελήματα και ωμολόγησαν επ' Εκκλησίας, μετανοούντες τε ήτησαν συγχώρησιν και ημείς ως μετανοούντας εδεξάμεθα....»78. Ούτως έληξεν αισίως  η  επί ικανόν  διάστημα  καταταράξασα  την εκκλησιαστικήν ευταξίαν και ειρήνην  υπόθεσις του πολυπράγμονος Λαυρεντίου και αποκατεστάθη η κανονική τάξις εν τη διοικήσει της Εκκλησίας, ης άνευ εις ταραχήν και αταξίαν περιπίπτουν  τα της Εκκλησίας πράγματα, με συνεπείας απροσμετρήτους διά τε τους εκκλησιαστικούς εν γένει θεσμούς και την πνευματικήν πρόοδον του ποιμνίου.

 

10. Θάνατος της τελευταίας αδελφής του Μελετίου  

Εν τω μεταξύ, εν έτει 1596, είδησις καταφθάσασα εκ Κρήτης εις βαθείαν έρριψε θλίψιν τον Πατριάρχην. Η μόνη επιζώσα αδελφή του Ευλογία, η γνωστή ως μοναχή Ευγενία, «η καί πάσαις μεμονωμένη εν ηλικία, τε και ακμή και εν καιροίς χαλεποίς εν βρυούση πόλει ταις ηδοναίς, χάριτι μέντοι και ροπή θεία καθιερώθη Θεώ  τα  του  κόσμου  πάμπαν  αποστρεφομένη»79, «θανατηφόρω περιπεσούσα νόσω»80, εξεδήμησε προς  Κύριον. Ο Μελέτιος αγάπης και στοργής τρέφων αισθήματα προς την πεφιλημένην αυτού αδελφήν,  μεγάλως ελυπήθη άμα τω αγγέλματι του θανάτου της και βαθείαν ησθάνθη οδύνην διά την πρόωρον αναχώρησίν της. Την είδησιν επληροφορήθη το πρώτον εξ επιστολής του ιερομονάχου Λαυρεντίου, Ηγουμένου της Ιεράς Μονής του Μ. Αντωνίου του Βροντησίου, προς ον και έγραψεν ευχαριστών, αποστείλας μάλιστα και επιτάφιον επίγραμμα ίνα τεθή επί του τάφου της αδελφής του81.  

Την θλίψιν αυτού, πάντως ουκ άμετρον, ο Μελέτιος εξέφρασε δι' επιστολών του προς πάντας, όσοι παρεστάθησαν κατά τας τελευταίας στιγμάς της θνησκούσης αδελφής του, καθώς και προς τους ποικιλοτρόπως  προσενεγκόντας υπηρεσίας προς το  σεπτόν αυτής λείψανον. Εκ των πρώτων έσπευσε να ευχαριστήση τον φίλον του ιατροφιλόσοφον Ηρακλήν, θεράποντα ιατρόν της θανούσης, προς ον και ηυχήθη ίνα «τον μισθόν των αμισθί εξηντλημένων πόνων εις θεραπείαν της εμής Ευλογίας αποδώη αυτώ εν ημέρα Κρίσεως ο δίκαιος Κριτής»82. Δι' άλλης δε επιστολής προς τον ιερομόναχον  Λαυρέντιον εξέφραζε τας ολοκαρδίους του ευχαριστίας διά την παρηγορίαν, ην ούτος προσέφερε προς την αδελφήν του «φιλανθρώπως επισκεψάμενος» αυτήν83. Ικανάς ωσαύτως ευχαριστίας απηύθυνε  και  προς  τον  Πανιερώτατον Επίσκοπον πρ. Χίου Ιππόλυτον «συν τοις πανοσιολογιωτάτοις Ηγουμένοις των Σεβασμίων Μοναστηρίων Νικηφόρω Αρκαδίου, Λαυρεντίω Βροντησίου και ευλαβεστάτοις ιερεύσιν, ιεροδιακόνοις και μοναχοίς μετά παντός του χριστωνύμου λαού» διά την συμμετοχήν αυτών εις την κηδείαν της Ευλογίας. «Η δε έναγχος -γράφει- επί τη της εμής αδελφής Ευλογίας της μετονομασθείσης Ευγενίας μοναχής κηδεία της υμών ευλαβείας φιλανθρωπία υπερνικά μου πάσαν ψυχής κίνησιν»84. Και τας αρετάς της θανούσης στοργικώς εκθειάζων συνεχίζει· «Τεθεραπεύκατέ μου τας οδύνας, τα σπλάγχνα, την καρδίαν κηδεύσαντες ευσεβώς γύναιον όσιον, συνέσεως και  παιδείας  μεστόν,  εμήν  μεν  αδελφήν, υμετέραν δε παίδα... Γυνή εν ακμαζούση τη ηλικία κάλλους και δόξης πλούτον καταφρονήσασα, φρόνημα δε  αντιμεταλαβούσα  ανδρώον  και  αντικαθισταμένη, ταις επηρείαις των του βίου τερπνών και τον πολέμιον εν Χριστώ νικήσασα... πάντας παρακαλείται εις τον κατά Θεόν βίον»85. Την δ' ευγνωμοσύνην αυτού ενδεικνύμενος  ο  Πατριάρχης  προς  άπαντας  τους πρεσβυτέρους, όσοι έλαβον μέρος εις την κηδείαν της μοναχής αδελφής του,  δι'  επιστολής  απένειμεν  εις άπαντας το  δικαίωμα  του  φέρειν  επιγονάτιον  «εις ευπρέπειαν της Εκκλησίας των ορθοδόξων εις υμών ευφροσύνην και ημέτερον μνημόσυνον»86. Ομοίως δι' έπιστολής του «τη  Πανοσιωτάτη  Καθηγουμένη του Μεγάλου Ιωάννου του λεγομένου Μεσαμπελίτη Ευγενεία  Μαρινοπούλη  συν ταις λοιπαίς  αδελφαίς...» ταις συγκροτούσαις την μοναστικήν αδελφότητα, εν η συγκατελέγετο και η αποθανούσα  Ευγενία, εξέφραζε τας ευχαριστίας του διά τα αισθήματα αγάπης των προς αυτήν και τιμής προς το σεπτόν αυτής σκήνωμα. «Ότι -έγραφε- την εμήν αδελφήν  Ευγενίαν,  την μακαρίαν  εκείνην  και  τρισοσίαν  δεξάμεναι  φιλανθρώπως εκηδεύσατε  μετά θάνατον οσίως, έξετε τον επάξιον μισθόν παρά του φιλανθρώπου Θεού...»87.  

Μετά την κηδείαν της Ευγενίας ηνοίγη η διαθήκη της, δι' ης ικανόν μέρος της μεγάλης πατρικής της περιουσίας διετίθετο διά την Μονήν της μετανοίας της, έτερον δε εις τους πτωχούς και έτερον εις ευαγή Ιδρύματα. Ο Μελέτιος, λαβών γνώσιν του περιεχομένου αυτής έσπευσεν, ως μόνος επιζών κληρονόμος, να επικυρώση ευθύς δι' επιστολής τούτο, τιμών ούτω την θέλησιν και την μνήμην της αδελφής του. «Βεβαιουμεθα -γράφει- βουλόμενοι και διακελευόμενοι εν Αγίω Πνεύματι, κατά πάντα κρατείν την διαθήκην ταύτην της ημετέρας άδελφής, τούτο έσχατον γέρας και τιμήν τη εσχάτη διαθέσει αυτής απονέμοντες εσχάτης υπαρξάσης και αυτής του ημετέρου γένους των Πηγά»88. Ούτως επετέλεσε και το τελευταίον χρέος του ο Μελέτιος προς την πεφιλημένην του αδελφήν, ήτις «ηύφρανε την καρδίαν (αύτού)  ασπασαμένη  την ασκητικήν ζωήν και απαρνησαμένη τα του  βίου...»89.

 

11. Προσπάθειαι του Μελετίου δι' ανόρθωσιν των οικονομικών του  Θρόνου.  

Παρ' όλας του Πατριάρχου τας αόκνους προσπαθείας προς οργάνωσιν των του Θρόνου ζητημάτων, αι συνεχείς περιστάσεις, υφ' ας ούτος διετέλει, εδημιούργουν φλέγοντα πνευματικά αλλά και οικονομικής φύσεως προβλήματα αξιούντα άμεσον και ριζικήν λύσιν. Ιδιαιτέρως τα οικονομικά του Πατριαρχείου, βαίνοντα οσημέραι από του κακού εις το χείρον, εκίνουν το ζωηρόν του Μελετίου ενδιαφέρον επί την ανόρθωσιν αυτών. Διά τούτο και έλαβεν εν έτει 1596 την απόφασιν διενεργείας εράνου εν Κρήτη μεταξύ των αυτόθι χριστιανών των κατοικούντων εν τη περιοχή Κυδωνίας και Κάστρου, προς ους και απέστειλεν επιστολάς συνιστών ως εντεταλμένον εκπρόσωπον αυτού τον  ιερομόναχον  Γεράσιμον. Γράφων «τοις  εν  τη Θεοφυλάκτω Κυδωνία ευρισκομένοις  ορθοδοξοτάτοις χριστιανοίς...»  εξ Αλεξανδρείας  διεξετραγώδει την δεινήν  κατάστασιν των  οικονομικών  του  Πατριαρχείου, παρακαλών εν τέλει την αγάπην των «κατά την συνήθη φιλανθρωπίαν ενδείξασθαι την αυτήν σπουδήν προς την του Χριστού Εκκλησίαν, ην και άλλοτε εγνώρισαν (αυτώ) παρασχόντες  ελεημοσύνην... εις βοήθειαν μεν του θρόνου τούτου του Πατριαρχικού, εις μνημόσυνον δε της αγάπης (αυτών) και των μακαρίωv εκείνων (αυτών) γονέων...»90 και υπισχνούμενος την εσαεί μνημόνευσιν των ονομάτων αυτών εν τη αγία Προθέσει.  Παρομοίου περιεχομένου ήτο και η σταλείσα «τοις εν τω θεοφρουρήτω Κάστρω... ευλαβεστάτοις  και  θεοφιλέσιν ιερεύσι,  χρησιμωτάτοις άρχουσι και παντί τω φιλοχρίστω λαώ...» επιστολή του, δι' ης παρεκίνει τούτους να μη αμελήσουν «τοις ίχνεσιν επιβαίνειν των προγόνων (αύτών), ειδότες ότι ου προσφάτοις επόμεθα δόγμασιν, αλλ' αρχαίοις και πατροπαραδότοις, τον Σωτήρα Χριστόν έχουσι νομοδότην και νομοθέτην, τους Αποστόλους δε και τους Αγ. Πατέρας εκφάντορας»91. Αι  επιστολαί αύται ωδήγησαν εις αγαθά αποτελέσματα, ο δε ιερομόναχος Γεράσιμος  επανελθών εκόμισε  σημαντικήν oικovoμικήν  ενίσχυσιν  ανακουφίσασάν  πως  την  οικτράν του Πατριαρχείου ανέχειαν.

 

__________________ 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

Κεφάλαιον Γ'

 

1. Βλ. σημείωσις 72 προηγ. Κεφαλαίου.  

2.  Ήδη εις τα στόματα των πιστών ο Μελέτιος εφέρετο ως ο πιθανώτερος διάδοχος του Σιλβέστρου. Ο Δούζας ακούσας την σχετικήν φημολογίαν αναφέρει εν τω οδοιπορικώ του «...Qui et Αlexandrinus  Patriarcha speratus  crediturque futurus» εν G. Dousae ενθ΄ανωτ. σ. 47.  

3. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 67.  

4. Πρβλ. ΟΣΤ' Κανόνα  των Αγ. Αποστόλων  και ΚΓ' της εν Αντιοχεία Συνόδου.  

5. Φιλ. γ', 14.

6. Χαλκινου χειρόγρ. επ. 18.

7. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 70. Υπέρ της ημετέρας γνώμης συνηγορούσι δύο κυρίως λόγοι· α ) ότι ο Μελέτιος διά της επιστολής αυτού προς τον Αντιοχείας δεν κάμνει λόγον περί χειροτονίας του, γράφων αντιθέτως μάλιστα ότι οι συνηγμένοι αρχιερείς ανεχώρησαν άπρακτοι μη γενομένης χειροτονίας τινός και β) ότι ο ίδιος εις επιστολήν του προς τον Αυτοκράτορα Ρωσσίας Θεόδωρον γράφει ότι μετά τον   θάνατον του  Σιλβέστρου  εχειροτονήθη  υπό  του Αντιοχείας.  

8. Εβρ. ε', 4.  

9. Αγαθ. Νινολάκη, Η  πρός Κρήτας... σ. 24.  

10. G. Dousae ένθ' ανωτ. σ. 54. O ίδιος γράφων προς τον Αλούζιον, πατρίκιον ενετόν ωμολόγει ότι «άλλως ή ως εβουλόμεθα ωκονόμηται» Βλ. Εκκλ. Φάρος τ. ΝΓ σ. Ι74.  

11. Αγαθ. Νινολάκη,  Μελέτιος...  σ. 71.  Κατά τον Γρηγοράν 5 Ιουλίου ένθ' ανωτ. σ. 258.  

12. Χαλκ. χειρ. επ. 19.

13. Χαλκ. χειρ. επ. 24.

14. Ψαλμ. 131,7.    

15. Επιστολή «Αλουζίω τω  Πολίνω εν Ενετών Πατρικίοις λαμπροτάτω» εν Εκκλ. Φάρος ΝΓ σ. 174.

16. Μ. Γεδεών,  Πατριαρχικοί  Πίνακες ένθ' ανωτ. σ. 526.  
   

17. Μ. Ι. Μανούσακα, Ο υπ' αριθμ. 1254 Παρισινός ελλην.  Κώδιξ και η χειρόγραφος παράδοσις των ομιλιών  του  Μελ. Πηγά. Ανάτυπον δια της Επετηρίδος Μεσαιωνικού Αρχείου Γ' Αθήναι 1951 σ. 5.  

18. Επιστολή Μελετίου προς Γαβριήλ Σεβήρον εν Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ.  72.  

19. Εκκλ. Φάρος τ. ΝΓ σ. 175.  

20. Αγαθ. Νινολάκη, Η  προς  Κρήτας... ένθ' ανωτ. σ. 61-62.  

2Ι. ένθ' ανωτ .

22. ένθ' ανωτ.  
   

23. ένθ' ανωτ.

24. Χρυσ. Παπαδοπούλου  εν ΜΕΕ τ. Γ' σ. 562.

25. Η διαρπαγή αύτη  του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνέβη επί Σουλταν Μουράτ Γ' εν έτει 1586, οδηγήσασα και εις βεβήλωσιν του ναού της Παμμακαρίστου.  

26. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 28-29.

27. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... σ. 72.

28. Εν έτει 1589 και καθ' ον χρόνον ο Ιερεμίας ευρίσκετο εις Ρωσίαν, μετά των Μονεμβασίας Ιεροθέου και Ελασσώνος Αρσενίου προς συλλογήν εράνων, διετυπώθη εις αυτόν μάλλον ως αξίωσις ή πρότασις της αναβιβάσεως του Μητροπολιτικού Θρόνου Μόσχας εις την πατριαρχικήν τάξιν, πολλώ μάλλον διότι εκκλησιαστικαι και πολιτικαί φιλοδοξίαι απήτουν παρά  τοις σλαύοις την ύπαρξιν Πατριάρχου. Ο Ιερεμίας ικανοποίησε την επιθυμίαν ταύτην, χωρίς να είναι βέβαιον εάν, ώς τινες υποστηρίζουσιν, εξησκήθη βία επ' αυτού. Πρβλ. Β. Στεφανίδου ένθ' ανωτ. σ. 692. Γεγονός όμως είναι ότι ο Ιερεμίας, παρά πάσαν κανονικήν  αρχήν, ου  μόνον  ανεβίβασε και ύψωσε την Μητρόπολιν Μόσχας εις Πατριαρχείον, αλλά και «εχειροτόνησε» τη 26 Ιανουαρίου 1589 τον Μητροπολίτην Ροστοβίου Ιώβ Πατριάρχην Μόσχας και πασών των Ρωσιών και των υπερβορείων χωρών,  ικανοποιήσας ούτω τας εθνικιστικάς τάσεις των ρώσων.  Αλλά τη 8η Mαΐoυ 1590 oι  Πατριάρχαι  Κων/λεως  Ιερεμίας, Αντιοχείας  Ιωακείμ Στ' και Ιεροσολύμων Σωφρόνιος  (η έδρα του Αλεξανδρείας ήτο τότε κενή) και 79 έτεροι Ιεράρχαι υπέγραψαν Γράμμα, το οποίον παρεδόθη εν Μόσχα τω 1591 υπό του Μητροπολίτου Διονυσίου Ράλλη, δι' ου επεχειρείτο η Κανονική κάλυψις της  ενεργείας του Ιερεμίου. Η Σύνοδος αύτη, λόγω της απουσίας του  Πατριάρχου  Αλεξανδρείας  ηναγκάσθη  να  έπαναληφθή εν έτει 1593 τη επιθυμία της ρωσικής Κυβερνήσεως. Πρβλ.Βλ. Φειδά, Επίτομος Εκκλ. Ιστορία της Ρωσίας απ' αρχής  μέχρι σήμερον Αθήναι 1967 σ. 96 εξ.

29. Χαλκ. χειρόγρ. επ. 3,  Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 77.  

30. Ως γνωστόν, εσχάτως  η Ρωσική  ορθόδοξος Εκκλησία επικαλουμένη προς τοις άλλοις και την υπό του Ιερεμίου ανακήρυξιν αυτής εν έτει 1589 εις αυτοκέφαλον, προέβη εις την αντικανονικήν  ανακήρυξιν της  εν Αμερική ρωσικής Εκκλησίας  (Μετροπόλια) εις αυτοκέφαλον, πράγμα όπερ προεκάλεσε την βιαίαν αντίδρασιν τόσον του Οικουμεν. Πατριαρχείου, όσον και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Βλ. απάντησιν της τελευταίας προς τον Τοποτηρητήν Μόσχας εν «Εκκλησία» τ. 19-20/1971, σ. 449 επ.  

31. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... σ. 89 εν υποσ.  

32. Πράξις  Συνοδική  της  αγίας  και μεγάλης  Συνόδου εν Κων/λει... περί του Πατριάρχου Μοσχοβίας κλπ. εν Ράλλη-Ποτλή Σύνταγμα... τ. Ε' σ. 449. Χρυσ. Παπαδοπούλου ΜΕΕ τ. ΣΤ' σ. 868.  

33. Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 532.

34. Ράλλη-Ποτλή, ένθ' ανωτ. σ. 449, Μ. Γεδεώv ένθ' ανωτ. σ. 531-532.

35. Ράλλη-Ποτλή, ένθ' ανωτ.  Εις  την Συνοδον παρέστη επίσης  και  ο ενδημών  «λαμπρότατος  Γρηγόριος Αθανασίου, πρέσβυς του θεοσεβεστάτου βασιλέως»  της  Ρωσίας. ένθ' ανωτ.

36. Ράλλη-Ποτλή, ένθ' ανωτ. σ. 450.

37. Γερμ. Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 258.

38. Ράλλη-Ποτλή, ένθ' ανωτ. σ. 454.  
   

39. ένθ' ανωτ. σ. 455.  
   

40. Διοκαισαρείας Αρισταρχου, ένθ' ανωτ. σ. 616.

41. Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ.7. Κατά τους  Ιερούς  Κανόνας οι  δευτερογαμήσαντες κληρικοί καθαιρούνται. Πρβλ. ιζ' και κστ' των Αγ. Αποστόλων, στ' της εν Τρούλλω. Κατά τον λβ' του Μ. Βασιλείου ο θανασίμως αμαρτήσας κληρικός καθαιρείται. Ομοίως καθαιρείται και ο χείλεσι μιανθείς συμφώνως τώ ο' κανόνι  του Μ. Βασιλείου. Επίσης καθαιρείται κατά τον ι' της εν Νεοκαισαρεία, ο αμαρτήσας σαρκικώς κληρικός, σάν προς τούτο ελεγχθή. Εξ άλλου ο γ' της εν Τρούλλω υποβάλλει εις καθαίρεσιν τους δευτερογαμήσαντας κληρικούς εμμένοντας εις την αμαρτίαν, τους δε αποβαλόντας «την ξένην και νόθον συμπλοκήν» και την σωφροσύνην εγκολπωσαμένους κρίνει πεπαυμένους μεν πάσης ιερατικής λειτουργίας, «της δε τιμής  της  κατά  την καθέδραν μετέχειν... αρκουμένους τη προσεδρία και προσκλαίοντας τω Κυρίω...». Ράλλη-Ποτλή ένθ' ανωτ. τ. Β' σ. 313. Ο κανών όμως ούτος «καιρικήν» έχων ισχύν, δεν επιλύει το πρόβλημα οριστικώς, παραπέμπων εις τους ιζ' και ιη' Κανόνας των Αγ. Αποστόλων καθαιρούντας τους τοιούτους κληρικούς.    

42. Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 33

43. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... σ. 95.  
   

44. «Οιχόμεθα γαρ ευθύς λαβόντες α ημίν οφείλει χρήματα η συ τιμία κορυφή· οις περ εις δαπάνην χρησόμεθα της ημετέρας οδοιπορίας, ην παρακαλούμεν  ει  δυνατόν μη εμποδισθήναι παρά της σης φιλοκαγαθίας» Χαλκ. χειρ. επ. 41.  
   

45. «Ουκ οίδα που λήξει τα κακά ή τίνα έξουσι παραμυθίαν· εν οίδα δειν ημάς εκτενέστερον δεομένους και πολιτευομένους οσιώτερον, ζητείν και προσδοκάν παρά του Σωτήρος των τε ενόντων και των μελλόντων δεινών την απαλλαγήν» Αγαθ.  Νινολάκη Μελέτιος... σ. 97.  
   

46. Χαλκ. χειρόγρ. επ. 68.

47. Oι Ιησουΐται είχον κατορθώσει να προσεταιρισθώσι τον βασιλέα της  Πολωνίας  Σιγισμούνδον,  επιδιώκοντες δι' αυτού την  ένωσιν των Εκκλησιών, οίτινες κατώρθωσαν να παρασύρωσι και ρώσους τινάς Επισκόπους  συντάξαντας εν έτει  1594  σχετικόν έγγραφον, επιδοθέν υπό των Λούτσκης Κυρίλλου και Πατζαίου Υπατίου εν Ρώμη τω πάπα Κλήμεντι τώ Η', όστις επέτρεψεν εις αυτούς τα ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα. Ούτως εγεννήθησαν οι ουνίται. Πρβλ. Β. Στεφανίδου ένθ' ανωτ. σ. 646-647. Τω 1596 συνεκλήθη Σύνοδος εν Βρέστη κυρώσασα τα ανωτέρω και επίκυρωθείσα και υπό του Σιγισμούνδου, δόντος το σύνθημα σφοδρού διωγμού κατά των ορθοδόξων. Τότε oι διωκόμενοι ορθόδοξοι εζήτησαν την βοήθειαν των Πατριαρχών της Ανατολής.  
   

48. Χρυσ. Παπαδοπούλου,  εν ΜΕΕ τ. Γ' σ. 562.  
   

49. Χαλκ. χειρ. επ. 67.  
   
 
50. «Toυ σοφωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά επιστολαί προς διαφόρονς Χίους». Νέα Σιών 1913 (13) σ. 72-75, 382-393.  
   

51. Περί  αυτού  ιδέ  εκτενέστερον·  Παραμυθίας Αθηναγόρου, Ο σοφός διδάσκαλος και ιερομάρτυς Νικηφόρος Παράσχης ο Καντακουζηνός εν «Γρηγόριος Παλαμάς» 1936 σ. 51. επ. 83 επ. και Επιθεώρησις Μεσαιωνικού Αρχείου ΣΤ' 91 ένθα και βιβλιογραφία.  
   

52. Αγαθ. Νινολάκη,  Μελέτιος...  σ. 98.  Κατά τον Γ. Ζαβίραν ο Μελέτιος «γέγονε και του Κων/λεως έξαρχος προχειρισθείς υπ' αυτού εφ' ώ τας εκάστοτε και εκασταχού αναφυομένας εκκλησ. διαφοράς επικρίνειν, δι' ον δε  λόγον εν τη Κων/λη ου μόνον πολλάκις παραβάλλων, αλλά και συχνόν διατρίβων διετέλεσε χρόνον»,  Νέα 'Ελλάς  ένθ' ανωτ. σ. 427.  
   

53. Διοκαισαρείας Αριστάρχου,  ένθ' ανωτ. σ. 598.

54. ένθ' ανωτ. σ. 598.  
   

55. ένθ' ανωτ. σ. 598.  
   

56. Εκκλησιαστικός  Φάρος,  περιοδικόν  Πατριαρχείου Αλεξανδρείας τ. ΝΓ  (1971)  σ. 175.

57. Πρβλ. Ν. Τωμαδάκη, Ο Μελέτιος Πηγάς και η εξάρτησις... ένθ' ανωτ. σ. 6.  
   

58. Ν. Τωμαδάκη, Ανέκδοτοι επιστολαί... σ. 267. Δεν είναι πάντως εντελώς άγνωστος  εις  την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν της Κρήτης η κατά καιρούς και προ του Μελετίου Πηγά εξάρτησις αυτής εξ άλλης, πλην της Κων/λεως, εκκλ. δικαιοδοσίας. Πρβλ. Κ. Τριανταφύλλου, Τά εξαρχικά δίκαια του Μητροπολίτου  Πατρών επί της Εκκλησίας  της Κρήτης τω 1381. Αθήναι 1968.  
   

59. Ν.Τωμαδάκη, Μελέτιος Πηγάς και η εξάρτησις... σ. 7-8.

60. Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ. 91.

61. Διακόνου  Δημ. Καλλιμάχου, Το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας εν Αβησσυνία Αλεξ. 1910 σ. 34.  
   

62. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος...  σ.  101.  

   

63. Διακόνου Δημ. Καλλιμάκου, Το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας εν  Αβησσυνία, Αλεξάνδρεια  1910  σ. 36-37.  
   

64. Γερμ. Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 259; Χρύσ. Παπαδοπούλου, έν. ΜΕΕ τ. Γ.σ. 562.  
   

65. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... σ. 105.

66. G. Dousae, ένθ' ανωτ. σ.43.

67. ένθ' ανωτ. σ.43.  
   

68. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 113.  
   

69. Xαλκ. χειρ. επ. 85.  
   

70. Χαλκ. χειρ. επ. 90.

71. Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ.  σ. 537.  
   

72. ένθ' ανωτ. σ. 537.

73. Έγραφε σχετικώς προς τον Γαβριήλ ο Μελέτιος: «Ευ οίδας αυτός το του κόσμου ευδιόρθωτον· ευ  επίστασαι τον τρόπον της διορθώσεως, τα πράγματά τε και τα πρόσωπα τα διορθώσεως δεόμενα. Τούτό σοι μόνον υπομνήσομεν την ευλάβειαν, ουχ ως αγνοούσαν, αλλά τα φίλων ημείς πράττοντες. Ότι μεγάλων ένεκεν πραγμάτων η του Θεού πρόνοια, της κατ' ερημίαν ασκήσεως αποστήσασά σε, πρώτον τω παναγιωτάτω θρόνω της Θεσσαλονίκης, νυν δε τω υψηλοτάτω της βασιλευούσης  επέστησε.  Μεγάλα  παρά  σου  προσδοκώμεν άπαντες, μάλιστα δ' oι σου την παιδείαν και σύνεσιν και φιλοκαγαθίαν και το μισοπόνηρον ειδότες ημείς, οι και μεγάλα υπισχνούμεθα τω κοινώ μή ψευσθώμεν των ελπίδων» εν  Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ.  σ. 538.

 

74: Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 119.

75: Χαλκ. χειρ. επ. 259,  

76. Χαλκ. χειρ. επ. 259 
   

77. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ.122.

78. Χαλκ. χειρ. επ. 304.

79. Επιστολή προς Ηρακλήν ιατρόν εν Αγαθ. Νινολάκη ένθ' ανωτ. σ. 38.  

80. Επιστολή προς Λαυρέντιον ιερομόναχον ενθ'ανωτ. σ. 39.  

81. Το επίγραμμα έχει ούτως:  

Ου θάνες Ευγενίη γ' ου κάτθανες αλλά καθεύδεις/ Κουριδίη Χριστού, ουρανίοις θαλάμοις/ Τούνεκά σοι δακρύων ου χεύομεν, αλλά λιτάων λοιβάς/ Ολυμπίαις αρμοδίαις χορείαις/ Δέρκεο ον πόθεες πανακράτησιν οπωπαίς/ Σαις τε ευχωλήσιν ίλαον άμμι πόροις./Πρβλ. εν Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ. 45. Εν τω επιγράμματι τούτω  εκδηλούται η βα0εία  πίστις του  Μελετίου περί της μελλοντικής και εν καιρώ εξ ύπνου εγέρσεως της αδελφής του, ως νύμφης Χριστού ευρισκομένης  ήδη εν ουρανίοις  θαλάμοις και ως εκ τούτου μη εχούσης ανάγκην δακρύων και κοπετών αλλά προσευχών και δεήσεων.

82. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 38.

83. ένθ' ανωτ. σ. 39. 

84. ένθ' ανωτ. σ. 41.

85. ένθ' ανωτ. σ. 42. 

86. ένθ' ανωτ. σ. 50. 

87. ένθ' ανωτ. σ. 47.

88. ένθ' ανωτ. σ. 46.

89. ένθ' ανωτ. σ. 47.

90. ένθ' ανωτ. σ. 48.

91. ένθ' ανωτ. σ. 49.

πηγή