Ως λαός, έχουμε μεγάλη ευθύνη απέναντι στο Θεό. Από τα αρχαία χρόνια ο Θεός μάς έδειξε ιδιαίτερη εύνοια.
Ήταν στην πρόνοιά Του η δημιουργία του απέραντου κράτους του Μ. Αλεξάνδρου, ώστε να μεταδώσει τα φώτα του Ελληνικού Πολιτισμού στους βαρβάρους και, ειδικότερα, την ελληνική γλώσσα, για να διαδοθεί ευκολότερα, μέσω αυτής, το Ευαγγέλιο.
Ο Μ. Αλέξανδρος δεν ήταν ειδωλολάτρης. Ο ιστορικός Ιώσηπος λέει ότι, όταν ο Μ. Αλέξανδρος μπήκε στην Ιερουσαλήμ (αφού αρνήθηκε την υπόδειξη των Εβραίων να συναντήσει πρώτα το Δαρείο και μετά αυτούς), ο αρχιερέας Ίαδος τον υποδέχτηκε στο Ναό του Σολομώντα.
Εκεί, ο Αλέξανδρος είπε:
«Κι εγώ προσκυνώ το Θεό του ουρανού».
Επί Πτολεμαίου, έγινε στην Αλεξάνδρεια η μετάφραση Παλαιάς Διαθήκης (των Ο’) [των Εβδομήκοντα] από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου.
Στην Αποκάλυψη, πάλι, ο Θεός στέλνει τις επτά στολές Του σε ισάριθμες Εκκλησίες της ελληνικής Μ. Ασίας.
Στη συνέχεια, έχουμε την ίδρυση των πατριαρχείων, που είναι Ελληνορθόδοξα (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων· μόνο, τελευταία, το Αντιοχείας είναι Αραβορθόδοξο).
Μια χούφτα Έλληνες διέδωσαν σ’ όλο τον κόσμο Ορθοδοξία.
Στην Τουρκοκρατία, με κίνδυνο της ζωής δινόταν η μαρτυρία του Χριστού.
Σήμερα, δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, και μπορούμε να τη δώσουμε άφοβα.
Δεν πρέπει να χάσουμε αυτή την ευκαιρία. Μπορούμε, αρκεί να μην είμαστε αδιάφοροι.
Από το βιβλίο “Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, 1924-1994, Μαρτυρίες προσκυνητών” των εκδόσεων Αγιοτόκος Καππαδοκία.