Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η πνευματική κατάσταση του Ελληνισμού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας - Εισαγωγή στον βίο του Αγίου Μελετίου Πηγά, Πατριάρχου Αλεξανδρείας


Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος

Η κατά το 1453 συντελεσθείσα άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των  Τούρκων υπήρξε γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, συγκαταλεγόμενον «μεταξύ των μεγάλων συμβεβηκότων της πεντεκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος, δι 'ης χωρίζεται η μέση της Ευρώπης ιστορία από της νέας».1

Και τούτο διότι αφ' ενός μεν εδημιούργησε τας προϋποθέσεις διά την μόνιμον επί ευρωπαϊκού εδάφους παρουσίαν του ασιάτου κατακτητού, αφ' ετέρου δε, και κυρίως, διότι εβύθισεν εις μακροχρόνιον ερεβώδες σκότος το γένος των Ελλήνων, το οποίον ούτως είδε το υπ' αυτού επαξίως μέχρι τότε διακρατούμενον πνευματικόν φως να κρύπτεται «υπό τον μόδιον», την δε οικουμένην να στερήται της ευεργετικής δια τον καθόλου πολιτισμόν της ακτινοβολίας του  μεγαλόπνου ελληνικού  πνεύματος.  Αι  φοβεραί δοκιμασίαι του νέου Ελληνισμού, αι από της επομένης της αποφράδος ημέρας της αλώσεως αρξάμεναι, δεν ήσαν απλώς συμφοραί των Ελλήνων. Ήσαν δεινόν πλήγμα κατά της πλέον ζώσης πνευματικής δυνάμεως της οικουμένης, ήτις, κατακερματισθείσα κάτω από τα ανηλεή του δορυκτήτορος πλήγματα, περιέπεσεν εις αφάνειαν και μαρασμόν επί πολλούς αιώνας.  

Την δεκάτευσιν όμως του Ελληνισμού δεν απειργάσθη  μόνος ο αλλόφυλος  και  αλλόπιστος  δυνάστης. Υπήρξαν και έτεροι, πλην αυτού, επίβουλοι της εθνικής και θρησκευτικής ενότητος των Ελλήνων, οίτινες από μακρού  αναμένοντες  όπως καταστήσουν  ευχείρωτον το γένος των ελλήνων, εξεστράτευσαν κατ' αυτού, άμα ως εδόθη αυτοίς η ευκαιρία, και διά σειράς όλης ενεργειών και γεγονότων απέβλεψαν εις τον ηθικόν εξανδραποδισμόν των υποδούλων Ελλήνων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και  οι λατίνοι και η δι' αυτών εγκαθιδρυθείσα  εν Ελλάδι Φραγκοκρατία  κατά τα 1204,  έτος  καταλήψεως  της  Κωνσταντινουπόλεως υπό των  Σταυροφόρων. Βεβαίως και προηγουμένως oι λατίνοι  είχον  καταλάβει τμήματα της  Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας  ως  λ.χ. την  Κεφαλληνίαν  και τας  νήσους του Ιονίου,  μέρος της  Πελοποννήσου κ.ά.2. Ο δουξ της Απουλίας  Ροβέρτος  Γυισκάρδος είχε καταλάβει τας βυζαντινάς κτήσεις εις την Ν. Ιταλίαν3, ιδρύσας το Ιταλικον κράτος των Νορμανδών, ενώ «η Βενετία εις αντάλλαγμα της βοηθείας που έδωσε ο στόλος της έλαβε από τον Αυτοκράτορα τεράστια εμπορικά προνόμια τα οποία εξησφάλισαν για τη Δημοκρατία του Αγ. Μάρκου μία τελείως εξαιρετική θέσι στην Αυτοκρατορία»4. Η Δ' Σταυροφορία μεταλλάξασα τον αρχικόν της σκοπόν, ήτοι την απελευθέρωσιν των Αγίων Τόπων,  και εκτραπείσα  εις συρφετόν ατάκτου χύδην όχλου, ωδήγησεν εις την κατάλυσιν άχρι καιρού της Βυζ. Αυτοκρατορίας δια της καταλήψεως της Κων/πόλεως υπό των λατίνων τη 13η Απριλίου 1204, καθ' ηv «τίποτε δεν έγινε σεβαστό· ούτε οι εκκλησίες, ούτε τα λείψανα, ούτε τα μνημεία τέχνης, ούτε η ατομική ιδιοκτησία... Οι μωαμεθανοί ακόμη υπήρξαν πιο ευσπλαγχνικοί έναντι των Χριστιανών...»5.  

Ούτως, αρχομένου του 13ου αιώνος, η μεγάλη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εδοκίμαζε τα πρώτα δείγματα της επερχομένης λαίλαπος και έζη το πικρόν λυκαυγές της σταδιακής καταλύσεώς της, κατά πρώτον μεν λόγον υπό των ομοπίστων, μετά δε ταύτα υπό των ορδών των απίστων. Η ασέληνος νυξ της εθνικής δουλείας δεν απείχε  πολύ...  

Και ασφαλώς μετ' ου πολύ η προγονική κληρονομία του Έθνους θα εφέρετο προς πλήρη αφανισμόν, κατά τας εσωτέρας των κατακτητών διαθέσεις, εάν η Θ.Πρόνοια δεν ανεδείκνυεν έκ των καθημαγμένων κόλπων του Γένους άνδρας αξίους της εθνικής ευγνωμοσύνης, οι οποίοι μετά καρτερικότητος σπανίας και κόπων πολλών περιέσωσαν αυτήν «συναγαγόντες και μετ' ευλαβείας και κινδύνων συντηρήσαντες τα οικτρά ναυάγια του Έθνους και περισώσαντες αυτά από τελείου κατακλυσμού»6. Διότι ο δορυάλωτος ούτος Έλληνισμός βλέπων «πολλούς αλλοφύλους επιδραμόντας προς εκπόρθησιν της ουσίας αυτού έσπευσε ν' αποδείξη δι' έργων γενναίων ότι εις ουδένα εξ αυτών εννοεί να παραδώση αμαχητί την πατρώαν κληρονομίαν»7.  

Εις τους λαμπρούς τούτους Έλληνας οφείλει πάμπολλα ο νέος Ελληνισμός. Ιδία δε εις τους εξ αυτών εκκλησιαστικούς άνδρας, oι οποίοι  διά των μόχθων και θυσιών των διέσωσαν το Γένος από του παντελούς αφανισμού και διετήρησαν εις τας ψυχάς των πανελλήνων άσβεστον και αειλαμπή  την φλόγα  της ελευθερίας και αποκαταστάσεως. Φύλακες πιστοί oι ίδιοι της θρησκευτικής και εθνικής παρακαταθήκης, μετέδωκαν και εις τους συγχρόνους των την προσήλωσιν εις τα αθάνατα ιδεώδη του Έλληνος και «μέσον διαβαίνοντες παγίδων πολλών» προωδοποίησαν  την ανατολήν της εθνικής παλιγγενεσίας. «Εκ των υπέρ 1500 ανδρών -γράφει ο Κ. Σάθας- οίτινες ήκμασαν εις τα γράμματα από  της  Αλώσεως  της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των μεταπελευθερωτικών χρόνων, περισσότεροι των δύο τρίτων ήσαν κληρικοί».  

Εις την ένδοξον ταύτην στρατιάν εκείνων, οίτινες ως «θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου» ηγωνίσθησαν σθεναρώς διά την θρηκευτικήν και εθνικήν επιβίωσιν του Γένους, περίοπτον όλως θέσιν κατέχει η σελαγίζουσα παλμώδης μορφή Μελετίου του Πηγά, Πατριάρχου Αλεξανδρείας και Επιτηρητού του Οικουμενικού Θρόνου. Ανήκει ούτος εις την πλειάδα των ιερών ανδρών «ους εδωροφόρησε τω στερεώματι της Εκκλησίας η εύανδρος και ένδοξος του Μίνωος Μεγαλόνησος από της πρώτης ώρας της ζοφεράς χειμερινής εκείνης νυκτός του εθνικού ημών βίου»8. Τον διέκρινεν «υπέροχον  ελληνικόν  φρόνημα,  ζέον  θρησκευτικόν αίσθημα,  πνεύμα  οξυδερκές  και  προγνωστικόν».9 Στερρότατα εχόμενος των πατρίων, δεδυσώπητος πολέμιος της παπικής θεοκρατίας, πολυτάλαντος και διά πολλών φυσικών πεπροικισμένος προσόντων ο Μελέτιος ούτος υπήρξεν ο μετά το σχίσμα νέος Φώτιος, αναδειχθείς ισοστάσιος εκείνου εν τω αγώνι κατά της λατινικής προπαγάνδας, της εις βάρος του ορθοδόξου πληρώματος ευμεθόδως άσκουμένης.  Πολυδιάστατος τον νουν και την σκέψιν, υψιπέτης τον στοχασμόν, ανένδοτος το ορθόδοξον φρόνημα, με δίψαν Ταντάλου επιποθών την χειραγώγησιν του λαού, ώσπερ χελιδών ο μέγας ούτος της Εκκλησίας φωστήρ την προσεχή του εθνικού έαρος έλευσιν προεμήνυε. Υποδειγματικός ως ποιμήν και Επίσκοπος των λογικών αυτού προβάτων, προσέφερε διά την κατά Χριστόν καλλιέργειαν και προκοπήν αυτών το κατά δύναμιν,  όπερ «και Θεώ φίλον και θεοφιλέσι κριταίς». «Ο Θεός οίδεν- έγραφεν ο ίδιος προς τον δούκα Μιχαήλ τον Βοεβόδαν- πόσην σπουδήν, πόσον πόνον και μόχθον εισφέρομεν υπέρ της  ευσεβείας,  ότι ουκ αρκούσιν ημίν ούτε αι ημέραι, ούτε αι νύκτες ώστε πράττειν, λέγειν, γράφειν, τα κοινή συμφέροντα»10.

Διεκρίθη ως βαθύς Θεολόγος, ως πνευματικός οδηγός και κυβερνήτης,  ως ευφραδέστατος ρήτωρ,  ως σοφός παιδαγωγός. Ουδ' επί στιγμήν υπέστειλε την σημαίαν του αγώνος ύπέρ των δικαίων της Εκκλησίας και του Γένους. Και μόνος και μετά πολλών ειργάσθη διά την της Εκκλησίας εύκλειαν, αγωνισθείς δικαιότατα «υπέρ της αληθείας». Ενέπνευσεν εις τας ψυχάς των  «ραγιάδων» την θερμουργόν αγάπην πρός τον Θεόν και την γλυκείαν αφοσίωσιν προς την Πατρίδα. Και ως ηγέτης ηγωνίσθη ακαταπονήτως και απροσωπολήπτως διά την δόξαν του Θεού, προετοιμάσας εγκαίρως τους διαδεξομένους αυτόν. Θύμα της αμέτρου αφoσιώσεως προς το καθήκον, απήλθε νέος την ήλικίαν προς τα αιώνια, λυπούμενος μεν διά την συνεχιζομένην ταπείνωσιν της πατρίδος του και κλαίων μυστικώς βλέπων να είναι ακόμη «επί τον άδην το φως, επί τον θάνατον η ζωή», τρέφων όμως τας γλυκυτέρας προσδοκίας και την βεβαίαν ελπίδα διά την προσεχή αποκατάστασιν του Έθνους.  

Ο βίος του, καθόλου θεωρούμενος, αποτελεί λαμπρόν πρότυπον πλήρες γοητείας εκπάγλου. Όθεν δικαίως συμπεριελήφθη και ούτος εις τας εκδόσεις της παρούσης σειράς, επί τη ευκαιρία της 150ετηρίδος από της εθνικής παλιγγενεσίας. Οι σύγχρονοι Έλληνες ανάγκη να διδασκώμεθα από τα παραδείγματα τοιούτων προγόνων. Κληρικοί και λαϊκοί,  απαξάπαντες  όσοι οικούμεν τον ευλογημένον τούτον τόπον, τον αιματοβαφή και δαφνόσπαρτον, εγκύπτοντες εις μελέτην των κατά τους μεγάλους του Γένους άνδρας, απροσμέτρητον αρυόμεθα ωφέλειαν  και απεριόριστον αντλούμεν δύναμιν.  Διότι  οι  αιώνες  αντιγράφουν  αλλήλους κατά τίνα προσφυά έκφρασιν.  Και το παρελθόν γίνεται οδηγός διά το μέλλον.  Ευτυχείς οι λαοί οι δυνάμενοι εκ της πλουσίας φαρέτρας της ιστορικής των πείρας  να λαμβάνουν  εκάστοτε τα προσήκοντα μέτρα συγκρίσεως ή την μέθοδον του ιστορικώς ζήν και δημιουργείν.  Ευτυχέστεροι  πάντων  όμως  ημείς  οι Έλληνες, διαθέτοντες παρακαταθήκην ιεράς κληρονομίας πατέρων επιφανών, οίτινες εδωροφόρησαν εις την ανθρωπότητα όλην «οδούς εις σωτηρίαν». Αρκεί να συνειδητοποιώμεν συνεχώς τα εξ αυτής απορρέοντα διδάγματα και να αξιοποιώμεν επ' αγαθώ τας θυσίας των πατέρων μας.

 

Εισαγωγικά  

1. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Αθήναι 1955 τ. 5 σ. 327.  

2. William Miller, The latins in the levant  Λονδίνον 1908,  ελλην. μετάφρασις Αγγ. Φουριώτη. Αθήναι 1960 σ. 37.  

3. V. Vassiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετ. Δημ. Σαβράμη, Αθήναι 1954 σ. 469.  

4. V.Vassiliev, ένθ' ανωτ. σ. 471.  

5. V. Vassiliev, ένθ. άνωτ. σ. 567.  

6. Γερμανού  Γρηγορά, Μελέτιος ο Πηγάς  εν «Πανδώρα» τ. 9 (1859) σ. 255.  

7. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία Ελληνικού Εθνους, ένθ' ανωτ. σ. 2.  

8. Αγ. Νινολάκη,  Μελέτιος ο Πηγάς ο Κρής, Πατριάρχης Αλεξανδρείας  και Επιτηρητής του  Οικουμ. Θρόνου.  1545-1602. Εν Χανίοις  1903, σ. 5.  Πρβλ. και το υπό του  Γερμανού  Γρηγορά  εν  «Πανδώρα»  τ. 9 (1859 ) σ. 255 γραφόμενον, ότι η Κρήτη  εν τοις χρόνοις εκείνοις «κατέστη εστία ουκ  ευκαταφρόνητος της ελληνικής παιδείας και μαθήσεως και  μήτηρ πολύτεκνος  και εύτεκνος, δι' ους εγέννησεν άνδρας μεγαλωφελείς και ρέκτας και συνεργούς  εις την των απολεσθέντων αναληψιν».  

9. Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 5.  

10. Μ.Γ ε δ ε ώ ν,  Πατριαρχικοί Πίνακες σ. 526. Αγ. Νινολάκη, ένθ' αν. σ. 8

πηγή