Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Η Πρώτη Ηλικία και αι Σπουδαί (1549-1578)
1. Η Κρήτη κατά την Ενετοκρατίαν
Εις την εύανδρον και ηρωϊκήν μεγαλόνησον Κρήτην αντίκρυσε το πρώτον το φως της ημέρας ο Μελέτιος Πηγάς, διαρκούσης της Ενετικής κατοχής αυτής. Μετά την εν έτει 1204 υπό των λατίνων κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως, η Κρήτη περιήλθεν αρχικώς εις τους Γενουάτας και εν συνεχεία εις τους Ενετούς, οι οποίοι παρέμειναν εις αυτήν μέχρι της κατακτήσεως αυτής υπό των Τούρκων κατά το έτος 16691.
Επί 465 εν όλω έτη ο ελληνικός πληθυσμός της νήσου υπέστη εκ μέρους του φραγκικού στοιχείου ποικίλας ταλαιπωρίας και παντοίους διωγμούς, στερηθείς κυρίως των πνευματικών αυτού οδηγών και ποιμένων. Διότι κατά την συνήθειαν αυτών οι Φράγκοι, όπου επεκράτουν, απηγόρευον «την παραμονήν ανωτέρου ορθοδόξου κλήρου»2 επί τη ελπίδι σταδιακής αποδυναμώσεως του ορθοδόξου φρονήματος του λαού προς ευχερεστέραν προσχώρησιν αυτού εις την ουνίαν και δι' αυτής εις τον καθολικισμόν. Εγνώριζον καλώς οι λατίνοι κατακτηταί της νήσου ότι οι ορθόδοξοι Αρχιερείς μετά του περί αυτούς ιερού κλήρου απετέλουν τους εκατονταφθάλμους Άργους της αμιγούς διατηρήσεως της τε θρησκευτικής και εθνικής των Ελλήνων συνειδήσεις, διότι πρώτοι αυτοί «ήσαν προ παντός συνειδητοί έλληνες των παλαιολογείων χρόνων και προ παντός άλλου απέβλεπον εις την επιβίωσιν του επί των ημερών των εις απώλειαν βαδίζοντος Έθνους»3. Κατά τον του Κυρίου λόγον οι ορθόδοξοι Επίσκοποι, οπουδήποτε της ελληνίδος γης ευρισκόμενοι, ως καλοί ποιμένες τα εμπεπιστευμένα εις αυτούς λογικά πρόβατα δεξιοστρόφως καθοδηγούντες, απετέλουν μέγα, και εν πολλοίς ανυπέρβλητον εμπόδιον διά την επιτυχίαν των λατινικών βλέψεων και διά την πραγματοποίησιν των σχεδίων των λατίνων, διακαώς επιποθούντων όπως βαθμηδόν και κατ'ολίγον δίκην αγρίων λύκων εισελάσουν εις την ποίμνην και αφαρπάσουν εξ αυτής τα της Εκκλησίας πρόβατα «μη φειδόμενοι του ποιμνίου»4. Διά τούτο και κατά των ορθοδόξων Αρχιερέων, ως πνευματικών ποιμένων των λογικών της Εκκλησίας προβάτων, εστράφησαν κυρίως τα βέλη αυτών, διά ποικίλων δε ραδιουργιών, βιαιοτήτων, συκοφαντιών και άλλων ανεκδιηγήτων μεθόδων, κατώρθωσαν αμέσως ή εμμέσως άλλους μεν εκ των Αρχιερέων να εκδιώξουν, άλλους δε να εκπατρίσουν, ετέρους να φυλακίσουν, καταφυγόντες μάλιστα και εις δολοφονίας αυτών5. Μη ανεχόμενοι μάλιστα την εκ μέρους των ορθοδόξων Αρχιερέων άσκησιν διοικήσεως εν τη Εκκλησία, αφήρεσαν, υπό διάφορα προσχήματα εκάστοτε, αυτήν «αφού μάλιστα τούτο θα συνεπήγετο δι' αυτούς μεν απώλειαν των εκκλ. περιουσιών, κάρπωσιν δ'αυτών υπό φεουδαρχών φράγκων ακολουθούντων το έκκλησιαστικδν στάδιον»6. Όχι μόνον εις την Κρήτην, αλλ' εις άπασαν την Ελλάδα, ο Πάπας «προέβη ευθύς μετά την εγκατάστασιν των φραγκικών διοικήσεων εις την ίδρυσιν λατινικών εκκλ/κών περιφερειών, ήτοι 3 Αρχιεπισκοπών εν Μακεδονία, 2 εν Θεσσαλονίκη, 1 εν Ηπείρω, 2 εν Στερεά Ελλάδι, 2 εν Πελοποννήσω, 3 εν ταις νήσοις»7. Ο σκοπός της τοιαύτης ενεργείας ήτο προφανής· η διά παντός μέσου εξάπλωσις της λατινικής επιρροής εις την Ελλάδα. Προ του τοιούτου, άλλοτε μεν συγκεκαλυμμένου και άλλοτε απροκαλύπτου, διωγμού πολλοί των Αρχιερέων, μη δυνάμενοι να φέρουν τα δεινά, προετίμων την εγκατάλειψιν της νήσου και την καταφυγήν εις τουρκοκρατουμένας περιοχάς, την Νίκαιαν και αλλαχού8, όπου απέλαυον εκ μέρους των αλλοθρήσκων ανοχής, ενίοτε δε και προστασίας.Το αποτέλεσμα της τακτικής αυτής των λατίνων υπήρξε θλιβερόν διά την Ορθοδοξίαν. Εκ των 7 εν Κρήτη Ορθοδόξων Επισκόπων, ους εύρον οι Ενετοί κατά την κατάληψιν της νήσου, τελικώς απέμειναν μόνον 29 ενώ τας ουτωσί χηρευσάσας έδρας κατέλαβον, παρά πάσαν κανονικήν και ηθικήν τάξιν, λατίνοι Επίσκοποι. Και τούτο απετέλει το πρώτον στάδιον διά την εκπόρθησιν του φρουρίου της Ορθοδοξίας. Μετά την εγκαιθίδρυσιν των φράγκων Επισκόπων, επεδιώχθη και η αντικατάστασις των τας καιρίας θέσεις εν τη διοικήσει της Εκκλησίας κατεχόντων ορθοδόξων κληρικών, υπό λατινικών φερεφώνων, ήτοι ορθοδόξων μεν αλλά διοριζομένων και παυομένων υπό των λατίνων. Ήδη ο πρωτοπαπάς Χάνδακος ετέλει υπό Ενετικήν επιρροήν10, ενώ τα καλύτερα των ορθοδόξων μοναστηρίων και τα πλουσιώτερα κατελήφθησαν υπό του λατινικού κλήρου, ενώ οι εναπομείναντες ορθόδοξοι μοναχοί ηναγκάσθησαν να συμπτυχθούν και περιορισθούν εις τα υπόλοιπα μικρά και πτωχά μοναστήρια, άτινα, ως εκ τούτου υπερεπληρώθησαν11. Τοιουτοτρόπως ο ορθόδοξος κλήρος της νήσου, υπό απηνή τελών διωγμόν και «τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι αυτού βαστάζων»12 επορεύετο τον ανάντη δρόμον του υψηλού του χρέους, μαρτυρικώς διάγων «εv ταις θλίψεσι ταις ευρούσαις αυτόν σφόδρα»13.
2. Η αντίστασις κλήρου και λαού
Παρά πάσας τας καταπιέσεις ταύτας το φρόνημα κλήρου και λαού παρέμεινεν αδούλωτον, και η βιαία επικράτησις της λατινικής Εκκλησίας υπήρξεν όλως εξωτερική και επιφανειακή14. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, προς ην είχεν υπαχθή από της εποχής του Λέοντος Γ' (733 ) η εν Κρήτη ορθόδοξος Εκκλησία15 δεν αφήκε, κατά το δυνατόν αυτή, τελείως αποίμαντον ταύτην, αλλ' εμερίμνησε διά την αποστολήν εξαιρέτων εκκλησιαστικών ανδρών, είτε ως κανονικών Αρχιερέων είτε ως Πατριαρχικών Εξάρχων, «ωv οι πλείστοι θρέμματα της μεγαλονήσου»16.
Ούτοι, ζώντες και δρώντες εν μέσω περιβάλλοντος εχθρικώς προς αυτούς διακειμένου και παντοίας μετερχομένου μεθόδους προς αχρήστευσιν αυτών, πολλάκις δε υπό τω όντι δυσμενείς συνθήκας τα ποιμαντορικά αυτών καθήκοντα επιτελούντες, εστάθησαν ικανοί να αναχαιτίσουν το ρεύμα του εκλατινισμού και περισώσουν την τιμίαν της Εκκλησίας μας ολκάδα από του καταποντισμού. Ησαν οι ολίγοι μεν αλλ' εκλεκτοί του Kυρίoυ διάκονοι, οίτινες εις ουδέν λογισάμενοι την ματαίαν του κόσμου τούτου δόξαν, επροτίμησαν «των Αιγύπτου θησαυρών, τον ονειδισμόν του Χριστού»17 και ως άλλοι θεόπνευστοι προφήται ετέθησαν επί κεφαλής του απεγνωσμένου και πεφοβισμένου λαού οδηγήσαντες αυτόν «εκ της δουλείας Φαραώ» διά μυρίων βασάνων εις τον αχείμαστον λιμένα της αγίας Ορθοδοξίας. Kαι ο λαός του Kυρίου αυτόν τον θάνατον θεωρών προτιμότερον της απαρνήσεως «των πατρικών του παραδόσεων»18, παραμένων πιστός εις την ορθόδοξον πίστιν εν τη συντριπτική του πλειονότητι ηνείχετο, προς καιρόν, ένεκα της πολιτικής αυτού αδυναμίας τους επιδρομείς λατίνους Ιεράρχας19.
Είναι σφάλμα να πιστεύωμεν ότι ο Ελληνισμός έσωσε την Ορθοδοξίαν. Το αψευδές δίδαγμα της ιστορίας είναι διαφορετικόν. Διότι η Ορθοδοξία εν τω χώρω του Ελληνισμού διέσωσεν εις τα στήθη των υποδούλων τα σπέρματα του πατριωτισμού και εξέθρεψεν απαλώς εις τα μύχια αυτών την μετά πείσματος προσήλωσιν εις τα αιώνια και ιερά πιστεύματα του Γένους, συνταυτίσασα εν τή ψυχή του Έλληνος τας εννοίας της Πίστεως και της Πατρίδος. Οι ορθόδοξοι κληρικοί εν Κρήτη υπήρξαν εκείνοι, προς τους οποίους προσέβλεπον μεθ' όλων αυτών των μυχιαιτάτων προσδοκιών οι ενετοκρατούμενοι, και υπήρξαν επί πλέον εκείνοι, οίτινες κατώρθωσαν να καλλιεργήσουν τα οπουδήποτε ευρεθέντα αγαθά σπέρματα εν ταις καρδίαις ιδία των νέων, τους οποίους ενέπνευσαν και καθωδήγησαν δια να καταστήσουν και τούτους κοινωνούς των ιδίων ιδεών και φορείς των αυτών αγίων πιστευμάτων και ιδεωδών, ων ένεκα εμεγαλούργησε το Έθνος εν τη ιστορική του πορεία. Εις τους τοιούτους μεγάλους του Γένους Διδασκάλους καί χειραγωγούς, ους η Θεία Πρόνοια εξεκόλαψεν εν τη ζοφερά σκοτία της δουλείας, το Γένος οφείλει πολλά, και οι πανέλληνες οφείλουν να υποκλίνωνται προ αυτών εν ευγνωμοσύνη πολλή διά πάνθ' όσα προσέφερον εις την μεγάλην υπόθεσιν της πνευματικής ελευθερίας των Ελλήνων.
Των τοιούτων διδασκάλων πιστός μαθητής και άξιος υπήρξεν ο Μελέτιος, διαθέτων «φύσιν ευάνοικτον μεν εις τας βιωτικάς συγκινήσεις, απόρθητον όμως και αμετακίνητον, εγκαρτερούσαν εντός του άστεος των πεποιθήσεων»20. Δεν εφείσθη κόπων και θυσιών προκειμένου να «πολυπλασιάση τα της χάριτος τάλαντον» και να παραστήση εαυτόν «εύχρηστον εις διακονίαν»21 της Εκκλησίας και του δούλου Γένους. «Νους πολύς και φερέπονος, ψυχή πάντως αγγελική και ευαγγελική, καρδία πάλλουσα φιλογενεστάτους καί φιλοδόξους παλμούς, ταμείον σοφίας παλαιάς τε και νεωτέρας, κοσμιότητος θησαυροφυλάκιον ο Πηγάς, ως άλλος αστήρ φαεινός εν μέσω ζοφεράς νυκτός, Θεού Προνοία τη Εκκλησία αυτού επανατείλας, συνεχίζει την έποχήν της δούλης του Έθνους ημών Ιστορίας κατά την τραγικωτάτην και δραματικήν ώραν της Εκκλησίας ημών, κατά την μάλλον δεινήν και κρίσιμον στιγμήν του εθνικού ημών βίου»22. Κατέλιπε δε την φήμην ανδρός «τα μάλιστα διαπρέψαντος κατά τους δυστυχείς εκείνους χρόνους επί τε αρετή και γνησία πολυμαθεία, »23.
3. Η οικογενειακή καταγωγή του Μελετίου και αι εγκύκλιοι αυτού σπουδαί.
Μεσούντος του 16ου μ.Χ. αιώνος, κατά το σωτήριον έτος 154924 εγεννήθη εις την πρωτεύουσαν της νήσου Κρήτης Χάνδακα ή Μέγα Κάστρον (σημερινόν Ηράκλειον), την «μητρόπολιν» αυτής ο Μελέτιος Πηγάς κατά κόσμον Εμμανουήλ25. Ηυτύχησεν να έχη γονείς όχι μόνον ενδόξους και επιφανείς, αλλά και διακρινομένους διά την αρετήν και ευσέβειαν αυτών. Ως παρατηρεί ο Γερμανός Γρηγοράς «oι γονείς του ενηριθμούντο εν ταις μάλιστα τιμίαις και πλούτω κομώσαις οικογενείαις της πόλεως, ουχ ήττον δε και ευσεβεία και τη άλλη αρετή»26. Ο πατήρ του εκαλείτο Παύλος, τούτο δε γνωρίζομεν εξ επιστολής του Μελετίου προς τον Σιναΐτην Ιερομόναχον Παΐσιον, εν τέλει της οποίας υπογράφεται ως «Μελέτιος Παύλου τινός, τέκτονος ίσως υιός»27. Το «ίσως» επιτείνει την μετά βεβαιότητος συναγωγήν του συμπεράσματος ότι ο Μελέτιος ενωρίς απωρφανίσθη εκ πατρός, απομείνας μετά της μητρός του Ευγενίας και των τριών αυτού αδελφών, ήτοι της Αναστασίας, της Βενέτας (της μετέπειτα
καρείσης μοναχής και μετονομασθείσης Ευγενίας) και του Γεωργίου28. Ο σύγχρονος αυτού βιογράφος Γεώργιος Δούζας εν τω «Οδοιπορικώ» αυτού παρέχει την πληροφορίαν ότι η οικογένεια του Μελετίου ήτο πλουσία εναριθμουμένη «εv τοις μάλιστα ενδόξοις και πρωτεύουσιν αρετή των πολιτών, τοις μάλιστα τιμίοις και πλούτω κομώσι κρητικοίς οίκοις, ουχ ήττον δε και ευσεβεία, βεβοημένοις»29.
Παιδιόθεν ο μικρός Μελέτιος, συνεπικουρούσης και της φυσικής αυτού ευφυίας και της προς τα γράμματα κλίσεως, ενεφάνισεν αρίστην επίδοσιν εις την εκμάθησιν της θύραθεν παιδείας, φοιτήσας παρά τους πόδας σοφών και περιωνύμων διδασκάλων της εποχής, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσαν θέσιν κατείχεν ο ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός30. Ενωρίς ο νεαρός μαθητής ήρχισε να επιδεικνύη δείγματα της πολυμαθείας και εύρυμαθείας του εις σημείον μάλιστα τοσούτον εκπληκτικόν ώστε ήδη από της εποχής εκείνης να «ομολογήται» «ευήθης και τη μεν φύσει συνετός, τη προαιρέσει δε διδακτικός και πολιτικός»31. Παρά τω Βλαστώ ο Μελέτιος εδιδάχθη την ελληνικήν και λατινικήν γλώσσαν, γραμματικήν, φιλοσοφίαν και ρητορικήν32, ενώ παραλλήλως παρέλαβε παρ' αυτού εντόνως σεσημασμένα τα στοιχεία του χριστιανοπρεπώς και ελληνοπρεπώς ζην εν μέσω ενός κόσμου τοσαύτην έχοντος ανάγκην των γνησίων αρχών, αίτινες κατά τον του Μενάνδρου λόγον καθιστούν τον άνθρωπον πράγματι και ουσία άνθρωπον. Πλησίον του ευσεβούς διδασκάλου του ο Μελέτιος δεν απέκτησε την ξηράν και ψευδώνυμον γνώσιν, ήτις εξάπτει το φρόνημα και φυσιοί την διάνοιαν, δεν εδιδάχθη την «άγονον... έξωθεν παίδευσιν» ήτις είναι «αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τόκω» κατά τον Γρηγόριον τον Νύσσης (Ρ.Μ. 44,329 Β ) αλλ' εδιδάχθη την κατά Θεόν σοφίαν, ήτοι την άκραν προσήλωσιν εις το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον»33 και εις τας παραδόσεις της φυλής. Κατώρθωσεν ο περίπυστος εκείνος κληρικός να ενσταλάξη εις την ψυχήν του μαθητού του ως ουρανίαν δρόσον τα αιώνια πιστεύματα του γνησίου ορθοδόξου, και να εμπνεύση εις αυτόν τοσούτον ισχυράν αγάπην προς την Ορθοδοξίαν και την πατρίδα, ώστε η αγάπη αύτη να αποτελέση μέχρι και της τελευτής του το κύριον χαρακτηριστικόν γνώρισμά του ως δημοσίου και εκκλησιαστικού ανδρός. Τα εν τη ταπεινή εκείνη μοναστηριακή σχολή σπαρέντα εν τη καρδία, του Μελετίου σπέρματα, πεσόντα «επί την γην την αγαθήν», του ψυχικού αυτού αγρού, «εποίησαν καρπόν εκατονταπλασσίονα»34, τον πνευματικόν λοιμόν του λαού στομώσαντα και ως «καλών θημωνία» επιστηρίξαντα το πλήρωμα της Εκκλησίας κατά τους παγχαλέπους εκείνους χρόνους.
4. Αι ευρύτεραι εν Παταυίω σπουδαί του Μελετίου
Συμπληρώσας ο Πηγάς την εγκύκλιον αυτού παιδείαν εν Κρήτη, και προς τη ελληνική γλώσση εκμαθών εις βαθμόν τέλειον και την λατινικήν35 δεκαοκταετής μόλις την ηλικίαν λαμβάνει την απόφασιν, ως άλλος Οδυσσεύς, να εξέλθη των ορίων της πατρίδος «και άλλων ανθρώπων ιδείν άστεα και νόον γνώναι», περισσότερον όμως διά να ολοκληρώση τας σπουδάς αυτού και διά να εφοδιασθή με περισσότερα, κατά το δυνατόν εφόδια, δι' ών θα ηδύνατο αποτελεσματικώτερον να συνδράμη το δούλον Γένος. Άπαξ δε λαβών την απόφασιν ταύτην της αποδημίας και «την χείρα αυτού θεις επ' άροτρον»36 εγκαταλείπει την γενέτειραν αυτού και διά Ζακύνθου, ένθα φαίνεται ότι διέμεινε μικρόν37, φθάνει εις Βενετίαν «την πολιτικήν της πατρίδος αυτού Μητρόπολιν»38. Εις Βενετίαν δεν παρέμεινεν επί πολύ, επειγόμενος να αφιχθή το συντομώτερον εις Παταύιον (σημερινήν Πάντοβα-Παδούην) πόλιν της Β.Ιταλίας γειτνιάζουσαν προς την Βενετίαν.
Η πόλις αύτη ήτο κατά την εποχήν εκείνην «βεβοημένη διά το άφθονον και κρυσταλλώδες πνευματικόν αυτής ύδωρ, λογω του περιφήμου αυτής Πανεπιστημίου, ένθα έσπευδον πάντες οι προς την φιλομάθειαν και φιλομουσίαν οργώντες ελληνόπαιδες και δη οι εκ των ενετοκρατουμένων πόλεων καταγόμενοι»39, προκειμένου να αντλήσουν «εκ της μητρός των λόγων»40 πλούσιον το νέκταρ της κατά κόσμον σοφίας. Υπό της τοιαύτης και ο Πηγάς οιστρηλατούμενος επιθυμίας, φέρων εντός του ζωηρόν και πυρίκαυστον τον πόθον της μορφώσεως, «κατ' έρωτα παιδείας τα κατά την Ιταλίαν Παταύιον καταλαμβάνει»41.
Εις Παταύιον ο Πηγάς εμαθήτευσε παρά τω τ'οε διασήμω διδασκάλω κόμητι Ιακώβω τω Ζαβαρέλλα42, διεξελθών «πάσαν επιστήμην εν εκατέρα τη γλώσση»43. Η έκφρασις «πάσαν επιστήμην» δεν αποτελεί απλούν σχήμα λόγου, αλλά παριστά την όλην του ανδρός επιστημονικήν αγωγήν και συγκρότησιν εις πάσαν σχεδόν του επιστητού σφαίραν. Εκεί ο Πηγάς παρηκολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και θεολογίας. Αλλά και ιατρικής παρά τω Ιωάννη τω Κλαδίω, εκ Κρήτης και τούτω ορμωμένω, καθηγητή δ' εν τω αυτόθι Πανεπιστημίω44, και νομικής, ενδιατρίψας ιδιαιτέρως εις τας θεολογικάς σπουδάς και διακριθείς διά την φιλοπονίαν, επιμέλειαν και φιλομάθειάν του45.
Επί οκτώ όλα έτη διήρκεσαν αι σπουδαί του Πηγά εις Παταύιον46. Η εν μέσω όμως θρησκευτικώς και εθνικώς οθνείου περιβάλλοντος επί τόσα έτη παραμονή του, ενώ θα έδει να επηρεάση όχι μόνον τον τρόπον αυτού του σκέπτεσθαι αλλά και αυτήν ταύτην την κοσμοθεωριακήν και δογματικήν του τοποθέτησιν, όλως αντιθέτως εσφυρηλάτησε και ενεδυνάμωσεν επί μάλλον την αγάπην αυτού την σφοδράν και ακαταμάχητον προς τε την Ορθοδοξίαν και την Πατρίδα, και την προσήλωσιν αυτού εις την πατρώαν ευσέβειαν. Καθ' ην εποχήν άλλοι ομογενείς και συνομήλικοι αυτού, μεταβαίνοντες διά σπουδάς εις την Εσπερίαν, απεξεδύοντο μετά περισσής ευκολίας τας δήθεν πεπαλαιωμένας αντιλήψεις των πατέρων αυτών, και εγκολπούμενοι το νέον πνεύμα της Δύσεως, εφιλοδόξουν δι' αυτού να διακριθούν μετά ταύτα εν μέσω των ιδίων αυτών, ο Πηγάς εν τε τη Βενετία, και τη Παδούη «έζησε βίον ιδιότυπον και παραδειγματικόν μηδεμιάς ξενικής διαφθοράς μετασχών... τοις πάσι προκείμενος τύπος και υπογραμμός»47. Τα αγαθά σπέρματα τα οποία είχον φυτεύσει εις την νεανικήν του καρδίαν οι γονείς και οι διδάσκαλοί του, βαθέως εισχωρήσαντα εις τον απύθμενον κόσμον του έσω της καρδίας ανθρώπου, απέδιδον τώρα τους καρπούς αυτών, και διά της θείας Χάριτος προητοίμαζον την ωλοκληρωμένην εκείνην προσωπικότητα, της οποίας την εν κόσμω πορείαν είχεν από μακρού διαγράψει η πατρική του Θεού Πρόνοια. Η όλη του Πηγά βιοτή εν τη Εσπερία, μακράν της πατρίδος, φέρει εις την μνήμην το παράδειγμα του Μ. Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, εν Αθήναις διά λόγους σπουδών διατριβόντων. Όπως εκείνοι, ούτω και ο κρής ούτος σπουδαστής, ολόκληρον την προσοχήν αυτού έχων εστραμμένην προς την κατάκτησιν των αγλαών της παιδείας καρπών, και την οδόν την άγουσαν εκ της οικίας του προς τα διδασκαλεία της σοφίας μόνην γνωρίζων, αφήκε τους λοιπούς των θεάτρων, εορτών, πανηγύρεων και συμποσίων δρόμους εις τους τα τοιαύτα επιζητούντας48. Δεν εύρισκον απήχησιν εις την ψυχήν του νεαρού Έλληνος τα των συγχρόνων αυτώ σειρήνων παραπλανητικά άσματα, ούτε υπήρχεν εν αυτώ τόπος διά νεανικάς παρεκτροπάς. Την ψυχήν του συνείχεν απεριόριστος θλίψις διά τα δεινά του Γένους και ζωηρά επιθυμία να συμβάλη εις την, κατά το δυνατόν συντομώτερον, έξοδον αυτού εκ της δουλείας. Πράγματι! «Η ιερεμείων θρήνων αξία αύτη θέσις του Γένους, συνέτριβε τας ευγενεστέρας καρδίας όλων των νεαρών εκείνων ελλήνων, οίτινες γαλουχηθέντες τα νάματα της αρχαίας προγονικής σοφίας και της επιστήμης εν ταις της Δύσεως πόλεσι και ιδόντες την εν αυταίς ακμάζουσαν σχετικώς παιδείαν, τας τέχνας και τον καθόλου πολιτισμόν, όστις προ ολίγων μόλις δεκαετηρίδων είχε διαδοθή εκ της Ανατολής, επέστρεφον εις τας εαυτών πατρίδας μίαν τρέφοντες την φιλοδοξίαν και ένα έχοντες ενδόμυχον πόθον,να μεταδώσωσι και τοις εαυτών ομογενέσι την παρακαταθήκην της προγονικής παιδείας συν τοις δώροις του νεωτέρου ελληνισμού»49.
Τοιουτοτρόπως αμέτοχος πάσης ξενικής επιδράσεως παραμείνας ο Πηγάς εν Παταυίω επί οκταετίαν όλην και εν εαυτώ το υποκάρδιον τρέφων πόθον όπως, τα παρ' αυτού εν κόποις και μόχθοις κτηθέντα αγαθά της παιδείας, κατασrήση κοινόν κτήμα των συμπατριωτών αυτού, απεφάσισεν όπως, λαμβάνων και τον τίτλον του πανεπιστημιακού διδάκτορος, εις επίστεψιν των επιτυχών αυτού σπουδών, επιστρέψη πάνοπλος εις την ενεγκούσαν και θρέψασαν» πατρίδα. Το όπερ επί έτη πολλά έτρεφεν όνειρον θα ελάμβανεν ήδη σάρκα και οστά, θα διηνοίγοντο δε μετ' ου πολύ ευρείς ενώπιον αυτού oι ορίζοντες διά την αντιπροσφοράν των ευγενών καρπών του μόχθου του και της πιστής του διακονίας εις τον «λευκόν προς θερισμόν» αγρόν του Κυρίου.
5. Πρώτη του Μελετίου ρήξις προς τον Παπισμόν.
Αι σχολαί της Δύσεως είχον τοτε το έθος «ή μάλλον όρov απαράβατον και αυστηρώς επιτιθέμενον, ίνα εις ουδένα επιδιδώσι δίπλωμα των εν αυταίς φοιτησάντων, ει μη προ της παραλαβής ηρνούντο την πάτριον πίστιν και ωμολόγουν δημοσία την παπικήν»50 ειδικώτερον δε «τους της εν Φλωρεντία Συνόδου όρους»51, την οποίαν ο Μελέτιος εθεώρει ως «συμμορίαν κακοδαίμονα», ην οι λατίνοι «σύνοδον ογδόην προσεπωνόμασαν». Διά της μεθόδου ταύτης επεδίωκον ίνα αποβουκολίσουν τους νεαρούς επιστήμονας και τους καταστήσουν πειθήνια όργανα αυτών. Αλλ' ο νεαρός Μελέτιος, ο «επί ευφυΐα και σοφία διακρινόμενος»52, ουδέ προς στιγμήν διστάσας, ουδέ το παραμικρόν αισθανθείς δίλημμα, ως άλλος Μάρκος Ευγενικός «εξέπτη ως υπόπτερος αετός εκ της δυτικής εκείνης αχλύος προς την Ανατολήν του πηγαίου της Ορθοδοξίας φωτός, μηθ' υπογράψας μετά των λοιπών τον κακόδοξον όρov της διερρωγυίας και κατεσχισμένης ενώσεως»53. Επροτίμησε «τηv αγιότητα και ιερότητα της πίστεως αυτού»54 και δεν αντήλλαξε ταύτην διά του ακαδημαϊκού τρίβωνος ως πτωχαλαζών, μάλλον δε ως άλλος σώφρων Ιωσήφ «καταλιπών τον χιτώνα έφυγε την αμαρτίαν». Άνευ δυσκολίας αντιπαρήλθε τον πειρασμόν και μετ' οργής απέρριψε πάσαν βέβηλον σκέψιν, ην τω υπηγόρευον ασφαλώς oι επί οκταετίαν συσσωρευθέντες κόποι των σπουδών και η σελαγίζουσα του διδάκτορος περγαμηνή. Αλλά ο Μελέτιος άξιος κατά πάντα της κλήσεως αυτού «φρίξας και τα ώτα αυτού βύσας εξήλθε της χορείας των διδασκάλων καταλιπών αυτοίς και διπλώματα και αριστεία και τα λοιπά της ανθρωπίνης δόξης παράσημα»55. Προ των οφθαλμών αυτού μεγαλυτέραν αξίαν είχον oι της ορθοδόξου πίστεως κεκρυμμένοι και εστερημένοι κοσμικής ελλάμψεως θησαυροί ή τα του κόσμου τούτου αξιώματα. Και ασφαλώς oι προ τοιούτου αμετακινήτως ορθοδόξου φρονήματος ευρεθέντες ποικιλώνυμοι καθηγηταί και διδάσκαλοι, θα υπεκλίθησαν νοερώς ενώπιον του αμηχάνου κάλλους και του υπερόχου ψυχικού μεγαλείου του Έλληνος μαθητού αυτών, όστις την στιγμήν εκείνην ανεδεικνύετο μέγας της όντως αρετής διδάσκαλος. Θα αντελήφθησαν ασφαλώς οι παντοειδείς εκείνοι της επιστήμης μύσται οποίαν προσωπικότητα ισχυράν αντίκρυζον, αλλά και ο Μελέτιος θα αντελήφθη με την σειράν του οποίας οι παπικοί μετέρχονται μεθόδους προκειμένου να αφομοιώσουν τους ορθοδόξους. Και ναι μεν η άρνησίς του να παράσχη ομολογίαν λατινόφρονα εστέρησε τούτου μιας προσκαίρου τιμής, ης ήτο πάντως υπεράξιος, όμως εν ταυτώ εχαρίσατο εις αυτόν το όντως σπάνιον προνόμιον του ομολογητού της Ορθοδοξίας και ανυποχωρήτου αυτής υπερασπιστού. Το παράδειγμα τούτο του Μελετίου αποτελεί διά μέσου των αιώνων λαμπρόν υπόδειγμα εμμονής εις τα πάτρια μέχρις εσχάτων και προσηλώσεως εις τα παραδεδομένα. Η πρώτη αύτη του Μελετίου ρήξις προς τον παπισμόν επρόκειτο να αποτελέση δι' αύτόν την αφετηρίαν ενός αγώνος ισοβίου προς περιφρούρησιν της Ορθοδοξίας από των κυκλωτικών κινήσεων των λατίνων. Είναι χαρακτηριστικά όσα ο Γ.Βαλέτας εν προκειμένω γράφει· «Αυτή η παλληκαριά του, αυτή η σκληρή δοκιμασία της συνείδησής του, εθνικής και θρησκευτικής, άνοιξε μπροστά στα μάτια του νεαρού σπουδαστή όλο το σκοτεινό βάθος του παπισμού και τον έκανε να βάλει σαν πρώτιστο σκοπό της ζωής του την καταπολέμησή του και την απολύτρωση της πατρίδος από την καταστροφική επιρροή του. Τότε διατυπώνει ένα πρόγραμμα ζωής· να ντυθή το ράσο και να γίνη στρατιώτης της Ορθοδοξίας να σώσει το νησί του και την Ελλάδα και όλη την ορθόδοξη Ανατολή απ' τον κίνδυνο του εκλατινισμού, που προκαλούσε τότε στους μορφωμένους έλληνες χειρότερη ανησυχία και φόβο από τον τουρκικό ζυγό...»56.
6. Επιστροφή εις την πατρίδα. Κουρά αυτού εις μοναχόν.
Χαίρων
ο Μελέτιος, διότι εις αυτόν εχαρίσθη «το
υπέρ Χριστού ου μόνον το εις αυτόν
πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού
πάσχειν»57, επέστρεψε μέσω
Ζακύνθου και Κεφαλληνίας58 εις την
γενέτειραν Κρήτην, σοφώτερος και
αγιώτερος παρ' όσον εξ αυτής προ ετών
απήλθε, έχων ακράδαντον την πεποίθησιν
ότι «σοφίας ου κατισχύσει ποτέ κακία»59
και «φέρων εν τοις στέρνοις αυτού τον
αληθή της Ορθοδοξίας μαργαρίτην»60.
Επέστρεψε κατάφορτος γνώσεων και με την
φαρέτραν αυτού πεπληρωμένην
βελών προς υπεράσπισιν
των πατρώων. Επέστρεψεν
όχι αφανής και μειρακιώδης, ως έφυγε
ποτέ, αλλά διακεκριμένος κατά πάντα, εις
τοιούτο μάλιστα σημείον, ώστε ο Ευγένιος
ο Βούλγαρις να γράφη περί αυτού ότι «το
περί την έσω και έξω μάθησιν κλέος (αυτού
) ουχ' όπως το καθ' ημάς, αλλά των εv'
Ευρώπην εθνών και τα πορρωτάτω διήλθε
διαπεφοιτηκός»61
Αφιχθείς εις Κρήτην και μετά των ιδίων
αυτού συγγενών και φίλων συναντηθείς ο
Μελέτιος, σφοδρόν δε αισθανόμενος
τον θείον έρωτα αιχμαλωτίζοντα την
καρδίαν του, «ηρεθίσθη σφοδρότερον προς
την επιθυμίαν της
άνω κλήσεως, πατρικής δε υπεριδών
ευγενείας, φίλων, οικετών και πάντων όσα
ανθρώποις εστί περισπούδαστα, τον
μοναχικόν βίον ησπάσατο»62 καρείς
μοναχός εις ηλικίαν 25 ετών εν τη
κοινοβιακή Μονή
της Αγκαράθου υπό του Ηγουμένου αυτής
Σιλβέστρου, ανδρός τα μάλιστα
πεπαιδευμένου, μαθητού δε χρηματίσαντος
Θεοφάνους του
Ελεαβούλκου63. Τοιουτοτρόπως
αντί της διδακτορικής τηβέννου
ενεδύθη «το πηναρόν μεν πλην αιδέσιμον
τριβώνιον του μοναχού»64 το
τοσαύτας και τηλικαύτας διά μέσου των
αιώνων κατακαλύψαν υπερόχους
της πίστεως ημών
μορφάς και κατασταθέν ιερόν και
περίσεμνον σύμβολον
διά τον υπόδουλον Ελληνισμόν.Εκεί
μέσα εις το κοινόβιον Της Αγκαράθου «τα
εν τη αλλοδαπή συγκομισθέντα ησύχως
προσαγαγών»65, εις δε τον ενάρετον
Σίλβεστρον εαυτόν υποτάξας «ενηδύνετο
εγκύπτων εις την μελέτην των αληθειών
της πίστεως και των παραδόσεων της Μονής,
ης και την ιστορίαν
αυτός συνέγραψεν»66.
Όμως πνεύμα φύσει ανήσυχον ο Μελέτιος67 δεν ήτο δυνατόν να περιορισθή εφ' όρου ζωής εντός της μοναχικής του κέλλας. Αλλ' επί τας ανάγκας του δεινοπαθούντος λαού στοργικώς κύπτων και εν τη πράξει τον ιεραποστολικόν μοναχισμον ακολουθών, ανέλαβεν ευρείαν κηρυκτικήν δράσιν προς διαφώτισιν και στερέωσιν και ενίσχυσιν του ποιμνίου, και προς επιστροφήν των πεπλανημένων και συναγωγήν των απολωλότων. Αεικίνητος εν τη επιτελέσει του υψηλού τούτου καθήκοντος, ακούραστος και αδάμαστος περιέτρεχε τας πόλεις και τα χωρία εμψυχών τους πεφοβισμένους χριστιανούς και νικηφόρως ανταπεξερχόμενος κατά των παπικών πλανών, αποκρούων την παπικήν προπαγάνδαν και ανυψών το αντιστασιακόν φρόνημα των συμπατριωτών του. Θέμα του κηρύγματός του ήτο η αληθής και ακριβής πίστις εις Χριστόν εσταυρωμένον, απηλλαγμένη κακοδοξιών και ορθόδοξος κατά πάντα, και η μετά πάθους προσήλωσις εις τα εθνικά ιδεώδη του Έλληνος.
Τοσαύτη ήτο η ένθεος αυτού ορμητικότης και τοσούτον υπέρμετρος ο κατ' επίγνωσιν ζήλος αυτού ώστε, δεν ήργησαν oι συμπατριώται του Κρήτες να διαγνώσουν τον δεξιόν και άξιον του εν Χάνδακι σχολείου ηγήτορα, παρακαλέσαντες τούτον όπως αναλάβη την διεύθυνσιν αυτού68.
Αποδεχθείς την προσφερθείσαν τιμητικήν ταύτην θέσιν ο Μελέτιος ανέπτυξεν ασυνήθη δραστηριότητα, μεταλαμπαδεύων εις τας απαλάς και αγνάς ψυχάς των μαθητών του το γνήσιον πνεύμα της ελληνοχριστιανικής παιδείας, και επιστηρίζων το ορθόδοξον αυτών φρόνημα, ίνα τούτο επιβιώση της λατινικής λαίλαπος και συντελέση εις την αναγέννησιν της πατρίδος. Παραλλήλως προς τα διδασκαλικά του καθήκοντα δεν έπαυσε διά συνεχών κηρυγμάτων να κατηχή τον λαόν και να επισημαίνη τον επικρεμάμενον κατά της ακεραιότητος της ορθοδόξου πίστεως κίνδυνον εκ μέρους της παπικής προπαγάνδας, προφυλάσσων ούτω την λογικήν του Χριστού ποίμνην από πάσης επιβουλής.
7. Αναγκαστική απομάκρυνσις του Μελετίου εκ Κρήτης.
Κατά το έτος 1579 ο Ηγούμενος Αγκαράθου Σίλβεστρος ανηγορεύθη πάπας και Πατριάρκης Αλεξανδρείας, εγκαταλείψας την εν τη Μονή μοναστικήν του διακονίαν. Κατά τινας69 ο Μελέτιος αντικατέστησε τον αποχωρήσαντα Σίλβεστρον εις την ηγουμενίαν, καίτοι τούτο δεν φαίνεται να αληθεύη, διότι κατά το αυτό έτος ο Μελέτιος απεχώρει εκ Κρήτης. Εάν λοιπόν ο Μελέτιος εχρημάτισεν έστω και επ' ολίγον Ηγούμενος Αγκαράθου δεν είναι βέβαιον. Βέβαιον όμως είναι ότι η ολονέν διευρυνομένη ιεραποστολική και εθνική του δράσις εκίνησε την κατ' αυτού μήνιν των φράγκων κατακτητών, ιδιαιτέρως δε του λατίνου Αρχιεπισκόπου και των λατίνων μοναχών, οίτινες δι' ανωνύμων επιστολών ήρχισαν συκοφαντικήν κατ' αυτού εκστρατείαν με σκοπόν την ηθικήν αχρήστευσιν αυτού70. Ο Μελέτιος αφού επί τινα χρόνον υπέμεινε την κατ'αυτού καταδρομήν των ετεροδόξων εν τη νήσω στοιχείων, απαυδήσας εν τέλει εκ των δολίων μέσων, άτινα εχρησιμοποίουν οι αντικείμενοι αυτώ προς επιτυχίαν των σκοπών των, επί πλέον δε απογοητευθείς, ως φαίνεται, ότι ήτο δυνατόν υπό τοιαύτας συνθήκας παραμένων εις την θέσιν του να βοηθήση αποτελεσματικώς την Εκκλησίαν και το Έθνος, κατόπιν μάλιστα και του εκραγέντος πολέμου μεταξύ Ενετών και Τούρκων, ηναγκάσθη εξ αυτών τούτων των πραγμάτων και εν θλίψει πολλή να απέλθη της προσφιλούς γενετείρας του, κατευθυνθείς προς την εν τω Θεοβαδίστω όρει Σινά ομώνυμον Ιεράν Μονήν71. Η τοιαύτη απόφασις του Μελετίου, μετά πολλής περισκέψεως ληφθείσα, δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθή άλλως, ει μη ως επιθυμία αυτού όπως από ετέρας σκοπιάς, παρεχούσης μείζονα ελευθερίαν κινήσεων, δραστηριοποιηθή και αξιοποιήση τας δυνάμεις αυτού. Και εν τούτω ο Μελέτιος ηκολούθησε το παράδειγμα μεγάλων της Κρήτης ανδρών, οίτινες «μη δυνάμενοι να σταδιοδρομήσουν εντός της Κρήτης (ένθα η Ορθοδοξία έγκειτο οπωσδήποτε δεσμία) υπηρέτησαν την Μεγάλην Εκκλησίαν και τον Αποστολικόν θρόνον του αγ.Μάρκου, γενόμενοι φωτοδόται του Έθνους ολοκλήρου και οδηγοί»72.
Κεφάλαιον Α΄
1. Ν. Τωμαδάκη, Μελέτιος ο Πηγάς και η εξάρτησις της Εκκλησίας Κρήτης εκ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (Αlexandrie 1953) σ.1. Ν. Τωμαδάκη. Ορθόδοξοι Αρχιερείς εν Κρήτη επί Ενετοκρατίας (Ανάτυπον εκ της «Ορθοδοξίας» 1952 τεύχος 1ον--Ιστανμπούλ 1952) σ. 3.
2. Ν.Τωμαδάκη, Ορθόδοξοι Αρχιερείς... ένθ' ανωτ. Κατά τον Καθηγητήν Ν. Τωμαδάκην «λόγω Ενετοκρατίας απηγορεύετο η εν Κρήτη διαμονή Ορθοδόξου Αρχιερέως» (εν Ν. Τωμαδάκη, Ανέκδοτοι επιστολαί Μελετίου Πηγά προς Ι. Μονήν Γδερνέττου. Ηράκλειον 1951. (Ανάτυπον εκ του Ε' τόμου τών Κρητικών χρονικών) σ. 267).
3. Ν.Τωμαδάκη, Μιχαήλ Καλοφρενάς Κρής, Μητροφάνης Β' και η προς την ένωσιν της Φλωρεντίας αντίθεσις των Κρητών. (Ανάτυπον εκ του ΚΑ' τόμου Επετηρίδος της Εταιρ.Βυζ. Σπουδών, Αθήναι 1951. σ.11).
4. Πράξ. κ', 29.
5. Καθ' όλην την διάρκειαν της Ενετοκρατίας εν Κρήτη απεκεφαλίσθησαν, απηγχονίσθησαν ή εστραγγαλίσθησαν 74 κληρικοί, εξωρίσθησαν 500 και εφυλακίσθησαν πολλοί. Πρβλ. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος ο Πηγάς ο Κρής, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Επιτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου 1545-1602. Εν Χανίοις 1903, σ. 29 εν υποσημειώσει.
6. Ν.Τωμαδάκη, Ορθόδοξοι Αρχιερείς... ένθ' ανωτ. σ. 3
7. Γ. Κονιδάρη, Εκκλ. Ιστορία της Ελλάδος, τ. Β' Αθήναι 1970, σ. 135.
8. Ν.Τωμαδάκη, Ορθοδ. Αρχιερείς... σ. 4. Διά τούτο άλλωστε και oι Έλληνες, των φράγκων προετίμων ως κατακτητάς τους τούρκους, ως τούτο προκύπτει και εξ επιστολής του Γαρζόνης προς την Ενετικήν Κυβέρνησιν.
9. Ν. Παπαδάκι, Η Εκκλησία Κρήτης-Επισκοπαί-Μοναί. Χανιά 1936, σ. 30.
10. Ν. Τωμαδάκη, Ανέκδοτοι επιστολαί... σ. 268.
11. Ν. Παπαδάκι, Η Εκκλησία Κρήτης... ένθ'ανωτ. σ. 79. Κατά τον Καθηγητήν Ν. Τωμαδάκην «ο πρωτοπαπάς Χάνδακος, έχων παρ'αυτώ πρωτοψάλτην Κρήτης και πρωτοπαπάδες Κυδωνίας και Ρεθύμνης, διώκει το ορθόδοξον πλήρωμα, ενώ oι πατριαρχικοί έξαρχοι ήσαν συνήθως μοναχοί» (έν «Μελέτιος ο Πηγάς και η εξάρτησις....» ένθ' ανωτ. σ. 2).
12. Γαλ. στ', 17.
13. Ψαλμ. 45,1.
14. Γ. Κονιδάρη, ένθ' ανωτ. σ.137. Kαι αργότερον επί τουρκοκρατίας η σκληρά τυραννία του αλλοθρήσκου κατακτητού «εκύλισε την Κρήτην εις το σκληρότερον μεταξύ όλων των ελληνικών χωρών μαρτύριον, αλλά δεν κατέβαλε το πνεύμα της». (Διον. Κοκκίνου, Η Ελληνική Επανάστασις,Αθήναι 1955 τ.1ος σ.35).
Ι5. Ν. Παπαδάκι, Η Εκκλησία Κρήτης... ένθ' άνωτ. σ. 11. Ν. Τωμαδάκη: Μελέτιος ο Πηγας... ένθ' ανωτ. σ.2- Πρβλ. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία απ'αρχής μέχρι σήμερον. 'Αθήναι 1948 σ. 270.
16. Ν. Τωμαδάκη, Ορθόδοξοι Αρχιερείς... ένθ' ανωτ. σ. 15. Ήδη από του 1381-1401 Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήτο εν Κρήτη Πατριαρχικός Έξαρχος (ένθ' ανωτ. σ. 14 ). Σώζονται δε και αναφοραί των επισκόπων Κρήτης προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αφορώσαι εις την επίλυσιν ανακυπτόντων κανονικών ζητημάτων. Πρβλ. και Ι.Σ. Αλεξάκη, Αναφορά Επισκόπων Κρήτης του έτους 1777 προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην (Ανάτυπον Β' τόμου Επετηρίδος Εταιρείας Κρητικών Σπουδών) Αθήναι, 1939, σ. 263. Πάντως «oι Ενετοί προσεπάθησαν να περιορίσωσι την εκ του Πατριαρχείου Κων/λεως εξάρτησιν των επαρχιών» ας κατείχον. (πρβλ. Β. Στεφανίδου: Εκκλ. Ιστορία σ. 642 ).
17. Εβρ. ια', 26.
18. Γαλ. α' 14.
19. Γ.Κονιδάρη, ένθ' ανωτ. σ. 137. Η επίγνωσις του βαρυτάτου κινδύνου, ον διέτρεχον ούτοι και ως ορθόδοξοι και ως έλληνες ήνωσε τας δυνάμεις του Έθνους πέριξ των πνευματικών ταγών και η Εκκλησία απέβη η κιβωτός του ελληνικού πνεύματος δυνηθείσα να αντιπαρατάξη εις τον αγώνα εναντίον πολλαπλασίων και υλικώς εν υπεροχή όντων εχθρών την λιτότητα μεν και ασημότητα των εξωτερικών της δυνατοτήτων, την σφριγηλότητα όμως και δυναμικότητα της πυρπολούσης πίστεως εις τον Θεόν και εις τον προορισμόν της Φυλής εν τη εννοία ότι τυχόν επικράτησις του αντιπάλου θα ωπισθοδρόμει τον ρουν της ιστορίας και θα κατέπνιγε την φωνήν της αληθείας.
20. Αγ. Νινολάκη, Μελέτιος ο Πηγάς... ένθ' ανωτ. σ.5.
21. Τιμ.Β', δ', 11.
22. Αγ. Νινολάκη, ένθ'
ανωτ. σ. 5.
23. Γε ρμανού Γρηγορά,
Μελέτιος ο
Πηγάς εν «Πανδώρα» τ. 9 (1859) σ. 255.
24. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Εν Μ.Ε.Ε. τ. ΙΣΤ' σ. 868. Αγ. Νινολάκη ένθ' ανωτ. σ. 15. Contra Β. Στεφανίδης (1537 ) ένθ' ανωτ. σ. 707. Κ. Σάθας εν Νεοελληνική Φιλολολογία, Αθήναι 1868 (μεταξύ 1535-1540 ).
25. Διοκαισαρείας Αριστάρχον, Γαβριήλ ο Σεβήρος, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας εν Ν. Σιών τ. ΚΑ' εν Ιεροσολύμοις. Τύποις Ι. Κοινού του Παναγίου Τάφου, 1926, σ. 478.
26. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 255, Πρβλ. Γ. Βαλέτα: Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή, Αθήναι 1958 σ. 25.
27. Αγ. Νινολάκη, Μελέτιος ο Πηγάς.... σ.16, υποσ.1. Ο Βαλέτας διερωτάται: «Αυτά τα «τινός και ίσως» τι άραγε θέλουν; Να συγκαλυψουν την ασημότητα της καταγωγής ή να δείξουν άγνοια;» (ένθ' αν. σ. 25). Σώζεται και επίγραμμα του Μελετίου εις τον πατέρα του εν ω αποκαλεί τούτον «πολύτλητον» και του στέλλει «άσματα επιταφίοις ραινόμενα δακρυσι» (ένθ' αν. σ.25 ) .
28. Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 16.
29. Georgii Dousae, De itinere suo Constαntinopolitano epistola. Lugduno 1599 σ. 53, Κ. Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία σ. 208, Παπαδοπούλου-Βρεττοϋ, τ. Α' «εξ ευπατριδών της μητροπόλεως της νήσου ταύτης», σ. 239, Γερμανού Γρηγορά εν «Πανδώρα» ένθ' ανωτ. σ. 255, καί Μ. Γεδεών Πατριαρχικοί Πίνακες εν βίω Λουκάρεως σ. 50.
30.Κ. Σάθα, ένθ' ανωτ. σ. 232. Αγ. Νινολάκη, ενθ'ανωτ. σ. Ι7. Ούτος ο Βλαστός υπήρξε διδάσκαλος εν τη εν Χάνδακι Σχολή του Μετοχίου του Σινά, διαπρέψας και ως ιεροκήρυξ και ως συγγραφεύς. Πρβλ. και εν Θρησκ. και Ηθ. Εγκυκλ. τ. 8. σ. 956.
31. G. Dousae, ένθ' ανωτ. σ. 43, ένθα διά των εξής λόγων σκιαγραφείται η περίοδος αύτη της ηλικίας του Μελετίου: «Εκ της περιφήμου παλαιάς εκείνης εκατονταπόλεως Κρήτης άγων το γένος, υιός επί γονέων ενδόξων και πρωτευόντων αρετή των πολιτών, παιδιόθεν παρά σοφών παιδευθείς αυτός του κατ' αυτόν γεγένηται βίου διδάσκαλος οίκοθεν οίω τινι τρόπω βρύων την αρετήν. Έτι δε παις ων ομολογείται ευήθης και τη μεν φύσει συνετός τη προαιρέσει δε διδακτικός και πολιτικός».
32. «Ο Μελέτιος Βλαστός, που με τη διδασκαλία του έδωσε τόσα πνευματικά αναστήματα στην Ελλάδα πρόσεξε ξεχωριστά την ιδιοφυΐα του Πηγά και φρόντισε να του ανάψει το ζήλο για ανώτερες σπουδές, ίσως και να τον βοηθήσει» (Γ. Βαλέτα, ένθ' ανωτ. σ. 27).
33.
Τιμ.Α', γ',16.
34. Λουκ. η',8.
35. Κατά την μαρτυρίαν του Dousae ήτο «vir tantam Latinae linguae peritiam cadere posse», ένθ' ανωτ. σ. 44.
36. Λουκ. θ', 62.
37. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Εν Μ.Ε.Ε. τ.ΙΣΤ: σ. 868, ΘΗΕ τ. 8 σ. 950. Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 27.
38. Αγ.Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ.19, Γερμ. Γρηγορά, ενθ' ανωτ. σ. 256.
39. Διοκαισαρείας Αριστάρχου, Γαβριήλ ο Σεβήρος Μητροπολίτης Φιλαδελφείας εν Ν. Σιών τ. ΚΑ' 1926, σ. 474.
40. Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ.19, Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ.27.
41. Γεωργ. Ιω. Ζαβίρα, Νέα Ελλάς ή Ελλην. Θέατρον Αθήνησι 1872, σ. 427
42. Γ. Βαλέτα, ένθ'ανωτ. σ. 27.
43. Dousae ένθ' ανωτ. σ. 53, Αγ. Νινολάκη ένθ' άνωτ. σ.19.
44. Γ. Βαλέτα, ένθ' ανωτ. σ. 27.
45. «Οπόσην δ' επιμέλειαν -γράφει ο Νινολάκης- επεδείξατο ο Πηγάς κατά το διάστημα της εν τω Πανεπιστημίω της Παδούης σπουδών αυτού και οπόσην ακριβή και βαθείαν γνώσιν εκτήσατο της λατινικής θεολογίας, εκδηλουμένης πολλαχώς εν τοις μετά ταύτα πολεμικοίς συγγράμμασιν αυτού, τρανοφθόγγως μαρτυρούσι πολλοί των γνωρισάντων αυτόν, εν οις και ο ένδοξος ιστοριογράφος Αύγουστος Dethou εκφραζόμενος ούτως· ο Μελέτιος εσπούδαζε ποτέ εν τω πανεπιστημίω της Παδούης εν ω διεκρίνετο επί ευφυΐα και σοφία». (Ένθ' ανωτ. σ. 20-21).
46. Αγ.Νινολάκη, σ. 20. Κ. Σάθα, ένθ' ανωτ. σ. 190. Διοκαισαρείας Αριστάρχου ένθ' ανωτ. σ. 476.
47.
Γερμανού Γρηγορά, ένθ'
ανωτ. σ. 256.
48. Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον ΚΑ'.
49. Διοκαισαρείας, Αριστάρχου ενθ' άνωτ. σ. 471-472.
50. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 256.
51. Γ. Ζαβίρα, εν Κ. Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία σ. 430.
52. J. Αuguste de Thou, Histoire Universelle La
Hage 1740. τ. VII σ. 655
53. Ιστορία Συροπούλου, παρά Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 23. Πρβλ. και Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. Σ. 256.
54. Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 22.
55. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 256.
56. Γ. Βαλέτα, ένθ' ανωτ. σ.28
57. Φιλ. α', 29.
58. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν Μ.Ε.Ε. τ.ΙΣΤ' σ. 868.
59. Σοφ. Σολ. 7, 30.
60. Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 23. Επανακάμπτων εις Κρήτην ο Μελέτιος ετέλει εν γνώσει της πολιτικής και θρησκευτικής καταστάσεως, εις ην ευρίσκετο η ενετοκρατουμένη μεγαλόνησος καθώς και των κινδύνων, ους διέτρεχεν εκ του λατινικού στοιχείου πασχίζοντος να θέση εκποδών πάσαν δύναμιν, εφ' ης ήτο δυνατόν να στηριχθή τυχόν αντίδρασις εις τα σχέδια και τας επιδιώξεις αυτού.
61. Παρά Γερμ. Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 255.
62. Κύριλλος Λούκαρις εν G. Dousa ένθ' ανωτ. σ, 54. Πρβλ. Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 26.
63. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 24, Γερμ. Γρηγορά ένθ' ανωτ. σ. 256. Περί του Ελεαβούλκου τούτου όρα εv Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή Γ.Βαλέτα σ. 20, Θ.Η.Ε. τ. 5ος σ. 552 ένθα και σχετική βιβλιογραφία.
64. Διοκαισαρείας Αριστάρχου, ένθ' άνωτ. σ. 471.
65. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 24.
66. Ένθ' ανωτ.
67. Κατά τον Λούκαριν ο Μελέτιος παίς ων διεκρίνετο διά την υπερβολικήν αυτού ζωηρότητα, ης ένεκα διέτρεξεν αμετρήτους κινδύνους, πυρός, υδάτων, κρημνών ώστε και παρ' ουδέν ήλθε πολλάκις τεθνάναι» εν Γ. Βαλέτα ένθ' ανωτ. σ. 26.
68. Χρυσ. Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. ΙΣΤ' σ. 868, Αγαθ. Νινολάκη ένθ' άν. σ. 25.
69. Ζαβίρας, Α. Παπαδόπουλος-Βρεττ ό ς παρά Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 28, Χρυσ. Παπαδοπούλου, ΜΕΕ τ. ΙΣΤ' σ. 868.
70. Αγ. Νινολάκη ένθ' ανωτ. σ. 28, Ζαβίρα Ν. Ελλάς σ. 431, Βρεττού Νεοελλ. Φιλ. Α' σ. 239. Η μέθοδος της συκοφαντίας και διαβολής, λίαν oικεία εις χαρακτήρας καταπτύστους και θρασυδείλους, πολλάκις έχει χρησιμοποιηθή εις βάρος τιμίων ανδρών, οίτινες υπέστησαν το μαρτύριον τούτο μετά παραδειγματικής υπομονής μέχρις ενός ορίoυ, πέραν του οποίου η ανοχή συνιστά ενοχήν.
71. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 27, Χρυσ. Παπαδοπούλου ΜΕΕ τ. ΙΣΤ' σ. 868.
72. Ν.Τωμαδάκη, Μελέτιος ο Πηγάς και η εξάρτησις ...σ. 3.
73. Ν. Τωμαδάκη, ένθ' ανωτ.